Βack to Black: Η ζωή της Έιμι Γουάινχαουζ στις ταινίες αυτής της εβδομάδας
Αυτή την εβδομάδα, η πολυσυζητημένη βιογραφία της Έιμι Γουάινχαουζ, οι νέες περιπέτειες των Ghostbusters, ένα δεξιοτεχνικό κοινωνικό θρίλερ από τον Στέφαν Κομαντάρεφ καιτο καινούργιο ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή γιατην Ελευσίνα έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.
Back to Black
Σκηνοθεσία: Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον
Παίζουν: Μαρίσα Αμπέλα, Τζακ Ο'Κόνελ, Έντι Μάρσαν, Τζούλιετ Κόαν, Λέσλι Μάνβιλ
Περίληψη: Το χρονικό της ζωής της Έιμι Γουάινχαουζ, το ταξίδι της από την εφηβεία στην ενηλικίωση και η δημιουργία ενός από τα πιο επιτυχημένα μουσικά άλμπουμ της εποχής μας.
Ένας φόρος τιμής σε μία από τις πιο εμβληματικές τραγουδίστριες του 21ου αιώνα.
Με φόντο το Κάμντεν και τις γειτονιές του Λονδίνου, που αγαπούσε η Έιμι Γουάινχαουζ, παρακολουθούμε την πορεία της από τα νεανικά της χρόνια ως την εξέλιξη της σε μια μεγαλοφυή αντισυστημική μουσικό, που με τις ιδιαίτερες ερμηνείες και τους αυτοβιογραφικούς της στίχους κατάφερε να γίνει μια από τις μεγαλύτερες και τις πιο επιδραστικές σταρ της εποχής της.
Η σχέση με τον πατέρα της και την πολυαγαπημένη της γιαγιά, ο καταστροφικός της έρωτας για τον Μπλέικ και οι περιπέτειες της με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά συνδυάζονται – και σωστά- με τα πιο γνωστά της κομμάτια σε μία βιογραφία αρκετά ωραιοποιημένη, που όχι μόνο δεν προσθέτει πληροφορίες σε όσα ήδη ξέρουμε, αλλά μάλλον αποκρύπτει και αρκετές.
Η Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον («Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι», «Nowher Boy», μια ταινία για τα νεανικά χρόνια του Τζον Λένον)) με την έγκριση του πατέρα της Γουάινχαουζ, ο οποίος μάλιστα συχνά πυκνά έχει επικριθεί για τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή της κόρης του, φροντίζει να εξομαλύνει τις δύσκολες οικογενειακές σχέσεις της τραγουδίστριας, παρουσιάζοντας την περισσότερο ως ένα κορίτσι δεμένο με τους δικούς του, που εξόκειλε για χάρη ενός άντρα. Το παρελθόν της, το τι σημαίνει να βρίσκεται ουσιαστικά κανείς σε μία τοξική σχέση, αλλά και το πώς η πιεστική μουσική βιομηχανία και το ανελέητο κυνήγι των ΜΜΕ επηρέασαν την ψυχολογία της, είτε δεν θίγεται, είτε αντιμετωπίζεται επιφανειακά, με την Τζόνσον να χάνει το στοίχημα να διεισδύσει στην ψυχή και στο μυαλό ενός μεγάλου ταλέντου, που κάηκε στις φλόγες του.
Η Μαρίσα Αμπέλα, που η ίδια ερμηνεύει τα τραγούδια στην ταινία, αν και δεν μοιάζει τόσο εμφανισιακά στη Γουάινχαουζ, γεγονός που είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια πολλών θαυμαστών της, τελικά καταφέρνει μεταμορφωθεί υποκριτικά και παρόλο που δεν έχει από το σενάριο δυναμικές σκηνές να υποστηρίξει, αναδεικνύει την ανατρεπτική φύση και το ροκ μυαλό ενός ινδάλματος, που έφυγε πολύ νωρίς μπαίνοντας το καταραμένο κλαμπ των 27.
Μαζί της, η Λέσλι Μάνβιλ στον ρόλο της γιαγιάς Σύνθια δίνει μία συγκινητική νότα σε μια ταινία, που φοβάται τόσο τον θρύλο, ώστε στέκει από απόσταση να τον θαυμάζει. Έτσι, τελικά τον παλμό δίνουν τα ίδια τα τραγούδια, μιας και μέσα σ’ αυτά η Γουάινχαουζ κατέθετε τη δική της αλήθεια.
