Νατάσσα Μποφίλιου: «Το να είσαι διαφορετικός είναι το απόλυτο προτέρημα»
Ειλικρινής, αφοπλιστική και ντόμπρα. Η Νατάσσα Μποφίλιου λέει τα πράγματα με το όνομά τους και τραγουδά με την ψυχή της. Πιστεύει στην ελευθερία, στο σύνολο και στη διαφορετικότητα και σου μιλά σαν να σε ξέρει. Λίγες ώρες πριν το δεύτερο lockdown, σε μια Αθήνα όπου δεν έπεφτε καρφίτσα, δώσαμε ραντεβού για έναν ζεστό καφέ και μου αφηγήθηκε τη ζωή της.
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Η μητέρα μου είναι από την Κεφαλλονιά και η πατέρας μου από την Κύθνο. Είχα συναρπαστικά παιδικά χρόνια, πολύ όμορφα. Πάντα στη ζωή μου προσπαθώ να βρω αυτό που ένιωθα όταν ήμουν παιδί. Αυτήν την αθωότητα, την ξενοιασιά, την ασφάλεια.
Είμαστε πολύ δεμένη οικογένεια. Έχουμε σχέσεις πάρα πολύ δυνατές. Δεν μπορεί να φανταστεί ο ένας τη ζωή του χωρίς τον άλλον. Και μιλάω για την ευρύτερη οικογένεια. Γιατί τέτοια σχέση έχουμε και με τους θείους μας, τις γιαγιάδες μας, τον παππού μας, τα αδέρφια μεταξύ μας. Για μας η οικογένεια είναι η αρχή των πάντων.
Ήμουν πάντα πάρα πολύ ανεξάρτητη, αλλά ήθελα και εξακολουθώ να θέλω ένα ασφαλές περιβάλλον να ζω, από μωρό παιδί. Οι γονείς μου δεν ήταν καθόλου αυστηροί. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φόρες νιώθω ότι μεγάλωσα… έτσι. Δεν είχα ποτέ την αίσθηση ότι ήμουν παιδί και έπρεπε να υπακούσω στους κανόνες, να κάνω αυτό που μου λέει η μαμά και ο μπαμπάς μου, να αντιδράσω. Ήταν όλα πολύ easy going. Και επειδή οι γονείς μου γενικά είναι άνθρωποι που είναι πολύ ελεύθεροι, που γίνονται καλύτεροι μεγαλώνοντας και εξελίσσονται, ακολούθησαν τη δική μας ροή. Άκουσαν πώς θέλαμε εμείς να μεγαλώσουμε, να προχωρήσουμε, τα θέλω μας στη ζωή. Ήταν δίπλα μας, μας στήριζαν. Ενώ πολλές φορές τα παιδιά ακολουθούν τους γονείς στη δική μας περίπτωση έγινε το αντίθετο. Οι γονείς ακολούθησαν εμάς και εξακολουθούν να μας ακολουθούν.
Με νοιάζει πολύ η ασφάλεια, αλλά δεν νιώθω εξαρτημένη από κανέναν, δεν περιμένω κάτι από κάποιον. Και αυτό νομίζω ότι με βοήθησε να φτιάξω και τις υπόλοιπες σχέσεις της ζωής μου. Όπως είναι οι φίλοι μου, που είναι η δεύτερη οικογένειά μου. Ναι μεν δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτούς, αλλά δεν είμαι εξαρτημένη, είμαι ελεύθερη. Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν την ανάγκη μου και θα μου δώσουν αυτό που χρειάζομαι από μόνοι τους. Έχω ακολουθήσει ένα τέτοιο μοντέλο ζωής και μου έχει βγει 100%.
Η μέρα του γάμου μου ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής μου.
Ούτε από τον σύζυγό μου, με τον οποίο είμαστε 8 χρόνια μαζί, νιώθω εξαρτημένη. Έχουμε φοβερή ελευθερία. Βέβαια, δε θα μπορούσα να έχω και άλλη σχέση μαζί του, γιατί όταν δεν το έζησα αυτό με τους γονείς μου ή με τους φίλους μου, δε θα μπορούσα ποτέ να το ζήσω με έναν σύντροφο.
