Βασίλης Τσαμπρόπουλος: Ο διεθνούς φήμης πιανίστας αναζητά το θείο μέσα από τη μουσική
Συνθέτης και αρχιμουσικός διεθνούς ακτινοβολίας, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος μετρά πλήθος σημαντικών στιγμών και συνεργασιών με κορυφαίες ορχήστρες της Ευρώπης και της Αμερικής, όπως είναι η Φιλαρμόνια του Λονδίνου, η Φιλαρμονική της Τσεχίας, η Βασιλική Φιλαρμονική της Στοκχόλμης, η Συμφωνική της Βαλτιμόρης, η Συμφωνική της Ιταλικής Ραδιοφωνίας και πολλές άλλες.
Ξεχωριστή στιγμή της καριέρας του ήταν η συνεργασία του με τον Βλαντιμίρ Ασκενάζυ και τη Φιλαρμονική του Λονδίνου σε κοντσέρτα του Μπετόβεν και του Ραχμάνινοφ.
Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου «Θεός και Μουσική» (εκδ. Ακρίτας, 2021), ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος μιλάει στο Bovary.gr για τον κόσμο της μουσικής, τον μεταφυσικό της χαρακτήρα, την προσωπική του σχέση με τον Θεό καθώς και για όλα εκείνα που διαφοροποιούν έναν ταλαντούχο μουσικό από έναν πραγματικό καλλιτέχνη.
Το πρώτο σας βιβλίο αποτελεί ένα φιλοσοφικό δοκίμιο που πραγματεύεται τη μεταφυσική διάσταση της μουσικής και όσα την καθιστούν μοναδική. Γιατί αποφασίσατε να καταπιαστείτε με ένα τέτοιο θέμα;
Πιστεύω πως στη ζωή όλα εκκινούν από τη σχέση του υποκειμένου με το αντικείμενο, δηλαδή τη σχέση μας με την πραγματικότητα που ανακαλύπτουμε «μεταφυσικά», μέσω του εσώτερου εαυτού μας. Ποιοι είμαστε, πώς και γιατί υπάρχουμε και ποια είναι η πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Μα το μεγαλύτερο ερώτημα παραμένει άλυτο . Πώς εντέλει συνδεόμαστε με την πραγματικότητα και τα αντικείμενά της? Για όλους τους ανθρώπους, αυτή η μεταφυσική αναζήτηση ορίζει τα όρια των δυνατοτήτων τους και τη γέννηση των ιδεών τους που μέσα απ’ αυτές θα ερμηνεύσουν τον κόσμο και τη σχέση τους με αυτόν. Κάποιοι επιθυμούν διακαώς να ανακαλύψουν τον κόσμο . Κάποιοι άλλοι −οι περισσότεροι− αρκούνται στις αλήθειες των άλλων, παραμένοντας εύκολα απροβλημάτιστοι και αναιτίως ευτυχείς. Τη μουσική διεργασία, την ορίζω ως ένα απλό μέσο που εδραιώνει τη σχέση του υποκειμένου με μιαν άγνωστη πραγματικότητα που ωθεί τον άνθρωπο όχι απλώς να την αποδέχεται αλλά να εκφράζεται μέσω αυτής και να επιθυμεί να υπάρχει για αυτήν. Αλλά η έκφραση δεν είναι ελευθερία μα κυρίως η συναινετική δέσμευση στις ανάγκες του εαυτού μας. Δύσκολα όμως θα το αποδεχθούν ως αλήθεια οι καλλιτέχνες.
