Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος: «Η εμπειρία του σινεμά είναι μια μικρή θρησκεία»
Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος και το σινεμά πάνε μαζί: Βλέπει, γράφει και μιλάει για ταινίες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς. Αυτό ήθελε πάντα. Δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου, σπούδασε Κοινωνιολογία στην Αθήνα και Δημοσιογραφία στο Παρίσι. Τα τελευταία 35 χρόνια, μέσα απ΄την τηλεόραση, έχει καταφέρει να εξοικειώσει το κοινό με την μεγάλη οθόνη. Και συνεχίζει. Μεγάλωσε στον Πειραιά, ζει στο Νέο Ψυχικό. Είναι παντρεμένος, έχει έναν γιο.
«Σχεδόν δεν θυμάμαι πως γεννήθηκε η αγάπη μου για τον κινηματογράφο. Από μικρό παιδί έβλεπα σινεμά και ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Μ΄άρεσε πολύ το σινεμά, με γοήτευε, με απορροφούσε, αλλά απ΄την άλλη μεριά ήξερα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, να βλέπω, να μιλάω και να γράφω για σινεμά.
»Μεγάλωσα την δεκαετία του΄70 που η τηλεόραση στην Ελλάδα δέσποζε. Την παρακολούθησα σχεδόν απ΄την αρχή της. Έβλεπα τα πάντα, ό,τι υπήρχε, ελληνικό, ξένο, σειρές, ταινίες. Σαν να είχα μπει μέσα σ΄αυτό το κουτί -γι΄αυτό και βλέπω πια επιλεκτικά.
»Η τηλεόραση επίσης μ΄έμαθε ν΄αγαπήσω κι άλλα πράγματα, εκτός απ΄το σινεμά, όπως τον κλασικό αθλητισμό. Όταν είχε πεθάνει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, τότε Πρόεδρος Δημοκρατίας, επειδή είχε κηρυχθεί εθνικό πένθος, η τηλεόραση για μία εβδομάδα έδειχνε μόνο κλασική μουσική και κλασσικό αθλητισμό. Είχα δει μαγνητοσκοπημένο ό,τι στίβο υπήρχε. Κι ενώ ο αδελφός μου έγινε προπονητής, εγώ τον συμβούλευα πάντα ως μελλοντικός αθλητικογράφος. Το πρώτο κείμενο που είχα γράψει ήταν για δύο αθλητές αλλά αθλητικογράφος δεν ήθελα να γίνω.
»Νομίζω πως η τηλεόραση μονοπωλούσε το ενδιαφέρον στη δεκαετία του΄70 και μετά στη δεκαετία του΄90. Το΄70 ήμουν πελάτης-θεατής. Το΄90 είχα τη μεγάλη τύχη να μπω στην τηλεόραση χωρίς καν να το καταλάβω.
»Σπούδασα Κοινωνιολογία, δεν υπήρχε τότε ΑΕΙ Δημοσιογραφίας. Μετά, επειδή ήξερα καλά γαλλικά, πήγα στην Σορβόννη (Institut Francais de Presse et d’Information). Ημουν σίγουρος ότι θα κάνω αυτή την δουλειά, χωρίς να ξέρω πως…
»Είχα την τύχη ν΄ανοίξουν εκείνη την εποχή περιοδικά και τηλεοράσεις. Η πρώτη μου δουλειά -αμισθί, ήταν στο περιοδικό “Σινεμά”. Όταν βγήκε το πρώτο τεύχος, το είδα, τους πήρα τηλέφωνο κι έστειλα ένα κείμενο. Αυτό ήταν. Σύντομα έπιασα δουλειά στην τηλεόραση, στον Antenna. Γινόταν μια κινηματογραφική εκπομπή κι ένας φίλος, που είχε δισκάδικο στην Ομήρου, το Juke Box, απ΄όπου εγώ αγόραζα soundtracks, μου μίλησε γι΄αυτή την εκπομπή. Εψαχναν έναν βοηθό που να ξέρει από σινεμά. Άρα λοιπόν διά της μουσικής και της αγάπης μου για τα soundtracks -που παραμένει και αποδείχθηκε ευεργετική, οδηγήθηκα στην τηλεόραση. Γι΄αυτό συμπεραίνω ότι αν πραγματικά αγαπάς ανιδιοτελώς αυτό που κάνεις, δεν έχεις παρά να κερδίσεις απ΄αυτό.
