Το γυάλινο γοβάκι: Πώς προέκυψε το μεγαλύτερο φετίχ στην ιστορία των παπουτσιών
«Ήμουνα κι εγώ εκεί, με στολή καλή, λαμπρή. Κι η κορώνα μου από χιόνι, βγαίνει ο ήλιος και τη λιώνει. Χρυσοκέντητο φουστάνι, το αγκάθι το ξεκάνει. Και τα γυάλινα γοβάκια, πέσανε στα πετραδάκια, κλινκ! Και σπάσανε στα δυο».
Έτσι, τελειώνει ένα ξέφρενο γαμήλιο γλέντι στην ιστορία «ο Γιάννης παντρεύεται», των αδερφών Γκριμ τον 19ο αιώνα. Κι εκεί μετά τη Σταχτοπούτα συναντάμε ξανά το κρυστάλλινο γοβάκι, απόγειο μιας εμφάνισης μαγικής, όπου το αδύνατον γίνεται το απτό σύμβολο της δεξιοτεχνίας και της άφταστης πολυτέλειας.
Το κρυστάλλινο γοβάκι εδώ και αιώνες συνεχίζει να συνεπαίρνει με τη διάφανη, εκτυφλωτική γοητεία του. Και το πιο ενδιαφέρον πραγματολογικό στοιχείο για αυτό είναι ότι αποτέλεσε έναν πρώιμο πρεσβευτή του γαλλικού savoir faire, ένα παραμυθένιο όχημα για να δοξαστεί η μαεστρία των τεχνιτών και της αυλής του Βασιλιά Ήλιου σε όλη την οικουμένη. Η πρώτη του αναφορά γίνεται το 1697 στα «παραμύθια της μαμάς χήνας», προσωνύμιο του Charles Perrault γραμματέα του πρώτου Υπουργού επί του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’, Jean-Baptiste Colbert και ενεργό μέλος της Académie Française.
Το γοβάκι από το πιο ζηλευτό υλικό δεν είναι απλώς ένα ευφυώς επινοημένο αντικείμενο αλλά ένα κομμάτι του υλικού πολιτισμού και της κοινωνικής ιστορίας, που συνδέεται με την κουλτούρα του χειροποίητου και των κομψοτεχνημάτων της. Η μεταφορική αναπαράσταση αυτού του περίτεχνου υποδήματος είναι ένα υπόδειγμα αριστείας, όπως το φαντάστηκε ο μεγάλος αφηγητής.
Πέρα από την προάσπιση των γραμμάτων και την αφοσίωσή του στη λογοτεχνία, ο Perrault δεξί χέρι του Υπουργού, όφειλε να υπηρετήσει το όραμα ενός οικονομικού εκσυγχρονισμού με νέες εμπορικές πρακτικές, ευρεία εξαγωγή πολύτιμων αγαθών και την καθιέρωση της Γαλλίας ως του απόλυτου ρυθμιστή του υψηλού γούστου, εν μέσω του ανταγωνισμού του διεθνούς εμπορίου κατά τις δεκαετίες του 1660 και 1670. Και τι πιο έξυπνο από ένα παραμύθι, που ταξιδεύει από στόμα σε στόμα;
Το μονοπώλιο του βενετικού κρυστάλλου έσπασε με το γυάλινο γοβάκι εκ Γαλλίας να αποτελεί αδιάψευστο πειστήριο για την ειδίκευσή της στους λεπτούς χειρισμούς του σπάνιου και πολύτιμου υλικού. Η παραγωγή κρυστάλλου ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του γαλλικού στέμματος, που το 1665 θεσμοθετήθηκε με τη Βασιλική Βιοτεχνία Γυαλιού στα φημισμένα εργαστήρια του παρισινού προαστίου St.Antoine, του Tourlaville στη Νορμανδία και του St. Gobain στην Πικαρδία, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο της Genevieve Warwick, Καθηγήτριας Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Cinderella’s Glass Slipper: Towards a Cultural History of Renaissance Materialities.
Το παραμύθι του Perrault κρύβει μέσα του το άγγιγμα της φαντασίας αλλά και ένα κοινωνικό σχόλιο και, γιατί όχι, μία ανάλαφρη παρωδία της εκζήτησης των εμφανίσεων της αριστοκρατικής τάξης. Το γοβάκι αποτέλεσε έναν ευφημισμό για την αδυναμία του ασιλιά στα εκκεντρικά παπούτσια και ιδιαίτερα στα mules, κατάφορτα με λεπτομέρειες, όπως υπερμεγέθεις φιόγκους και φουντάκια πομ-πομ. Η Σταχτοπούτα συνέχει μέσα της τους δύο ρόλους του Βασιλιά ως λάτρη της μόδας, υποστηρικτή των διακοσμητικών τεχνών και εμπνευστή των πιο περίβλεπτων χώρων συνάθροισης και αναψυχής.