Τι σας οδήγησε να στραφείτε στη συγγραφή; Ποια ανάγκη σας καλύπτει που δεν κάλυπτε η μουσική;
Δεν είναι θέμα ανάγκης, επιθυμίας, ή κάποιας ιδιαίτερης όρεξης. Είναι ένα θέμα της δομής, της λειτουργίας του Νου, της ενέργειας της παραγωγικής σκέψης. Πάντα ανακαλύπτω τον εαυτό μου, ως έναν σκεπτόμενο παράγοντα, που επιθυμεί να σκεφτεί, να καταλάβει και να δημιουργήσει νέες κρίσεις για τον κόσμο. Κυρίως να μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια, μέσα από τον λόγο και την εμπειρία. Αυτή η λειτουργία προσδίδει την προτασιακή γνώση, που τη θεωρώ πολύτιμη. Υπερβαίνει κάποιες στιγμές τη μουσική, όταν συνήθως η μουσική αποτυπώνεται ως προσωπική έκφραση ή ως ένα μέσο διασκέδασης. Αυτός είναι ο λόγος που έχω στραφεί από τα νεανικά μου χρόνια στη σοβαρή μελέτη της φιλοσοφίας και την ανεύρεση όλων των πιθανών γνωσιακών τρόπων που θα με ωθούσαν να σκεφτώ και να ανακαλύψω την αλήθεια. Μέσα από αυτή την ερμηνευτική αντιλαμβάνομαι διαφορετικά τη μουσική και τον μουσικό. Ο μουσικός απλώς είναι ο τρόπος, το κατηγόρημα. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
3.Είναι η ενασχόλησή μας με την τέχνη το σημείο συνάντησης με το θείο;
Θα έλεγα πως συχνά συμβαίνει το αντίθετο. Η ενασχόληση με την τέχνη, μας απομακρύνει από τις καθολικές έννοιες, τις υπερβατικές έννοιες ή τις αιώνιες αλήθειες που για κάποιον άγνωστο λόγο μάς υπερβαίνουν. Η τέχνη συνήθως αποκαλύπτει τον εσώτερο εαυτό, ως αναγκαίο και απόλυτο πρωταγωνιστή. Του δίνει τη μορφή του θεϊκού δημιουργού, που αποτυπώνει την έμπνευσή του, στο χαρτί ή στο πεντάγραμμο. Είναι η αφετηρία συχνά του ναρκισσισμού και της εγκαθίδρυσης ενός κυριαρχικού αυτάρεσκου εγώ. Υπό αυτή την έννοια είναι πολύ δύσκολο να συνδεθεί εξαρχής με την έννοια του θείου ή του Θεού, ειδικά όσο ενισχύεται κυριαρχικά ο περατός δημιουργός έναντι μίας αιώνιας ιδέας. Φοβάμαι πως ουδέποτε υπήρξε σεμνός δημιουργός στην τέχνη. Μάλλον θα αποτελούσε έντονη αντίφαση αυτή η συνύπαρξη. Βέβαια αυτό το στοιχείο, κάνει την τέχνη προκλητική και αιωνίως θελκτική ώστε να κρύβει την Κυριαρχία του υποκειμένου πίσω από το χάρισμα και το ταλέντο που οι άνθρωποι ταυτίζουν με την αγάπη του Θεού.
Ποιες είναι οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να εξερευνήσει κανείς σε βάθος την πολύπλευρη φύση της μουσικής;
Δεν ξέρω αν υπάρχει μία απαραίτητη προϋπόθεση για να γνωρίζει κανείς την ιδιαίτερη φύση της μουσικής. Θεωρώ όμως πως είναι αναγκαίο να ανακαλύψουμε έγκαιρα τον εσώτερο, τον βαθύτερο εαυτό μας και κυρίως, τις ειλικρινείς −αν υπάρχουν− προθέσεις μας. Αυτό όμως είναι δυσκολότερο απ' ό, τι ίσως ακούγεται. Ο άνθρωπος ταυτίζεται πάντα με αυτό που επιθυμεί. Αναζητά διαρκώς αυτό που ορέγεται και προκαθορίζει έξυπνα τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα εκφράσει την εσωτερική αναζήτησή του. Θα καταλάβει τη φύση του αντικειμένου, της μουσικής εν προκειμένω, μέσα από την έκφραση, την εξωτερίκευση των δικών του ιδεών, και των ιδιωτικών πληροφοριών που συνθέτουν τον προσωπικό κόσμο του υποκειμένου. Ο κόσμος αυτός όμως δεν φέρει κατ’ ανάγκη την αλήθεια. Η έκφραση δεν είναι αξιολογική γιατί δεν ανιχνεύεται κάποια τιμή αλήθειας σε αυτήν. Κάποιοι άνθρωποι, αναζητούν την κυριαρχία έναντι άλλων ανθρωπίνων εκφράσεων, κάποιοι ψάχνουν τη συναισθηματική τους πληρότητα, την επικοινωνία τους με άλλους ανθρώπους και κάποιοι απλώς δεν γνωρίζουν τι κάνουν. Οι τελευταίοι θαρρώ πως είναι οι περισσότεροι. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, διαφοροποιούν τις προθέσεις των ανθρώπων όταν ειδικά αποφασίζουν εύκολα να πουν, πως εκφράζονται και ζουν μέσα από τη μουσική και την τέχνη . Άρα υπάρχει έναν σύνολο διαφορετικών πραγμάτων που ορίζουν τη φύση της μουσικής. Ίσως η φύση να πραγματώνεται στην ειλικρίνεια του μέσου. Παρά ταύτα και αυτό είναι ένα επιχείρημα που δεν είναι άμοιρο δυσκολιών.