»Και η δημοσιογραφία είναι μια δουλειά που δεν μπορείς να την κάνεις αν δεν την αγαπάς. Απλώς υπάρχει δημοσιογραφία και δημοσιογραφία. Σήμερα έχει θολώσει λίγο το όριο. Δεν ξέρεις αν κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για το αντικείμενό του ή θέλει να προβληθεί, ν΄αρέσει, να γίνει γνωστός.
»Είμαι σχεδόν 35 χρόνια στην τηλεόραση χωρίς να το΄χω συνειδητοποιήσει. Γιατί πάντα θεωρούσα ότι αντικείμενό μου είναι το σινεμά -στην τηλεόραση, στον τύπο ή online πια.
»Επιασα λοιπόν δουλειά στον Αntenna κι όταν τελείωσε εκείνη η εκπομπή, η Αννα Πρετεντέρη με κράτησε στον σταθμό, θεωρώντας ότι μπορεί να φανώ χρήσιμος. Κι όταν ξεκίνησε η Ρούλα Κορομηλά τον “Πρωινό καφέ”, η Αννα μου είπε να κάνω βίντεο. Και μια ωραία πρωΐα μου λέει “θα βγεις στην τηλεόραση”. Κι έτσι έγινε με μεγάλη υποστήριξη απ΄όλους, κι απ΄την Ρούλα, που μου΄δωσε τότε την συμβουλή -ακόμα τη θυμάμαι, ότι “δεν θα σκέφτεσαι ότι υπάρχει κάμερα, θα μιλάμε μεταξύ μας”. Παρόλα αυτά αισθανόμουν λίγο άβολα.
»Την αναγνωρισιμότητα την κατάλαβα όταν πήγαμε, τον δεύτερο ή τρίτο χρόνο, στην Θεσσαλονίκη με τον “Πρωινό καφέ”. Μας υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές, εκδηλώσεις αγάπης, φωτογραφίες -ειδικά την Ρούλα. Ηταν το πρώτο μπαμ. Κι ίσως γι΄αυτό ένα αντικείμενο που ποτέ δεν ευδοκίμησε στην τηλεόραση -να μιλάει κάποιος για σινεμά, έγινε πιο συμπαθές μέσω της ιδιωτικής τηλεόρασης, μέσω του τρόπου που ενσωματώθηκε σε εκπομπές ευρείας αποδοχής, όπως ο “Καφές”.
»Τώρα κάνω μια κινηματογραφική εκπομπή στην CosmoteTV, το “Watch Next”, που βρίσκεται και στο Youtube, οπότε είναι προσβάσιμη σε οποιονδήποτε. Σίγουρα όμως δεν είναι το ίδιο με το να μιλάς για σινεμά σ΄ένα τηλεοπτικό μαγκαζίνο, όπως είναι της Ρούλας, της Ελένης τόσα χρόνια που το έκανα ή τώρα της Φαίης, στο Mega. Εχει μια άλλη γλύκα γιατί φεύγει η απόσταση που δημιουργείται ανάμεσα σ΄αυτόν που υποτίθεται πως ξέρει και τον άλλον που κάθεται ν΄ακούσει. Γίνεται λίγο πιο οικείο -σαν να σου λέει ότι το σινεμά είναι στην καθημερινότητά σου και στο λέει κάποιος που τον βλέπεις συχνά. Αν κάτι μου΄μαθε η τηλεόραση είναι να μην μιλάω υποθέτοντας πως ο άλλος γνωρίζει εκ των προτέρων τι λέω. Και να κοιτάω πιο σφαιρικά το αντικείμενό μου.