Ο γάμος δεν άλλαξε τίποτα στη σχέση μας. Το έχω ξαναπεί και το εννοώ: η μέρα του γάμου μου ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής μου. Όσο κλισέ και αν ακούγεται, για μένα είναι αλήθεια. Γιατί ήταν όλοι οι άνθρωποι που αγαπώ εκεί, δεν έλειπε κανένας. Άτομα που έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωσή μου. Παντρευόμουν με τον άνθρωπο που ήθελα. Μπροστά σε όλους μοιραστήκαμε την αγάπη μας. Κάναμε το ωραιότερο πάρτι, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ήμασταν όλοι παρόντες. Περάσαμε όλοι καταπληκτικά. Ουσιαστικά, αυτό που πρόσθεσε ο γάμος στη σχέση μας είναι ότι θα έχουμε πάντα εκείνη τη φωτεινή μέρα χαραγμένη στη μνήμη μας.
Έχω αποφασίσει ότι δε θα απαντάω όταν με ρωτάνε για παιδιά. Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Παλεύουν, αγωνίζονται και δεν μπορούν. Επίσης, υπάρχουν εκείνοι που, πολύ απλά, δεν γουστάρουν να διαιωνίσουν το είδος τους. Άνθρωποι που δεν τους ολοκληρώνει οι οικογένεια, γυναίκες που δε θα νιώσουν ολοκληρωμένες υπάρξεις επειδή θα φέρουν στον κόσμο ένα παιδί. Αν οι άντρες δεν έχουν παιδί δεν τρέχει και κάτι. Η γυναίκα που είναι άτεκνη όμως στηλιτεύεται. Αυτό πρέπει να σταματήσει.
Η ατεκνία προκύπτει και από επιλογή αλλά και επειδή δεν μπορείς να κάνεις παιδί. Φορτώνουμε τα κορίτσια και τις γυναίκες με ένα απίστευτο άγχος και όλο αυτό ξεκινά από την οικογένεια και το κοινωνικό σύνολο. Έχω μια φίλη στην ηλικία μου, η οποία έρχεται σε επαφή με πολλές γυναίκες στη δουλειά της και όλες τη ρωτάνε «γιατί δεν έχεις παιδί». Μου αποκαλύπτει ότι τη φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση. Μια άλλη φίλη μου παλεύει, θέλει πάρα πολύ να κάνει παιδί, αλλά δεν τα καταφέρνει. Μάλιστα της λένε «γιατί δεν έχεις κάνει παιδί, είσαι έξι χρόνια παντρεμένη». Και η γυναίκα αυτή νιώθει κάθε φορά ότι είναι ατελής -κάτι που φυσικά δεν ισχύει.
Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η κοινωνία να σταματήσει αυτές τις ερωτήσεις και να μην περιμένει από τους ανθρώπους την εξέλιξη που αυτή θέλει. Θα κάνουμε ό,τι μας αρέσει. Δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν. Για το μόνο που πρέπει να δώσουμε λογαριασμό είναι να είμαστε καλοί άνθρωποι, να μην ενοχλούμε κανέναν, να προάγουμε την καλύτερη δυνατή συνύπαρξη, να είμαστε ευγενικοί ο ένας με τον άλλον, τρυφεροί, και επιτέλους μας αξίζει σαν ανθρωπότητα να αναζητήσουμε την ευτυχία. Αλλά για τον καθένα η ευτυχία έρχεται τελείως διαφορετικά.
Το σχολείο μου άρεσε πολύ. Θα γυρνούσα στα σχολικά μου χρόνια. Όσο ήμουν στο σχολείο δεν ένιωθα καταπίεση. Είχα φτιάξει κι εκεί την κυψέλη μου. Είχα τους φίλους μου, περνούσα ωραία. Προσπαθούσα μέσα από το σχολείο να γνωρίσω ανθρώπους και να μάθω πράγματα. Δεν καταπιεζόμουν και δεν ήθελα να μπω σε καλούπια. Ήμουν καλή μαθήτρια, όσο χρειάζεται. Δεν έκανα ποτέ το κάτι παραπάνω για να είμαι άριστη, αλλά δεν υπήρχε μέρα που να ήμουν αδιάβαστη. Ήμουν η μαθήτρια του 17-18.
Διάβασα υπερβολικά στις Πανελλήνιες. Όταν πήγα δευτέρα λυκείου διαπίστωσα ότι υπήρχαν πράγματα που δεν τα ξέρω και επειδή ήθελα να σπουδάσω Πολιτικές Επιστήμες, έπρεπε να καλύψω κενά. Παρόλα αυτά το σχολείο δεν το έχω συνδεδεμένο με την παράδοση. Πιο πολύ το έχω συνδεδεμένο με τις πλάκες, τις εκδρομές, με τα γκρουπ που παίζαμε μουσική, τις φίλες μου, τα γκομενιλίκια.
