Παυλίνα Βουλγαράκη: «Οτιδήποτε στερεοτυπικό δεν μου πάει»
Η Παυλίνα Βουλγαράκη μεγάλωσε στην Αθήνα αλλά η καρδιά της ανήκει στην Κρήτη. Αέρινη στην ομιλία, όπως και στη μουσική της, πριν καν πατήσει τα 30 έχει καταφέρει να διαμορφώσει το δικό της μουσικό στιλ. Όταν έφτασε στο ραντεβού μας, κάθισε οκλαδόν στο χαλί, μάζεψε τα μαλλιά της και έριξε γαλλικό στο φλιτζάνι της. Ύστερα, μου μίλησε για τη ζωή της.
«Έχω τρία αδέρφια, αλλά επειδή μεγαλώσαμε μαζί με τη μικρή μας την ξαδέρφη, τη Χάιντι, νιώθω σαν να έχω τέσσερα. Το βασικό συναίσθημα όταν σκέφτομαι την οικογένειά μου είναι εκείνο της ομάδας και αυτό με έχει καθορίσει. Μεταξύ μας είμαστε πάρα πολύ αγαπημένοι. Νιώθω πως, ό,τι και να γίνει έχω τουλάχιστον κάποιους ανθρώπους που με αγαπούν όπως είμαι -όπως και εγώ αντίστοιχα εκείνους. Και αυτό μου δίνει μια εσωτερική δύναμη και με κάνει να νιώθω ασφαλής.
Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι πολύ έντονα την Κρήτη, τα ξαδέρφια μου και την κατασκήνωση που πήγαινα εκεί για πάρα πολλά χρόνια. Από εκεί είναι ο πατέρας μου και πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι, Χριστούγεννα και Πάσχα. Βασικά, όποτε είχαμε την ευκαιρία, ήμασταν εκεί. Παίρναμε το καράβι και πηγαίναμε ακόμα και για μια μέρα. Να φανταστείς, δεν έχανα ποτέ γενέθλια των ξάδερφών μου.
Εγώ ως παιδάκι νιώθω ότι ήμουν κλειστή. Βέβαια, αν ρωτήσεις τον αδερφό μου τον Διονύση, θα σου πει ότι ήμουν πιο εξωστρεφής, τουλάχιστον με τους δικούς μου. Ήμουν από τα παιδιά που «έβρισκα τη γωνία τους» που λένε. Δεν είχα πολλούς φίλους, ούτε και τώρα έχω. Μεγαλώνοντας, όταν πήγα στο δημοτικό, ξεκίνησα να έχω περισσότερους φίλους, να πηγαίνω στην Πλατεία Δεξαμένης και να παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς. Πάντα, όμως, χρειαζόμουν λίγο χρόνο μες στην ημέρα μόνη μου. Και ακόμα το χρειάζομαι, αλλιώς, δεν νιώθω ο εαυτός μου.
Εκ των πραγμάτων, η οικογένειά μου ήταν «αντικανονική». Ωστόσο, αυτό που σε εμένα έκανε πολύ καλό ήταν ότι -ενώ έμενα στην Αθήνα, μεγάλωνα στο Λυκαβηττό και πήγαινα στο Κολλέγιο-, τα ερεθίσματά μου ήταν από την Κρήτη, γιατί περνούσαμε πάρα πολύ χρόνο εκεί. Εκεί ήταν η καρδιά μου. Οπότε, μπορεί να ζούσα εδώ, αλλά βάδιζα με τα ερεθίσματα ενός διαφορετικού περιβάλλοντος. Αυτή η αντίθεση με διαμόρφωσε.
Για παράδειγμα, μπορεί στο σχολείο μεταξύ τους τα παιδιά να συνέκριναν πράγματα παντελώς ανούσια, όπως τα καινούργια τους παπούτσια. Επειδή όμως αν έλεγα εγώ κάτι ανάλογο στα ξαδέρφια μου στην Κρήτη θα με κορόιδευαν, αυτό μου έδωσε την ικανότητα να φιλτράρω όσα άκουγα και να καταλαβαίνω τι είχε νόημα και τι όχι. Και γι’ αυτό νιώθω πολύ τυχερή.
