O Mίνως Μάτσας

Μίνως Μάτσας: Έχω επιλέξει μια διακριτικότητα σαν άνθρωπος και όχι μια έκθεση πρώτου βαθμού

Ο Μίνως Μάτσας γράφει μουσική -για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση. Γράφει και τραγούδια. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά. Έζησε δεκαπέντε χρόνια στην Αμερική, κι ας μην ήθελε ποτέ να φύγει από την Ελλάδα. Έχει μια κόρη δώδεκα χρόνων.

«Μεγάλωσα μέσα στην μουσική. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα μέσα στους συνθέτες και τους τραγουδιστές. Ένιωθα σαν να είμαι στην Ντίσνεϊλαντ, περνούσα πάρα πολύ ωραία, χωρίς να συνειδητοποιώ ακριβώς τι συνέβαινε. Στο σπίτι, στο στούντιο ή στο γραφείο του πατέρα μου, ήμουν μέσα σε έναν κόσμο ωραίο και πολύ ζεστό.
Η Χαρούλα Αλεξίου, ο Νταλάρας, ο Πάριος, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν για μένα σαν οικογένεια, κυριολεκτικά. Ήταν πολύ πιο κοντά μου από την ευρύτερη οικογένεια των συγγενών. Και μου άρεσε τόσο πολύ όλο αυτό.
Θυμάμαι τότε που ήμουν παιδί μέναμε στην Μαυρομματαίων και ο Νταλάρας που έμενε εκεί δίπλα, ερχόταν με την κιθάρα του, με τα μούσια και τα μαλλιά του, κι έπαιζε στο σαλόνι. Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Λοϊζος, Θεοδωράκης, όλοι οι μεγάλοι ήταν εκεί. Και με γοήτευαν πιο πολύ από τους τραγουδιστές. Τους άκουγα από πρώτο χέρι. Και θέλησα να μάθω κλασική κιθάρα. Από την άλλη με καθόρισε το ρεμπέτικο. Με συγκινεί. Συνδέει πολιτισμούς».

Ξεκίνησα γράφοντας τραγούδια, τα οποία μετά ερμήνευσε ο Γιώργος ο Νταλάρας

«Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν δεν είχαν προηγηθεί αυτές οι οικογενειακές συγκυρίες και ο παππούς μου συνέχιζε να κάνει υφάσματα, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του, αν θα είχα καταλήξει κι εγώ στα υφάσματα. Ο παππούς μου, ο Μίνως Μάτσας, είχε, μαζί με έναν συνέταιρο, μια εταιρεία με υφάσματα, η οποία κάποια στιγμή φαλίρισε. Και ο συνέταιρος, για να τον ξεχρεώσει, του πρότεινε να του δώσει μια μικρή αντιπροσωπεία δίσκων που είχε. Ο πατέρας μου, που ήταν τότε δεκαπέντε χρόνων και αγαπούσε την μουσική, του είπε να την πάρει. Αν και ο παππούς δεν το πίστευε όλο αυτό, τελικά πείστηκε γιατί ο πατέρας μου του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει. Μια συγκυρία, μια σύμπτωση ήταν όλο αυτό. Τι θα είχα γίνει αλλιώς; Σχεδιαστής ρούχων;



Φωτογραφία: Bovary-Πάνος Μάλλιαρης

«Σχολείο πήγα στο Κολέγιο. Στα χρόνια της εφηβείας μου το κλίμα ανάμεσα στους συμμαθητές μου δεν ήταν η ελληνική μουσική, αλλά η ξένη -την οποία εγώ αγάπησα αργότερα, μεγαλύτερος. Έτσι χωμένος στην ελληνική μουσική, ήμουν λίγο εκτός της εποχής μου.
Αγαπούσα τα αρχαία, πήγα κλασικό, στην τρίτη δέσμη τότε και στράφηκα στην Νομική. Είχε ήδη μπει η αδελφή μου και σπούδαζε. Είχα λίγο και τον ρομαντισμό της Νομικής, το δίκαιο και όλα αυτά. Πήρα το πτυχίο μου στα τέσσερα χρόνια. Βρήκα ενδιαφέρον στις σπουδές μου, ήμουν και πολύ καλός στα ποινικά. Η Νομική είναι μια επιστήμη που σου οργανώνει τον εγκέφαλο, την σκέψη σου. Κι αυτό μου έκανε πολύ καλό και στην μουσική».