Στο βιβλίο σας μιλάτε για τη σχέση της προσωπικής ελευθερίας με την τέχνη. Πού σταματά όμως αυτή και πού μπαίνουν τα όρια στην καλλιτεχνική έκφραση; Υπάρχουν;
Στο βιβλίο μου αναφέρομαι συχνά στον όρο «έκφραση». Με έχει απασχολήσει αρκετά, να διατυπώσω μία επαρκή κατά τη γνώμη μου θεωρία, γύρω από τον τρόπο της λειτουργίας της έκφρασης, της αποδέσμευσης των πληροφοριών και της εξωτερίκευσης των συναισθημάτων. Στο βιβλίο μου, αναφέρω πως η έκφραση είναι περιορισμένη και όπως προσπαθώ να αποδείξω, δεν συνδέεται απαραιτήτως, με μία υπερβατική πραγματικότητα, δεν συνδέεται με την έμπνευση που υπερβαίνει τον κόσμο του υποκειμένου. Η εμπειρία είναι το σύνολο των προσωπικών δεδομένων, είναι δηλαδή ό,τι υπάρχει ως καταγεγραμμένη πληροφορία στον κόσμο της συνείδησης μας. Μέσα από τις πληροφορίες, μέσα από τις παραστάσεις, τις διαφορετικές εικόνες που ο άνθρωπος διατηρεί μέσα του, ορίζει την επιθυμητή του πραγματικότητα. Άρα η εξωτερίκευση των πληροφοριών, η έκφραση δηλαδή, είναι αυτό που κάθε στιγμή υφίσταται ως μια αποτυπωμένη προσωπική πληροφορία. Προσπαθώ να δείξω πως η έκφραση είναι πρωτίστως ιδιοτελής κι αποτελεί μία προσωπική στόχευση για τη διατήρηση και την κυριαρχία του οικείου είναι. Ως ένα βαθμό μοιάζει με μία πνευματική αυτοσυντήρηση, εγκαθιδρύοντας την κυριαρχία του Εγώ μέσω ενός υπερβατικού άλλοθι, που οι καλλιτέχνες ονομάζουν έμπνευση. Αυτό το ονομάζω το «ψεύδος» της τέχνης.
Η προσωπική σας σχέση με τον Θεό: μια σχέση συμφιλίωσης ή διαρκούς αναζήτησης;
Η συμφιλίωση με τον Θεό, προϋποθέτει την εμπειρική γνωριμία μαζί Του και αυτό είναι αδύνατο να συμβεί στην ένυλη χρονική πραγματικότητα. Κάτι όμως που θα αποτελούσε εφαλτήριο της γνωριμίας με τον Θεό, είναι η άμεση εμπειρία του ατόμου. Δεν εννοώ όμως μια αισθητηριακή πληροφορία, κάτι δηλαδή που είδα, που άκουσα ή που αισθάνθηκα. Εννοώ την υποκειμενική επίγνωση, την κατανόηση της πρώτης αγνής συνειδητότητας που ενυπάρχει μέσα μας. Αυτή η πρώτη συνείδηση μάς οδηγεί στην υπέρβαση του νόμου και την αποδοχή της «μη συναισθηματικής αγάπης» , που δίδαξε ο Ιησούς. Η συμφιλίωση με τον Θεό, μέσω της ανθρώπινης αγάπης, οδηγεί στον άκρατο συναισθηματισμό. Ο συναισθηματισμός, κατά τη γνώμη μου, είναι η βασική αιτία της μη κατανόησης της άγνωστης θεϊκής φύσης, όταν ο άνθρωπος επιθυμεί μέσω των αδιευκρίνιστων συναισθημάτων του, την εξοικείωση με το άρρητο. Βαθιά μέσα μας, στον κόσμο της αγνής συνείδησης, αποκαλύπτεται ένας διαισθητικός πρώτος μη συναισθηματικός εαυτός, που μπορεί να επιτύχει την άμεση κατανόηση μιας τελικής πραγματικότητας, που αποκαλύπτεται άκρως πνευματική και αιώνια. Για αυτό το λόγο είναι Ιερή και Αγία . Σε αυτή την υπέρτατη πνευματική πραγματικότητα, βρίσκεται