«Η αποφασιστική στιγμή»: Είδαμε την έκθεση - αφιέρωμα στον Henri-Cartier Bresson με αδημοσίευτες φωτογραφίες από την Ελλάδα
Στο υπόγειο της Πινακοθήκης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή φιλοξενείται για πρώτη φορά μια έκθεση φωτογραφίας στους χώρους του. Και με έναν αυτονόητο τρόπο είναι αφιερωμένη στον Henri-Cartier Bresson, τον εμβληματικό φωτογράφο του 20ου αιώνα και φιλέλληνα, τον οποίον έδεναν στενοί δεσμοί φιλίας με τους εμπνευστές του Ιδρύματος.
Ο μεγάλος ανθρωπιστής φωτογράφος, ή «ζωγράφος της φωτογραφίας» όπως τον αποκαλούσαν, δημιούργησε μια δική του «τεχνοτροπία» στο πεδίο της φωτογραφίας, υψώνοντάς την στο επίπεδο της τέχνης. Το πλούσιο έργο του ξεχωρίζει γιατί διακρίνεται ακριβώς από μια ποιητική ματιά μέσα στον ρεαλισμό της, «μια λεπτότητα πολύ ορθολογική», όπως αναφέρει η ιστορικός τέχνης και υπεύθυνης συλλογής του Ιδρύματος, Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, στον κατάλογο της έκθεσης.
Οι αυστηρά ασπρόμαυρες λήψεις του, υπόρρητα ειδυλλιακές, είναι στιγμές στον χρόνο που φέρουν μια δική τους αίσθηση της αλήθειας. Μια κίνηση, ή το παιχνίδισμα του φωτός και της σκιάς, περιβάλλουν με μία, σχεδόν μυστικιστική αύρα, την ανθρώπινη παρουσία. Ακόμα κι ένα περιβάλλον κενό, παντελώς έρημο, μέσα από τον φακό των 35mm του Bresson, είναι ικανό να ανακαλέσει ένα αίσθημα τρυφερότητας, μια συγκινησιακή φόρτιση και μια ανυπόκριτη νοσταλγία.
Ο φωτογράφος συνήθιζε να χαρακτηρίζει τον εαυτό του «κάτι μεταξύ πορτοφολά και σχοινοβάτη» ή και αρπακτικό, τοξοβόλο, ξιφομάχο, πεταλούδα ή ζαρκάδι», θέλοντας να περιγράψει παράδοξα τις δεξιότητες του επαγγέλματός του. «Μέσα από αυτές τις αντιφατικές αναφορές υπογραμμίζονται η χάρη και η σβελτάδα, ικανές να μεταμορφώσουν την κίνηση σε χορό, τη μάχη σε χορογραφία, τον επιδιωκόμενο σκοπό σε αναζήτηση του τρόπου με τον οποίον μπορεί να αφήνει κανείς τον εαυτό του ελεύθερο», σχολιάζει τόσο εύστοχα η Moreau.
«Στη φωτογραφία η δημιουργία είναι σύντομη υπόθεση μιας στιγμής, μιας ρίψης, μιας αντίδρασης… Το παν ήταν να τσακώσεις στο μικρό κουτί, αυτό που σου έκανε εντύπωση, να το πιάσεις στον αέρα χωρίς ζαβολιές, χωρίς να το αφήσεις να αναπηδήσει», συνήθιζε να λέει. Η αιχμαλώτιση του κόσμου ολόκληρου σε ένα δευτερόλεπτο…
Την ύπαρξή του μπορεί να φανταστεί κανείς σαν μια ανεπαίσθητη ανάσα, που δεν βρίσκεται εκεί για να διαταράξει τη στιγμή αλλά για να κρατήσει ένα στιγμιότυπο με διακριτικότητα και σεβασμό, να διασώσει το ίχνος της ζωής. Ο φωτογράφος κοιτάζει ευθεία, όμως, είναι παρών με τη δική του προσωπική ευαισθησία του καλλιτέχνη. Αν και δεν ακολούθησε την πρώτη του αγάπη τη ζωγραφική, για εκείνον «δεν είχε σημασία αν κρατάς στα χέρια σου φωτογραφική μηχανή ή μολύβι, γιατί μόνο το βλέμμα έχει σημασία».
Και μεταξύ άλλων το βλέμμα του για την Ελλάδα είναι αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αν και έχουν γίνει μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις του φωτογράφου στο παρελθόν, όπως στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας το 2003, στο MoMa το 2010 και στο Centre Pompidou το 2014, η έκθεση στην Αθήνα προσεγγίζει την πορεία του φωτογράφου υπό ένα στενότερο πρίσμα. Μέσα από το ιστορικής αξίας λεύκωμα «Images à la Sauvette», «φωτογραφίες τραβηγμένες στα κλεφτά», μια γαλλοαμερικανική έκδοση, του εκδοτικού οίκου Tériade του 1952, με σχέδια του Matisse, που ανέδειξε την ιδιότητα του Bresson να εκφράζεται μέσα από ένα ύφος οικείο με στοιχεία ρεπορτάζ. Και μέσα από μια σειρά φωτογραφιών από τις τρείς διαμονές του Bresson στην Ελλάδα, με αδημοσίευτο, μέχρι πρότινος, υλικό παγκοσμίως. Από το αρχικό του ταξίδι το 1937 μετά τον γάμο με την πρώτη του σύζυγο, Ratna, κατά την επιστροφή του, το 1953 έπειτα από 17 χρόνια αλλά και από τη μεγάλη του περιήγηση το 1961 στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες.