Είχα διεξόδους και αυτό με βοήθησε να περάσω καλά. Δεν ήμουν ο άνθρωπος που πήγαινε μόνο στο σχολείο και στα ιδιαίτερα. Ήμουν στη χορωδία, έκανα χορό, έπαιζα πιάνο. Δηλαδή έκανα συνέχεια πράγματα που ναι μεν έκαναν την καθημερινότητά μου δύσκολη και γεμάτη, αλλά με βοηθούσαν να μην αισθάνομαι ότι είμαι απλά ένας μαθητής που υπακούει σε κανόνες. Ήμουν ένας άνθρωπος που μεγάλωνε. Είναι πολύ σημαντικές οι δραστηριότητες που κάνουν τα παιδιά εκτός σχολείου -και όχι μόνο οι ξένες γλώσσες.
Η μαμά μου στα 47 της αποφάσισε να κάνει ένα μωρό -όπως καταλαβαίνεις ζω σε μια οικογένεια που εξελίσσεται διαρκώς! Ο αδερφός μου τώρα είναι 10 χρονών και του λέω τα ίδια. Ναι μεν, πρέπει να διαβάζει για να αποκτά γνώσεις, αλλά να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο και να αναζητά πάντα και άλλα πράγματα. Έτσι μόνο γίνονται ανεκτά τα πολλά χρόνια που περνά κανείς στο σχολείο.
Το 2011, ενώ τραγουδούσα το «Εν Λευκώ» στην Τεχνόπολη και είχα κλείσει τα μάτια μου, τα άνοιξα και είδα όλον τον κόσμο να τραγουδάει μαζί μου. Τότε είπα στον εαυτό μου «Ήσουν τραγουδίστρια τελικά»
Σπούδαζα πιάνο από 5 χρονών μέχρι τα 15, έφτασα λίγο πριν τις εξετάσεις για τη Β’ Ανωτέρα. Ασχολούμουν με το πιάνο πιο πολύ. Ενώ έπαιζα, τραγουδούσα. Αλλά πιο πολύ έβλεπα τον εαυτό μου σαν μουσικό, παρά σαν τραγουδίστρια. Και πιστεύω ότι ο λόγος που δεν μπορώ να υπάρξω εκτός ομάδας είναι και αυτός: το γεγονός ότι τον εαυτό μου πάντα τον αντιμετώπιζα ως ένα μέρος συνόλου.
Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να μην παίζει μουσική. Να είμαι απλά όρθια και να τραγουδάω. Στο σχολείο γνώρισα και τον Άγγελο Τριανταφύλλου. Άρχισε να παίζει εκείνος μουσική και εγώ να τραγουδάω. Το σχολείο μας πρότεινε να πάμε στους πανελλήνιους μαθητικούς αγώνες και τότε άρχισα να νιώθω πιο πολύ τραγουδίστρια, παρά πιανίστρια. Το άφησα εκεί, πέρασα στο Πανεπιστήμιο και δεν το έψαξα παραπάνω.
Ξεκινάω λοιπόν σαν φοιτήτρια και δε σκέφτομαι καθόλου τη μουσική. Τότε έρχεται στη ζωή μου ο Κώστας Τσίρκας, ο οποίος μου λέει ότι ετοιμάζουν ένα demo με τον φίλο του τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο και θέλει να τραγουδήσω γιατί έχω ωραία φωνή. Πηγαίνουμε στο σπίτι του, μου παίζουν την «Ασπιρίνη και κάποια άλλα τραγούδια. Εγώ εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι εκείνα τα τραγούδια είναι γραμμένα για μένα. Ότι είναι εγώ.
