Πέννυ Μπαλτατζή: Θυμώνω όταν λένε σ' ένα παιδί «δεν μπορείς, γιατί είσαι μικρός»
Μια κουβέντα με την Πέννυ Μπαλτατζή είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι εν μέσω καύσωνα. Χαμογελαστή, ειλικρινής και «διάφανη» -όπως περιγράφει η ίδια τον εαυτό της- ζήτησε μια δροσερή λεμονάδα και ξεκίνησε να μου διηγείται τη ζωή της. Γεννήθηκε στον Χολαργό, είναι παντρεμένη με τον Χρήστο και μαζί έχουν ένα παιδί, Κάρολο.
«Το βιβλιάριό μου λέει ότι γεννήθηκα στον Χολαργό, στο Ήρα τότε. Μεγάλωσα στην Αθήνα. Είμαι παιδί της πόλης, αλλά μέσα μου δεν νιώθω καθόλου έτσι. Νιώθω παιδί της φύσης, της εξοχής.
Ναι, τα παιδικά μου χρόνια ήταν δύσκολα, αλλά και όμορφα. Το καταφύγιό μου ήταν πάντα το μαγαζί του μπαμπά μου και το σπίτι της γιαγιάς. Στο σπίτι υπήρχαν πολλές εντάσεις, γιατί η μαμά μου, λόγω ψυχικής υγείας, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τη μητρότητα όπως θα ήθελε και θα επιθυμούσε. Γι’ αυτό, πάντα έψαχνε να βρει διάφορες λύσεις ώστε να μπορέσει να ισορροπήσει και να κατανοήσει τι συμβαίνει μέσα της. Φυσικά, εγώ όταν ήμουν παιδί δεν μπορούσα να το καταλάβω, αλλά δεν ήταν και η ώρα μου να το καταλάβω. Ήταν η ώρα να κάνω άλλα πράγματα, να χαρώ, να είμαι ανέμελη, να είμαι παιδί…
Πολλές φορές, αυτές οι καταστάσεις σε ωριμάζουν πριν την ώρα σου ή σε κάνουν να πρέπει να επιβιώσεις συναισθηματικά μόνος σου. Αυτό συνέβη σε μένα. Έτσι, πιστεύω ότι βρήκα τον τρόπο να είμαι ανεξάρτητη, να είμαι αυτόνομη και να επιβιώνω συναισθηματικά μέσα στα δύσκολα, να γυρίζω σελίδα, να μπορώ να βλέπω πάλι το φως όσο είναι δυνατόν.
Σαν κορίτσι έπαιζα με τα παιδιά, ήμουν πολύ κοινωνική, αλλά νομίζω ότι είχα μία εσωτερικότητα. Ή, για να το πω σωστά, μία μηχανή που δεν την καταλάβαινες. Ίσως θα με έλεγα "ύπουλα εσωστρεφή", δεν ήμουν το παιδί που καταλάβαινες ότι μπορεί να έχει προβλήματα στο σπίτι, γιατί φαινόμουν πάντα χαρούμενη. Έπρεπε να με παρατηρήσεις πάρα πολύ καλά για να το καταλάβεις. Βέβαια, μπορούσα να ενταχθώ εύκολα σε παρέες, αν και συνεσταλμένη. Αλλά, αν κοιτούσες βαθιά στα μάτια μου είχα αυτή τη μελαγχολία, όπως την έχω ακόμα. Υπάρχει πάντα στα μάτια μου.
Αν δεν βάζουμε άμυνες και προσπαθούμε να μένουμε αληθινοί, αυτό το "διάφανο" το εκπέμπουμε και στον άλλον. Για μένα, αυτό είναι το στοίχημά μου -σε αυτή τη δουλειά που είμαι, θέλω να μείνω διάφανη. Δεν θέλω να αλλάξει αυτό. Μου αρέσουν οι ξεκάθαρες απαντήσεις και σχέσεις στη ζωή μου.
Μου άρεσε το παιχνίδι. Μου άρεσε η φιλοσοφία, μου άρεσε η τέχνη, μου άρεσε η λογοτεχνία. Όταν πήγα στην πρώτη δημοτικού, δεν καθόμουν στην καρέκλα, καθόμουν οκλαδόν, και όποτε ήθελα σηκωνόμουν και πήγαινα στο παράθυρο και μιλούσα στα πουλάκια. Αυτό δείχνει ότι δεν χόρτασα την παιδική ανεμελιά πριν το σχολείο. Δεν νομίζω να είχα διάσπαση προσοχής. Περισσότερο πιστεύω ότι, ιδιοσυγκρασιακά, έπρεπε να πάω στον παιδικό σταθμό για 2-3 χρόνια, ώστε να συνυπάρξω με άλλα παιδάκια».
