Erwin Blumenfeld: Ο οραματιστής φωτογράφος που επανέγραψε την ιστορία της μόδας με δημιουργικό πειραματισμό

Erwin Blumenfeld: Ο οραματιστής φωτογράφος που επανέγραψε την ιστορία της μόδας με δημιουργικό πειραματισμό

Η αέναη κίνηση, τα αλλόκοτα ανθρωπομορφικά στοιχεία, οι ασπρόμαυρες διπλοτυπίες και οι επιρροές από την αβαν-γκαρντ τέχνη του 20 ου αιώνα χαρακτηρίζουν το φωτογραφικό έργο του Γερμανοεβραίου φωτογράφου Erwin Blumenfeld, του περιζήτητου δημιουργού editorials για έντυπα όπως η Vogue και το Harper’s Bazaar.

Ο διορατικός καλλιτέχνης της φωτογραφίας, που ισχυριζόταν ότι «μετέφερε λαθραία την τέχνη» στο σώμα του έργου του, είναι γνωστός για τον παιγνιώδη τρόπο που αποτύπωνε κάθε υποκείμενο των φωτογραφιών του. Η φιλία του με τους Ντανταϊστές και τους Σουρεαλιστές, όπως ο Man Ray, από τη μία πλευρά και η μετέπειτα σκοτεινή περίοδος της παραμονής του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γαλλίας και του Μαρόκου από την άλλη, διαμόρφωσαν καθοριστικά το προχωρημένο και αντισυμβατικό στιλ του.

Η πορεία του αντιφατική και τρικυμιώδης. Γεννημένος στο Βερολίνο το 1897, ο Blumenfeld σε ηλικία δεκαέξι ετών ανέλαβε πρόωρα τα καθήκοντα του βιοπορισμού της οικογένειας, όταν ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή, παρατώντας το σχολείο. Την πρώτη του κάμερα απέκτησε το 1908 ανακαλύπτοντας τις τεχνικές της φωτογραφίας ως αυτοδίδακτος.

Αργότερα το 1920, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο Άμστερνταμ καλύπτοντας τα κενά στη μόρφωση και στην κουλτούρα του με την αγάπη του για τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Η κλίση του προς τη φωτογραφία αποκρυσταλλώθηκε τη δεκαετία του ’30, όταν δημιούργησε έναν σκοτεινό θάλαμο εμφάνισης φιλμ στο πίσω μέρος του μαγαζιού του με δερμάτινα είδη “Fox Leather Company. Το πάθος του για τη ζωγραφική μετουσιώθηκε σε πάθος για την αποτύπωση μορφών σε αληθινό χρόνο, αρχίζοντας να φωτογραφίζει τους πελάτες του. Οι φωτογραφίες του άρχισαν να έχουν περισσότερη ζήτηση από το εμπόρευμα της επιχείρησης.

Η αδιαφορία του για τον ρεαλισμό τον οδήγησε σε δικές του πρακτικές, παίζοντας εξαντλητικά με τις αντιθέσεις του φωτός και του κορεσμού, την παραμόρφωση, την πόλωση, τα παιχνίδια με τα χημικά εφέ και τη διπλή έκθεση των φιλμ του δίνοντας στις μορφές του μια εξωπραγματική και απόκοσμη υπόσταση.

Το 1933 μέσα από το στούντιό του, σε αντίδραση της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, ο Blumenfeld δημιούργησε μία σειρά από φωτομοντάζ, προαναγγέλλοντας με τον τρόπο του το κακό και ανιχνεύοντας τους οιωνούς και τις ενδείξεις μέσα από την τέχνη του. Σε ένα από τα σκοτεινά πορτρέτα του Φύρερ ζωγράφισε δάκρυα από αίμα, προβάλλοντας στη διπλής όψεως μορφή του ένα κρανίο. Οι συνθέσεις του, που έμελλαν να είναι προφητικές, επέκριναν τον ναζισμό εν τη γενέσει του, απεικονίζοντας τον ηγέτη τους ευθέως ως την ενσάρκωση του ίδιου του θανάτου.

Εξίσου ανατριχιαστική μια φράση του προς τον γκαλερίστα του Carl Van Lier, στέλνοντας του ένα αυτοπορτρέτο του με την αφιέρωση «με θερμούς χαιρετισμούς από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της σκέψης», αρθρώνοντας έναν τραυματικό όρο που δεν είχε διαδοθεί ακόμη.