Δεν μπορώ να πω ότι είχα καλή σχέση με το σχολείο. Μάλλον κακή θα τη χαρακτήριζα. Θυμάμαι ότι διάβαζα πάρα πολλά βιβλία στο δημοτικό. Πήγαινα για ώρες στη βιβλιοθήκη και διάβαζα ασταμάτητα. Κατά τα άλλα δεν ήμουν από τα παιδάκια που ανυπομονούσαν να τελειώσουν οι διακοπές και να επιστρέψουν στο σχολείο.
Στην εφηβεία έκανα μια μεγάλη εσωτερική επανάσταση.
Στην πρώτη λυκείου έβγαλα 11. Στην τρίτη έβγαλα 19 και στις Πανελλήνιες έγραψα λίγο πιο κάτω από 18. Και αυτό γιατί, όταν θέτω έναν στόχο μπορώ να τον φέρω εις πέρας, αρκεί να καταλάβω τη σημασία του, το πραγματικό νόημα πίσω από αυτό. Στην τρίτη Λυκείου οι γονείς μου μού είπαν ότι αφού δεν διαβάζω, δεν έχει νόημα να πληρώνουν φροντιστήρια και ιδιαίτερα. Τότε, κατάλαβα την τεράστια προσπάθεια που έκαναν για μένα. Τους είπα ότι είχαν δίκιο και τα έκοψα όλα, δεν έκανα τίποτα. Με άφησαν να αναλάβω μόνη μου την ευθύνη της μελέτης. Και πραγματικά άρχισα να διαβάζω. Τελικά έγραψα καλά και πέρασα Ψυχολογία.
Στην εφηβεία ήμουν πολύ αντιδραστική και το 11 στο Λύκειο μάλλον ήταν αποτέλεσμα αντίδρασης, γιατί στο Γυμνάσιο έβγαζα 18. Έκανα μια μεγάλη εσωτερική επανάσταση. Άρχισα να βγαίνω πιο πολύ, να το σκάω, να κάνω κοπάνες. Ό,τι έκαναν τα «κακά» παιδιά στο σχολείο τα έκανα όλα. Ανακάλυψα τη μουσική, βρήκα το πρώτο μου αγόρι. Ό,τι μπορείς να φανταστείς, πάντα σε λογικά πλαίσια βέβαια.
Φυσικά και θυμάμαι τον πρώτο μου έρωτα. Εγώ ήμουν 16 και αυτός 18. Ήμασταν πολλά χρόνια μαζί, από το σχολείο έως τα πρώτα χρόνια του Πανεπιστημίου. Θα πω ότι, ήταν ένα «αλάνι», σε περίπτωση που δει τη συνέντευξη, ας μην πω κάτι παραπάνω! Ένα αλάνι που την περίοδο που ήρθε στη ζωή μου, με έκανε να είμαι ακόμα πιο επαναστατική. Ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος από μένα. Υπήρχε πολύ δράμα, φυσικά, όπως όλοι οι εφηβικοί έρωτες.
Είχα κάνει δοκιμαστικό μια φορά για τη χορωδία και με έκοψαν γιατί είχα, λέει, πολύ βιμπράτο. Ούτε ήξερα τι ήταν.
Οι γονείς μου δε με περιόρισαν, αλλά γενικά ήμουν και ακουμαντάριστη. Αν είσαι γονιός μου και μ’ αγαπάς και δεις ότι έχω παρεκκλίνει, το μόνο που λειτουργεί είναι η υπομονή, μια ακέραιη στάση, αγάπη και αποδοχή. Αν μου έλεγαν για παράδειγμα ότι, αυτός δεν είναι για σένα, εκείνη την εποχή μπορεί και να τον παντρευόμουν. Ωστόσο, επειδή αυτή η αντιδραστικότητα και παρορμητικότητα πραγματικά μου κόστισαν, κάποια στιγμή αποφάσισα να ψάξω από που πηγάζουν. Και τότε, σταμάτησαν. Πλέον, αναλαμβάνω την ευθύνη του εαυτού μου.