«Έμεινα έναν χρόνο στον παιδικό σταθμό και μετά πήγα κατευθείαν σχολείο, όπου έπρεπε να κάθομαι σε μία καρέκλα συνέχεια. Μου φαινόταν, πώς να στο πω, λίγο! Αλλά μου άρεσε το σχολείο, η συναναστροφή με τα άλλα τα παιδιά.
Όσον αφορά στους γονείς, πιστεύω ότι ο καθένας έχει τον ρόλο του. Σίγουρα, η μεγάλη ευθύνη πέφτει στη μαμά -στις περισσότερες περιπτώσεις. Όμως, αν υπάρξει ανάγκη, νομίζω ότι ο πατέρας παίρνει και τους δύο ρόλους. Αν δηλαδή χτυπήσει αυτό το καμπανάκι του κινδύνου, θα το πάρει πάνω του.
Τα παιδιά είναι σαν τα ζωάκια. Μυρίζουν την ασφάλεια, την αισθάνονται και εξελίσσονται διαφορετικά μέσα από αυτήν
Η μαμά μου είχε αναλάβει το κομμάτι των ευθυνών. Είχε αγχοδιαταραχές και τη μια ευθύνη την αντιμετώπιζε ως 15. Από την άλλη, το κομμάτι της αγάπης και της ανεμελιάς και του παιχνιδιού το είχε αναλάβει ο μπαμπάς. Το πιο ευχάριστο, το οποίο ένα παιδί έχει τεράστια ανάγκη. Γιατί μέσα από αυτό αναπτύσσεται νοητικοσυναισθηματικά και ψυχοκινητικά. Το πιο σημαντικό μέρος της ασφάλειας το έπαιρνα από τον μπαμπά μου. Η μαμά μου δεν μπορούσε να μου το προσφέρει, αφού η ίδια δεν ένιωθε ασφάλεια με τον εαυτό της.
Τα παιδιά είναι σαν τα ζωάκια. Μυρίζουν την ασφάλεια, την αισθάνονται και εξελίσσονται διαφορετικά μέσα από αυτήν. Νιώθουν ελευθερία να εκφραστούν. Αν νιώσουν ότι κάτι δεν πάει καλά, αντιδρούν.
Ήμουν πολύ ήσυχη, πολύ υπάκουη. Γυρνούσα ό,τι ώρα μου έλεγαν. Το δωμάτιό μου ήταν το καταφύγιό μου. Είχα τη μουσική μου, την αλληλογραφία μου -αλληλογραφούσα με πάνω από 40- 50 άτομα από το εξωτερικό, ανταλλάσαμε αφίσες και φωτογραφίες των αγαπημένων μας καλλιτεχνών και γράφαμε γράμματα ο ένας στον άλλον.
Είχα και καλές φίλες. Τον πρώτο μου καφέ -ή, μάλλον, μιλκσέικ- τον ήπια στον "Ονόκιο", ένα καφέ στη Βρυάξιδος στο Παγκράτι, που το είχε ο Νίκος Γκαραβέλας, ο country μουσικός. Ήταν πολύ γνωστός παραγωγός και γουστάραμε πάρα πολύ όταν πηγαίναμε στο μαγαζί του, γιατί ακούγαμε πολύ ωραίες μουσικές -blues, country, jazz. Ήταν η πρώτη μου στροφή σε κάτι διαφορετικό, γιατί μέχρι τότε άκουγα ό,τι μου έδινε η μαμά μου.
Τον παιδικό μου έρωτα; Φυσικά και τον θυμάμαι. Τον Σπύρο στο νηπιαγωγείο. Τον έλεγα "Σπυράκι" και τον ενοχλούσε, έλεγε «δεν είμαι σπυράκι, είμαι ο Σπύρος". Ένα αγόρι με λευκή επιδερμίδα και κατάμαυρο, πυκνό μαλλί. Και η καλύτερή μου φίλη ήταν η Μαρίνα, που ήταν τζίντζερ».
