Ευδοκία Ρουμελιώτη: «Δεν θέλω να είμαι το καλό παιδί (πια)...»
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη ήθελε να γίνει κριτικός θεάτρου. Εγινε όμως ηθοποιός γιατί κατάλαβε πόση ελευθερία μπορεί να κρύβει αυτή η τέχνη. Και τα τελευταία χρόνια την αναζητά όλο και πιο συνειδητά. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καισαριανή. Ζει στην Εκάλη. Είναι παντρεμένη, έχει έναν γιο και μια μεγάλη οικογένεια. Φέτος συνεργάζεται με την Λένα Κιτσοπούλου.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καισαριανή, οπότε ήμουν κι εγώ λίγο παιδί του κέντρου. Η βόλτα με τη μαμά μου ξεκινούσε απ΄την Καισαριανή και πηγαίναμε με τα πόδια Κολωνάκι, Πλάκα. Κάναμε όλη αυτή την υπέροχη διαδρομή. Τώρα έχουν αλλάξει όλα, δυστυχώς. Το αγαπάω το κέντρο και κάθε φορά, όταν έχουμε λίγο χρόνο ή μετά από μία παράσταση που μπορεί να΄ρθει να με πάρει ο άντρας μου, πάμε στο κέντρο. Και λέμε τι ωραία που θα ήταν να μέναμε εδώ. Εμείς εκεί, στην Εκάλη, είμαστε λίγο σαν να ζούμε σε χωριό. Πρέπει να πάρεις το αυτοκίνητο για να πας να πάρεις κάτι. Ζεις σε μια απομόνωση -τουλάχιστον έτσι το αισθάνομαι εγώ.
»Όχι, δεν ήταν πολύ ωραία τα παιδικά μου χρόνια. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πάρα πολύ μικρή. Μεγάλωσα με την μητέρα μου και τον πατριό μου, έναν εκπληκτικό άνθρωπο που του είχα ιδιαίτερη αδυναμία. Με τον πατέρα μου είχαμε κάποιες επαφές. Αλλά δεν ήταν και πολύ εύκολα χρόνια. Τώρα, μετά από μεγάλη ψυχοθεραπεία που έκανα και συνεχίζω, τα αγάπησα τα παιδικά μου χρόνια. Γιατί μ΄έκαναν να είμαι αυτό που είμαι, με τα καλά και τα κακά. Αλλά μ΄αυτά πορεύτηκα στη ζωή μου και ίσως αν δεν ήταν αυτά τα παιδικά μου χρόνια να ήμουν τελείως διαφορετική.
»Ο βίαιος θάνατος της μητέρας μου, πριν 12-13 χρόνια, ήταν η αφορμή να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία. Σκοτώθηκε, έπαθε ένα ατύχημα μέσα στο σπίτι. Κι επειδή ήμουν πάρα πολύ δεμένη μαζί της, δηλαδή ήταν και η φίλη μου, και η μαμά μου, και η κολλητή μου, όλα, μου στοίχισε πάρα πολύ. Δεν ήξερα να ζω χωρίς τη μαμά μου. Κόπηκε ο ομφάλιος λώρος μέσα σε μία νύχτα, οπότε έχασα όλα μου τα πατήματα. Ήμουν τυχερή γιατί είχα τον άντρα μου -μόλις είχα παντρευτεί. Ο Νικηφόρος (σ.σ. Χαραγκιώνης) με βοήθησε πάρα πολύ σ΄αυτή την πολύ δύσκολη φάση της ζωής μου. Δεν ξέρω αν θα τα΄βγαζα πέρα αν δεν τον είχα, αν δεν είχα τον άντρα μου και τον αδερφό μου. Γιατί ο αδερφός μου, ενώ είναι μεγαλύτερος από μένα, συμπεριφέρεται σαν να είναι ο μικρότερος -μοναδική φορά που συμπεριφέρθηκε σαν τον μεγάλο αδερφό ήταν όταν χάσαμε τη μητέρα μας. Μπήκε κι αυτός μπροστά και μ΄έναν τρόπο νομίζω θυσίασε και τον εαυτό του στο να πενθήσει τη μαμά εξαιτίας όλου του πένθους που είχα εγώ και της δύναμης που έπρεπε να βρει για να με στηρίξει.
