The Girl in the Spider’s Web
The Girl in the Spider’s Web
08|11|2018 15:05
SHARE
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Νέες ταινίες: «Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης» -Η Λίζμπεθ Σαλάντερ επιστρέφει


H διάσημη ηρωίδα του Στιγκ Λάρσον Λίζμπεθ Σαλάντερ επιστρέφει για να λύσει την πιο προσωπική υπόθεση της ζωής της, η Αντίνα Πιντίλιε κερδίζει την Χρυσή Άρκτο με μια ενδιαφέρουσα μείξη πραγματικότητας και μυθοπλασίας, ενώ ένα νορβηγικό saga μάς θυμίζει πώς μοιάζει ο κόσμος μέσα από τα μάτια των παιδιών.

Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης

(The Girl in the Spider’s Web)

Σκηνοθεσία: Φέντε Αλβάρεζ

Παίζουν: Κλερ Φόι, Σβέριρ Γκούντνασον, Λακίθ Στάνφιλντ, Σίλβια Χεκς

Περίληψη: Όταν ένας επιστήμονας τής αναθέτει μία επικίνδυνη αποστολή, η Λίζμπεθ Σαλάντερ βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια σκοτεινή υπόθεση, αφού μυστηριωδώς το διαμέρισμά της παίρνει φωτιά κι εκείνη καταλήγει ετοιμοθάνατη. Μαζί με τον παλιό φίλο και μοναδικό σύμμαχό της, τον δημοσιογράφο Μίκαελ Μπλόμκβιστ, η Λίζμπεθ ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι για να βρει αυτούς που της επιτέθηκαν, να προστατεύσει τον νεαρό γιο του επιστήμονα και να πάρει πίσω όσα της ανήκουν. Όσο ο ιστός σφίγγει γύρω της, εκείνη βυθίζεται στις σκιές του δικού της παρελθόντος.

Ο Φέντε Αλβάρεζ («Το Πρόσωπο του Κακού», «Μην Ανασαίνεις») μεταφέρει με χολιγουντιανούς όρους το τρίτο μέρος της νουάρ σειράς «Millennium» του Στιγκ Λάρσον. Αυτή τη φορά η εκκεντρική και ανένταχτη κοινωνικά Λίζμπεθ Σαλάντερ θα βρεθεί αντιμέτωπη με το παρελθόν της στην πιο προσωπική υπόθεση της ζωής της. Όταν ένας επιστήμονας τής αναθέτει μία επικίνδυνη αποστολή, μπαίνει στο στόχαστρο κακοποιών, οι οποίοι απειλούν τη ζωή της. Τότε η Σαλάντερ με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Μάικλ Μπλόμκβιστ αναζητάει όσους την καταδιώκουν, για να βρεθεί αντιμέτωπη τελικά με αυτά την στοιχειώνουν.

Ο Ουρουγουανός Αλβάρες ακολουθεί υπάκουα τις επιταγές των μεγάλων στούντιο, δημιουργώντας έτσι μία ταινία δράσης με ένταση και ατμόσφαιρες σκανδιναβικού νουάρ, αφήνοντας όμως στο περιθώριο τις ψυχολογικές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις που ο Λάρσον πραγματεύεται στα βιβλία του, κάτω από το πρόσχημα μιας αστυνομικής υπόθεσης.

Έτσι οι χαρακτήρες δεν ξεφεύγουν καθόλου από τα στερεότυπα μιας τυπικής αστυνομικής περιπέτειας, η Λίζμπεθ Σαλάντερ εδώ είναι απλώς μία κοπέλα με τατουάζ και κοντά μαλλιά, η περίπλοκη σχέση με τον Μπλόμκβιστ παρουσιάζεται απλοϊκά, ενώ η προσωπική της ιστορία αντιμετωπίζεται σχεδόν μελοδραματικά, στερώντας από την ιδιαίτερη αυτή ηρωίδα το επαναστατικό της στοιχείο.

Η Κλερ Φόι, την οποία ο Αλβάρες είχε δει και θαυμάσει στο «The crown» δεν τσαλακώνεται καθόλου, αντίθετα παραείναι όμορφη και λαμπερή, προσεγγίζοντας συμβατικά μια ηρωίδα που έγινε αγαπητή στο κοινό εξαιτίας της διαφορετικότητάς της. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, εγκλωβισμένοι σε στερεοτυπικούς χαρακτήρες , που ελάχιστη σχέση έχουν με τα πρόσωπα του Λάρσον, αρκούνται σε σχηματικές και χωρίς βάθος ερμηνείες.

