Αιμίλιος Χειλάκης: «Δεν τα έχω βρει με τον εαυτό μου, γιατί να τα βρω; Ευτυχώς που δεν τα έχουμε βρει...»
Δίνουμε ραντεβού με τον Αιμίλιο Χειλάκη, στο lobby του ξενοδοχείου New Hotel, και μοιράζεται ιστορίες από το παρελθόν που του ξυπνά ο χώρος. Με έναν τρόπο με βάζει μέσα στη ζωή του δίνοντας μου την ευκαιρία να τον γνωρίσω λίγο παραπάνω.
Ο χρόνος του μοιραζόταν μεταξύ του «Κατά φαντασίαν ασθενή», το έργο που έκανε περιοδεία το καλοκαίρι, και τις πρόβες της θεατρικής παράστασης «Μη σου τύχει» που ανεβαίνει, για δεύτερη σεζόν, στις 3 Οκτωβρίου, στο θέατρο Αθηνών.
Τα παιδικά του χρόνια στην Πλάκα, η ανάγκη για κοινωνικοποίηση που τον οδήγησε σε θεατρική ομάδα, η αναγνωρισιμότητα, η σχέση ζωής με την Αθηνά Μαξίμου, η επιθυμία να μοιράζουν το χρόνο τους μεταξύ Αθήνας και Κυθήρων και το δύσκολο στοίχημα να παίξει σε κωμωδία που αποδείχτηκε μεγάλη επιτυχία. Ο Αιμίλιος Χειλάκης μιλάει στο Bovary για τη διαδρομή του.
«Μεγάλωσα στην πλατεία Αττικής και πήγα σχολείο, γυμνάσιο και μία τάξη του Λυκείου, στην Πλάκα, στο 1ο Πρότυπο Αρρένων Αθηνών - δεν το πρόλαβα ως Αρρένων είχε γίνει ήδη μεικτό. Σε ηλικία μόλις 11 -12 ετών, ήμουν ένα παιδί που έφευγα από το σπίτι μου, στην πλατεία Αττικής, έμπαινα στον ηλεκτρικό, κατέβαινα στο Μοναστηράκι και από εκεί περπατούσα, μέχρι την Πλάκα, με τα πόδια για να φτάσω στο σχολείο μου. Για μένα ήταν ένας κόσμος κοινωνικοποίησης κι επειδή γινόταν επί τέσσερα χρόνια, ήμουν ένα παιδί πολύ μέσα στον κόσμο, τον αντιμετώπιζα, ήξερα τους ανθρώπους, τις πιο σκοτεινές γειτονιές.
Πρόλαβα την Πλάκα τότε που ήταν στα απόνερα που έκλειναν τα μεγάλα clubs της δεκαετίας των 60s-70s -εγώ πήγαινα σχολείο στις αρχές των 80s. Άρα υπήρχε ακόμα η ροκ και έντεχνη ελληνική μουσική. Θυμάμαι έντονα να ακούμε με τον φίλο μου, τον Γιώργο Σπανό, τις πρόβες από τις «Μουσικές Ταξιαρχίες» -ήταν τότε ο Τζιμάκος Πανούσης. Καθόμασταν, ακούγαμε τις πρόβες και γνωρίζαμε όλα τα τραγούδια τους. Στην ηλικία μας δεν μπορούσαμε να βγούμε βράδυ οπότε βλέποντας τους, έστω και με αυτόν τον τρόπο, υπήρχε ένας τρόπος αντίληψης το πώς είναι ο κόσμος. Για μένα, όλα αυτά, ήταν πολύ καθοριστικά για τη μετέπειτα ζωή μου γιατί μπορούσα να καταλάβω, από τα πρώτα χρόνια που μπήκα στη δραματική σχολή, πως οι άνθρωποι δεν έχουν κάτι προσωπικό μαζί σου, κάποιο δικό τους πρόβλημα έχουν και συμπεριφέρονται κάπως. Εννοείται πως τότε, σε εκείνη την ηλικία, δεν μπορούσα να το εξηγήσω -η διαπίστωση αυτή είναι ενός 50αρη. Ωστόσο, καταλάβαινα και δεν έπαιρνα προσωπικά κάτι που μπορεί να σου πει ή να σου κάνει κάποιος άλλος -κάτι δικό του θα κουβαλάει. Αυτός ο τρόπος αντίληψης με βοήθησε πάρα πολύ στη δουλειά.