«Από πάρα πολύ μικρή έδειξα ότι μου αρέσει η μουσική, ότι τη χαίρομαι, την απολαμβάνω, με χαλαρώνει, με ισορροπεί. Σπίτι τραγουδούσα, ηχογραφούσα τον εαυτό μου, ηχογραφούσα πράγματα από το ραδιόφωνο -περίμενα να βάλει ο ραδιοφωνικός παραγωγός το τραγούδι να το γράψω, όπως κάναμε τότε. Νομίζω ότι, πάντα ήξερα τι θα γίνω. Το θεωρούσα δεδομένο, αλλά δεν είχα ούτε την αυτοπεποίθηση ούτε την απόλυτη αυτογνωσία για να το παραδεχτώ. Δεν έψαχνα τον τρόπο για να τραγουδήσω επαγγελματικά.
Πήγα στη χορωδία του σχολείου γιατί ήξερα ότι μ’ αρέσει το τραγούδι. Έκανα μουσική στο σπίτι, πιάνο και θεωρίες. Και ξαφνικά, πηγαίνω σε ένα καφέ στον Βύρωνα να δω έναν φίλο μου, που δούλευε εκεί. Βλέπω και ένα πιάνο στο μαγαζί. Κανείς στο πιάνο. Παίζω λιγάκι. Ήταν έξω από το μαγαζί αυτός που το είχε. Με πιάνει και μου προτείνει να κάνουμε πρόγραμμα κάθε Σάββατο 6-9. Κι έτσι ξεκινήσαμε...».
«Εγώ την είχα δει πολύ σοβαρά τη δουλειά μου. Μου άρεσε αυτό που έκανα, το είχα πάρει σοβαρά, γιατί το έβλεπα από την αρχή ως εργασία, όχι ως χόμπι.
Στο ίδιο μαγαζί, κάποια στιγμή, με είδε η ανιψιά ενός κυρίου που θα άνοιγε μαγαζί την επόμενη χρονιά. Τον έφερε να με ακούσει και ο ίδιος μου έκανε πρόταση να δουλέψω εξαήμερο. Από την επόμενη χρονιά μπήκα στη δουλειά πολύ γερά.
Όταν βρισκόμουν στη δεύτερη χρονιά συνεργασίας με τον Φοίβο Δεληβοριά, αποφασίζω να φτιάξω μια δική μου ομάδα. Παίρνω, λοιπόν, τηλέφωνο ένα φίλο μουσικό, τον Λευτέρη Πουλιού. Και πήγα στο σπίτι του για να τα συζητήσουμε. Ξαφνικά, ακούω από το άλλο δωμάτιο μια κιθάρα. Μια πολύ ωραία μελωδία, gipsy jazz. Ρωτάω τον Λευτέρη "Ποιος παίζει μέσα;". Μου λέει "Γιώργο Ζερβό τον λένε, δεν τον ξέρεις. Μόλις έχει έρθει από την Κάλυμνο και ψάχνει δουλειά". Και του λέω "Ε, ας τον πάρουμε κι αυτόν, παίζει πολύ ωραία"».
Και έτσι έγινε! Έτσι γνώρισα τον Γιώργο και είχαμε και σχέση πέντε χρόνια. Αγαπηθήκαμε πολύ, τσακωθήκαμε μετά πολύ, γίναμε μπίλιες, χωρίσαμε.
Η πρώτη ομάδα των Penny and the Swinging Cats ήμασταν τρία άτομα -φωνή, πιάνο που έπαιζε σαξόφωνο και κιθάρα. Παίζαμε tango, bossanova, gipsy jazz, gipsy swing… Διάφορα στιλ μουσικής που αγαπώ, με ελληνικό και ξένο στίχο.
Όταν πιστεύεις σε κάτι, δουλεύεις πάρα πολύ σκληρά γι’ αυτό
Κάποια στιγμή, αφού παίξαμε σε καμιά 15αριά live, τους λέω "Παιδιά, πάρα πολύ ωραία ως εδώ, αλλά ήρθε η ώρα να βάλουμε άλλους δύο να το κάνουμε κουιντέτο. Να είμαστε 5 άτομα και να μεγαλώσουμε το project". Το φοβήθηκαν λίγο. "Θα πάμε πάρα πολύ καλά" τους είπα, χωρίς να το ξέρω. Απλά μου βγήκε και το είπα. Δεν έδωσα απλά υπόσχεση, το ένιωθα. Ήταν η στιγμή. Και το πίστευα.