Overlord

Σκηνοθεσία: Τζούλιους Έιβερι

Παίζουν: Γιοβάν Αντέπο, Γουάιατ Ράσελ, Ματίλντ Ολιβιέ, Τζον Μαγκάρο

Περίληψη: Λίγες μόλις ώρες πριν από την απόβαση στη Νορμανδία, μια ομάδα Αμερικανών αλεξιπτωτιστών πέφτει στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία για να πραγματοποιήσει μια αποστολή ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της εισβολής. Στόχος τους η ανατίναξη ενός ραδιοφωνικού πύργου στην κορυφή μιας οχυρωμένης εκκλησίας. Για να τα καταφέρουν, θα πρέπει να μπουν σε ένα μυστηριώδες εργαστήριο των Ναζί. Εκεί όμως θα έρθουν αντιμέτωποι με εχθρούς που κανείς στον κόσμο δεν είχε αντικρίσει.

Ζόμπι και Ναζί μπλέκονται σε μια πολεμική περιπέτεια τρόμου σε παραγωγή Τζ. Τζ. Έιμπραμς («Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει»).

Μία ομάδα Αμερικανών αλεξιπτωτιστών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσγειώνεται σε μία επαρχιακή πόλη της Γαλλίας λίγο πριν από την απόβαση στη Νορμανδία, με απώτερη αποστολή να καταστρέψει έναν πύργο που χρησιμοποιούν ως ορμητήριο οι Ναζί. Για να το καταφέρουν αυτό όμως, πρέπει να διεισδύσουν στα άδυτα του πύργου, όπου και θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα φρικτά πειράματα των Γερμανών, οι οποίοι προσπαθούν να αναπτύξουν τον τέλειο και αιώνιο στρατό για το Τρίτο Ράιχ.

Ο Αυστραλός Τζούλιους Έιβερι («Ο Νόμος της Σιωπής») υπογράφει μία τυπική b-movie ταινία τρόμου με φόντο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο –αν και συχνά η ταινία του θυμίζει μια σύγχρονη πολεμική περιπέτεια ενώ το ιστορικό πλαίσιο ελάχιστη σημασία έχει για την εξέλιξη της ιστορίας- και αναμειγνύει τέρατα και στοιχεία μιας τυπικής ταινίας δράσης ακομπλεξάριστα, καταδικάζοντας έστω και απλοϊκά τον ναζισμό. Προσθέτοντας μία νότα ρομάντζου και ηρωισμού, συμπληρώνει τη συνταγή με πολύ αίμα και σπλατεριές για να καταλήξει σε ένα παράδοξο συνονθύλευμα, που ξεκινάει με καλές προϋποθέσεις, όμως σταδιακά χάνει το ενδιαφέρον του.

Η κινηματογράφηση του Έιβερι έχει ένταση και ρυθμό και η παραγωγή είναι αναμφίβολα υψηλού επιπέδου, αν και η αναπαράσταση της εποχής συνειδητά μάλλον θυσιάζεται συχνά προς όφελος του θεάματος, όμως το σενάριο αδυνατεί να βρει έναν ξεκάθαρο άξονα, οπότε όταν το δεύτερο μέρος ανεβάζει γκάζια, δημιουργείται μία αίσθηση ανολοκλήρωτου, που τελικά καταλήγει σε ένα αναμενόμενο φινάλε.

Η Κοιλάδα των Σκιών

(Skyggenes dal Valley of Shadows)

Σκηνοθεσία: Γιόνας Μάτζοφ Γκιουλμπράντσεν

Παίζουν: Αντάμ Εκελί, Καθρίν Φάγκερλαντ, Γιούργκεν Λάνγκελε

Περίληψη: Ανάμεσα στη θάλασσα και τα βουνά, σε ένα μικρό χωρίο της Νορβηγίας, ο Ασλάκ ζει με τη μητέρα του Αστρίντ. Ένα τραγικό γεγονός θα οδηγήσει τον Ασλάκ στο σκοτεινό δάσος πίσω από το σπίτι. Είναι όμως τα γεγονότα ή η φαντασία του που τον καθοδηγεί;

Ο Νορβηγός Γιόνας Μάτζοφ Γκιουλμπράντσεν στην πρώτη του μεγάλου μήκους απόπειρα δημιουργεί μια εφιαλτική εκδοχή του παραμυθιού «Ο Πέτρος και ο Λύκος», όπου κυριαρχεί το σκανδιναβικό γοτθικό στοιχείο.

