Χρήστος Μαρκογιαννάκης/Φωτογραφία: Nicolas Aristidou

Ο συγγραφέας Χρήστος Μαρκογιαννάκης ξετυλίγει τη ζωή του «κρυφού» γιου της Κάλλας και του Ωνάση

Μία από τις αποκαλύψεις που έγιναν παλαιότερα για τις άγνωστες πτυχές της ζωής του Αριστοτέλη Ωνάση, ήταν η κρυφή εγκυμοσύνη της Μαρίας Κάλλας. Ο Όμηρος Λενγκρίνι γεννήθηκε και πέθανε στις 30 Μαρτίου 1960. Ο ισχυρισμός προήλθε από τη βιογραφία «Greek Fire» και έκτοτε συνδέεται με την ιστορία της Κάλλας.

Το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας Χρήστου Μαρκογιαννάκη εξερευνά τη θρυλική σχέση Κάλλας-Ωνάση και το μυστήριο γύρω από το υποτιθέμενο «κρυφό» παιδί τους. Ο συγγραφέας μιλάει στο Bovary.gr για την αμφιλεγόμενη θεωρία πίσω από τον «Όμηρο», για τον όρο «criminart» με τον οποίο συστήθηκε στους αναγνώστες, καθώς και για τη ζωή του στο Παρίσι, αφού άφησε πίσω την καριέρα του ως δικηγόρος.

«Η συγγραφή ήρθε οργανικά, αβίαστα και η κυκλοφορία των πρώτων μου βιβλίων στη Γαλλία σχεδόν κατά τύχη. Όταν είχα πρωτομετακομίσει στο Παρίσι, απογοητευμένος από ένα σύγχρονο σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα που είχε γίνει διεθνές best-seller, στο οποίο η ψυχολογία του δολοφόνου, τα κίνητρα, η επιλογή των θυμάτων, το modus operandi κλπ ήταν καταφανώς λάθος, αποφάσισα να γράψω ένα αστυνομικό όπως εγώ ως εγκληματολόγος, με εμπειρία στο ποινικό και φανατικός αναγνώστης του είδους θα ήθελα να το διαβάσω.

»Έτσι γεννήθηκε η πρώτη περιπέτεια του αστυνόμου Μάρκου, η οποία χάρη στις συγκυρίες και σε έναν αγαπημένο Ελληνογάλλο συγγραφέα, τον Michel de Grèce, βρήκε τον δρόμο του προς το αναγνωστικό κοινό της Γαλλίας, αμέσως μετά το πρώτο Criminartistic δοκίμιό μου. Η εμπορική και κριτική του επιτυχία άνοιξε έναν νέο δρόμο στη ζωή μου, κάτι που δεν είχα ποτέ φανταστεί (δεν είμαι από αυτούς που ονειρεύονταν από παιδιά να γίνουν συγγραφείς). Έκτοτε, κι αφού πήρα την απόφαση να εγκαταλείψω τη δικηγορία, κάνω αυτό που αγαπώ, χάρη στους αναγνώστες που με ακολουθούν και με εμπιστεύονται. Προσπαθώ, λοιπόν, να το κάνω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».

Φωτογραφία: Nicolas Aristidou

Σχετικά με τον όρο «criminart», ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης εξηγεί πώς ήρθε το πρωτότυπο της ιδέας και της εκτέλεσης που τον έκανε να ξεχωρίσει και να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό:

«Το 2010, μια έκθεση στο αγαπημένο μου Παριζιάνικο μουσείο, το Orsay, με τίτλο "Έγκλημα και τιμωρία" μου έδωσε την ιδέα για μια διδακτορική διατριβή στην Εγκληματολογία, πάνω στην αναπαράσταση της δολοφονίας στη Γαλλική ζωγραφική του 19ου αιώνα. Μετακόμισα, λοιπόν, στη Γαλλική πρωτεύουσα και ξεκίνησα να διεξάγω έρευνα στα μουσεία για να συγκεντρώσω υλικό. Όταν ξεκίνησα ωστόσο να γράφω, διαπίστωσα πως ήμουν τόσο παθιασμένος με το θέμα που δεν μπορούσα να το αναπτύξω με στεγνή επιστημονική προσέγγιση όπως θα απαιτούσε ένα PhD.