Άργησα τρελά για να καταλάβω ότι είχα ταλέντο στη μουσική. Ήμουν σε άρνηση. Δεν ήμουν καν στην χορωδία. Είχα κάνει δοκιμαστικό μια φορά και με έκοψαν γιατί είχα, λέει, πολύ βιμπράτο. Ούτε ήξερα τι ήταν.
Κάποια στιγμή ήμουν στην κατασκήνωση στην Κρήτη, όπου χωριζόμασταν σε ομάδες και κάναμε διάφορες δραστηριότητες. Στο τέλος όποιος συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη βαθμολογία κέρδιζε το βραβείο. Επειδή η ξαδέρφη μου η Σταυριάνα είχε καταλάβει ότι είχα καλή φωνή με «έχωνε» στον διαγωνισμό μουσικής να τραγουδάω για να κερδίζουμε. Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη και έτρεμα τόσο πολύ, που με φώναζαν «κομπρεσέρ».
Η πρώτη μου πραγματική επαφή ήταν όταν με άκουσε να τραγουδάω ο ο Ευτύχης Ζαρμπ, ο οποίος ήταν δάσκαλος κιθάρας του αδερφού μου, Διονύση, στο Ωδείο του Λαυρίου, όπου πηγαίνουμε συνέχεια από παιδιά. Πήγαινα δευτέρα λυκείου. Μου είπε ότι ετοίμαζαν ένα αφιέρωμα στον Θάνο Μικρούτσικο και με ρώτησε αν ξέρω την «Ελένη». Και του λέω «Όχι, ποια Ελένη;». Φυσικά, μιλούσε για το γνωστό τραγούδι του Μικρούτσικου. Μου ζήτησε αν μπορώ να τη μάθω και να την πω στο αφιέρωμα.
Τότε ήταν που ανακάλυψα τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, το νέο κύμα, τη Χαρούλα Αλεξίου, την Αρλέττα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, άκουγα μόνο ξένη μουσική.
Εμφανίστηκα λοιπόν στη σκηνή. Όταν τελείωσα το τραγούδι, άκουσα σιωπή από το κοινό. Πρέπει να υπήρχαν περίπου δύο χιλιάδες θεατές. Αμέσως σκέφτομαι ότι κάποια βλακεία έχω κάνει. Εκείνη την ώρα, όμως, ήρθε ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος και μου είπε «εμείς οι δύο πρέπει να μιλήσουμε». Δεν ήξερε τίποτα για μένα, ούτε καν ποια είμαι. Μου είπε «έχεις χρέος αυτό το πράγμα να το κάνεις, όχι μόνο απέναντι σε σένα την ίδια, αλλά και στους υπόλοιπους. Έχω καταλάβει ότι δεν το έχεις συνειδητοποιήσει. Ό,τι θες είμαι εδώ για να σε βοηθήσω».
Δεν υπάρχει περίπτωση να μου αρέσει ένα τραγούδι ενός καλλιτέχνη και να μην το ακούσω επειδή θεωρείται «εμπορικό» και όχι «έντεχνο»
Πήγα δύο φορές στο σπίτι του Θάνου Μικρούτσικου, ο οποίος με μύησε σε αυτόν τον κόσμο. Μου σύστησε μουσικά τη Φλαίρη Νταντωνάκη, τον Χατζηδάκι και άλλους καλλιτέχνες, μου εξήγησε κάποια πράγματα λίγο καλύτερα, μου είπε διάφορες ιστορίες. Βέβαια, όλα αυτά δεν τα έκανα με την προοπτική να γίνω τραγουδίστρια, αλλά επειδή ήθελα να ρουφήξω τη γνώση που μου πρόσφερε ένας τόσο σπουδαίος άνθρωπος. Παρόλα αυτά, το άφησα εκεί, δεν το έψαξα παραπάνω τότε.