«Φοιτητής άρχισα να δουλεύω στον πατέρα μου, να κάνω παραγωγές. Η πρώτη δουλειά που έκανα ήταν το “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι”, τρομερή εμπειρία με τον Διονύση Σαββόπουλο. Βρέθηκα τότε με τον Μπιθικώτση, τον Ζαμπέτα… Καθ΄όλη την διάρκεια της Νομικής δούλευα, κι όταν τελείωσα είπα στον πατέρα μου ότι “τώρα, θα ασχοληθώ με τον εαυτό μου”. Είχα την μεγάλη ανάγκη να εκφραστώ, να μιλήσω μουσικά, γι΄αυτό και ήθελα να σπουδάσω. Ο πατέρας μου αισθανόταν πολύ περίεργα που δεν θα συνέχιζα εγώ την εταιρεία… Δεν είχε ακόμα αναλάβει η αδελφή μου, έκανε μεταπτυχιακά. Σε μια δισκογραφική πρέπει να εκδίδεις και πράγματα που δεν σου αρέσουν. Δεν μπορείς να προτάσσεις το δικό σου γούστο και μόνο».

Το να παιχτεί η μουσική μου στην Επίδαυρο και εγώ να υποκλιθώ εκεί, ήταν κάτι συγκλονιστικό

«Πράγματι το όνομά μου ήταν ένα brand name, Mίνως Μάτσας & Υιός. Δεν φοβόμουν το όνομά μου αλλά είχα ένα παραπάνω εμπόδιο να αποδείξω ποιος είμαι κι ότι όλο αυτό δεν είναι παιχνιδάκι.
Ξεκίνησα γράφοντας τραγούδια, τα οποία μετά ερμήνευσε ο Γιώργος ο Νταλάρας. Το κρατούσα μυστικό, δεν ήθελα κανένας να ξέρει τι κάνω. Γιατί φοβόμουν την απόρριψη και τόσα άλλα. Δούλευα με τον Ακο Δασκαλόπουλο και του είχα πει να μην το συζητήσει με κανέναν. Αλλά το είπε στον Νταλάρα κι όταν το κατάλαβα έκανα μήνες να του μιλήσω…
Θυμάμαι είχα πάει τότε στο σπίτι του Λευτέρη Παπαδόπουλου για να μου γράψει στίχους σε ένα λαϊκό κομμάτι. Δεν πίστευε ότι η μουσική είναι δική μου και με έβαλε να το παίξω. Μετά έγραψε ένα γράμμα στον πατέρα μου και μου έδωσε να του το δώσω. Πολύ αργότερα έμαθα τι του είχε γράψει –“ας το παιδί να κάνει ό,τι θέλει”, με την γνωστή, αθυρόστομη γλώσσα του Λευτέρη… Ο πατέρας μου είχε μια αγωνία για όλο αυτό, γιατί ήξερε καλά τον χώρο. Μετά είχε γίνει και επιτυχία το τραγούδι “καράβια βγήκαν στην στεριά…”, που είχα γράψει εγώ».

 Φωτογραφία: Bovary-Πάνος Μάλλιαρης

«Δεν ήθελα να φύγω ποτέ από την Ελλάδα. Απλώς ήθελα να μάθω και να γράψω μεγαλύτερα πράγματα από το τραγούδι, το οποίο είναι μια πολύ υψηλή μορφή τέχνης αλλά και κάτι συγκεκριμένο. Παράλληλα τότε έκανα την μουσική για μια βωβή ταινία και έγραψα λίγο για το θέατρο, το χοροθέατρο. Είδα τον κόσμο του σινεμά και κυρίως του θεάτρου και γοητεύθηκα…

Πήγα στη Νέα Υόρκη, στην σχολή Julliard για δύο χρόνια -μετά σκόπευα να γυρίσω. Πριν επιστρέψω επικοινώνησα με κάτι ξεχασμένα ξαδέλφια στο Λος Αντζελες, που μου πρότειναν να πάω από εκεί, μια που έγραφα μουσική για ταινίες. Έφυγα από την Νέα Υόρκη των -5 βαθμών και πήγα στο LA των +20… Εκεί συνειδητοποίησα ότι μαζί με μένα γράφουν μουσική ακόμα κάποιες χιλιάδες άνθρωποι.
Στην Αμερική έμεινα συνολικά δέκα πέντε χρόνια. Αλλά γύρισα, γιατί αυτό ήθελα, Αγαπάω πολύ την χώρα μου, τον τόπο μου και τους ανθρώπους εδώ. Στην Αμερική αποκτάς επαγγελματικές σχέσεις, εδώ είναι αλλιώς.
Ήμουν στο Λος Άντζελες όταν με πήρε τηλέφωνο ο Σωτήρης Χατζάκης για να γράψω την μουσική για τους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη που θα ανέβαζε στην Επίδαυρο. Ήρθα στην Ελλάδα, έκανα την δουλειά κι ήταν μια μοναδική εμπειρία. Βέβαια τρόμαξα στην αρχή όταν συνειδητοποίησα ότι στους “Ορνιθες” είχε γράψει την μουσική ο Χατζιδάκις. Αλλά το να παιχτεί η μουσική μου στην Επίδαυρο και εγώ να υποκλιθώ εκεί, ήταν κάτι συγκλονιστικό».