ο Θεός, που επιθυμώ να σκέπτομαι «μη εννοιολογικά». Προτιμώ δηλαδή να Τον σκέφτομαι και όχι να Τον γνωρίζω. Μέσα από την από την αμεσότητα της σκέψης, το πνεύμα μου ενδυναμώνει και παραμένει ενεργητικό στη αναζήτησή Του και όχι απαραιτήτως «ασφαλές» στη γνώση Του. Η συμφιλίωση με τον Θεό, για τους περισσότερους ανθρώπους, ταυτίζεται με την υποταγή, τον φόβο και τη ενοχή. Προτιμώ να αισθάνομαι ένα ελεύθερο συνθετικό μέρος όλων των ενεργημάτων του Θεού και όχι το υποτελικό στοιχείο μιας πραγματικότητας η οποία αναγκαστικά με υπερβαίνει θυμίζοντας την ατέλειά μου. Η αναζήτηση γέννα την αγάπη και η αγάπη με ωθεί καθημερινά να Τον σκέφτομαι, να τον ερευνώ και να Τον δέχομαι χωρίς να Τον γνωρίζω.
Πώς χαρακτηρίζετε τη σχέση της νέας γενιάς με την τέχνη;
Τις τελευταίες δεκαετίες θεωρώ πως η κλασική μουσική έχει αλλάξει πρόσωπο και οι σύγχρονοι μουσικοί αναζητούν εύκολους δρόμους ώστε σύντομα να αποκτήσουν αυτό που θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό στη ζωή τους. Αυτό δυστυχώς παραμένει δόξα, τα χρήματα και η καταξίωση. Η μουσική αποτελεί πλέον ένα ευτελές μέσον ιδιοτελικών σκοπών. Δεν υπάρχει εξιδανίκευση, δεν υπάρχει προσήλωση σε μια ιδέα. Αν και οι τεχνικοί μουσικοί όροι έχουν βελτιωθεί, και αυτό που αποκαλούμε τεχνική έχει τελειοποιηθεί, θεωρώ ότι η μουσική έχει χάσει την πνοή της, έχει μετατραπεί σε έναν αγώνα κυριαρχίας του «εγώ», επιβεβαίωσης και διαρκούς πιστοποίησης μιας αυθεντίας, που σκοπός της είναι να υπερέχει έναντι άλλων αυθεντικών.
Ένας νέος μουσικός μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στη τέχνη του για να ζήσει στην Ελλάδα του 2022;
Θα επιμείνω πως είναι πολύ σημαντικό πριν επιλέξει κάποιος τι θα κάνει στη ζωή του, ποιο είναι το επάγγελμα που θα ακολουθήσει, να σκεφτεί και να διερευνήσει την αιτία αυτής της επιλογής εντοπίζοντας την επιθυμία που τον κατευθύνει στην επιλογή του. Θεωρώ πως είναι αναγκαία προϋπόθεση όποιος επιθυμεί να γίνει μουσικός, να διερευνήσει με ειλικρίνεια τους λόγους που τον ωθούν σε μία τέτοια επιλογή. Τι πραγματικά επιζητεί και πώς επιθυμεί να υπάρξει στο χώρο της τέχνης. Επιθυμεί να είναι αγέρωχος βασιλιάς ή ταπεινός υπηρέτης? Τι τον ελκύει και τι είναι αυτό που τον πείθει πως έχει λόγο ύπαρξης στη μουσική. Όπως συνηθίζω να λέω η τέχνη, δεν χρειάζεται απολύτως κανέναν. Όλοι επιθυμούν να αποκτήσουν ένα μικρό κομμάτι της για να νιώσουν στιγμιαία σπουδαίοι και σημαντικοί. Η μουσική δρα ως παραμορφωτικός καθρέπτης. Προβάλλει εύκολα το επιθυμητό είδωλο. Η σκέψη αυτή πρέπει να απασχολήσει κάθε νέο μουσικό πριν αποφασίσει να βρεθεί στη μουσική αρένα ή να ομολογήσει πως η μουσική είναι η ζωή του, ή πώς ζει για το κοινό και άλλα τέτοια γραφικά σχόλια.