Γινόμαστε αδέρφια. Αρχίζουμε δουλεύουμε μαζί. Τραγουδάω την «Ασπιρίνη» και αρχίζει να με παίζει το ραδιόφωνο. Από το 2003 που γνώρισα τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο και τον Θέμη Καραμουρατίδη και αρχίσαμε να φτιάχνουμε τα τραγούδια, μέχρι το 2011, παρόλο που δούλευα σαν σκυλί και ήμουν τρομακτικά αφοσιωμένη, δεν είχα αναγνωρίσει τον εαυτό μου ως επαγγελματία τραγουδίστρια. Αν με ρωτήσεις πώς γίνεται αυτό, θα σου πω ότι, μάλλον ήταν κάτι που το έκανα ασυνείδητα, μια εσωτερική ανάγκη. Η ανάγκη μου να υπάρχω μέσα από τη μουσική και από τα συγκεκριμένα τραγούδια -γιατί εγώ έγινα τραγουδίστρια για να τραγουδήσω τα τραγούδια των παιδιών, όχι απλά για να γίνω.
Δεν ήρθα ποτέ σε σημείο να πω: ή παρατάς το Πανεπιστήμιο, για να γίνεις τραγουδίστρια ή ακολουθείς μια ζωή πιο σίγουρη. Δεν υπήρξε ποτέ δίλημμα. Απλά συνέβη. Δηλαδή, μέχρι το 2009 έδινα μαθήματα κανονικά στη σχολή.
Θα σου πω κάτι που το λέω πάντα, αλλά είναι πολύ χαρακτηριστικό. Την περίοδο που είχα ήδη βγάλει τέσσερα άλμπουμ, έμπαινα στα ταξί και όταν με ρωτούσαν με τι ασχολούμαι έλεγα «σπουδάζω Πολιτικές Επιστήμες». Δεν έλεγα είμαι τραγουδίστρια. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως σκεφτόμουν «μην το πεις γιατί μπορεί να αποτύχεις και αν τα πράγματα δεν σου βγουν όπως τα θες, θα απογοητευτείς». Από την άλλη, ίσως επειδή είμαι άνθρωπος που απλά πάω. Δεν το πολυσκέφτομαι. Λειτουργώ εντελώς συναισθηματικά, με το ένστικτο.
Κάποια στιγμή, μια μέρα το 2011, ενώ τραγουδούσα το «Εν Λευκώ» στην Τεχνόπολη και είχα κλείσει τα μάτια μου, τα άνοιξα και είδα όλον τον κόσμο να τραγουδάει μαζί μου. Τότε είπα στον εαυτό μου «Ήσουν τραγουδίστρια τελικά».
Η τύχη περνάει δίπλα σε όλους. Όμως, το να τη δεις, να τη γραπώσεις και να την κρατήσεις είναι καθαρά προσωπική, σκληρή δουλειά, που δεν σταματάει δευτερόλεπτο.
Ναι, νιώθω τυχερή γιατί μεγάλωσα στο σπίτι που μεγάλωσα. Αυτό από μόνο του είναι μια ύψιστη τύχη. Γεννήθηκα από μπαμπά τον Νίκο και μαμά την Κατερίνα και έχω τα αδέρφια που έχω. Η δεύτερη μεγάλη τύχη είναι ότι το μοντέλο ζωής του σπιτιού μου προσπάθησα να το αναπαράγω και στην υπόλοιπη ζωή μου, κάτι που με βοήθησε να βρω τους φίλους μου. Σε αυτούς φυσικά συμπεριλαμβάνονται και οι συνεργάτες μου. Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος και ο Θέμης Καραμουρατίδης είναι η οικογένειά μου, δουλεύουμε 17 χρόνια μαζί. Οπότε αισθάνομαι τυχερή που τους βρήκα.
Η τύχη περνάει δίπλα σε όλους. Όμως, το να τη δεις, να τη γραπώσεις και να την κρατήσεις είναι καθαρά προσωπική, σκληρή δουλειά, που δεν σταματάει δευτερόλεπτο. Όταν ξεκινήσαμε με τον Γεράσιμο και τον Θέμη, βγήκαμε στην ίδια εταιρία με αρκετούς καλλιτέχνες. Το πώς αρπάζει κανείς την ευκαιρία, έχει να κάνει με το δικό του προσωπικό χαρακτήρα και το πόσο είναι διατεθειμένος να κοπιάσει, να μάθει, να εξελιχθεί, ακόμα και να αλλάξει.
Θα μπορούσαμε εύκολα να είχαμε σκοτωθεί μεταξύ μας, για τα λεφτά, για το ντιβιλίκι, για τη μαρκίζα. Ή απλά γιατί βαρεθήκαμε και αλλάξανε οι ζωές μας. Έχουμε περάσει πάρα πολλά εμπόδια. Το γεγονός ότι καταφέραμε να τα ξεπεράσουμε, δεν είναι τύχη. Είναι καθαρή, στεγνή δουλειά με τον εαυτό μας. Εμείς διατηρήσαμε αυτόν τον πυρήνα, αυτήν την ομάδα που μας βοήθησε να τα καταφέρουμε.