Με την υποκριτική αποφάσισα να ασχοληθώ στη Β’ Λυκείου, όταν άλλαξα σχολείο και πήγα σε άλλο λύκειο στην Αγία Παρασκευή. Τότε η μετακόμιση από την Αθήνα στη συγκεκριμένη περιοχή, το 1986, μου είχε φανεί σαν να έφυγα από την πρωτεύουσα και να πήγα σε χωριό. Όμως, έπρεπε κάπως να κοινωνικοποιηθώ αφού δε γνώριζα τους ανθρώπους και έτσι μπήκα στη θεατρική ομάδα του σχολείου. Από εκεί πήρα τα πρώτα ερεθίσματα: από τη σπουδαία καθηγήτρια την Φλώρα Κακλαμάνη που ήθελε να έχουμε κανόνες κανονικού θεάτρου με ασκήσεις και με έβαλε σε μια τέτοια διαδικασία που μου άρεσε πάρα πολύ.
Από μικρό παιδί ήμουν κοινωνικοποιημένος και πολιτικοποιημένος -το αριστερό μου πρόσημο δεν είναι μια ανάγκη της τελευταίας δεκαετίας, αντίθετα δρα μέσα μου τα τελευταία 40 χρόνια λόγω των διαβασμάτων μου. Η πολιτικοποίηση μου ήρθε από μικρή ηλικία μέσα από τον Μπρεχτ, έναν από τους μεγάλους λογοτέχνες που με έκαναν να αγαπήσω το θέατρο, το ότι ο κόσμος δεν είναι αν μπορεί να αλλάξει, ο κόσμος πρέπει να αλλάξει. Και η Τέχνη είναι ένας τρόπος να επικοινωνήσεις την ανάγκη της αλλαγής. Με την Τέχνη δεν αλλάζει ο κόσμος, επικοινωνείται η ανάγκη να αλλάξει. Τώρα ποιος θα είναι τόσο μεγάλος επαναστάτης στα χρόνια του που να μπορεί να αλλάξει τον κόσμο σίγουρα χρειάζεται να έχει παιδεία. Η σχολική παιδεία σίγουρα δεν αρκεί. Η παιδεία που σου δίνει η ενασχόληση, είτε ως θεατής είτε ως καλλιτέχνης, με την Τέχνη είναι πολύ μεγαλύτερη. Γιατί καταλαβαίνεις όχι μόνο αισθητικά, αλλά πολύ βαθύτερα την ανάγκη των πραγμάτων.
Έκανα την εισαγωγή για να μιλήσουμε για μένα και την Τέχνη γιατί αν εγώ θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη θα πρέπει να με έχω αντιμετωπίσει ως πολίτη. Στα χρόνια μου ως πολίτης είναι δύσκολο να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου, να αντιλαμβάνεσαι σε ποιον χώρο ακριβώς ζεις. Εγώ καταλαβαίνω ότι έχουμε ανάγκη από σύνολο γιατί ρέπουμε διαρκώς ως προς τη συντήρηση και τον ατομικισμό. Εφόσον δεν συμβαίνει κάτι σε μένα δεν με νοιάζει. Και με τέτοια αντίληψη αργότερα θα αντιμετωπίσουμε μεγαλύτερο πρόβλημα.
Εγώ κάνοντας μια παράσταση έχω το βήμα να ανέβω και να μιλήσω σε 1.000 ανθρώπους τη βραδιά μέσα από υπέροχα έργα, σπουδαίων συγγραφέων και να τους πω, μεταξύ άλλων, «Ελάτε να αναρωτηθούμε για την πολιτεία μας, για το πόσο «Κατά φαντασίαν ασθενής» είμαστε». Οι κρίσεις πάντα θα υπάρχουν. Επ’ ουδενί δε θα δώσω απάντηση -αν την είχα θα την έδινα.
Αποφάσισα τον τελευταίο ενάμισι χρόνο να θέτω ένα χάρτη με ερωτήματα για αυτό κάνω κωμωδία. Αν δεν υψώσω έναν καθρέφτη να δείτε τη γελοιότητα σας, εσείς οι ίδιοι, μέσω των ηρώων, δε θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε αν δεν καταλάβουμε ότι αυτό που δεν πρέπει να είμαστε έχει μια γελοία πλευρά. Ξέρεις κάτι, είμαστε προσωπολάτρες και προσωποκεντρικοί. Λένε ψηφίζω Μητσοτάκη, ψηφίζω Τσίπρα δεν ψηφίζουν σύμφωνα με τα «πιστεύω» του κόμματος -κοιτάζουν το πρόσωπο. Ακούω και εγώ που μου σχολιάζουν «Μα, ο Χειλάκης κάνει τραγωδίες δεν μπορώ να τον βλέπω γελοίο...». Έχεις να ξεπεράσεις αυτόν τον σκόπελο. Ήταν πολύ δύσκολο, αλλά στο τέλος ήταν επικερδές και για τις δύο πλευρές.
Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις κωμικό ρόλο και πιστεύω ότι τα κατάφερα και κέρδισα τον κόσμο. Δηλαδή να προστεθεί ένα πρόσημο καλού καλλιτέχνη και επαγγελματία και ότι είναι και από τις δύο πλευρές -δεν προδίδει τα πιστεύω του. Νομίζω πως το κέρδισα. Στα 54 μου που είμαι και στρογγυλοκάθομαι μπορώ να κάνω τα ταξίδια από την κωμωδία στο δράμα πολύ πιο εύκολα χωρίς η απόσταση να είναι μεγάλη.
Αν ήταν πρόκληση να καταπιαστώ με την κωμωδία και αν μου πρότειναν κωμικούς ρόλους; Προσωπικά ήθελα πάρα πολλά χρόνια να κάνω κωμωδία. Όσο για το αν μου πρότειναν, φαντάσου να είσαι 25 χρονών, νέος, ψηλός και όμορφος να λες «θέλω να κάνω κωμωδία». Η απάντηση ήταν «είσαι για εραστής, για ζεν πρεμιέ»»..
«Πώς βίωσα την επιτυχία που ήρθε μέσα από τη σειρά «Η ζωή που δεν έζησα» και αν ψωνίστηκα ε; Ήμουν 28 ετών, αν ήμουν μικρότερος, για παράδειγμα στα 21- 22 θα την είχα ψωνίσει πάρα πολύ άσχημα. Αν έχεις περάσει κάποιες στρατιωτικές εκπαιδεύσεις, μέχρι τότε είχα ήδη συνεργαστεί με τον Λευτέρη Βογιατζή, το Θέατρο Τέχνης, είχα κάνει ταινία με τον Νίκο Γραμματικό και μόλις είχαμε πάρει βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ήμουν 25 ετών και άνηκα σε έναν κύκλο νέων ηθοποιών που είχαν το μέλλον μπροστά τους. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε ανταγωνισμός άρα από τα 25-28 μου χρόνια είχα ήδη ψηθεί στο να αποδείξω ότι είμαι καλός στη δουλειά και ότι είμαι ένας νέος ηθοποιός, ο οποίος ακούει και δεν κάνει τα δικά του. Είχα ήδη αποδείξει σκληρά την αξία μου και ήξερα κι εγώ πως αποδεικνύεται η αξία. Άρα το να με αναγνωρίζει παραπάνω κόσμος στο δρόμο δεν μου έλεγε κάτι. Οι άνθρωποι που δούλευα ήδη μαζί τους και ήθελα να συνεργαστώ, τη δεκαετία των 90s, είχαν μπει στη διαδικασία της συνεργασίας. Για μένα αυτό ήταν το βραβείο: οι μεγάλοι σκηνοθέτες να θέλουν να δουλέψουν μαζί μου.
Τα μυαλά μου πήραν όσο αέρα έπρεπε, δεν έσκασε το λάστιχο. Βεβαίως, όταν αναγνωρίζεται ότι είσαι καλός ηθοποιός είναι μεγάλη χαρά και επιβράβευση. Θα κάνεις και λάθη, στην πορεία, θα θεωρήσεις τον εαυτό σου και κάτι παραπάνω, αλλά έρχεται η καθημερινότητα να αποδείξει ότι δεν είμαι τίποτα παραπάνω, τίποτα το διαφορετικό. Στα 35 χρόνια που είμαι σ’ αυτή τη δουλειά έμαθα ότι σε κάποιους αρέσεις και σε κάποιους άλλους όχι. Πολύ ωραία, πάμε τώρα να κάνουμε τη δουλειά μας και να προχωρήσουμε...