Η κόρη μου γεννήθηκε και ζει στο Σαν Φρανσίσκο. Είναι Ελληνίδα, Μεξικάνα, Γιαπωνέζα, αλλά βασικά είναι Αμερικάνα

«Αυτή η εμπειρία ήταν τόσο δυνατή, που όταν γύρισα πίσω στην Αμερική ήμουν πολύ στεναχωρημένος. Από τότε πέρασαν άλλα έξι χρόνια μέχρι να επιστρέψω στην Ελλάδα. Μέσα σ΄αυτά τα χρόνια έκανα “Το Νησί”. Στην πρεμιέρα της σειράς ήμουν στο Σαν Φρανσίσκο και άκουσα να μιλάνε για το “Νησί” σε ένα μπαρ. Mε τον Παπαδουλάκη (σ.σ. τον σκηνοθετή της σειράς) συνδεθήκαμε, του βάφτισα το παιδί, είμαστε σαν αδέλφια.
Μου έλειπαν οι άνθρωποι στην Αμερική, αυτό που μετά από μια παράσταση έρχονται οι φίλοι σου να σε δουν -κάτι που εδώ είναι αυτονόητο, εκεί ήταν αλλιώς. Αισθάνθηκα μια μοναξιά. Οι έρωτες; Οι έρωτες είναι σημαντικοί έτσι κι αλλιώς».

 Φωτογραφία: Bovary-Πάνος Μάλλιαρης

«Η κόρη μου γεννήθηκε και ζει στο Σαν Φρανσίσκο. Είναι Ελληνίδα, Μεξικάνα, Γιαπωνέζα, αλλά βασικά είναι Αμερικάνα. Είχα ήδη χωρίσει όταν αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα και πρότεινα στην πρώην γυναίκα μου να έρθουν με την κόρη μου να ζήσουν εδώ. Δεν ήταν όμως εφικτό. Σήμερα η κόρη μου είναι δώδεκα χρόνων…
Πατέρας από απόσταση; Νομίζω ότι αν βάλεις τα πράγματα σε μια συναισθηματική σειρά, καταφέρνεις να το αντιμετωπίσεις. Ευτυχώς χάρη στην τεχνολογία, “βλεπόμαστε” καθημερινά κι έρχεται τα καλοκαίρια -εγώ έχω να πάω στην Αμερική τέσσερα χρόνια. Η κόρη μου έτσι έχει μάθει, έτσι έχει μεγαλώσει, αυτό ξέρει, δεν ξέρει αλλιώς. Η σχέση μου μαζί της δεν έχει φθορές -της έχω αδυναμία. Έχει μια προσωπικότητα με μεσογειακό ταμπεραμέντο και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά».

«Ένιωθα πάντα ότι θα βρω τον δρόμο μου, κατά βάθος το ήξερα. Στην Αμερική ήμουν ένας ανάμεσα στους πολλούς, απελευθερώθηκα, ανάσανα. Γιατί παρά το γεγονός ότι δεν έζησα τραυματικά την επωνυμία μου, ήξερα ότι με συζητούσαν κάποιοι ως τον “γιο”.
Την εταιρεία την ανέλαβε η αδελφή μου και με έσωσε… Οχι, δεν το έκανε με πίεση. Νομίζω πως έχει όλα τα στοιχεία που χρειάζονται σε έναν άνθρωπο για να κάνει αυτή την δουλειά».

Επιλέγω τις δουλειές μου, κυρίως, ή μάλλον, μόνον λόγω ανθρώπων και σχέσεων

«Το τραγούδι έχει μια αμεσότητα και στην πράξη και στην διαδικασία. Όταν ακούς σε μια συναυλία τον κόσμο να τραγουδάει ένα τραγούδι σου το αίσθημα είναι μαγικό. Την πρώτη φορά που το έζησα ήταν πολύ συγκινητικό. Το να γράφω μουσική για το θέατρο ή τον κινηματογράφο καλύπτει μια άλλη πλευρά μου. Είναι μια απόλαυση διαφορετικού τύπου. Σε ένα θνησιγενές είδος όπως είναι το θέατρο, μόνο η μουσική μένει από την παράσταση μου λένε οι ηθοποιοί.
Νομίζω ότι τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια υπάρχω ενεργά μέσα στον χώρο. Αλλά δεν εκτίθεμαι σε πρώτο βαθμό, δεν τραγουδάω, δεν παίζω. Αυτό που δεν έχω κάνει και θα ήθελα να κάνω είναι να παίζω την μουσική μου. Είχα κάνει μια συναυλία στον κήπο του Μεγάρου, πριν χρόνια, και το είχα απολαύσει. Γι΄αυτό και σχεδιάζω μια συναυλία».