Άλλο να είσαι μόνος σου, άλλο να είστε τρεις. Κάθε φορά που περνούσα μια δυσκολία -κι έχω περάσει πάρα πολλές- είχα κάποιον να μου πει «μη στεναχωριέσαι». Είναι τεράστιο πλεονέκτημα. Ήμουν ένα κοριτσάκι που βγήκα στη δουλειά και ήθελα να τα κάνω όλα με τον δικό μου τρόπο, τα δικά μου τραγούδια, τις δικές μου αξίες, τη δική μου εμφάνιση. Άγνωστη με δύο αγνώστους. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο όλο αυτό. Δεν είχαμε ούτε εταιρίες να μας στηρίζουν ούτε τίποτα. Για πολλά χρόνια, αλλά είχαμε ο ένας τον άλλον.
Κάθε τραγουδιστής έχει δύο ομάδες ακροατών. Από τη μια, υπάρχει ο πυρήνας του, δηλαδή όσοι τον ακολουθούν πιστά. Αυτός ο πυρήνας είναι που τον ορίζει και καθορίζει την πορεία του. Υπάρχουν όμως και οι περιφερειακοί ακροατές, αυτοί που τον φτάνουν τελικά στην επιτυχία. Είναι αυτός που θα ακούσει το «Μέτρημα» και θα έρθει να δει μια συναυλία σου επειδή του άρεσε. Η ουσία με την επιτυχία έχουν μεγάλη απόσταση. Το δύσκολο είναι να καταφέρεις να τις παντρέψεις. Να μείνεις πιστός στην ουσία, αλλά να έρθει και η επιτυχία από τον περιφερειακό ακροατή.
Βέβαια, εμείς απευθυνόμαστε πάντα στον πυρήνα και αυτόν έχουμε ως κριτήριο. Αυτοί είναι άνθρωποι που μας μοιάζουν, που μοιραζόμαστε τις ίδιες κοινωνικές και ψυχικές αξίες. Είμαστε ίδια ράτσα. Είναι άνθρωποι ευαίσθητοι, που ψάχνουν χώρο να υπάρξουν. Δεν κομπλάρουν, δεν έχουν πρόβλημα να είναι διαφορετικοί. Τη διαφορετικότητα την αντιλαμβανόμαστε σαν να είναι «κουσούρι». Για μένα, το να είσαι διαφορετικός είναι το απόλυτο προτέρημα. Και μπορεί να ακούγεται λίγο υπερφίαλο, αλλά συγκαταλέγω τον εαυτό μου στους διαφορετικούς.
Είναι μεγάλο πράγμα να μιλάς σε αυτούς που θες. Υπάρχουν καλλιτέχνες που, δυστυχώς, δεν τους ταιριάζει το κοινό τους αλλά του κάνουν τα χατίρια, με αποτέλεσμα καλλιτεχνικά να μην εισπράττουν την ικανοποίηση που θέλουν. Το να νιώθεις μέσα σου πλήρης, γεμάτος και ευτυχισμένος που κάνεις αυτή τη δουλειά εξαρτάται από το αν την κάνεις με αυτούς που θες και αν απευθύνεσαι σε αυτούς που θες. Κι αυτό είναι πολύ μεγάλο δώρο.
Αυτό μου προσφέρει ασφάλεια και δεν φοβάμαι να συγκρουστώ. Δε με νοιάζει να πω πράγματα που ξέρω ότι θα γυρίσουν σαν τυφώνας πάνω μου. Γιατί είμαι σίγουρη ότι με αυτούς που θέλω βρισκόμαστε σε κοινό άξονα. Αυτό μου δίνει και την άνεση να είμαι ο εαυτός σου. Είναι μεγάλο πράγμα να νιώθεις ο εαυτός σου. Σε βοηθάει να εξελίσσεσαι.