Ghostbusters: Η Αυτοκρατορία του Πάγου (Ghostbusters: Frozen Empire)
Σκηνοθεσία: Τζιλ Κέναν
Παίζουν: Πολ Ραντ, Μπιλ Μάρεϊ, Κόρι Κουν, Φιν Γούλφχαρντ, Νταν Ακρόιντ, ΜακΚένα Γκρέις,
Περίληψη: Η παλιοπαρέα των κυνηγών φαντασμάτων επανενώνεται.
Οι Μπιλ Μάρεϊ και Νταν Ακρόιντ επιστρέφουν στην ενεργό δράση και ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον Πολ Ραντ και τον Φιν Γούντχαρντ.
Η οικογένεια Σπένγκλερ επιστρέφει εκεί όπου ξεκίνησαν όλα– στον χαρακτηριστικό πυροσβεστικό σταθμό της Νέας Υόρκης – για να συνεργαστεί με τους αυθεντικούς Ghostbusters, που έχουν δημιουργήσει ένα άκρως απόρρητο εργαστήριο, ώστε να «απογειώσουν» την επιχείρησή τους. Όταν όμως βρίσκουν ένα αρχαίο αντικείμενο, που απελευθερώνει μια διαβολική δύναμη, νέοι και παλιοί Ghostbusters συνεργάζονται για να προστατέψουν την πόλη τους και να σώσουν τον κόσμο από μια δεύτερη Εποχή του Πάγου.
Τέσσερα χρόνια μετά από το remake της κλασικής επιτυχίας των 80s «Ghostbusters: Legacy», η παλιά γενιά με τις θανατηφόρες ατάκες της -σίγουρα όχι τόσες ευφάνταστες όσο στο παρελθόν- συναντάει την καινούργια, που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο καθήκον και στον έρωτα. Ο Κέναν, σεναριογράφος της πρώτης ταινίας, αυτή τη φορά περνάει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, επενδύοντας στη γνωστή συνταγή χιούμορ- δράσης. Παράλληλα, χρησιμοποιεί τα ψηφιακά εφέ για να μας μεταφέρει στην παγωμένη Νέα Υόρκη, ενορχηστρώνοντας στο πρώτο μέρος μερικές ενδιαφέρουσες σκηνές.
Όμως γρήγορα η πλοκή μπερδεύεται χωρίς ουσιαστικό λόγο, χαρακτήρες προστίθενται, αλλά δεν εξελίσσονται, το σενάριο ξεμένει από καλές ιδέες, άλλα και κωμικές νότες, στερώντας τελικά από τους Ghostbusters τη φρεσκάδα και τον χαβαλέ. Κι αν μερικά από τα φαντάσματα έχουν το γούστο τους, δεν καταφέρνουν να προκαλέσουν μικρές ανατριχίλες, οπότε τελικά μένει να αναρωτιέται κανείς σε τι χρειάζεται αυτό το καλών προθέσεων, αλλά άνευρο τελικά sequel.
Οι Ελευσίνιοι
Σκηνοθεσία: Φίλιππος Κουτσαφτής
Περίληψη: Μια δυναμική προσωπογραφία της Ελευσίνας υπό τύπον μωσαϊκού.
Ο Φίλιππος Κουτσαφτής επιστρέφει στην Ελευσίνα 23 χρόνια μετά από την «Αγέλαστο Πέτρα».
Το 2000, ο γνωστός κινηματογραφιστής είχε βρεθεί στην περιοχή, όπως ανέφερε ο ίδιος, σαν «προσκυνητής», υπογράφοντας ένα εμβληματικό ντοκιμαντέρ, που άλλαξε τους κανόνες του είδους και κατάφερε, πέραν της καλλιτεχνικής του αξίας, να αποδεχτεί και μία μεγάλη εμπορική επιτυχία. Χρόνια αργότερα, σε αυτό το άτυπο sequel, επιστρέφει στον «τόπο του εγκλήματος», που πλέον έχει γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, και συναντάει πρόσωπα από τα παλιά, αλλά και νέους φίλους, αποτυπώνοντας την καθημερινότητά τους σε μια πόλη, που διαρκώς αλλάζει.