»Ημουν λίγο ατομίστρια στο θάνατο της μαμάς μου. Δεν μπορούσα να δω κανέναν γύρω μου παρά μόνο αυτό που πέρναγα εγώ. Οπότε βίαια πήγα και προς την ψυχοθεραπεία, αλλά με βοήθησε σε πολλά κομμάτια της ζωής μου και νομίζω ότι στο μεγαλύτερο κομμάτι με βοηθάει τώρα που έγινα μάνα. Στο να μην δημιουργήσω με τον γιο μου -και παλεύω πολύ μ΄αυτό, τη σχέση που είχα εγώ με τη μητέρα μου. Νομίζω ότι τα παιδιά πρέπει να΄χουν τη δική τους ζωή, να μην είναι η αρχή και το τέλος οι γονείς τους.
»Ηθελα πάρα πολύ να γίνω μάνα. Οταν γέννησα έπεσα πάνω στον γιο μου. Θήλαζα και στο οκτάμηνο που σταμάτησα να θηλάζω, γιατί μου κόπηκε το γάλα, σκέφτηκα ότι εγώ περνάω πάρα πολύ ωραία τώρα εδώ με το παιδί μου και δεν θέλω τίποτ΄άλλο. Είχα τότε μια πρόταση απ΄το Εθνικό και σχεδόν μ΄έσπρωξε ο Νικηφόρος να πάω στη δουλειά. Και σ΄εκείνη την φάση σχεδόν είχα κακιώσει μαζί του. Του έλεγα “δεν καταλαβαίνω τι σ΄έχει πιάσει και με στέλνεις έτσι να πάω να δουλέψω αφού μπορώ να είμαι με το παιδί μου”. Και μου είπε ότι “αυτό που πας να κάνεις είναι αυτό που κάποτε είχε κάνει η μητέρα σου μαζί σου. Ο Δημήτρης θα είναι το παν, ο Δημήτρης κάποια στιγμή θα μεγαλώσει, θα φύγει κι εσύ δεν θα υπάρχεις…”. Κι αυτό του το οφείλω όσο τίποτ΄άλλο στον άντρα μου.
»Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, δηλαδή τι μικρή, 17 χρόνων, και έλεγα στη μαμά μου ότι “φτιάχνεις πολύ ωραίο κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο και θέλω να μου δείξεις πως το κάνεις”. Εκείνη μου΄λεγε “γιατί να σου δείξω, αφού θα στο κάνω εγώ”. Απ΄τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα τα έκανε εκείνη. Αλλά μου έδωσε και πολλά καλά όλο αυτό. Σαν τη μάνα δεν υπάρχει τίποτα. Όταν την έχασα, έχασα τη ρίζα μου, δεν ήξερα από που ήρθα. Και με τον πατριό μου ήμουν πολύ δεμένη, πόνεσα όταν έφυγε…
»Κριτικός θεάτρου ήθελα να γίνω. Η μαμά μου με πήγαινε θέατρο. Ημουν ντροπαλό παιδί, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση εγώ ν΄ανέβω πάνω στη σκηνή. Όταν όμως πήγα στη σχολή και είδα από μέσα τι κάνουν τα παιδιά και τι τραβάνε όσοι πραγματικά θέλουν να είναι ηθοποιοί, κατάλαβα ότι εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να το κρίνω αυτό. Γιατί έβλεπα ότι υπήρχε ψυχή εκεί πάνω…
»Πέρασα Θεολογία Αθηνών γιατί ήθελα να΄μαι στην Αθήνα. Δεν ήθελα να πάω Θεσσαλονίκη να κάνω θεατρολογία και να φύγω μακριά απ΄τη μαμά. Είπα θα σπουδάσω Θεολογία και βλέπουμε. Με ρώτησε τότε ένας καθηγητής τι θέλω να κάνω και του είπα για την θεατρολογία αλλά ότι δεν θέλω να γίνω ηθοποιός. Μου πρότεινε να δώσω στο Υπουργείο Πολιτισμού “κι αν περάσεις, πας μετά σε μία δραματική κι ύστερα μπορείς να δώσεις στο δεύτερο έτος και να περάσεις Θεατρολογία Θεσσαλονίκης”. Ετσι κι έκανα και πήγα στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Διαμαντόπουλου. Ζούσε ο Διαμαντόπουλος. Σιγά-σιγά άρχισα να συναναστρέφομαι τα παιδιά που ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί και κατάλαβα ότι εγώ δεν μπορώ να τους κρίνω. Φυσικά και πρέπει κάποιος να το κάνει, αλλά όχι εγώ.