Όταν τελείωσα τις σπουδές και ήμουν έτοιμη να κάνω μια πολύ μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου, άρχισα να ακούω τα λεγόμενα «έντεχνα». Τη λέξη «έντεχνο» τη χρησιμοποιώ καθαρά συμβολικά, για να καταλάβεις για ποια τραγούδια σου μιλάω. Όποια μουσική αγγίζει την καρδιά μου, θα την ακούσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να μου αρέσει ένα τραγούδι ενός καλλιτέχνη και να μην το ακούσω επειδή θεωρείται «εμπορικό» και όχι «έντεχνο». Αυτά μου φαίνονται χαζά.
Τότε, άρχισα να πηγαίνω στο Οξυγόνο, το οποίο είχε η πολύ καλή μου φίλη, Κατερίνα Παπακωνσταντίνου. Η ίδια λοιπόν με πήρε κάποια στιγμή για να μου πει ότι, εκείνη την ώρα γινόταν μια οντισιόν στον «Σταυρό του Νότου».
Φτάνω με την κολλητή μου τη Ρωξάνη και βλέπουμε 100 άτομα. Όταν ήρθε η σειρά μου, με ρώτησαν το όνομά μου και νομίζω είπα «Αλεξάνδρα», είπα άλλο όνομα. Ίσως επειδή ένιωθα ότι το έκανα κρυφά από τον εαυτό μου, δεν το είχα ακόμα αποδεχτεί. «Τι θα πεις;» με ρωτάνε, «το ίδιο με την προηγούμενη» απαντώ. «Και σε τι τόνο;». Εγώ δεν ήξερα καν τι είναι ο τόνος και είπα ξανά «το ίδιο με το προηγούμενη».
Όταν τελείωσε η οντισιόν, ο κύριος Λαδάς που είχε το μαγαζί μου είπε ότι ξεκινώ με την μπάντα του μαγαζιού, κάτι που με έβαλε απευθείας στα βαθιά, γιατί δεν ήξερα καθόλου από μουσική. Είχα αγχωθεί πάρα πολύ και δούλεψα πολύ για να τα καταφέρω. Τελικά, κάθισα εκεί δύο χρόνια. Παράλληλα έκανα κι άλλες εμφανίσεις.
Κάποια στιγμή ήρθε ο Μπάμπης Στόκας για να μου πει ότι κάνουν επανένωση οι Πυξ Λαξ και μου πρότεινε να συνεργαστώ μαζί τους. Του είπα ότι δεν μπορώ να προδώσω τη μπάντα. Μετά από κάποια χρόνια που τον πέτυχα ξανά, του είπα ότι είχα έτοιμο ένα τραγούδι και σκεφτόμουν να το πούμε παρέα. Το άκουσε και δέχτηκε. Στο μεταξύ με είχε προσεγγίσει η εταιρία μου, η Cobalt Music, και μου πρότειναν να κάνω έναν δίσκο. Έτσι κυκλοφόρησε η πρώτη μου δουλειά, οι «Λαβύρινθοι».
Όταν γνώρισα τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα ένιωσα ότι είχε την ενέργεια ενός πατέρα. Αργήσαμε να έρθουμε κοντά. Δουλεύαμε ήδη ένα χρόνο μαζί στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο με τον Γιάννη Κότσιρα. Όταν κάποια στιγμή χρειάστηκε να καλύψω ένα κενό για μια συναυλία του, ξεκινήσαμε να γνωριζόμαστε καλύτερα.
Όταν κανείς πάει να πει κάτι αρνητικό για τον Μαχαιρίτσα στεναχωριέμαι και θυμώνω γιατί καταλαβαίνω ότι δεν το ήξερε πραγματικά.