Καθώς η επιχείρησή του χρεωκόπησε, ο ίδιος διέφυγε στο Παρίσι. Ο φωτογράφος συνέχισε να πειραματίζεται με το μέσο του και το 1937 εξέλιξε τη σειρά έργων με πολιτικό σχολιασμό. Το έργο του «Ο Μινώταυρος του δικτάτορα», απεικονίζει ένα μπούστο γλυπτού με ανθρώπινο σώμα, ντυμένο ένδοξα με μια αρχαιοπρεπή τήβεννο και το κεφάλι του Μινώταυρου, ένα μυθολογικό τέρας, που δημιουργεί αναλογίες με τα ζωώδη ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, το λανθάνον κτήνος που ενυπάρχει στον καθένα μας. Η ωμότητα αυτού του πλάσματος, που το ενδιαφέρον είναι ότι τον συναντάμε και στη Γκουέρνικα του Πικάσσο, συμβολίζοντας την παράλογη δύναμη και τη σαρωτική καταστροφή, ομοίως και αυτή τη φορά συμβολίζει τη βαρβαρότητα των δικτατοριών, που μαίνονταν τον 20 ο αιώνα.

Τα πορτρέτα του για μεγάλες προσωπικότητες στο Παρίσι, όπως ο ζωγράφος Henri Matisse, η θρυλική χορεύτρια Josephine Baker και ο φωτογράφος μόδας Cecil Beaton τον καθιέρωσαν. Ο τελευταίος, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του τον έφερε σε επαφή με τον, τότε, διευθυντή της γαλλικής Vogue Michel de Brunhoff ανοίγοντάς του τον δρόμο για νέες φωτογραφικές προκλήσεις με ευρεία, πλέον, απήχηση.

Το παιχνίδι του με τα σκηνικά, όπως οι καθρέφτες, το αδιαφανές γυαλί και τις οπτικές ψευδαισθήσεις, δημιούργησαν εικόνες με επίκεντρο τη γυναίκα και το σώμα. Χαρακτηριστική η φωτογραφία του με μια υπερυψωμένη γυναικεία μορφή, η οποία ατενίζει πανοραμικά το Παρίσι από τον Πύργο του Άιφελ. Τα γυμνά του, ελάχιστα καλυμμένα με υφάσματα γεμάτα πτυχώσεις θυμίζουν επιρροές από γλυπτά των Μεγάλων Δασκάλων, όπως του Aristide Maillol, που τόσο θαύμαζε ή κλασικές πόζες όπως το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι του Vermeer.

Η θριαμβική του πορεία, όμως, πάγωσε απότομα. Η εβραϊκή καταγωγή του τον κατέστησε σε παρία, έναν ανεπιθύμητο ξένο, με τον ίδιο και την οικογένειά του να γίνονται ακούσια έρμαια από το ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο άλλο, από το Vichy μέχρι το Catus.

Το ηθικό του δεν λύγισε και η επαφή του με την απόλυτη κτηνωδία δεν κατάφερε να τον καταβάλει. Ο Blumenfeld επέζησε και, χάρη στην οργάνωση φυγάδευσης Εβραίων “Hebrew Immigrant Aid Society” βρέθηκε στη Νέα Υόρκη με τους αγαπημένους του. Το συμβόλαιο που είχε υπογράψει με το Harper’s Bazaar πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν το δικό του χρυσό εισιτήριο για να συνεχίσει εκεί από όπου είχε σταματήσει.

Οι δημιουργικές του μέθοδοι ξεχώρισαν και με την έλευση της Kodachrome άρχισε να δίνει στις φωτογραφίσεις του μια νέα οπτική, σχεδόν ψυχεδελική γεμάτη καλειδοσκοπικά χρώματα και ίσως και πιο αισιόδοξη, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα στιλ και αιχμαλωτίζοντας την ουσία του αμερικανικού γκλάμουρ. Οι μεγαλύτερες διασημότητες του Χόλιγουντ, όπως οι ηθοποιοί Marlene Dietrich, Audrey Hepburn και Grace Kelly ήταν οι πιο τακτικές επισκέπτριες στο στούντιό του στο Central Park South. Τη δεκαετία του 1950 ο Blumenfeld ήταν επισήμως ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους φωτογράφους στον κόσμο, ενώ το περιοδικό “The New Yorker” τον περιέγραψε ως «έναν από τους πιο κομψούς φωτογράφους του εικοστού αιώνα».

Παραδόξως προς το τέλος της ζωής του ο Blumenfeld είχε δηλώσει ότι χρωστούσε τη φωτογραφική του ιδιότητα στον Χίτλερ: «Περισσότερο απ’ όλους χρωστώ ευγνωμοσύνη στον Schickelgruber (μητρώνυμο του Χίτλερ). Χωρίς αυτόν δεν θα είχα βρει το θάρρος να γίνω φωτογράφος».

Αξίζει να θυμόμαστε ότι όσοι αντικατοπτρίζουν το απόγειο της ομορφιάς στις φωτογραφίες του είναι εκείνοι που, πολλές φορές, έχουν αντικρίσει το απόλυτο σκοτάδι…