Ο εξάχρονος Άσλακ μένει, μαζί με την μητέρα του, Άστρι, σ' ένα μικρό χωριό της Νορβηγίας που βρίσκεται ανάμεσα στη θάλασσα και τα βουνά. Ένα βράδυ με πανσέληνο, ο φίλος του του δείχνει κάτι ανησυχητικό: κάποιος έχει σκοτώσει τρία πρόβατα. Η εξήγηση του είναι πως υπαίτιος είναι ένας λυκάνθρωπος, γεγονός που εξάπτει τη φαντασία του Άσλακ. Έτσι, όταν ο σκύλος του το σκάει, ο μικρός αποφασίζει να περιηγηθεί στο τρομακτικό δάσος πίσω από το σπίτι του.

Ο Άσλακ παράλληλα αντιμετωπίζει μια σκληρή καθημερινότητα: η μητέρα του τον μεγαλώνει μόνη της, ενώ έχει να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα του μεγαλύτερου αδελφού του που είναι χρήστης ναρκωτικών και παρουσιάζει αποκλίνουσα συμπεριφορά. Ταυτόχρονα ο μικρός βρίσκεται σε μία ηλικία, όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας συγχέονται, οπότε οι ιστορίες του μυαλού είναι μια διέξοδος από την πραγματικότητα.

Ο Γκιουλμπράντσεν χρησιμοποιεί αυτές τις ρεαλιστικές συνθήκες με έναν ονειρικό τρόπο, επενδύοντας περισσότερο στην εικόνα παρά στο διάλογο και δημιουργεί μία μεταφυσική ατμόσφαιρα που στην ουσία πραγματεύεται την οπτική της πραγματικότητας μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού.

Γυρισμένη σε φιλμ 35mm με την ατμοσφαιρική διεύθυνση φωτογραφίας του Μάριους Μάτζοφ Γκιουλμπράντσεν -αδελφού του σκηνοθέτη- που εκμεταλλεύεται τα άγρια τοπία της νοτιοδυτικής Νορβηγίας και με την εκπληκτική μουσική του σπουδαίου Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, η «Κοιλάδα των σκιών» δεν είναι απλώς ένα θρίλερ, αλλά ένα μελαγχολικό Saga για την παιδική φαντασία που με την πάροδο του χρόνου βεβηλώνεται από την καθημερινότητα.

To μυστικό της Πέτρα

(Petra)

Σκηνοθεσία: Χάιμε Ροζάλες

Παίζουν: Μπάρμπαρα Λένι, Μαρίζα Παρέδες, Χοάν Μποτέι, Αλεξ Μπρέντεμουλ

Περίληψη: Η Πέτρα είναι μια ζωγράφος γύρω στα τριάντα, που δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Όλη της τη ζωή τής έκρυβαν επιμελώς την ταυτότητά του. Όταν η μητέρα της πεθαίνει, αποφασίζει να λύσει μόνη της το μυστήριο της ύπαρξής της. Η έρευνα που ξεκινά την οδηγεί στον, Χάουμε, έναν διάσημο καλλιτέχνη, αλλά παράλληλα έναν θρασύ και αδίστακτο άνθρωπο. Με την πρόφαση της μαθητείας στο πλάι του, μπαίνει στη ζωή του και γνωρίζει τη σύζυγό του Μαρίζα, τον γιο του Λούκας και τη γειτονική τους οικογένεια.

Ο Χάιμε Ροζάλες («Όμορφη Νιότη» ) στην έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, με σαφείς επιρροές από το αρχαίο ελληνικό δράμα, πραγματεύεται τα παιχνίδια της Μοίρας μέσα από ένα σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ.

Η Πέτρα είναι μία νεαρή γυναίκα που δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Μετά από τον θάνατο της μητέρας της, αποφασίζει να βρει η ίδια τον άντρα που την έφερε στη ζωή, αναζητώντας μία απάντηση στο ζήτημα της ταυτότητάς της. Έτσι φτάνει ως μαθητευόμενη στο σπίτι ενός ηλικιωμένου αλλά αμοράλ ζωγράφου, του Χάουμε,. Εκεί θα γνωρίσει τον γιο του και τη γυναίκα του, αλλά και τους γείτονές τους, με τους οποίους μοιράζονται κρυφά μυστικά και ένα ένοχο παρελθόν και θα οδηγηθεί σε έναν λαβύρινθο, όπου το ψέμα και η αλήθεια μπερδεύονται.