»Επειδή ήμουν πολύ ντροπαλή, άρχισε λίγο αυτός ο χώρος να μου δίνει μία ελευθερία στο να μπορώ να εκφράζω αυτά που έχω μέσα μου. Κι επειδή η μητέρα μου είχε δυστυχώς ψυχολογικά θέματα , είχα πάρει τον ρόλο ότι εγώ δεν πρέπει να στεναχωρώ κανέναν -δεν πρέπει να τη στεναχωρώ. Ενιωθα μια επιπλέον ευθύνη. Στο θέατρο κατάλαβα ότι μπορείς να ζήσεις, ν΄αναπνεύσεις, να πεις κι αυτά που δεν μπορείς να πεις και να βιώσεις αυτά που δεν μπορείς να βιώσεις.
»Ηρθε κάποια στιγμή στη σχολή ο Κουτελιδάκης που έκανε ένα σίριαλ με τη Θέμιδα Μπαζάκα και τον Μίμη Χρυσομάλλη την ΕΡΤ. Μου λέει η Μπαζάκα, που ήταν δασκάλα μου ότι υπάρχει ένας ρόλος για μένα -πήγα. Από εκεί με είδε ο Μιχάλης Κακογιάννης που ετοίμαζε “Αμλετ” στο Εθνικό, και μου πρότεινε οντισιόν για Οφηλία. Η μητέρα μου δεν μου αντιστάθηκε σ΄αυτό. Απλώς αναρωτιόταν αν θα το αντέξω, αν θ΄αντέξω τον χώρο. Ημουν όμως τυχερό παιδί γιατί κάπως μου ήρθαν τα πράγματα.
»Αν με ρωτήσεις τώρα, στα 46 μου, αν θα επέλεγα το θέατρο, δεν ξέρω. Θεωρώ ότι είμαι απ΄τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να κάνουν κι άλλα και να είμαι πολύ καλά και ευτυχισμένη. Αν ξανάρχιζα απ΄την αρχή μπορεί και να μην το επέλεγα. Δεν ζω μέσα απ΄το θέατρο. Το θέατρο μου΄χει δώσει χαρές μεγάλες, μ΄έχει βοηθήσει σε δύσκολες στιγμές. Αλλά δεν είναι όλη μου η ζωή. Οπότε, όταν γέννησα τον Δημήτρη, κάλλιστα θα μπορούσα ν΄αφοσιωθώ στο μεγάλωμά του και να΄μαι πολύ χαρούμενη. Είμαι της οικογένειας, είναι το πιο σημαντικό που έχω στη ζωή μου. Έχω τρομερή ανάγκη να έχω τη βάση μου. Νομίζω ότι όλη τη δύναμη την αντλώ απ΄την οικογένειά μου -αν δεν τους είχα, θα ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα.