Του μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, γυρίσαμε όλη την Ελλάδα, παίξαμε παντού, με βοήθησε πάρα πολύ να ξεπεράσω τους φόβους μου. Μου σύστησε την κόρη του, η οποία είναι αδερφική μου φίλη πια. Αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματικά ακομπλεξάριστος. Όταν κανείς πάει να πει κάτι αρνητικό για τον Μαχαιρίτσα στεναχωριέμαι και θυμώνω γιατί καταλαβαίνω ότι δεν το ήξερε πραγματικά. Ήμουν πολλά χρόνια στην μπάντα του και τον αγαπώ πολύ. Εκείνον, τη σύζυγό του και την κόρη του τους θεωρών πλέον οικογένειά μου.
Ορόσημο στην καριέρα μου, θεωρώ και τη συνεργασία μου με τον Ψαραντώνη για το «Φέρτα μου όλα πίσω», γιατί με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι φέρω την ευθύνη αυτού που παραδίδω στον κόσμο. Την ευθύνη της πορείας που παίρνω. Επίσης, τη γνωριμία μου με τη Δήμητρα Γαλάνη. Τη θαυμάζω πάρα πολύ. Ακούει και ψάχνει μουσική σαν να είναι στην εφηβεία. «Διψάει». Η καρδιά της είναι σαν εφηβική όταν πρόκειται για μουσική, θέλει να ακούσει τους νέους μουσικούς που κάτι έχουν να δώσουν. Αυτό με ταρακούνησε, γιατί σκέφτηκα ότι μια γυναίκα που έχει καταφέρει τόσα πολλά και κάθε φορά που ανοίγει το στόμα της συγκινούμαι, δεν επαναπαύεται. Κι έτσι εξελίσσεται και η ίδια. Επίσης, δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στον Νίκο Μακράκη, ο οποίος είναι ο άνθρωπος που ήταν πάντα δίπλα μου σε όλη την καλλιτεχνική μου ζωή.
Αυτός που άκουσε τη μουσική μου και την απέρριψε, μόνο και μόνο επειδή είμαι η κόρη κάποιου, ανήκει στο κοινό που δεν απευθύνομαι.
Αν με ρωτάς αυτό, στην αρχή πολλοί άνθρωποι ήταν δύσπιστοι με την προσπάθεια που κάνω, γιατί και εγώ η ίδια δεν έκανα κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια. Απλώς αποφάσισα να βγάλω κάποια τραγούδια που έχω γράψει. Αυτό. Δηλαδή όταν ξαφνικά βγαίνει η κόρη κάποιου και λέει ένα τραγούδι, το πρώτο ερέθισμα που έχεις, βλέποντας αυτήν την κοπέλα, είναι ότι είναι η κόρη κάποιου. Πολύ λογικό. Αν κάποιος δε μου έδωσε την ευκαιρία να του δείξω αυτό που είμαι, επειδή δεν τον ενδιαφέρει η μουσική μου, επίσης το βρίσκω πολύ λογικό.
Αυτός όμως που άκουσε τη μουσική μου -και μπορεί και να του άρεσε- αλλά την απέρριψε, μόνο και μόνο επειδή είμαι η κόρη κάποιου, ανήκει στο κοινό που δεν απευθύνομαι. Δεν απευθύνομαι σε όποιον είναι στερεοτυπικός και κολλημένος. Εγώ θα προσπαθώ να του στέλνω κύματα κάνοντας αυτό που κάνω, από την άλλη όμως, ένα κομμάτι του εαυτού μου αισθάνεται ακόμα και περήφανο που με απορρίπτει. Γιατί πραγματικά με ενδιαφέρει το κοινό που ανήκει στην ακριβώς αντίθετη μεριά.