 Φωτογραφία: Bovary-Πάνος Μάλλιαρης

«Είμαι private σαν άνθρωπος. Χωρίς να θέλω να κρύβομαι, δεν μου αρέσει να εκτίθεμαι. Έχω ένα κομμάτι κλειστό κι ένα ανοιχτό. Αγαπάω τους ανθρώπους, με ενδιαφέρει να τους γνωρίσω, αλλά μου αρέσει να είμαι και μόνος μου -έτσι γράφω.
Δεν μου αρέσει να ξέρει ο άλλος οτιδήποτε με αφορά εκτός από την δουλειά μου. Το προσωπικό μου δεν αφορά κανέναν. Έχω επιλέξει μια διακριτικότητα σαν άνθρωπος και όχι μια έκθεση πρώτου βαθμού…»

«Με τον Κωνσταντίνο (σ.σ. Μαρκουλάκη) γνωριζόμασταν από το σχολείο –το Κολέγιο Αθηνών. Ουσιαστικά ο Κωνσταντίνος ευθύνεται που ασχολήθηκα με το θέατρο. Ήμουν στην Ελλάδα για ένα διάστημα και μου πρότεινε να γράψω μουσική για το “Festen”, στο Θησείον. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Μετά ήρθε στο Λος Άντζελες, έμεινε στο σπίτι μου και γίναμε φίλοι-φίλοι. Ο Κωνσταντίνος επέδρασε στην εμπλοκή μου με το θέατρο. Μετά έγραψα και την μουσική για την παράσταση που ανέβασε, “Ο Δον Ζουν έρχεται από το Σόχο” -μετά ήταν ο Χατζάκης και οι “Ορνιθες”».

«Η χρονιά που πέρασε είχε για μένα πολλή δουλειά, θέατρο με πρόσφατο τον “Μακμπέθ” στο Εθνικό αλλά και σινεμά, με την “Ευτυχία”, μια ταινία που έχει ξεπεράσει τις 650.000 εισιτήρια. Τρελό! Νομίζω ότι η επιτυχία της έγκειται στην ανάγκη του Έλληνα να επανασυνδεθεί με το παρελθόν του, χωρίς φολκλόρ και τέτοια. Με ευχαριστεί που όταν αυτό γίνεται με ωραίο τρόπο, σωστά, πετυχαίνει.
Με ενέπνευσαν τα τραγούδια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου για να γράψω τις δικές μου μουσικές. Με την μουσική μου εκφράζω τι συμβαίνει μέσα στην ιστορία -το χάρηκα πολύ όλο αυτό».

«Προσπαθώ να οργανώνω την δουλειά μου και εμπιστεύομαι τον χρόνο. Υπάρχει μια νομοτέλεια που λειτουργεί, αν και αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Φέτος βρέθηκα να κάνω πολλά μαζί.
Το να γράφεις μουσική για ταινίες και παραστάσεις δεν είναι για όλους. Κυρίως δεν θέλει εγωισμούς, κάτι που έμαθα στην Αμερική -ο εγωισμός είναι και λίγο μεσογειακό χαρακτηριστικό. Καλείσαι συχνά να αλλάξεις πράγματα, κι αυτό για τον καλλιτέχνη είναι δύσκολο.
Όταν γράφω για το θέατρο δεν μπορώ να γράφω από το σπίτι μου. Πηγαίνω στις πρόβες, προσαρμόζω την μουσική μου. Τώρα στον “Μακμπέθ” είχα την τύχη να δουλεύω με τον Δημήτρη (σ.σ. Λιγνάδη) έναν άνθρωπο κι έναν καλλιτέχνη που ακούει την μουσική και σαν σκηνοθέτης αλλά κυρίως σαν ηθοποιός. Ο λόγος του κυλάει ανάμεσα τις νότες… Κι αυτό είναι καταπληκτικό και φαίνεται στο αποτέλεσμα.
Επιλέγω τις δουλειές μου, κυρίως, ή μάλλον, μόνον λόγω ανθρώπων και σχέσεων».