»Οταν είδα το Νικηφόρο, κατάλαβα ότι αυτόν τον άντρα θα΄θελα να τον παντρευτώ και πολύ γρήγορα ένιωσα ότι θέλω να κάνω και το παιδί του. Γιατί είχε δύο παιδιά απ΄τον πρώτο του γάμο κι έβλεπα πόσο καλός και τρυφερός μπαμπάς είναι. Αν με ρωτούσες πριν γνωρίσω το Νικηφόρο αν θα ήμουν με κάποιον που έχει παιδιά από πρώτο γάμο, θα σου έλεγα ούτε σε επιστημονική φαντασία. Γιατί είμαι ένας άνθρωπος πολύ ανασφαλής. Δεν θα μπορούσα να νιώθω ότι έχει κάνει κάτι από πριν που θα συνεχίζεται για πάντα.
»Θυμάμαι τη μέρα που παντρεύτηκα με πήρε η μαμά μου μέσα στο δωμάτιο και μου είπε, “Λοιπόν Ευδοκάκι, τώρα εδώ που φτάσαμε το ξέρεις ότι σήμερα παντρεύεστε πέντε, εσύ, ο Νικηφόρος, η πρώην γυναίκα του και τα δύο του παιδιά”. Και είχε τόσο δίκιο. Ναι, η μαμά μου ήταν αντίθετη σ΄αυτόν τον γάμο. Της έλεγαν, θυμάμαι, ότι πρέπει να χαίρεται που παντρεύομαι ένα τόσο καλό παιδί, έναν άνθρωπο που έχει κάποια χρήματα, που θα ζήσω καλά και έλεγε, “δεν με νοιάζει, ας έπαιρνε και τον φούρναρη, αλλά να ξεκινούσαν μαζί απ΄το μηδέν”. Αλλά η διαφορά είναι ότι ο Νικηφόρος είναι ο Νικηφόρος. Κι αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε και μπορεί να κρατάει απόλυτα τις ισορροπίες. Και επιπλέον, επειδή τον αγάπησα τόσο πολύ, αγάπησα τόσο πολύ και τον Πέτρο και τον Κωστή, τους γιους του και γίναμε ένα. Και λέω πάντα ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα απ΄τον Δημήτρη. Αυτό είναι πολύ ισχυρό. Κι εμένα ο πατριός μου με μεγάλωσε. Είναι κάτι που το βίωσα η ίδια κι αυτός ήταν και ο λόγος που κάποια στιγμή με τον Νικηφόρο πήγαμε να προχωρήσουμε, σε μια υιοθεσία.
»Τυχαία ξεκίνησε όλο αυτό. Είχα πάει να κάνω αφήγηση παραμυθιών και θεατρικό παιχνίδι σε παιδάκια που ήταν κλεισμένα μέσα στα νοσοκομεία, εγκαταλελειμμένα. Εκεί γνώρισα αυτό το παιδί. Αρχισα πολύ χαλαρά, ήταν ένα μωράκι εγκαταλελειμμένο με ειδικές ανάγκες -είχε μια σπάνια ασθένεια. Σιγά-σιγά, είχε και την ίδια ηλικία με τον Δημήτρη μου, αφού τελείωσα με το θεατρικό παιχνίδι πήγαινα να τον ξαναδώ, να δω τι κάνει. Πιάνω τότε τον άντρα μου και του λέω, “ξέρεις, κάτι συμβαίνει μ΄ένα παιδάκι και θέλω να το δεις”. Δεν πέρασε απ΄το μυαλό μου να το πάρουμε εμείς, αλλά να του βρούμε μια οικογένεια, γιατί ήξερα ότι αν πήγαινε σε ίδρυμα δεν θα ζούσε. Αλλά δεν ήθελε κανείς να το πάρει. Είχε μεγάλο, αντικειμενικό πρόβλημα, και για να μεγαλώσει χρειαζόταν, χρειάζεται