Στην αρχή προφανώς υπήρχε σούσουρο. Δεν εμπιστευόμουν το ταλέντο μου και τη μοναδικότητά του -όπως ο κάθε άνθρωπος έχει την μοναδικότητά του- και αυτό ήταν το πρόβλημα. Όταν σταμάτησα να ετεροκαθορίζομαι και αποδέχτηκα ότι μου αρέσω, με συμπαθώ και με πάω σαν άτομο και κατάλαβα ότι έχω κάτι να πω, αυτό σταμάτησε αυτόματα να με επηρεάζει. Γιατί είμαι πολύ περισσότερα πράγματα από ένα όνομα. Αν με γνωρίσεις μπορεί να με μισήσεις ή να με αγαπήσεις για πάρα πολλούς λόγους, πολύ σημαντικότερους από ένα όνομα.
Στη ζωή μου νιώθω ότι έχω ερωτευτεί πολλές φορές. Νιώθω ότι το έχω τερματίσει. Βέβαια, πάντα νιώθεις την ανάγκη να ερωτευτείς ξανά και ξανά. Τώρα είμαι σε μια φάση της ζωής μου, που τον έρωτα τον αντιλαμβάνομαι αλλιώς. Με έναν τρόπο που πιστεύω ότι είναι και πιο βαθύς. Θεωρώ ότι ο έρωτας στη δική μου τη ζωή εμπεριέχει την αγάπη και τον σεβασμό. Όχι όλη αυτήν την τρέλα που κουβαλά η λέξη. Προσπαθώ και θέλω να είμαι ο καλύτερός μου εαυτός επειδή είμαι ερωτευμένη και ο έρωτας σου δίνει την υπερδύναμη να είσαι ό,τι καλύτερο μπορείς να γίνεις.
Αντιμετωπίζω τον έρωτα με σεβασμό, αλλά εννοείται ότι μπορεί να γίνει και ανεξέλεγκτος, διαφορετικά μάλλον δεν είσαι και πολύ ερωτευμένος. Απλώς, επειδή έχω έρθει στα όριά μου πολλές φορές, πια τον σέβομαι. Τον καλωσορίζω, αλλά προσπαθώ να μην τον αφήσω να με ορίζει και να μου τα διαλύσει όλα. Χωρίς όμως να φοβάμαι. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις τι σου λέω. Είναι μια παράξενη σχέση και για μένα είναι και πολύ νέο αυτό το συναίσθημα. Ακόμα το εξερευνώ.
Δεν έχω προσδοκίες πια. Όταν με έναν άνθρωπο λες ότι είσαι μαζί και αγαπιέσαι, του δίνεις τον χώρο να εκφραστεί όπως θέλει και όποτε θέλει. Και αν σου κάνει, συμπορεύεστε. Πλέον, οριοθετούμαι. Το λέω, όταν κάτι δε μου αρέσει. Βέβαια, σου μιλάω σαν να είμαι κάποια που έχει σχέση 50 χρόνια. Τουλάχιστον, αυτό νομίζω τώρα!
Υπάρχουν φάσεις που περνάει από το μυαλό μου η μητρότητα, αλλά δεν είναι κάτι που σκέφτομαι για το άμεσο μέλλον, αλλά όχι και στο πολύ μακρινό. Κάποια στιγμή θα ήθελα να γίνω μητέρα, όταν βέβαια θα έχω ολοκληρωθεί -στον βαθμό που μπορώ- σαν προσωπικότητα. Όταν ακόμα με νιώθω κάποιες φορές παιδί, θα φοβόμουν να αναλάβω τη μεγαλύτερη ευθύνη της ζωής μου, να φέρω στη ζωή έναν άνθρωπο και να τον διαμορφώσω. Ακόμα νιώθω ότι δεν είμαι έτοιμη.
Από παιδάκι, ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου ότι κάτι «πρέπει» να γίνει, ότι ο τάδε περιμένει αυτό από μένα. Ποτέ. Πολύ απλά το σύστημά μου αυτό δεν το δέχεται, δεν το ακούει καν. Οτιδήποτε στερεοτυπικό δεν μου πάει.
Οι γονείς μου δε θα με πίεζαν ποτέ να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Είμαστε πολύ ελεύθερη οικογένεια. Η μόνη τους έννοια είναι να μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και να μην εξαρτώμαι από κανέναν. Και αυτό είναι κάτι που μου έμαθαν από πολύ μικρή. Θέλουν να με βλέπουν ευτυχισμένη.