Σε όλη την πορεία μου έδινα βάση στο θέατρο. Πριν τις «Άγριες Μέλισσες» είχα να κάνω 11 χρόνια τηλεόραση. Δεν με ενδιέφερε να κάνω τηλεόραση γιατί είχα 2 θεατρικές παραστάσεις. Ξανά έκανα τότε σειρά γιατί αφενός ήταν τα χρόνια του
κορωνοϊού με τα θέατρα να είναι κλειστά, και η πρόταση ήρθε από μια εξαιρετική σειρά. Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε στην τηλεόραση ανθρώπους του θεάτρου που δεν θα περνούσαν ποτέ το κατώφλι των μεγάλων studios. Έπρεπε να βγάλουμε κάποια λεφτά για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Πάντως, θα προτιμήσω να κάνω μια μεγάλη περιοδεία παρά μια τηλεοπτική σειρά, όπως συνέβη και φέτος. Δεν έπαιξα σε τηλεοπτική σειρά που μου πρότειναν γιατί έκανα καλοκαιρινή περιοδεία με την παράσταση «Κατά φαντασίαν ασθενής». Στη διαβάθμιση των πραγμάτων πρώτα πάει το θέατρο και μετά η κάμερα».
«Με ρωτάς αν τα έχω βρει με τον εαυτό μου και η απάντηση είναι «Όχι, γιατί να τα βρω»;. Αν τα βρεις με τον εαυτό σου, ξέρεις τι σημαίνει; Να μου απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις. Για ποιο λόγο να το κάνω; Αυτή είναι η πάλη με τον εαυτό σου. Να του βάζεις καινούργιες ερωτήσεις, να τον αφυπνίζεις, να τον κρατάς διαρκώς σε επαγρύπνησή, να αναζητά νέα πράγματα και να θέλει να δημιουργήσει πράγματα. Άσε καλύτερα να έχεις δουλειά με τον εαυτό σου, να ψάχνεσαι. Καταρχήν, δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν πριν 10 χρόνια. Εγώ αυτά που σου λέω σήμερα μπορεί να τα διαβάσω σε 5 χρόνια και να μην συμφωνώ. Ευτυχώς, δεν τα έχω βρει με τον εαυτό μου. Κάθε φορά που νιώθω ότι κάτι ξέρω βάζω νέες ερωτήσεις για να αποδείξω ότι δεν το ξέρω. Είμαι alert...»
«Αν διαφωνούμε με την Αθηνά για το ανέβασμα ενός έργου; Διαφωνούμε για το τι θα φάμε, για πολλά πράγματα. Είμαστε 20 χρόνια μαζί δε γίνεται να συμφωνείς διαρκώς.. Ούτε έχουμε καταλάβει πώς πέρασαν 20 χρόνια -υπέροχα χρόνια! Ουσιαστικά, μεγαλώσαμε μαζί με την Αθηνά -ήταν 29 ετών και εγώ 34. Κατάλαβα από την αρχή ότι θα είμαστε μαζί -όπως συμβαίνει στις μεγάλες σχέσεις, το νιώθεις από την αρχή. Νομίζω έτσι και με την ώρα που θα πεθάνουμε, το ξέρουμε με την Αθηνά. Ξέρεις πολύ καλά τα σημεία που ορίζουν τη ζωή.
Ειδικά με τον σύντροφο σου δεν πρέπει να αφήσεις την ερωτική επιθυμία, η οποία είναι πολύ ισχυρή τα πρώτα χρόνια, αλλά μετά φθίνει και λόγω ηλικίας. Η ουσιαστική επιθυμία είναι να είσαι δίπλα στον άλλον -να αντιμετωπίζετε μαζί τα προβλήματα. Σύζυγος σημαίνει είσαι κάτω από τον ίδιο ζυγό. Να ξαγρυπνήσεις την ημέρα που δεν μπορεί ο άνθρωπος σου και να είσαι δίπλα του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να θέλεις τον άνθρωπο σου. Κι όταν λέμε για τον άνθρωπο της ζωής μου, τα πάντα περιττεύουν ως κουβέντες παραπέρα.
Είχαμε μείνει ολόκληρη χειμερινή σεζόν στα Κύθηρα. Αν το προτείνουμε στον κόσμο, θα καταρρεύσει η οικονομική ζωή της Ελλάδας. Φύγετε να ηρεμήσετε, να υπάρξει αγρανάπαυση, ειδικά πνευματική, να ασχοληθείτε με πράγματα πιο ουσιαστικά, όπως μια βόλτα στη φύση, με ένα συννεφιασμένο ουρανό λίγο πριν βρέξει και να παίρνεις τις βαθιές σου ανάσες με τον καθαρό αέρα βλέποντας θάλασσα και βουνό, να διαπιστώνετε ότι όλα τα υπόλοιπα δε χρειάζονται είναι περιττά και πως οι μικρές ή μεγάλες διαφωνίες που έχεις με τους ανθρώπους της δουλειά είναι χωρίς κανένα λόγο. Το να αφεθείς σε μια σιωπή, να αφεθείς σε μια αεργία, να είσαι δηλαδή εκτός έργου, όχι άνεργος, είναι μεγάλη τόλμη και θέλει γενναιότητα.