Προσωπικές καταθέσεις και συνεντεύξεις –κυρίως δε ερωτικές ιστορίες- ανθρώπων από διαφορετικές γενιές, αρχειακό υλικό από την «Αγέλαστο Πέτρα» και πλάνα από τα δρώμενα του «Έλευσις -Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» ενώνονται σε ένα παλίμψηστο με την υπογραφή ενός τρυφερού δημιουργού, που ξέρει να αφουγκράζεται την κρυφή ομορφιά ενός τόπου, αλλά και των ανθρώπων που τον κατοικούν, διερευνώντας πώς το παρελθόν συνδέεται νοερά με το παρόν.
Στενές Επαφές με τον Διάβολο (Late Night with the Devil)
Σκηνοθεσία: Κόλιν & Κάμερον Κερνς
Παίζουν: Ντέιβιντ Νταστμάλκιαν, Λόρα Γκόρντον, Φέισαλ Μπάτσι, Ίαν Μπλις
Περίληψη: Κατά τη διάρκεια μιας βραδινής τηλεοπτικής εκπομπής τη νύχτα του Halloween το 1977, για άγνωστο λόγο κάτι πάει τρομακτικά στραβά, απελευθερώνοντας ένα απερίγραπτο κακό.
Ταινία τρόμου με τον εξαιρετικό Ντέιβιντ Νταστμάλτσιαν.
31 Οκτωβρίου 1977: πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Νίξον, ο δολοφόνος Τσαρλς Μάνσον έχει αναδειχτεί σε ποπ είδωλο και η μανία του σατανισμού έχει καταλάβει τη χώρα. Ο τηλεοπτικός αντίπαλος του Τζόνι Κάρσον, o Τζακ Ντελρόι, παρουσιάζει το talk show «Night Owls», που καιρό κρατάει συντροφιά σε όσους ξενυχτούν. Έναν χρόνο όμως μετά από τον τραγικό θάνατο της συζύγου του, τα ποσοστά τηλεθέασης έχουν πέσει κατακόρυφα. Απελπισμένος και αποφασισμένος να ανατρέψει την τύχη του, σχεδιάζει μία ξεχωριστή εκπομπή για το Halloween. Έτσι, καλεί έναν περίεργο επισκέπτη για να υπνωτίσει ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, που υποτίθεται πως είναι δαιμονισμένο. Κι ενώ ο Τζακ προσπαθεί να συνομιλήσει με το Διάβολο και να αποδείξει την απάτη, το πραγματικό κακό εξαπολύεται στα σαλόνια της Αμερικής μέσα από τη μικρή οθόνη.
Το δίδυμο σεναριογράφων-σκηνοθετών Kόλιν και Κάμερον Κερνς δημιουργεί μια αφήγηση, που εκτυλίσσεται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, όσο δηλαδή διαρκεί και η μαγνητοσκόπηση του show, στα διαφημιστικά διαλείμματα του οποίου παρακολουθούμε ένα ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ, με πλάνα από τη χαμένη εκπομπή και τα παρασκήνιά της.
Ξεκινώντας από μια πολύ καλή ιδέα, όπου η αλληγορία για το κυνήγι της δόξας και το τι μπορεί να κάνει κανείς στον βωμό της φήμης είναι εμφανής, οι αδερφοί Κερνς από την Αυστραλία ((«100 Bloody Acres», «Scare Campaign»), καλοί γνώστες του είδους, χτίζουν λεπτό το λεπτό το σασπένς για να καταλήξουν σε ένα απροσδόκητο ξέσπασμα βίας, υπογράφοντας ένα δεξιοτεχνικό camp θρίλερ, όπου το υπερφυσικό στοιχείο συναντάει τη σύγχρονη τεχνολογία και τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Για πάντα νέοι (Les Amandiers)
Σκηνοθεσία: Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι
Παίζουν: Νάντια Τερέσκιεβιτς, Σοφιάν Μπενασέρ, Λουί Γκαρέλ, Μισά Λεσκότ
Περίληψη: Η ζωή και τα όνειρα νεαρών ηθοποιών στη Γαλλία του '80.