Χωρισμένη σε κεφάλαια που το καθένα έχει ένα τίτλο, ο οποίος μας προετοιμάζει στην ουσία για τα όσα θα δούμε, και χωρίς να ακολουθεί τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, ο Ροζάλες δημιουργεί με έναν ιδιότυπο τρόπο σασπένς, εστιάζοντας κυρίως ψυχικές διεργασίες των ηρώων. Έτσι δοκιμάζει το ένστικτο του θεατή και καταφέρνει να δομεί ενδιαφέρουσες σχέσεις, όμως δημιουργεί ένα κενό όσον αφορά στα κίνητρα και τις προθέσεις των ηρώων του και κυρίως του Χάουμε, που αποτελεί νευραλγικό κλειδί για την ιστορία του, γεγονός που αφαιρεί από την ταινία μία πιο υπαρξιακή και φιλοσοφική διάσταση. Αντ' αυτού τελικά όλα όσα συμβαίνουν μοιάζουν να είναι απόρροια των πράξεών ενός αδίστακτου άνδρα που ερμηνεύει ο Χουάν Μποτέι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του αγροκτήματος όπου διαδραματίζεται μέρος της ταινίας, κι όχι ένα παιχνίδι της Μοίρας, όπως συμβαίνει στις τραγωδίες, που εμπνέουν τον δημιουργό.

Το μοτίβο αργής κίνησης της κάμερας που συχνά προσπερνά τους ήρωες και πλανάται στον άδειο χώρο δίνει έμφαση στην απόσταση μεταξύ των προσώπων και δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, όμως σε σημεία η ιστορία του Ροζάλες, που υπογραφεί το σενάριο με τους Μικέλ Γκασραμπίντε και Κλάρα Ροκέτ («Η Απόσταση Μεταξύ μας»), παραείναι φορτωμένη, αλλά όχι και συναισθηματικά φορτισμένη.

Παίζονται επίσης:

Μη με αγγίζεις

(Touch Me Not)

Σκηνοθεσία: Αντίνα Πιντίλιε

Παίζουν: Λόρα Μπένσον, Τόμας Λεμαρκίς, Ντερκ Λανζ

Περίληψη: Στα ρευστά όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, η ταινία ακολουθεί τα συναισθηματικά ταξίδια της Λώρα, του Tομάς και του Κριστιάν, μέσα από μία βαθιά τρυφερή ματιά στις ζωές τους. Λαχταρούν την οικειότητα, ενώ τη φοβούνται, προσπαθούν να ξεπεράσουν στερεοτυπικά μοτίβα, αμυντικούς μηχανισμούς και ταμπού, για να κόψουν τον ομφάλιο λώρο και να ζήσουν επιτέλους ελεύθεροι.

Η τολμηρή θεματικά και κινηματογραφικά ταινία της Αντίνα Πιντίλιε, που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, αναμειγνύει την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, συγκινώντας βαθιά.

Μία πενηνταπεντάχρονη γυναίκα νιώθει εγκλωβισμένη, άδεια και παγωμένη. Το σεξ για εκείνη είναι μόνο πληρωμένα call boys, τα οποία κοιτάει με κρυφή πείνα, αλλά ποτέ δεν αγγίζει, ούτε κι επιτρέπει να την αγγίζουν. Η ιστορία της δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, όπως ομολογεί η ίδια. Δεν της έχει συμβεί κάτι τραγικό, κάτι που τουλάχιστον να θυμάται. Οι εικόνες όμως από τις επισκέψεις της στο νοσοκομείο στον υπερήλικα πατέρα της υποψιάζουν για το αντίθετο.

Η γυναίκα αυτή όμως αποφασίζει να ξεγυμνωθεί. Μπροστά μας και μπροστά στο φακό της νεαρής σκηνοθέτιδας Αντίνα Πιντιλιέ, η οποία την παρατηρεί στις επισκέψεις της σε διάφορους σεξουαλικούς θεραπευτές: μία εξηντάχρονη τρανσέξουαλ που προσπαθεί να την απελευθερώσει μέσω ψυχανάλυσης και μουσικής, έναν Αυστραλό s&m ακτιβιστή (ως λύση του να καταλάβει κανείς τα όριά του και να τα ξεπεράσει), αλλά κι ένα γκρουπ ανθρώπων με σωματικές αναπηρίες, στο οποίο εργάζεται ένας νεαρός Ισλανδός θεραπευτής με τον οποίο η πρωταγωνίστρια είναι κρυφά ερωτευμένη.