»Όχι, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι έκανα εκπτώσεις επειδή ήμουν σε πρωινές εκπομπές. Ποτέ. Κι αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα παράμετρος: Η άποψή μου είναι ίδια, στην κινηματογραφική εκπομπή που έχω, στην εκπομπή που παρουσιάζομαι, στα περιοδικά που συνεργάζομαι -τώρα στην Lifo. Μια ταινία που δεν μ΄αρέσει, δεν μ΄αρέσει σ΄όλα τα μέσα. Ο τρόπος που το λέω μπορεί ν΄αλλάζει.
»Υποψιάζομαι ότι λόγω της παράλληλης και ταυτόχρονης παρουσίας μου σε έντυπα, site και τηλεόραση, ειδικά αυτού του ύφους και όχι εξειδικευμένη, ήμουν πάντα λίγο πιο off απ΄το σύνολο. Για τους ακραιφνείς συναδέλφους-σινεφίλ ήμουν λίγο αυτός που είναι κριτικός στην τηλεόραση. Για τους θεατές, το πλατύ κοινό, ήμουν λίγο αυτός που ίσως να μην μπορούσε να συζητήσει όλα τα θέματα -ο περίεργος της παρέας. Ο καθένας μπορεί να κάνει την κριτική του.
»Συνεργάστηκα με τις πολύ επιτυχημένες γυναίκες, τα πιο μεγάλα ονόματα της ιδιωτικής τηλεόρασης, την Ρούλα Κορομηλά και την Ελένη Μενεγάκη, που ξεπέρασαν τα όρια της παρουσιάστριας. Και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Απ΄την μια λέω ότι δεν ήταν τυχαίο κι απ΄την άλλη δεν είμαι ιστορικός του σινεμά, είμαι κριτικός των ταινιών που βγαίνουν κάθε εβδομάδα. Άρα μ΄ενδιαφέρει το σινεμά που εξελίσσεται, που υπάρχει αυτή τη στιγμή.
»Με την Ελένη δούλευα σχεδόν τριάντα χρόνια. Είμαι των επαγγελματικών σχέσεων. Εάν μου αρέσει προσωπικά το περιβάλλον, δεν βλέπω κανένα λόγο να φύγω. Μ΄αρέσει το περιβάλλον εμπιστοσύνης. Όταν σ΄αφήνουν ελεύθερο, μπορείς να δώσεις περισσότερα απ΄αυτά που σου ζητάνε. Κι αν υπάρχουν άνθρωποι που το καταλαβαίνουν, εγώ γίνομαι χαλί να με πατήσουν. Νομίζω ότι αυτό εκτιμάται στο μακροπρόθεσμο. Αυτή η διάρκεια είναι η μόνη λύση για να πετύχεις κάτι καλύτερο και η προϋπόθεση γι΄αυτό είναι να σ΄εμπιστευτούν σε μακροχρόνιες σχέσεις. Κι ευτυχώς μου΄χει τύχει αυτό και με την Ελένη, και με τα κανάλια που ήμουνα και με τη Lifo και με την Cosmote. Οτιδήποτε έχω κάνει είναι χτισμένο. Τώρα στο Mega, με την Φαίη, θεωρώ ότι συνεχίζω. Και είμαι πολύ χαρούμενος που κάνω τώρα αυτές τις δουλειές. Εχω το αντικείμενό μου. Δεν έχω την ανασφάλεια του ανθρώπου που λέει και “άμα δεν μ΄αγαπάει η τηλεόραση, τι θα κάνω;” Εμένα συνήθως μ΄απασχολεί τι θα γίνει αν τελειώσει το σινεμά σαν ενδιαφέρον, σαν κινητήριος δύναμη. Πάντα αδημονείς για την έκπληξη, για την συγκίνηση. Το θέμα δεν είναι το έργο, αλλά η ματιά πάνω σ΄αυτό, η προσέγγιση. Η μαγεία του σινεμά είναι όταν βλέπεις κάτι που είναι μπροστά σου και δεν το είχες δει τόση ώρα… Σαν να σηκώθηκε μια κουρτίνα και μου αποκαλύφθηκε κάτι σπουδαίο.