Η νέα ταινία της Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι («Actrices», «Ένας Πύργος στην Ιταλία»), που απέσπασε βραβείο Σεζάρ καλύτερης υποσχόμενης ηθοποιού.
Στο Παρίσι της δεκαετίας του ‘80, μια ομάδα νεαρών ηθοποιών γίνεται δεκτή στην περιζήτητη δραματική σχολή «Les Amandiers» του θρυλικού Πατρίς Σερό, που θεωρούταν το γαλλικό Actors Studio. Εκεί, οι προσεχτικά επιλεγμένοι μαθητές ζουν στο έπακρο κάθε στιγμή, απολαμβάνουν την εισαγωγή τους στα μυστικά του θεάτρου, κάνουν πρόβες, φλερτάρουν κι ερωτεύονται, αμφισβητούν και δοκιμάζουν τα όριά τους, όταν απροσδόκητα αρχίσουν να σημειώνονται οι πρώτες τραγωδίες της ζωής.
Η Στελλα- η θαυμάσια Νάντια Τερέσκιεβιτς αναδεικνύεται σε μία από τις πλέον ελπιδοφόρες παρουσίες της γενιάς της – είναι μια πανέμορφη αστή, που προσπαθεί να κρύψει την καταγωγή της. Μια νέα μητέρα δεν θέλει το παιδί της να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στα όνειρά της. Ο ταλαντούχος Ετιέν καταστρέφει τις ικανότητες του, εθισμένος στην ηρωίνη. Μαζί τους, ο Πιερ Ρομάν, ένας χαρισματικός καθηγητής της σχολής, που έφυγε σε μικρή ηλικία από ναρκωτικά, αλλά και ο δύστροπος Σερό, που είχε κατηγορηθεί για τη σεξουαλική παρενόχληση νεαρών αγοριών, κινούνται μπροστά στον φακό της Τεντέσκι, η οποία θυμάται όχι με νοσταλγία, αλλά με μια νεανική ενέργεια αυτή την περίοδο της ζωής της, και την αποτυπώνει με παλμό, χωρίς να προσπαθεί να την καθαγιάσει, ή να την αφορίσει.
Η Γαλλίδα ηθοποιός σεναριογράφος και σκηνοθέτης,που σπούδασε και η ίδια στο φυτώριο του Σερό, μοιράζεται προσωπικές της αναμνήσεις, οι οποίες αν και περιορίζονται στα του θεάτρου, έχουν ενδιαφέρον και για όσους δεν ασχολούνται με αυτό, μιλάει για τα όνειρα των καλλιτεχνών, που θέλουν να διαφοροποιηθούν από τον μέσο όρο και να δημιουργήσουν, και καταγράφει στιγμές από τη δεκαετία του ‘80, που σηματοδότησε αρχή μια νέα εποχή ελευθερίας με χιούμορ, τόλμη και μία κρυφή μελαγχολία για το τι σημαίνει να είσαι νέος, ξέροντας τελικά ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα.
Τα Μαθήματα της Μπλάγκα (Urotcite na Blaga /Blaga's Lessons)
Σκηνοθεσία: Στέφαν Κομαντάρεφ
Παίζουν: Έλι Σκόρτσεφα, Γερασίμ Γεώργιεφ-Γερώ, Ιβάν Βαρνέφ
Περίληψη: H τραχιά κοινωνική πραγματικότητα στη Βουλγαρία.
Κοινωνικο-πολιτικό δράμα από τη Βουλγαρία, που απέσπασε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Κάρλοβι Βάρι
Η εβδομηντάχρονη Μπλάγκα, μια συνταξιούχος αυστηρή καθηγήτρια, που ζει στο Σούμεν της Βουλγαρίας, έχει βυθιστεί στο πένθος λόγω της πρόσφατης απώλειας του συζύγου της. Όλη της η ύπαρξη έχει πλέον επικεντρωθεί στο να προσφέρει στον νεκρό ένα περίτεχνο μνήμα. Και γι’ αυτό τον λόγο κάνει μαθήματα σε μετανάστες, ώσπου μια τηλεφωνική απάτη θα της κλέψει τις αποταμιεύσεις. Καθώς οι ελπίδες της να πάρει δάνειο λιγοστεύουν, μια δελεαστική ευκαιρία εργασίας παρουσιάζεται στον ορίζοντά της.