Το ντύσιμό μου εξαρτάται από τη διάθεσή μου. Είμαι ικανή να πάω οπουδήποτε με τις πιτζάμες. Υπάρχουν και φορές που μπορεί να με δεις να κυκλοφορώ έξω και να πεις «αυτή το’ σκασε από το Woodstock». Άλλες φορές, ωστόσο, ξυπνάω και λέω στον εαυτό μου «Σήμερα, δεν είσαι μόνο η Παυλίνα, είσαι η Παυλίνα που θέλει να βάλει μια στέκα στο κεφάλι γεμάτη λουλούδια». Δηλαδή, το προσεγγίζω καθαρά συναισθηματικά το θέμα στιλ.
Είμαι σε μια ηλικία που έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι μεγαλώνω. Σε ένα πολύ θεωρητικό πλαίσιο ίσως να σου έλεγα ότι με τρομάζει ο χρόνος που περνάει, αλλά πρακτικά δεν το έχω σκεφτεί και πολύ. Γιατί ακόμα προσπαθώ να καταλάβω ποια είμαι, τι είμαι, τι μπορώ να προσφέρω στον κόσμο και σε μένα την ίδια.
Αφιερώνω πολύ χρόνο στο να σκέφτομαι ποια είμαι, υπαρξιακά και ανθρωπιστικά. Νιώθω ότι η ομορφιά είναι κάτι που πραγματικά βγαίνει από μέσα μας. Και μόνο η προσπάθεια να γίνει κανείς πιο όμορφος εντός, ακόμα και αν δεν το καταφέρνει, ακτινοβολεί το δικό της φως. Και όλοι μας θέλουμε να είμαστε σε ανθρώπους που ξεκλειδώνουν τις δικές μας καρδιές και μας δίνουν την άδεια να είμαστε ο εαυτός μας.
Πιστεύω στον Θεό που πιστεύει στον άνθρωπο
Πιστεύω στον Θεό και αυτό για μένα είναι ξεκάθαρο. Τώρα, σε ποιον Θεό πιστεύω είναι μια άλλη ερώτηση. Πιστεύω στον Θεό που πιστεύει στον άνθρωπο. Αισθάνομαι την ανάγκη να πιστεύω ότι υπάρχει κάτι ανώτερο από μένα, να προσεύχομαι και να μιλάω στον εαυτό μου σε μια πνευματικά ανώτερη υπόσταση. Καταλαβαίνω ότι η ρίζα του ιερού είναι μέσα σε όλους. Όπως μέσα μας υπάρχει και ένα κομμάτι πολύ κακό και ξιπασμένο ακόμα. Και όταν εντοπίζω το κομμάτι του ιερού και έρχομαι σε επαφή μαζί του, γίνομαι καλύτερη και σκέφτομαι πιο θετικά.
Πιστεύω σε όλους τους Θεούς. Με την έννοια ότι, κάθε θρησκεία που έχει «εφευρεθεί» από τον άνθρωπο έχει ως σημείο αναφοράς τον ίδιο Θεό, την ίδια ανώτερη δύναμη. Απλώς στην κάθε κουλτούρα διαμορφώθηκε ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής και του δικού της λαού.
Ένας γνωστός μου έλεγε ότι το πιο δύσκολο πράγμα είναι να αποδεχτείς ότι όλα έχουν γίνει κατά λάθος. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι είμαστε όλοι εδώ για κάποιον λόγο, ο καθένας έχει το σκοπό του, μια αποστολή. Προφανώς δεν ξέρω πώς λειτουργούν οι συμπαντικοί νόμοι, αλλά σίγουρα, όταν έχω φτάσει στα άκρα κι έχει χρειαστεί να κάνω την υπέρβαση, έχω νιώσει μια προστασία έξω από μένα.