Υπάρχουν άνθρωποι που βρήκαν μόνοι τους τον δρόμο τους. Εγώ τον βρήκα από το σπίτι μου. Στην οικογένειά μου ανέκαθεν πρωταγωνιστούσε η σχέση μας με το σύνολο, την κοινωνία. Αισθανόμασταν μέλη ενός συνόλου, δεν άκουσα ποτέ τη φράση «εμείς να είμαστε καλά». Πάντα κινούμασταν με τη φιλοσοφία «εμείς στον κόσμο». Κάτι που με βοήθησε επίσης ήταν και η μουσική που ακούγαμε στο σπίτι. Μουσική προβληματισμένη, με θέση.
Έτσι, έμαθα αυτές τις αξίες να τις θεωρώ δεδομένες. Για μένα, ήταν δεδομένο να λες τη γνώμη σου. Όταν ερχόταν η μαμά μου στο σχολείο, όπου τη φώναζαν πολύ συχνά -φώναζαν και τον μπαμπά μου, αλλά η μαμά μου ήταν πιο τσαμπουκαλού, παρόλο που δεν της φαίνεται- ο δάσκαλος μπορεί να της έλεγε για παράδειγμα ότι «η Μποφίλιου ξεσήκωσε τα παιδιά για αποχή». Η μητέρα μου, αντί να μου πει «τι είναι αυτά που έκανες», μου έλεγε «συγχαρητήρια, είμαι περήφανη που είσαι παιδί μου». Στον συντηρητικό καθηγητή -ο οποίος ήθελε να μη μιλάω όταν γινόταν μια αδικία- του έλεγε ότι έπραξα άριστα. Αυτό, λοιπόν, με διαμόρφωσε.
Στην αρένα των social media και της δημόσιας εικόνας έπρεπε μόνη μου να σκεφτώ ότι, ναι μεν η μαμά μου, οι φίλοι και ο πυρήνας μου είναι μαζί μου, αλλά το πώς θα αντιμετωπίσω όλους τους υπόλοιπους, είναι κάτι που πρέπει να το κάνω μόνη μου. Θα μπορούσα να είχα κάνει πίσω πολλές φορές, αλλά δεν το έκανα. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να λέει «άστο, μην το ανεβάσεις αυτό, μην το πεις». Αλλά ευτυχώς η φωνούλα από την καθοδήγηση των γονιών έρχεται και μου λέει «Τι λες; Δεν ντρέπεσαι λίγο;». Με σπρώχνει να εκφράζομαι πάντα.
Θρησκεία μου είναι οι ιδέες, αυτές που μπορεί να οδηγήσουν μια κοινωνία να γίνει ανώτερη και καλύτερη
Θυμάμαι είχα γράψει πόσο είχα χαρεί όταν πέρασε το σύμφωνο συμβίωσης. Γενικά έχω πει και έχω πάρει θέση για πολλά, πολύ πιο «καυτά» θέματα. Σε πληροφορώ ότι, τις περισσότερες διαγραφές που έχει δεχτεί το προφίλ μου ήταν για το σύμφωνο συμβίωσης. Εκεί έπαθα μεγάλο πατατράκ, σοκαρίστηκα. Τότε σκέφτηκα «θα συνεχίσεις να είσαι σύμμαχος του αδύναμου, αυτού που καταπιέζεται, αυτού που αδικείται».
Για μένα, θρησκεία μου είναι οι ιδέες, αυτές που μπορεί να οδηγήσουν έναν άνθρωπο, μια κοινωνία να γίνει ανώτερη, καλύτερη. Έχω πολλούς φίλους που πιστεύουν στον Θεό. Σέβομαι πάρα πολύ τους ανθρώπους που πιστεύουν, σέβομαι συνολικά την πίστη. Βέβαια δε σημαίνει ότι σέβομαι και τους εκπροσώπους των θρησκειών. Αυτό είναι κάτι άλλο. Υπάρχει η εκκλησιαστική εξουσία, που δεν έχει απαραίτητα σχέση με τη θρησκεία και αυτήν πρέπει να την κρίνουμε ως θέση. Όσα κάνει η εκκλησία και τη θέση που παίρνει απέναντι στα πράγματα όχι απλώς πρέπει να τα κρίνουμε, αλλά και να τα στηλιτεύουμε. Όπως τα τέρατα που βγαίνουν από τα στόματα παπάδων ή το γεγονός ότι κλείνει ο πολιτισμός και οι εκκλησίες παραμένουν ανοιχτές. Δεν μπορώ να τα δεχτώ αυτά σαν πολίτης και αυτό δεν έχει να κάνει καθόλου με την πίστη ή τον σεβασμό μου προς αυτήν.