»Πιστεύω ότι ένας δημοσιογράφος που δεν βάζει τον εαυτό του πάνω απ΄τα έργα, δεν είναι ακριβώς ταπεινότητα, είναι κοινή λογική και μία αίσθηση μέτρου. Είμαι τρομερά δύσπιστος με τους ανθρώπους που έχουν φουσκωμένη αυτοπεποίθηση. Ποτέ δεν μ΄έπεισαν στη ζωή μου. Η συνεχής ενίσχυση ενός διαλόγου της τέχνης με τον κόσμο βρίσκει κι εμάς μέρος τους. Συχνά αναρωτιέμαι και λίγο οντολογικά γι΄αυτό που κάνουμε κι αν έχει νόημα. Εχει πάντα νόημα, γιατί αλλιώς δεν μπορούμε να ζήσουμε».
Συναντήσεις και σταρ
«Την Μέριλ Στριπ την έχω δει 2-3 φορές. Είναι όντως κάτι ξεχωριστό. Και μάλιστα μία γυναίκα που με τα χρόνια την βλέπεις ν΄αλλάζει ως προς τον τρόπο που μιλάει στους δημοσιογράφους, να ρίχνει λίγο απ΄την ντροπαλοσύνη της και ενδεχομένως την αγοραφοβία της -ποιος ξέρει; ΄Η τον Ντάνι Ντέι Λιούις, με τον οποίο είχα την τύχη να βρεθούμε αρκετές φορές. Οργάνωσα και την τελευταία συνέντευξη Τύπου που έκανε στην Αθήνα. Εχει πολύ στενούς δεσμούς με την Ελλάδα. Και χαίρομαι διπλά που ανακάλεσε έστω και προσωρινά την απόφασή του ν΄αποσυρθεί για χάρη του γιου του. Να λοιπόν ένας ξεχωριστός καλλιτέχνης.
»Κι ακόμα, ο σκηνοθέτης ο Τόμας Αντερσον ή ο Γούντι Αλεν, ο οποίος μέσα σ΄ένα λεπτό μου μίλησε για την Αθήνα και την αγάπη που πρέπει να είχαν οι αρχαίοι Ελληνες για το θέατρο και το δράμα. “Φαντάζεσαι πόσες ώρες μ΄ένα κάρο κι ένα άλογο έπρεπε να πας απ΄την Αθήνα στην Επίδαυρο για την πρεμιέρα; Να περάσεις απ΄όλες αυτές τις δοκιμασίες και να΄σαι ζωντανός μέχρι να φτάσεις;” Και σιγά-σιγά ήταν σαν να΄βλεπες ένα σενάριο μικρού μήκους με τον Γούντι Αλεν να πρωταγωνιστεί πάνω στο κάρο… Δεν μπορείς να μην τον θαυμάσεις γι΄αυτό.
»Πάντα οι καλύτερες συνεντεύξεις είναι αυτές που δεν έχουν κάμερα μπροστά τους. Παράδειγμα η Φανί Αρντάν που της έκανα πέρυσι συνέντευξη με κάμερα -αναγκαστικά στ΄αγγλικά, απ΄την οποία δεν θυμάμαι ούτε λέξη. Ενώ πρόσφατα στην προετοιμασία της όπερας που ανέβασε στην Αθήνα, ήταν ένας ανεμοστρόβιλος -στα γαλλικά, χωρίς κανέναν μες στο δωμάτιο.
»Υπάρχει μια πιθανότητα στις χίλιες ν΄αποκτήσεις προσωπική σχέση μ΄εκείνον απ΄τον οποίο παίρνεις συνέντευξη -επειδή κάπως σε θυμήθηκε, κάτι θέλει να σου πει, είναι η στιγμή του ή είσαι από μια χώρα που τον ενδιαφέρει.
»Ο Στίβεν Φράι έχει κλάψει μπροστά μου. Τρομερός φιλέλληνας, πιο φιλέλληνας απ΄τους περισσότερους Έλληνες που γνωρίζω. Μου μίλησε για τον τρόπο που η Αγγλία αντιμετωπίζει, αντιμετώπιζε την Ελλάδα. Και τι δεν είπε για τα Μάρμαρα, την κυβέρνησή του, πόσο ανεγκέφαλους και ανάλγητους τους είπε σε θέματα κουλτούρας.