Ξέρεις, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να πιστεύεις σε κάτι. Γιατί τότε δουλεύεις και πάρα πολύ σκληρά γι’ αυτό.
Μετά προέκυψε και η σχέση με τον Γιώργο, περάσαμε πάρα πολλά πράγματα μαζί. Έχασε τον μπαμπά του, μετά εγώ έχασα τον αδερφό μου αιφνιδίως. Είχα τη μαμά μου άρρωστη χρόνια. Η δουλειά είχε πολλές εντάσεις. Εγώ δούλευα πολύ σκληρά, 18 ώρες την ημέρα. Έκλεινα τα live μόνη μου, δεν μας ήξερε κανείς, έστελνα emails σε όλη την Ελλάδα, να δουν ποιοι είμαστε».
«Και μετά, ήρθε το Χαρμάνι, το οποίο έφτιαξα σε μια εβδομάδα. Όταν με πήρε ο Πάνος Σουρούνης και μου ζήτησε να μπούμε στον διαγωνισμό "Jumbing fish" ήθελε να βάλουμε το "Γυφτάκι", το οποίο υπήρχε σε δίσκο, αλλά εγώ ήθελα κάτι καινούργιο. Μου λέει "έχεις άλλο κομμάτι"; Του λέω "έχω γράψει κάτι, δώσε μου μια εβδομάδα". Με ό,τι λεφτά είχα στην άκρη μπήκα στούντιο, γράψαμε το "Χαρμάνι" και βγήκε αυτό που μάθατε όλοι...
Κάηκε το σπίτι μου την ημέρα που είχε ξεκινήσει ο διαγωνισμός και βρέθηκα ξαφνικά χωρίς να έχω που να μείνω. Φαντάσου με τώρα, χωρίς σπίτι, να στέλνω μηνύματα παντού για να μας ψηφίσουν. Είναι αυτό που σου έλεγα για την πίστη. Εγώ δεν είχα σπίτι να κοιμηθώ, κοιμόμουν κάθε μέρα σε άλλον και έστελνα σ' όλον τον κόσμο μηνύματα. Έλεγα "θα βγούμε πρώτοι", το πίστεψα πολύ.
Ξέρεις, χρωστάω πάρα πολλά σ' αυτό το Χαρμάνι, γιατί αυτό μ' έκανε αυτό που είμαι σήμερα και δημιούργησε ένα ωραίο έδαφος, ώστε να με πιστέψει ο κόσμος, να με γνωρίσει και να δει ποια είναι η Πέννυ. Όταν έφυγα, πένθησα πολύ την ομάδα, γιατί την αγάπησα πολύ -και όλη αυτή τη δουλειά που είχε πέσει».
«Όταν το έχω ανάγκη, νιώθω κοντά μου τον αδερφό μου. Υπάρχουν όμως φορές που δεν έρχεται, ρε γαμώτο... Ξέρεις, όταν όλα είναι μάταια ψάχνεις να βρεις την αναφορά σου, τις σταθερές σου, τη βάση σου, λιγάκι να γυρίσεις πίσω για να δεις τι έχεις. Κάποιες φορές, μπορώ να έρθω μαζί του σε επαφή σε μια άλλη πραγματικότητα, σε ένα παράλληλο σύμπαν μάλλον, καταφέρνω και απαλύνω την έλλειψη αυτή και μικραίνω την απόσταση. Ωστόσο, είναι και φορές που δεν έχω αυτή τη δύναμη: να εκπέμψω σ' αυτή την άλλη διάσταση. Οπότε, δεν συμβαίνει πάντα...
Άλλες φορές πάλι, μπορεί απλά να πέσω και στο πάτωμα. Το χρειαζόμαστε κι αυτό, να βυθιστούμε λίγο. Γιατί, μετά απ' αυτό, ξέρεις ότι μόνο το φως θα έρθει. Όταν "κλωτσάς" αυτήν την ανάγκη και λες "όχι δεν θα με πάρει από κάτω", ίσως και να μη βοηθάς την κατάσταση. Γιατί είναι κι αυτό μέρος του process. Πρέπει να το αφήσεις να συμβεί, να ολοκληρωθεί, να κάνει τον κύκλο του και να ξαναρχίσει πάλι.