Ο Στέφαν Κομαντάρεφ («Directions», «Rounds») ολοκληρώνει την άτυπη τριλογία του πάνω στην κοινωνική και πολιτική σήψη της μετα-κομμουνιστικής Βουλγαρίας, με ένα δεξιοτεχνικό θρίλερ, που αν και αποτυπώνει ρεαλιστικά την κατάσταση στη χώρα του, διαθέτειταυτόχρονα ένα δυνατό όπλο: τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Μπλάνγκα, μιας γυναίκας συνηθισμένης, που έζησε με αξιοπρέπεια όλη της τη ζωή, ακολουθώντας τους κανόνες ενός κράτους που αδιαφορούσε πάντα γι’ αυτήν, βίωσε τον κομμουνισμό, συνήθισε και στον καπιταλισμό, για να βγει στην παρανομία, όταν αντιλαμβάνεται ότι σε αυτό τον κόσμο όχι απλώς δεν μπορεί να μπορεί να ζήσει όπως θέλει, αλλά ούτε καν να πεθάνει.
Η Μπλάγκα, που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την σύνθετη ερμηνεία της εκπληκτικής Έλι Σκόρτσεφα, γίνεται ένα σύμβολο, είναι τα Βαλκάνια ουσιαστικά, πράγμα που δίνει στον θαρραλέο αυτόν σκηνοθέτη τη δυνατότητα να ξεφύγει από τις παγίδες ενός ωμού ρεαλισμού, που συχνά καταλήγει στον εύκολο διδακτισμό, και να κάνει ένα σαφές πολιτικό σχόλιο, που κινητοποιεί την κριτική σκέψη του θεατή. Και μπορεί ο επίλογος της τριλογίας του να μην έχειτο χιούμορ των δυο προηγούμενων ταινιών, όμως το δίπολο της Μπλάγκα, που γίνεται θύτης μαζί και θύμα, είναι τελικά η πιο βιτριολική σάτιρα, που θα μπορούσε να εφεύρει ο Κομαντάρεφ για να σχολιάσει τα όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του- και σε πολλές ακόμα.
Τοτέμ (Totem)
Σκηνοθεσία: Λίλα Αβιλές
Παίζουν: Ναΐμα Σεντίες, Μονσεράτ Μαρανιόν, Μαρισόλ Γκασέ
Περίληψη: Η επτάχρονη Σολ περνά τη μέρα στο σπίτι του παππού της, βοηθώντας στις προετοιμασίες για ένα πάρτι-έκπληξη που διοργανώνεται για τον πατέρα της.
H ταινία της Λίλα Αβιγιές, που συγκίνησε στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2023.
Ένα επτάχρονο κορίτσι, η Σολ, ετοιμάζεται μαζί με την οικογένειά της, να γιορτάσουν τα τριακοστά γενέθλια του πατέρα της. Καθώς οι πυρετώδεις προετοιμασίες δίνουν θέση στο πάρτι που ακολουθεί, η μικρή συνειδητοποιεί ότι η γιορτή αποτελεί ταυτόχρονα έναν μελαγχολικό αποχαιρετισμό, μιας και ο πατέρας της είναι βαριά άρρωστος- έχει επιθετικό καρκίνο- και πως η αληθινή αγάπη είναι το μοναδικό καταφύγιο, αλλά και μια παρηγοριά στις μεγάλες θλίψεις.
Όλα τα γεγονότα στην ταινία της Αβιλές, που δικαίως θεωρείται μια από τις καλύτερες που έχουν γίνει για την παιδική ηλικία, συμβαίνουν εντός μιας μέρας. όπως ακριβώς και στις τραγωδίες, μόνο που εδώ το δράμα καλύπτεται πίσω από την ατμόσφαιρα μιας γιορτής. Η Μεξικανή δημιουργός παρακολουθεί τα τεκταινόμενα μέσα την οπτική της μικρής Σολ, γι’ αυτό άλλωστε και η κάμερά της μένει στο ύψος στο ύψος της, ακόμα και όταν εκείνη δεν είναι παρούσα.