»Η Εμα Τόμσον, την περίοδο της κρίσης, λίγο πριν ξεκινήσουμε μια συνέντευξη μου λέει “για έλα εδώ αγάπη μου, είσαι απ΄την Ελλάδα, θέλω να σου πω κάποια πράγματα. Να ξέρεις ότι είμαστε με το μέρος σας, έχω φίλους στην Ελλάδα, έρχομαι χρόνια, έχω φίλους στο Γαλαξίδι, στη Μυτιλήνη, στην Αθήνα. Τον τόπο σας, όχι απλά τον αγαπώ, τον θεωρώ δεύτερη πατρίδα μου”. Μην σου πω τι έσυρε στην κυβέρνησή της. Και τα εννοούσε 100%. Βέβαια η Εμα Τόμσον είναι περιπτωσάρα, με τρομακτική ενσυναίσθηση, μια προσωπικότητα. Δεν είναι όλοι προσωπικότητες, κι ας είναι πολύ ενδιαφέροντες στο πανί.
»Ισως ο Μάικ Λι ο σκηνοθέτης ήταν πάντα λίγο απαξιωτικός, όπως και ο Πίτερ Γκρίναγουεϊ, με τους συναδέλφους τους, σαν να μην τους ένοιαζε η γνώμη των άλλων. Άλλη περίπτωση ο Ταραντίνο, τον οποίο δεν έχω συναντήσει, αλλά έχω διαβάσει τόσες συνεντεύξεις του και είναι σαν να τον έχω δει: Ξέρω ότι υπάρχουν δύο Ταραντίνο ή δύο Μάικ Λι. Ενας που μιλάει και λέει πολλά κι ένας που σκηνοθετεί και δεν έχει καμία σχέση μ΄αυτόν που μιλάει. Και καλό είναι να το διαχωρίζουμε, όπως αντίστοιχα τη ζωή ενός ανθρώπου και την καλλιτεχνική του αξία. Εκτός αν μιλάμε για serial killer. Απ΄την άλλη αν αποδειχτεί κάποιος φασίστας αλλά το έργο του είναι ιδιοφυές, δεν ξέρω -δεν θα τον ξανακούσω ποτέ να μιλάει, αλλά θα βλέπω τις ταινίες του…
»Η περίπτωση του Κέβιν Σπέισι; Θα εξακολουθήσει να είναι ένας υπέροχος ηθοποιός και απ΄την άλλη, αν το σύστημα τον ξεβράσει και δεν ξανασυνεργαστεί μαζί του, το μόνο που έχω να πω είναι ότι ευτυχώς που δεν ήταν 20 χρονών και πρόλαβε και έκανε πάρα πολύ καλές ταινίες. Για ν΄αφήσει ένα εξαιρετικό κληροδότημα στην υποκριτική.
»Το ίδιο ισχύει και για άλλους. Ο Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν, που είναι καθ΄όλες τις μαρτυρίες ένα κάθαρμα, έχει κάνει κακές αλλά και πολύ καλές ταινίες. Επίσης έχω να σου πω ότι σ΄όλα τα φεστιβάλ ήταν ο μόνος άνθρωπος του διαμετρήματός του που βρισκόταν, πολύ συχνά δίπλα μου στις δημοσιογραφικές προβολές, να βλέπει τις ταινίες απ΄την αρχή έως το τέλος. Και έβγαινε έχοντας ήδη άποψη και όχι στέλνοντας κάποιο βοηθό του. Οι περισσότεροι executives δεν έβλεπαν ποτέ σινεμά. Του το δίνω αυτό. Ποιανού; Του ανθρώπου που κανονικά πρέπει να του πάρεις τα πάντα.