Η ταλαντούχα δημιουργός και οι χαρακτήρες της μπαίνουν σε μία περιπέτεια προσωπικής αναζήτησης που έχει να κάνει με τη σχέση μας με το σώμα, τα ταμπού και τους φόβους μας.

Αυτή η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μείξη καθηλώνει τον θεατή σε ένα πολύ προσωπικό ταξίδι, μία σπλαχνική κινηματογραφική εμπειρία, για το πώς μπορούμε να βρούμε την οικειότητα με τους πιο αναπάντεχους τρόπους και πώς μπορούμε να αγαπήσουμε κάποιον χωρίς να χάσουμε τον εαυτό μας.

Ληστεία στο Μουσείο

(Museo)

Σκηνοθεσία: Αλόνσο Ρουιθπαλάθιος

Παίζουν: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Λεονάρντο Ορτίζγκρις, Αλφρέδο Κάστρο, Σάιμον Ράσελ Μπιλ

Περίληψη: Μέξικο Σίτι, Χριστούγεννα του ‘85. Δύο αιώνιοι φοιτητές αποφασίζουν να ληστέψουν τους αμύθητους θησαυρούς του Εθνικού Ανθρωπολογικού Μουσείου. Η κοινή γνώμη του Μεξικού παθαίνει παροξυσμό με τους ιερόσυλους που ατίμασαν την ιστορική κληρονομιά μιας χώρας, ενώ οι Αρχές είναι πεπεισμένες πως αντιμετωπίζουν ένα διεθνές κύκλωμα αρχαιοκάπηλων.

Το νέο μεγάλο όνομα του μεξικανικού σινεμά Αλόνσο Ρουιθπαλάθιος («Güerros») μεταφέρει στην οθόνη την αληθινή ιστορία της κλοπής 140 αρχαιολογικών κειμηλίων, ανυπολόγιστης αξίας, από το Μουσείο Ανθρωπολογίας του Μεξικό, το 1985. Η ταινία απέσπασε την Αργυρή Άρκτο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Βερολίνου και το βραβείο σκηνοθεσίας στις αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας.

Αν και σχεδόν τριάντα χρόνων, ο Χουάν και ο Μπένχαμιν δεν λένε να φύγουν από τα σπίτια των γονιών τους και να τελειώσουν την κτηνιατρική σχολή. Αντιθέτως είναι βολεμένοι στην άνετη γειτονία τους στο Mexico City, μια μεξικανική εκδοχή ενός Αμερικάνικου προαστίου. Κατά τη διάρκεια ενός σημαδιακού Χριστουγεννιάτικου ρεβεγιόν, αποφασίζουν ότι ήρθε η ώρα να ξεχωρίσουν. Έτσι αποφασίζουν να διαπράξουν την πιο διάσημη ληστεία αρχαιοτήτων στην Μεξικανική ιστορία. Αφήνοντας για λίγο τα οικογενειακά παραδοσιακά δείπνα και εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη ασφάλειας λόγω Χριστουγέννων, εισβάλουν λαθραία στο εμβληματικό Εθνικό Ανθρωπολογικό μουσείο και αφαιρούν τα πιο πολύτιμα κομμάτια, μπλέκοντας σε μια περιπέτεια που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή τους.

Η σπουδαιότητα και η σημασία της λείας τους ξεπερνάει τα όρια της αντίληψης των ερασιτεχνών ληστών. Την επόμενη μέρα, όταν θα είναι πλέον αργά, θα συνειδητοποιήσουν το αντίκτυπο της πράξης τους. Έτσι ξεκινούν ένα ταξίδι μέχρι το Ακαπούλκο για να ανακαλύψουν ότι κανείς δεν τολμάει να αγοράσει τα κλεμμένα αντικείμενα.

Επικεντρώνοντας περισσότερο στον αντίκτυπο των γεγονότων παρά στη ληστεία καθαυτή, ο Μεξικανός σκηνοθέτης θέτει ερωτήματα σχετικά με την πολιτιστική κληρονομιά και τη σημασία της αλήθειας, συνδυάζοντας χιούμορ και περιπέτεια σε ένα διασκεδαστικό road trip, που εμμέσως πλην σαφώς αναφέρεται στην ιστορία της πατρίδας του.