Η χειροποίητη ατμόσφαιρα της κινηματογράφησης, οι εικόνες της φύσης και του σπιτιού, που αναδεικνύεται σε έναν ακόμα πρωταγωνιστή, αλλά και οι ανέμελες στιγμές μιας γιορτινής μέρας ντύνουν αυτή την πορεία ενηλικίωσης της Σολ, που μέσα από τη συνειδητοποίηση του θανάτου, πρέπει να μεγαλώσει ξαφνικά και να μάθει να αποχαιρετάει όσους φεύγουν.
Κι αν η Αβιλές μερικές φορές θυσιάζει στον βωμό του ντουκιουμενταρίστικου ρεαλισμού την αφήγηση και τη δραματουργία της, το χιούμορ της αντισταθμίζει το πένθος και η ματιά της μικρής της πρωταγωνίστριας στο φινάλε λέει τόσες ιστορίες, που κανένα σενάριο ίσως δεν θα μπορέσει ποτέ να πει.
Παίζονται ακόμα:
Wolfman Radio
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παντελεάκης
Παίζουν: Ελένη Τσόκα, Γιώργος Παντελεάκης
Περίληψη: Ένα τυφλό κορίτσι καταδιώκεται από τον Τόμυ, έναν καλλιτέχνη του δρόμου με διχασμένη προσωπικότητα.
Ιδιοσυγκρασιακό φιλμ του Γιώργου Παντελάκη.
Η σουρεαλιστική εικόνα του Τόμυ κατηφορίζει το μοναχικό μονοπάτι του έκπτωτου αναζητητή. Το κοστούμι του φτιαγμένο «Μπί Σπόουκ», κατά παραγγελία. Ένα τυφλό κορίτσι δίπλα από την όχθη του ποταμιού. Ένας ραδιοφωνικός παραγωγός κάνει τη νυχτερινή εκπομπή «Wolfman Radio».
«Μια περιδίνηση στον κόσμο της χωριστικότητας, πέρα από τα όνειρα και την πραγματικότητα, καθώς σημειώνεται μια σειρά από περιστατικά, που εκτυλίσσονται με τη λογική ενός ονείρου, το οποίο μπορεί να ερμηνεύει, χωρίς όμως να εξηγηθεί», χαρακτηρίζει το εγχείρημά του ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Ο Χορός των Φαντασμάτων (The Canterville Ghost)
Σκηνοθεσία: Κιμ Μπέρντον & Ρόμπερτ Τσάντλερ
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Ζωής Πετράκη, Τάκη Σακελλαρίου, Χρήστου Λαγκούση, Άρτεμης Ματαφιά κ.α
Περίληψη: Ένα φάντασμα αποτυγχάνει παταγωδώς να τρομάξει μια οικογένεια θνητών, αλλά μαθαίνει το νόημα της αληθινής φιλίας.
Ένα απολαυστικό animation, βασισμένο στο «Φάντασμα του Κάντερβιλ» του Όσκαρ Γουάιλντ.
Καθώς ο 19ος αιώνας παραχωρεί τη θέση του στον 20ο και η επιστήμη δημιουργεί νέους τρόπους να ταξιδέψει και να δει ο άνθρωπος τον κόσμο, μια αμερικανική οικογένεια μετακομίζει στο νέο πολυτελές αρχοντικό της, στην επαρχία της Αγγλίας. Μόνο που δεν υπολόγιζαν στον μόνιμο κάτοικο του σπιτιού, το φάντασμα του σερ Σάιμον.
Ο σερ Σάιμον σουλατσάρει στην έπαυλη για πάνω από 300 χρόνια και δεν του πολυαρέσει η ιδέα να έχει συγκατοίκους. Όμως, τα βρίσκει σκούρα, όταν αποφασίζει να τρομάξει τους νέους ένοικους, οι οποίοι, προς έκπληξή του, τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι το ενοχλητικό, παρά τρομακτικό.
Μετά από μια κακή αρχή, ο σερ Σάιμον σιγά σιγά θα αναπτύξει φιλικές σχέσεις με την Βιρτζίνια, τη νεαρή κόρη της οικογένειας, και μαζί θα προσπαθήσουν να εξιχνιάσουν τη μυστηριώδη κατάρα, που τον κρατά στον κόσμο των θνητών.