Σαφέστατα, και ο σύζυγός μου και το παιδί μου είναι η βάση μου και η σταθερά μου, όπως και ο μπαμπάς μου, όπου αναζητώ δύναμη. Επίσης, συχνά ανατρέχω στο που ξεκίνησα και που είμαι -και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Να κοιτάμε πίσω και να λέμε στον εαυτό μας “κοίτα πόσα πράγματα έχεις κάνει” και να του δίνουμε δύο φιλικά χτυπήματα στον ώμο. Όχι μόνο να τον σφαλιαρίζουμε».
«Με τον Χρήστο γνωριστήκαμε όταν πήγα να παίξω στο μαγαζί του στην Πάτρα. Μου έβγαλε κατευθείαν κάτι πολύ οικείο. Αγαπηθήκαμε από την πρώτη στιγμή. Είναι ένα παιδί που προσπαθεί πολύ, φοβερά εργατικός, φοβερά δουλευταράς, με όραμα, με ιδέες, με πολλά ενδιαφέροντα, κι όλο αυτό με τράβηξε. Με τραβάνε οι άνθρωποι που δεν στέκονται ήσυχοι και θέλουν να εξελίσσονται.
Σαν μαμά είμαι πολύ κουλ. "Δεν θες να φας παιδί μου; Μη φας". Θα του πω "εκεί άμα πας, θα χτυπήσεις", αλλά τον αφήνω να πάει. Όταν ήταν πολύ μικρούλης έβαζα το χέρι μου χωρίς να του λέω τίποτα.
Όμως τώρα πια, του μιλάω και νιώθω ότι μιλάω με έναν ενήλικα. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά. Στο λέω αλήθεια. Έχουμε πολύ ωραία σχέση. Οφείλουμε στα παιδιά μας ευγένεια και σεβασμό, διότι, για κάποιον λόγο, ίσως επειδή είναι μικρά, τα υποτιμάμε. Υποτιμάμε τη νοημοσύνη τους, υποτιμάμε τις δυνατότητές τους, υποτιμάμε πάρα πολλά πράγματα. Θυμώνω να ακούω να λένε σ' ένα παιδί "δεν μπορείς, γιατί είσαι μικρός". Προτιμώ να ακούσω κάποιον να πει "θέλεις να σε βοηθήσω να το κάνουμε μαζί; Αν είναι κάτι επικίνδυνο θα σε βοηθήσω".
Το παιδί εσένα βλέπει. Δεν ξέρει πώς να είναι ο εαυτός του
Όταν μιλάς ήρεμα και δεν είσαι νευρικός βλέπεις ότι το παιδί ακολουθεί το παράδειγμά σου. Όταν του μιλάς με νεύρα και είσαι έντονος, θα έχει και αυτό νεύρα, γιατί γίνεσαι ο καθρέφτης του. Το παιδί εσένα βλέπει. Δεν ξέρει πώς να είναι ο εαυτός του. Τα παιδιά θέλουν σεβασμό, θέλουν ευγένεια, θέλουν αγάπη, αγκαλιά, έτσι το βλέπω, έτσι αισθάνομαι. Νιώθω ότι αυτό χρωστάω στο παιδί μου».
«Μέχρι να κλείσει ο κύκλος μέσα μου και να περάσω τα πολύ δύσκολα δε μιλούσα ανοιχτά για τις προσπάθειές μου να κάνω παιδί και τις αποβολές. Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα, έψαχνα να βρω έναν τρόπο ψυχοθεραπείας να με βοηθήσει, γιατί έβλεπα μαύρο παντού. Δεν μπορούσα να γκρεμίσω αυτόν τον φράχτη της ανημποριάς, όσο και να προσπαθούσα.
Όταν λοιπόν τα πράγματα άλλαξαν μέσα μου και αποφάσισα να κάνω στροφή και να κοιτάξω πραγματικά εμένα και τις ανάγκες μου, μετά από λίγους μήνες έμεινα και έγκυος.
Αφού μίλησα με πάρα πολύ κόσμο κατάλαβα ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν ακόμα ταμπού τέτοια ζητήματα και αποφάσισα να μιλήσω ανοιχτά γι’ αυτό. Να ευαισθητοποιήσω όλη την οικογένεια -γιαγιάδες, παππούδες, μανάδες, πατεράδες και όσους έχουν τη φιλοσοφία του "δεν θα μιλάς γι’ αυτά, είναι ντροπή". Όμως, πρέπει να επικοινωνούμε ό,τι μας απασχολεί, γιατί μόνο έτσι θα απελευθερωθούμε από αυτό».