»Είδα πρόσφατα την Αντζελίνα Τζολί, με αφορμή την “Μαρία”: Ποτέ δεν ήταν η πιο εκφραστική γυναίκα στον κόσμο. Είναι λίγο ακίνητη στις συνεντεύξεις της, λίγο σαν να΄χει συνείδηση του πώς πρέπει να είναι, πώς να σταθεί, πώς να μιλήσει. Αν όμως την προσέξεις, κάτι πάντα πάει να πει, πιο βαθύ απ΄τα τυπικά.
»Ο Νίκολσον, στις δύο φορές που τον είδα, ήταν ένα περιβόλι. Δεν έδινε τηλεοπτικές συνεντεύξεις γιατί δεν ήθελε ν΄αλλοιωθεί η κινηματογραφική του εικόνα. “Ξέρετε γιατί φοράω γυαλιά ηλίου”, με ρώτησε. “Τους έχεις δει αυτούς και κυρίως αυτές στις απονομές που τους ρουφάνε τα φώτα και η ζέστη; Εγώ φοράω γυαλιά και είμαι φρέσκος και ωραίος”. Παρ΄όλα αυτά αισθάνομαι ότι ξέρω πολύ λίγα γι΄αυτούς σε σχέση με τους ξένους συναδέλφους μου.
»Αυτό που βλέπουμε εμείς στα 5-10 λεπτά της συνέντευξης, είναι μια εκδοχή των ανθρώπων, λίγο πιο λουτράρισμένη, πιο συγκροτημένη. Αλλη δουλειά να παίρνεις συνέντευξη και άλλη να γράφεις για μια ταινία. Αν έπρεπε να διαλέξω θα διάλεγα να γράφω για ταινίες και όχι να παίρνω συνεντεύξεις. Θεωρώ ότι αυτό είναι το πιο εποικοδομητικό και για μένα το πιο χορταστικό.
»Ειλικρινά ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται με το σινεμά και τις πλατφόρμες. Δεν ξέρω εάν είναι μια ιδεοληψία ότι το σινεμά δεν θα πεθάνει ή μια πραγματικότητα, ότι θα συνεχίσει, σπασμένο σε πολλά φορμάτ. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι το σινεμά, ίσως όχι μετά το lockdown, αλλά με τις πλατφόρμες, δεν θα είναι το ίδιο. Δεν βλέπουμε πια τηλεόραση σε κάτι κουτιά, με χιόνια και γραμμές, αλλά σε κάτι καταπληκτικές οθόνες, σπίτι μας. Ωστόσο δεν είναι η εμπειρία του σινεμά. Η εμπειρία του σινεμά είναι απ΄τη μια, μια μικρή θρησκεία στην οποία πρέπει να πιστέψεις. Κι απ΄την άλλη, ρεαλιστικά μιλώντας, μία καλή ταινία, μπορείς να τη δεις πια και μόνος σου, και καλό είναι να τη δεις. Παρά να περιμένει κάποιος να τη δει εκεί που της πρέπει -στη μεγάλη οθόνη. Θεωρώ λοιπόν ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος για να βλέπει περισσότερος κόσμος τις ταινίες.
»Η “Φόνισσα” στα Οσκαρ; Ως προς τον χειρισμό, ήταν πολύ αδέξιος. Κρίμα. Στοχοποιήθηκε ενώ θα μπορούσε να είχε ψηφιστεί ανάμεσα στις άλλες. Δεν λέω ότι αυτή θα είχε βγει γιατί δεν ήμουν και στην Επιτροπή -αν και έχω υπάρξει στις επιτροπές αυτές. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο άλλαξε η μια επιτροπή και ήρθε μια άλλη, ήτανε τρομερά άστοχος και, ως ένα βαθμό, προσβλητικός. Κανείς δεν ξέρει αν η “Φόνισσα” έχει πιθανότητες να μπει, πρώτα στην short liste -με 9 νομίζω ταινίες, και μετά στην πεντάδα. Εγώ θα την έβλεπα στην πεντάδα, μ΄άρεσε, έχει μια ελληνικότητα, είναι αρκετά αφαιρετική, όχι folklore. Και θεωρώ ότι αποδόθηκε πολύ έξυπνα».