Από παιδί μου άρεσε η μόδα. Πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να βλέπει ταινίες εποχής και να κοιτάζω τα ρούχα ή να διαβάζω τις «Μικρές Κυρίες» -το οποίο είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία και με έχει υπερδιαμορφώσει σαν παιδάκι- και να φαντάζομαι τι φοράνε. Για μένα, τα ρούχα που φοράω είναι ένα κοστούμι, το οποίο εξωτερικεύει όσα νιώθω κάθε μέρα. Όπως ακριβώς βγαίνει μια ηθοποιός στη σκηνή και ερμηνεύει έναν ρόλο, έτσι τα βλέπω. Μου φτιάχνουν τη μέρα.
Όταν έχω ελεύθερο χρόνο προσπαθώ να τον περνάω όσο το δυνατόν περισσότερο με τους φίλους μου και την οικογένειά μου, αυτό έχω ανάγκη. Μου αρέσει πολύ το θέατρο, να πηγαίνω σε live, σινεμά, να διαβάζω βιβλία. Επίσης, με τον άντρα μου καιγόμαστε στις σειρές. Δεν έχουμε μόνο Netflix, έχουμε όλα τα συνδρομητικά! Και τα ταξίδια αγαπώ, αλλά για λόγους οικονομικούς και χρόνου, δεν μπορώ να κάνω αυτά που θέλω. Θα ήθελα να πάω στην Ιαπωνία, στην Αργεντινή, στην Κούβα, στην Ινδία. Για να κάνεις ένα τέτοιο ταξίδι πρέπει να έχεις και χρόνο, αλλά και την οικονομική δυνατότητα. Αλλά έχουμε πει με τον άντρα μου αυτός να είναι ο επόμενος στόχος μας, να κάνουμε μερικά από τα ταξίδια που ονειρευόμαστε.
Η Εποχή του Θερισμού
Προσπαθήσαμε να κάνουμε έναν δίσκο χωρίς να έχουμε τίποτα στο μυαλό μας, χωρίς να έχουμε καμία ιδέα πώς θα δέσουν τελικά μουσικά όλα μαζί.
Ξεκινήσαμε πρώτα με τραγούδια πιάνο-φωνή. Ύστερα, μετά την πρώτη καραντίνα, άρχισαν σταδιακά και από μόνα τους τα τραγούδια να γίνονται δίσκος. Το άλμπουμ άρχισε να παίρνει χρώμα και μια πιο ποπ διάσταση. Ο Θέμης έκανε τις ενορχηστρώσεις και βρήκε εμένα και τον Γεράσιμο απόλυτα σύμφωνους.
Δεν θα αλλάζαμε νότα, λέξη, ήχο. Είναι αυτό ακριβώς που θέλαμε να πούμε. Θέλαμε απλά να τον κάνουμε όπως μας βγαίνει και γι’ αυτόν τον λόγο είναι και αβίαστος στο άκουσμά του. Ακούς και τα 10 τραγούδια το ένα μετά το άλλο, έχει φοβερή συνοχή. Συνήθως οι δουλειές μας στην αρχή αμφισβητούνται πολύ και μετά αγαπιούνται. Σκέψου, ακόμα και η «Βαβέλ» είχε γκρίνιες. Όταν φτιάχνεις ένα άλμπουμ πάντα σκέφτεσαι «Θα αρέσει αυτό στους ανθρώπους μας;». Αυτός ο δίσκος, λοιπόν, για κάποιον περίεργο λόγο δεν είχε αντιδράσεις. Από την πρώτη ακρόαση με τη νέα μας δισκογραφική εταιρεία την Cobalt Music μέχρι και τώρα, ο κόσμος τον δέχτηκε ακριβώς όπως τον φτιάξαμε.
Είναι ένας δίσκος που βγήκε φωτεινός. Πώς γίνεται και φτιάξαμε σε μια τόσο σκοτεινή φάση, έναν τόσο φωτεινό δίσκο; Και μάλιστα εμείς, που μπορεί να αγαπάμε το φως, αλλά φλερτάρουμε το σκοτάδι και μας γοητεύει καλλιτεχνικά. Δεν ξέρω! Τον είχαμε όμως πολύ ανάγκη. Είμαι πολύ περήφανη για το άλμπουμ. Θα μπορούσε να είναι η καλύτερή μας δουλειά, σίγουρα πάντως είναι στο top 3.