θεραπείες, χρήματα. Ένα βράδυ έπρεπε ν΄αποφασίσουμε. Μας είπαν ότι “αύριο ή παίρνετε το παιδί ή το μεταφέρουμε στο Ιδρυμα Βούλας”. Δεν μπορούσαμε να το αφήσουμε κι έτσι ξεκίνησε αυτή η διαδικασία, που δεν πήγε καθόλου καλά. Γιατί ζούμε στην Ελλάδα κι εγώ αυτό το λέω και θα το ξαναλέω: Στις δύο πιο οριακές στιγμές της ζωής μου, η μια με το συγκεκριμένο παιδί κι η άλλη στο θάνατο της μαμάς μου -που έβαλα μέσον για να πάρουν τα όργανά της, γιατί ήταν δωρήτρια οργάνων, τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Ζω σε μια χώρα που θα΄πρεπε να ήταν εύκολο να΄χεις δηλαδή μία οικογένεια και όταν είσαι δωρητής οργάνων να ολοκληρώνεται η διαδικασία. Κι όμως έβαλα μέσον για να βρεθεί εντατική, όχι για να σωθεί η μαμά μου, αλλά για να της πάρουν τα όργανα. Και με το παιδί, που το θέλουμε, το΄χουμε πάρει, μας έχει αφιερώσει και του έχουμε αφιερώσει σχεδόν τρεισήμισι χρόνια της ζωής μας, ξαφνικά φεύγει απ΄τη ζωή μας, με μία δικαιολογία. Ότι είναι στην ίδια ηλικία με το μικρό μας γιο, και θα κολλάει πολλές ασθένειες γιατί ο Δημήτρης είχε αρχίσει τότε να πηγαίνει νηπιαγωγείο… Λες κι εμείς είχαμε κρύψει τίποτα -είχαν έρθει σπίτι ψυχολόγοι, παιδοψυχολόγοι, είχαν δει που θα ζει, που θα είναι το δωμάτιό του. Αυτοί ήμασταν, αυτή ήταν η οικογένειά μας. Κι όμως δεν είπαν ποτέ τίποτα.
»Και χάσαμε έτσι το παιδί. Ηταν πολύ δύσκολο για όλη την οικογένεια και για τον μικρό μου που έχασε ξαφνικά την παρέα του. Γιατί μ΄έναν τρόπο και ο Δημήτρης πέρασε δύσκολα για να δεχτεί ένα παιδί με τις δυσκολίες του. Τώρα μαθαίνουμε νέα του -τον πήρε μια οικογένεια. Δεν τον βλέπουμε γιατί είναι δύσκολο και για μας και για εκείνον.
»Εγώ βέβαια ήθελα και μια κόρη. Αλλά για κάποιο λόγο μου ήρθαν μόνο αγόρια. Ισως γιατί δεν έπρεπε να επαναλάβω την σχέση μάνας-κόρης. Τα αγόρια από μόνα τους βάζουν κάποιο φρένο. Είμαι αυτή η φρικτή Ελληνίδα μάνα που μεγαλώνει γιο και σκέφτεται ότι θα΄ρθει κάποια στιγμή μια κοπέλα να της τον πάρει -τουλάχιστον να΄ναι μια καλή κοπέλα.
»Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, κάποιους άλλους θανάτους που βίωσα -μια κολλητή μου φίλη έφυγε το καλοκαίρι, μαζί κι η ψυχοθεραπεία, έφτασα σε μια φάση που όλο αυτό μ΄έκανε να σταματήσω να θέλω να είμαι το καλό παιδί για τους ξένους, για το θέατρο και να κάνω αυτό που θέλει η ψυχή μου. Να κάνω το θέατρο για το οποίο ξεκίνησα, εκεί που θέλω να βγάζω κάτι απ΄την αλήθεια μου.