Η Σταχτοπούτα και οι στάχτες της ενσαρκώνουν έναν άλλον μετασχηματισμό. Εκείνον των ταπεινών υλικών, όπως οι θρυμματισμένοι λίθοι και η άμμος στο περιζήτητο, διάφανο και υποβλητικό κρύσταλλο. Με την κατάλληλη επεξεργασία, την οποία μετέρχονται αποκτούν την ιδιότητα των πολύτιμων συστατικών και γίνονται φορείς του παλατιανού μεγαλείου, φτάνοντας να κοσμήσουν την περίφημη αίθουσα με τους καθρέφτες στα ανάκτορα. Τα αποκαΐδια από το τζάκι, που συντείνουν στην μεταμόρφωση της Σταχτοπούτας καθιστώντας την το ιδανικό ταίρι ενός διαδόχου, στην ουσία είναι μια εξήγηση των διεργασιών για την παραγωγή του γυαλιού, ενώ ο μεγάλος χορός των ονείρων της παραπέμπει με εμφατικό τρόπο στην ξακουστή Galerie des Glaces και στον μικρόκοσμο της αυλής.
Το παραμύθι φέρει με πιστότητα όλες αυτές τις αναφορές από την προσωπική εμπειρία του αξιοσέβαστου Perrault καθότι ήταν, επίσης, επιφορτισμένος με τη διαμόρφωση του εσωτερικού των ανακτόρων του Λουδοβίκου. Εκείνος ήταν ο ιθύνων νους για την ανέγερση των 357 καθρεφτών από κρύσταλλο απέναντι στα 17 γιγάντια τοξωτά παράθυρα, στη, συνολικού μήκους 73 μέτρων, αίθουσα με τους καθρέφτες. Η ευρεία χρήση κρυστάλλου ήταν μια καινοτομία σύμφυτη με την επιδεικτική πολυτέλεια, κυρίαρχη της εποχής.
Την περίοδο της ηγεμονίας του Βασιλιά Ήλιου ήταν που τέθηκαν και τα θεμέλια της μοντέρνας καταναλωτικής μανίας, διαχωρίζοντας τις σεζόν και δημιουργώντας την απαίτηση για ανάλογες εναλλαγές εμφανίσεων σε φθινόπωρο/χειμώνα και άνοιξη/καλοκαίρι. Μάλιστα, υπήρχε και η επιβολή προστίμου σε περίπτωση που οι ευγενείς επέλεγαν υφάσματα και ενδυμασίες προερχόμενα από άλλη χώρα. Διαμαντοστόλιστες ενδυμασίες, κεντημένες με χρυσοκλωστή και πέρλες και μεταξωτά εξώφτερνα υποδήματα δεμένα με μυριάδες πετράδια ήταν τα μόνα εχέγγυα, αντάξια των περιστάσεων.
Το γυάλινο γοβάκι και η ιστορία της Σταχτοπούτας, ως φαίνεται, λοιπόν είναι μια αλληγορία για τη μεταμορφωτική δύναμη των αντικειμένων και ένα έμβλημα ιστορικής σημασίας για την «οικονομία του λούσου», όλο αυτό το σύστημα ενίσχυσης του εθνικού πλούτου, που αναπτύχθηκε την πιο λαμπρή εποχή της Γαλλίας, αυτή της ανοικοδόμησης των Βερσαλλιών και της καθιέρωσης του περίπλοκου εθιμοτυπικού της αυλής. Υπό το πρίσμα της παραμυθίας, το γοβάκι γίνεται το μέσον για να αναδειχθεί η artisanal παράδοση μιας ολόκληρης χώρας.
Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ ξεκίνησε τη δική του ετυμολογική διαμάχη για το κρυστάλλινο γοβάκι, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για παράφραση και ότι στην πραγματικότητα ήταν γούνινο… Σε ένα μέρος της Ανθρώπινης Κωμωδίας του, ο μεγάλος συγγραφέας δημιούργησε μια ιστορική νουβέλα για την, φλωρεντινής καταγωγής, βασίλισσα Αικατερίνη των Μεδίκων. Μελετώντας τον συσχετισμό του εμπορίου της γούνας κατά την Αναγέννηση και την αναβίωση της ως είδους πολυτελείας στις ευρωπαϊκές αυλές από την Αικατερίνη, ο Μπαλζάκ υποστήριξε ότι το λανθάνον γυάλινο γοβάκι που στα γαλλικά αποκαλείται “pantoufle de verre”, στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα “pantoufle de vair”, δηλαδή γούνινο, με τον Ανατόλ Φρανς να αντιτίθεται σε αυτό κατηγορηματικά υποστηρίζοντας ότι «το γυάλινο γοβάκι είναι το ίδιο το υλικό απ’ το οποίο φτιάχνονται τα παραμύθια».
Παράλληλα, ένας άλλος μύθος ήθελε τον 15ο αιώνα όλες τις προνομιούχες οικογένειες να δωρίζουν στις κόρες τους, κατά την ενηλικίωσή τους, συμβολικά ένα ζευγάρι από γυάλινα γοβάκια μινιατούρες. Επιστρέφοντας στα 1600, η μανία με τα παπούτσια ήθελε τους ευγενείς να πίνουν το ποτό τους και να ρίχνουν το αλατοπίπερό τους, αποκλειστικά σε κρυστάλλινα σκεύη σε σχήμα παπουτσιών… Τον 20ο αιώνα ιστορικοί υαλοποιοί, όπως ο Fenton, χάρη στη μαζική βιομηχανική παραγωγή κατέστησαν, πλέον, τα γυάλινα γοβάκια αγαπημένο διακοσμητικό ενθύμιο σε κάθε σπίτι.
Φορέσιμα ή μη τα γυάλινα γοβάκια εξακολουθούν να ανακινούν σκέψεις για εμφανίσεις μιας άλλης ονειρικής διάστασης.+