Η συνάντηση με τη Μαρία Κάλλας στα παρασκήνια μετά την παράσταση της Μήδειας στην Επίδαυρο τον Αύγουστο του ‘61, οι βόλτες σε ταβέρνες της Αθήνας και του Πειραιά με τον Γιάννη Τσαρούχη, το ατελιέ του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα και το εργαστήρι του Σωτήρη Σπαθάρη… Ο Κεραμεικός και η Πλάκα, η Βαρβάκειος, η Αγίων Ασωμάτων, το αριστοκρατικό Κολωνάκι και η φτωχική Καισαριανή είναι τόποι όπου αναζητά την αυθεντική ζωή. Ο Bresson «κατάφερε να συνθέσει πάνω στο φωτογραφικό φιλμ κάτι πολύ δύσκολο να περιγραφεί: την ελληνική ψυχή», αναφέρει η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau…
Η καθημερινότητα, οι συμπεριφορές, τα ήθη και οι παραδόσεις τον συγκινούν μιλώντας για «την ευγένεια των ανθρώπων, φτωχών μα γεμάτων χάρη». Η δέσμευσή του πάνω στη δουλειά και η κοινωνική συνείδησή του φαίνονται και από την εξής φράση: «Η εντιμότητα απαιτεί η μαρτυρία να γίνεται με επίγνωση των γεγονότων. Δεν είμαι κανένας κοσμογυριστής». Ο φωτογράφος δεν παρέλειπε ποτέ να καταγράφει την ημερομηνία λήψης κάθε φωτογραφίας, γιατί για εκείνον είχε ύψιστη σημασία το «να βάζεις τα πράγματα στο πλαίσιο του χρόνου». Στον φωτογράφο, όπως είχε δηλώσει «άρεσαν οι αρχές, όμως απεχθανόταν τους κανόνες». Γι’ αυτό και αναζητούσε τους ήρωές του στους δρόμους και στις κρυμμένες γωνιές της ιστορίας.
Μέσα από το λεύκωμά του, έχει σημασία να κατανοήσει κανείς το πώς ο Bresson βοήθησε να γίνει αντιληπτή η φωτογραφία ως τέχνη, που αξίζει να έχει τα δικά της βιβλία, καθιερώνοντας έναν νέο, πρωτοποριακό τύπο πολυτελούς έκδοσης φωτογραφίας, πλαισιωμένο από έργα τέχνης. Σε ένα κομμάτι της έκθεσης ακούς τη φωνή του ίδιου, μέσα από απόσπασμα ηχητικής συνέντευξης στον Μανώλη Καλιγιάννη για την ΕΡΤ το 1990, να αφηγείται την ιστορία της δημιουργίας της έκδοσης του Images, που έκλεινε μέσα της 20 χρόνια δουλειάς. Πολλοί προειδοποιούσαν τον αμερικανό εκδότη του Dick Simon, ότι με ένα τέτοιο βιβλίο που δεν θα πουλήσει παρά το πολύ 200 αντίτυπα μπορεί να χάσει τα πάντα… Κι όμως, αυτό το άνευ προηγουμένου βιβλίο αυτό άφησε το δικό του ισχυρό αποτύπωμα στον καλλιτεχνικό κόσμο με την ποιότητά του, με τον Franz Kapa να το θεωρεί ως «Βίβλο της φωτογραφίας».
Στο χρονολόγιο για τη ζωή του ανακαλύπτεις μικρές ανεκδοτολογικές πληροφορίες, που σε τροφοδοτούν με γοητευτικές λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο του. Όπως το ότι άρχισε να ζωγραφίζει πλάι, στον καλύτερο φίλο του Marcel Proust, τον Jacques-Émile Blanche, ενώ οι πρώτες του φωτογραφίες απαθανατίζουν τη θρυλική παρέα του από τον κύκλο των σουρεαλιστών. Η πρώτη του επαγγελματική μηχανή ήταν μια Leica που αγόρασε το 1932 από το κατάστημα Tiranty στο Παρίσι, ενώ την απόφαση να ασχοληθεί συστηματικά με τη φωτογραφία, προκάλεσε μια σελίδα του περιοδικού Arts et Metiers graphiques, με μια φωτογραφία του Ούγγρου φωτογράφου Martin Munkácsi, φωτογράφου που άλλαξε επίσης τις τυποποιημένες λήψεις με την ελευθερία της κίνησης.
Αυτό που κάνει τον Bresson επίκαιρο μέχρι σήμερα, πέρα από το ιδιότυπο στιλ του είναι η οικουμενικότητά του. «Το κυνήγι της μικρής λεπτομέρειας που προβάλει την κοινή εμπειρία «μας συνδέει όλους ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής μας», εξηγεί η επιμελήτρια της έκθεσης.
Το να κυνηγάς αυτή την «ευθυγράμμιση των ευτυχών συμπτώσεων», πρόσφερε αμέτρητες ευκαιρίες για εικόνες στον Bresson, που ανακαλώντας για άλλη μια φορά τα λόγια του, τον ενδιέφερε να παρατηρεί, όχι να γίνεται αρεστός», κυνηγώντας στη φωτογραφία, «αυτή την πλευρά της αμεσότητας». Που κάθε φορά απέβαινε καθοριστική.
Το αφιέρωμα στον Henri Cartier-Bresson στο ϊδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα θα διαρκέσει έως και τις 27 Οκτωβρίου 2024.