«Η γυναίκα περνάει μεγάλο λούκι, από το σώμα της που αλλάζει και τις σεξιστικές συμπεριφορές έως την απώλεια ενός μωρού και πολλά άλλα.
Επίσης, μπορεί να μην μπορεί να κυοφορήσει και να το θέλει όσο τίποτα ή να δημιουργηθούν και προβλήματα με τον σύντροφό της όσο προσπαθούν. Από την άλλη, υπάρχουν και γυναίκες που δεν θέλουν να κάνουν οικογένεια -και είναι δικαίωμά τους- και νιώθουν αναγκασμένες να ανέχονται όλους όσους τους λένε "πότε θα κάνεις παιδιά;".
Έτσι, λοιπόν, ήθελα να τα επικοινωνήσω όλα αυτά γιατί μου φαίνεται ότι έχουμε μείνει στο 1900. Όλο αυτό μου κάνει πολύ ψυχοφθόρο, πολύ άρρωστο, πολύ αναχρονιστικό.
Για μένα, η προσευχή είναι μια πολύ εσωτερική κατάσταση
Μ΄ αρέσει πολύ να πηγαίνω σε μικρά εκκλησάκια σε νησιά και να κάνω μια βαθιά ευχή, μ΄ αρέσει να ανάβω κεράκι και να λέω το όνομά του αδελφού μου και του παππού μου του Ανδρέα και να λέω "όπου και αν είστε, έχετε τη σκέψη μου", αλλά δεν πιστεύω στον Θεό.
Για μένα, η προσευχή είναι μια πολύ εσωτερική κατάσταση. Ακόμα και όταν είμαι καλά, λέω "ευχαριστώ" στη ζωή που δεν με έχει κάνει να νιώσω αγωνία, τουλάχιστον για το πώς θα ζήσω. Γιατί δουλεύω σκληρά και μου το δίνει πίσω. Αλλά λατρεύω το σύμπαν, λατρεύω τη μαγεία του -τόσο, που σκέφτομαι να πάω να δώσω κατατακτήριες στο Φυσικό! Έχω έρωτα με το σύμπαν, με την απεραντοσύνη του. Για μένα, αυτό είναι Θεός, αυτή είναι η μαγεία».
Η συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής και ο νέος δίσκος
«Το ραντεβού στο Μέγαρο Μουσικής είναι μία συνάντηση που έρχεται από μία πολύ μεγάλη ανάγκη για έκφραση, για επαφή, για αγκαλιά, για βλέμματα.
Έχουμε καινούργιο δίσκο και τραγούδι. Ο οποίος δίσκος έρχεται μέσα από την καραντίνα και μέσα από μία προσπάθεια να κρατήσω τον κόσμο σε εγρήγορση, κάνοντας ένα crowdfunding. Με αυτόν τον τρόπο ήθελα να του δείξω ότι, εμείς οι καλλιτέχνες, τουλάχιστον εμείς του πιο έντεχνου/εναλλακτικού -ή πες το όπως θες, δεν θέλω να βάζω ταμπέλες- πολλές φορές -ίσως τις περισσότερες, αν όχι όλες- χρηματοδοτούμε εμείς τη δουλειά μας. Οπότε, έβαλα τον κόσμο σε αυτή τη συνθήκη: αν θέλετε να σας δώσουμε τα τραγούδια μας, βοηθήστε να τα κάνουμε μαζί. Γίνετε, δηλαδή, συνδημιουργός και συμπαραγωγός αυτής της προσπάθειας».
«Με αυτή την προσπάθεια θα πληρωθούν όσοι άνθρωποι δουλέψουν γι’ αυτό τον δίσκο. Το πρώτο single θα είναι το "Μου το‘ πανε", το οποίο θα βγει μέσα στον Ιούλιο. Είναι η πρώτη φορά που βάζω μπουζούκι σε τραγούδι μου, παίζει ο Νίκος Μέρμηγκας. Είναι ένας δίσκος αρκετά "εσωτερικός" θα έλεγα, δείχνω μία άλλη πλευρά μου».
Πέννυ Μπαλτατζή: «Ραντεβού στον Κήπο», τη Δευτέρα, 19 Ιουλίου στις 21:00.
Ευχαριστούμε πολύ το Noah για τη φιλοξενία του.