Όπως μου επισημαίνεις ταράζεσαι μέχρι να βρεις τις ισορροπίες, αλλά όταν τις βρίσκεις είναι τέλεια. Είναι σημαντική απόφαση να μείνεις εκτός έργου. Στη φάση της αεργίας, η οποία είναι αποφασισμένη μπορείς να βρεις πολλά πράγματα για τον εαυτό σου. Προσωπικά άλλαξα θέλω, προτεραιότητες, κατάλαβα ξανά τι θέλω και ποια είναι τα επόμενα στάδια βασανισμού που θα κάνω στον εαυτό μου -ναι, τον βασανίζω γιατί τον βάζω να μου απαντάει σε ερωτήματα. Κι αυτό με κρατάει αρκετά πιο νέο...
Εμείς αποφασίσαμε με την Αθηνά να μένουμε ένα διάστημα εκτός Αθηνών, στα Κύθηρα. Στο πρώτο lockdown μάς γεννήθηκε η επιθυμία και σκεφτήκαμε πως το να κάνεις παύσεις είναι πολύ αναζωογονητικό -δηλαδή το να κάθεσαι κάπου χωρίς να κάνεις απολύτως τίποτα. Αναρωτηθήκαμε αν αυτό πρέπει να το κάνουμε σταθερά: να επιβάλλεται κάθε χρόνο για ένα μήνα, 40 ημέρες να μην κάνουμε απολύτως τίποτα. Θα μου πεις υπάρχουν οι άδειες, αλλά εφόσον δεν τις παίρνουμε ας κάνουμε συνειδητά μια παύση.
Αρχίζουμε να είμαστε κοντά χρονικά εκεί που φθίνει ο επαγγελματικός μας βίος. Έχουμε πράγματα να κάνουμε, πάντα θα υπάρχουν πολλοί ωραίοι ρόλοι απλά έρχεται η στιγμή που εσύ δε θέλεις να κάνεις παραπάνω πράγματα. Ίσως θέλεις να δουλεύεις μια φορά τα δύο χρόνια. Αν καταφέρεις να φτάσεις σε ένα σημείο που να μπορείς να ζήσεις δουλεύοντας κάθε 2 χρόνια είναι ότι καλύτερο. Κι εμείς θέλουμε πολύ με την Αθηνά να δουλεύουμε κάθε δύο χρόνια μοιράζοντας τη ζωή μας μεταξύ Αθήνας και Κυθήρων. Να είμαστε ένα χρόνο στην Αθήνα και ένα χρόνο στο νησί -αν το καταφέρουμε θα είναι η τέλεια ισορροπία. Εγώ είμαι 8 χρόνια πριν τη σύνταξη. Αν θέλω να την πάρω σε 8 χρόνια θα είμαι συνταξιούχος -φοβερό ε; Τότε θα αποφασίσω τι θα κάνω, δηλαδή αν μου φτάνουν τα 1.000 ευρώ, δεν ξέρω αν θα έχουν γίνει και λιγότερα, για να μπορώ να είμαι ήρεμος και να κάνω επιλεκτικά πράγματα».
«Φέτος το χειμώνα θα επαναλάβω την παράσταση «Μην σου τύχει», στο θέατρο Αθηνών. Το πείραμα με την κωμωδία πέτυχε και πλέον μπορώ να μεταπηδώ με άνεση από τον Οιδίποδα στον Τρυγέα του Αριστοφάνη ξέροντας πια ο κόσμος τι θα δει από τον Χειλάκη και δε θα φοβάται.
Ήθελε πολύ μεγάλο θάρρος να κάνω κωμωδία. Είμαι θαρραλέος και όχι θρασύς...Σίγουρα δεν είμαι θρασύς...».
Η θεατρική παράσταση «Μη σου τύχει» ανεβαίνει για δεύτερη σεζόν στο θέατρο Αθηνών. Πρεμιέρα στις 3/10 και θα παίζεται Τετάρτη με Κυριακή.
Ευχαριστούμε θερμά το ξενοδοχείο «New Hotel» για τη φιλοξενία. Στους χώρους του ξενοδοχείου έγινε και η φωτογράφιση του ηθοποιού.