»Δυστυχώς στην Ελλάδα, μπορεί και έξω, μας φοράνε διάφορες ταμπέλες. Εγώ μπήκα από νωρίς στην τηλεόραση επειδή έπρεπε να ζήσω με τα χρήματα αυτά και να βοηθήσω και την οικογένειά μου, οπότε έκανα και πράγματα που δεν ήθελα. Σύντομα μου δόθηκε η ταμπέλα της τηλεοπτικής. Τότε ήταν και πολύ έντονος ο διαχωρισμός τηλεοπτικός-ποιοτικός. Με το ένα πόδι ήμουν ας πούμε εμπορική και με το άλλο πόδι προσπαθούσα να κάνω θέατρο αλλά δεν τα κατάφερνα. Εκανα κάποιες παραστάσεις κι ενώ αρκετές ήταν καλές, εγώ είχα ακόμη το σύνδρομο που μου είχαν φορέσει. Και οι σκηνοθέτες που με έπαιρναν αυτό ήθελαν από μένα. Εφτασα λοιπόν στα 46 μου και μετά την φοβερή συνεργασία που έκανα πέρσι με τον Κάστορφ («Μήδεια» στην Επίδαυρο) και παρά τις δυσκολίες που είχαμε και τις δυσκολίες που είχε αυτός ο άνθρωπος, εγώ του οφείλω πολλά. Μου ξαναθύμισε απ΄την αρχή γιατί μπήκα σ΄αυτό το χώρο. Μετά είπα “Ευδοκία θα κάνεις μόνο αυτό που θέλεις, γιατί έχεις αυτή την μεγάλη τύχη, την πολυτέλεια, να μπορείς να κάνεις αυτό που ζητάει η ψυχή σου”. Mετά τον Κάστορφ δεν ήξερα που αλλού να πάω. Υπήρχε μόνο η Λένα Κιτσοπούλου.
»Ναι, εγώ πήγα στη Λένα και της είπα ότι “αυτό που εκφράζεις μέσα απ΄τη δουλειά σου, εγώ τώρα το΄χω ανάγκη και θέλω να κάνουμε κάτι μαζί». Tην πέτυχα σε μια φάση που κι εκείνη ήθελε. Με την Λένα είναι σαν να δουλεύω με τον Κάστρο σε θηλυκό. Η μεγάλη τους διαφορά είναι ότι η Λένα αγαπάει τους ηθοποιούς. Είναι τρομερά ευγενική. Οταν την πρωτοσυνάντησα αναρωτιόμουν αν θα μπορέσουμε να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα. Και είδα μια γυναίκα τρομερά τρυφερή, ντροπαλή θα΄λεγα. Μα είναι αυτή που γράφει αυτά που γράφει; Από που βγαίνει όλο αυτό; Κι εγώ ήθελα να βγω έξω απ΄τα κουτάκια μου -η Λένα με βοήθησε. Δεν ξέρω τι θα βγει απ΄όλο αυτό, αν θ΄αρέσει ή όχι, αλλά ειλικρινά δεν μ΄ενδιαφέρει πια.
»Αυτή την ευκαιρία να κάνω το θέατρο που θέλω, πρώτος μου την έδωσε ο Θωμάς ο Μοσχόπουλος. Αλλά και τον Θωμά πάλι εγώ τον προσέγγισα -δουλέψαμε μαζί, στο Πόρτα, στο Εθνικό.
»Αλλά τα καλοκαίρια δεν θέλω να δουλεύω. Με τον Κάστορφ πέρυσι ήταν αλλιώς, ήταν ο Κάστορφ και ήταν μόνον για τέσσερις παραστάσεις. Αμα μου τύχει ένας μεγάλος, καταπληκτικός ρόλος το καλοκαίρι και είναι να παίξω σε τριάντα πιάτσες, δεν θα το κάνω. Για μένα είναι πιο σημαντικό να είμαι με τον Δημήτρη, να τον βλέπω να μεγαλώνει και να συναντηθώ λίγο με τον Νικηφόρο που δεν τον βλέπω όσο θα΄θελα. Για μένα είναι πιο μεγάλο αυτό από έναν μεγάλο ρόλο».
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη πρωταγωνιστεί στην «Ορέστεια του Στρίντμπεργκ». Σύλληψη- σκηνοθεσία Λένα Κιτσοπούλου (Ανεσις, από 13/11). Και στην τηλεοπτική σειρά «Ο Γιατρός» (Alpha), κάθε Παρασκευή (21.00).