Βέβαια, σε καμία περίπτωση δε θεωρώ ότι κάθε εκκλησία που βλέπεις είναι ένας πραγματικά ιερός ναός. Επίσης, δε σημαίνει ότι επειδή ένας άνθρωπος είναι πάτερ, αυτόματα θα πιστέψω ότι ξέρει και πιστεύει πραγματικά τα όσα διδάσκει. Βέβαια, υπάρχουν και οι φωτισμένες περιπτώσεις ανθρώπων, όπως ο πάτερ Λίβυος που βρίσκεται σε ένα μοναστήρι στη Νότια Κρήτη και παρακολουθώ όλες τους τις συνεντεύξεις. Αυτά που λέει μόνο θρησκόληπτα δεν είναι. Αν τον ακούσεις θα καταλάβεις ότι δεν έχει καμία σχέση με αυστηρούς κανόνες και το μόνο που θέλει είναι να μεταφέρει το φως. Και στην Ινδία είχα γνωρίσει έναν φωτισμένο άνθρωπο, άλλης κουλτούρας.
Φωτισμένοι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που θέλουν να καλλιεργήσουν την ενοχή και να σε εγκλωβίσουν σε ένα τραυματικό παρελθόν, ώστε να φοβάσαι ένα αγχωτικό και ξένο μέλλον. Είναι εκείνοι που σε βοηθούν να εστιάσεις στο παρόν και να αδειάσεις τον νου από περιττές πληροφορίες.
Ευτυχώς, με κάνουν πολλά πράγματα χαρούμενη. Ο ουρανός, τα αδέρφια μου, ο Μάρκος ο σκύλος μας, η Αύρα η σκυλίτσα του αδερφού μου. Οι άνθρωποι που αγαπάω και είναι κοντά μου, οι οποίοι είναι πολύ λίγοι. Αισθάνομαι τυχερή γιατί, έχουμε δοκιμαστεί πολύ όλα αυτά τα χρόνια και ξέρω ότι με αγαπούν άνευ όρων και τους αγαπώ κι εγώ το ίδιο. Φυσικά, χαρούμενη με κάνει και η μουσική. Όταν ακούω μουσική που μου αρέσει ανοίγει η καρδιά μου.
Τα podcasts της Παυλίνας Βουλγαράκη και ο νέος δίσκος
Έχω ξεκινήσει μια σειρά από podcasts, όπου πιάνω θέματα που θεωρώ ότι λίγο πολύ μας αφορούν όλους και τα παρουσιάζω όπως εγώ τα αντιλαμβάνομαι. Και το πρώτο θέμα μου ήταν ο φόβος.
Επειδή το έχω βιώσει, πάντα θα φοβάμαι μη χάσω τους ανθρώπους που αγαπάω. Ωστόστο, όσο μελετούσα γι’ αυτό, κατάλαβα ότι αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι το συναίσθημα του φόβου. Φοβάμαι ότι θα τρομάξω, ότι κάτι θα με βάλει στη διαδικασία να φοβηθώ. Αυτή η σκέψη βέβαια μου δίνει και μια απελευθέρωση: εμείς κρατάμε τα κλειδιά αυτού του κουτιού. Βέβαια, πάντα θα φοβόμαστε, είναι στη φύση μας.
Μόλις κυκλοφόρησε και το δεύτερο podcast, αφιερωμένο στην ομορφιά και το πώς ο καθένας την αντιλαμβάνεται.
Έχουν κυκλοφορήσει πέντε single από τον τρίτο δίσκο που ετοιμάζουμε με την Cobalt music. Το τελευταίο ήταν το «Ξάπλωσέ με στη γη», σε δικούς μου στίχους και τη μουσική την έγραψα παρέα με τον Κωστή Βήχο. Δεν ξέρω πότε θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ. Θα μπορούσε και πιο άμεσα, αλλά νομίζω η συνθήκη που βιώνουμε δεν ευνοεί τον εορτασμό ενός νέου μουσικού πρότζεκτ.