Δέχεστε τον διαχωρισμό «εμπορική» και «ποιοτική» μουσική;
Όταν χρησιμοποιώ δυαλιστικούς όρους, δηλαδή λέξεις οι οποίες συνθέτουν μία διπλή πραγματικότητα, ή μία πραγματικότητα αντιθέσεων, είμαι ιδιαιτέρως προσεκτικός. Ο δυαλισμός, είναι μία «φιλοσοφία» την οποία δεν συμμερίζομαι απόλυτα, γιατί θεωρώ ότι σε κάποια επίπεδα παραμένει αρκετά προβληματική. Παρά ταύτα, αν θα εξηγούσα τη μουσική αποτύπωση, θα έλεγα πως αντί να την διακρίνουμε σε ποιοτική και εμπορική, καλή ή κακή, θα ήταν προτιμότερο να λέγαμε πως κάθε τι που επιθυμούμε να κρίνουμε πρέπει να το θεωρούμε ως αληθινό ή ψεύτικο. Σε μία πυραμίδα ιεραρχικής πραγματικότητας, όσο υψηλότερα είναι κάτι, τόσο αληθέστερο είναι, αγαθότερο, καλύτερο και υπαρκτικά πραγματικό. Έτσι καθετί πλάθεται ως σημαντικό και αληθές για τους ανθρώπους. Υπό αυτή την έννοια, η αληθινή μουσική είναι αυτή που έχει μεγαλύτερη δυνατή υπαρκτική «πραγματικότητα». Αυτό σημαίνει πως αποτυπώνει μια «ποιότητα» κάποιας πληροφορίας. Οτιδήποτε λοιπόν μας φυλακίζει ή μας περιορίζει σε μία απλή παραδοχή μιας βολικής πραγματικότητας, κατά τη γνώμη μου, είναι ψευδές και άχρηστο ως πληροφορία. Αν έτσι περιορίζουμε τη μουσική, στη διασκέδαση, σε μία απλή ευχαρίστηση − απολύτως θεμιτή για τη ζωή μας− πιστεύω πως παραμένει χαμηλά στον βαθμό της πραγματικότητας. Αυτή η ερμηνεία ίσως να ακούγεται αρκετά φιλοσοφική για κάτι που μοιάζει απλό στους περισσότερους ανθρώπους.
Λίγα λόγια ως επίλογος για τη σχέση σας με τη φιλοσοφική σκέψη.
Η ιδεαλιστική μου τοποθέτηση στον χώρο της φιλοσοφικής σκέψης, με ωθεί πάντα να πιστεύω πως τα πάντα γεννιούνται από τον τρόπο που η συνείδηση πλάθει και αξιολογεί την πραγματικότητα. Υπερασπίζομαι την αρχή πως το κατώτερο εξηγείται από το ανώτερο και ότι κάθε υλικό πράγμα μπορεί να εξηγηθεί από το πνεύμα. Το πνεύμα όμως δεν μπορεί να εξηγηθεί ποτέ από την ύλη. Ο νους μου παραμένει φιλικός προς όλες τις αναζητήσεις της αλήθειας είτε στις φυσικές επιστήμες είτε στις επιστήμες συμπεριφοράς, είτε στην τέχνη, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Ο νους μου εξακολουθεί να αναζητά την αλήθεια σε κάθε θετική κρίση αλλά και στην προκλητική αντιφατική της μορφή. «Το φιλικό πνεύμα είναι πάντα το δημιουργικό πνεύμα». Αυτό το γεγονός με ηρεμεί μέχρι τη στιγμή που το επόμενο ερώτημα θα με εγκλωβίσει στα νέα νοητικά μου όρια με τα οποία ευτυχώς έχω συμφιλιωθεί. Ίσως αυτή η συμφιλίωση να είναι μια μεγάλη κατάκτηση. Ίσως να είναι η αρχή ενός νέου κύκλου επαναπροσδιορισμού της πραγματικότητας και των μουσικών ήχων της.