»Συνταιριάζοντας τα δύο μου πάθη, το επαγγελματικό/ επιστημονικό (το έγκλημα) και το προσωπικό (την τέχνη) συνδυάζοντας την σκοτεινή, καταστροφική πλευρά της ανθρώπινης φύσης με την φωτεινή και δημιουργική έπλασα τον όρο Criminart. Σε αυτόν συμπεριέλαβα αναλύσεις του τρόπου που παρουσιάζεται το έγκλημα στις πλαστικές τέχνες και το έγκλημα καθαυτό ως μια εκ των καλών τεχνών, όπως υποστηρίζει ο Άγγλος δοκιμιογράφος του 19ου αιώνα, Thomas De Quincey. Κυκλοφόρησα δυο δοκιμιακά βιβλία πάνω στο θέμα «Scènes de crime au Louvre» και «Scènes de crime à Orsay», ξεκίνησα να δημιουργώ installations και να κάνω σχετικές ομιλίες ανά τον κόσμο. Το κοινό στη Γαλλία πριν από συγγραφέα (αστυνομικής αλλά όχι μόνο) λογοτεχνίας με γνώρισε αρχικά ως criminartist. Το πρωτότυπο της ιδέας και της εκτέλεσης μου επέτρεψε να ξεχωρίσω και να απευθυνθώ σε ευρύ κοινό».

Η Κάλλας, ο Ωνάσης κι ένα παιδί που ψάχνει την ταυτότητά του στο «Omero, le fils caché»

«Πριν λίγα χρόνια διαβάζοντας το βιβλίο «Greek Fire» του Νίκου Γκατζογιάννη έμαθα για αυτό το παιδί που σύμφωνα με πηγές που αναφέρει ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1960 και πέθανε ελάχιστες στιγμές μετά τη γέννησή του. Αληθές ή όχι, αυτό αποτέλεσε τη σπίθα της έμπνευσης ενός μυθιστορήματος που ισορροπεί μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, σε μια what-if αυτοβιογραφία. Ο Όμηρος (όπως είναι το όνομα του νεογνού στο πιστοποιητικό γεννήσεως και θανάτου που παραθέτει ο Γκατζογιάννης στο βιβλίο του) μας διηγείται τη ζωή του. Μεγαλώνει υιοθετημένος στην Ιταλία των δεκαετιών 1960 και ’70 και στα δεκαεπτά του μαθαίνει πως οι βιολογικοί του γονείς είναι δύο παγκοσμίως διάσημοι άνθρωποι για τους οποίους ο ίδιος δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα.

»Ξεκινά λοιπόν η Οδύσσειά του, ένα ταξίδι που διαρκεί σαράντα χρόνια, και που τον πάει από την Ιταλία στην Ελλάδα, την Αμερική και τη Γαλλία, καθώς προσπαθεί να ανακαλύψει τις ρίζες του, και την αλήθεια για το τι συνέβη μετά τη γέννησή του. Κυρίως ψάχνει να καταλάβει τον εαυτό του, πρόκειται για μια περιπέτεια με τελικό προορισμό την ταυτότητα και την αίσθηση του «ανήκειν».

»Το μυθιστόρημα αυτό, μεταξύ πολάρ και σύγχρονης τραγωδίας, κυκλοφόρησε πρώτα στη Γαλλία το 2023 (ως φόρος τιμής στη χώρα που επέλεξε να ζήσει και όπου πέθανε η Μαρία Κάλλας), αγαπήθηκε από τους αναγνώστες και έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Σύντομα θα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός κι ελπίζω να αγαπηθεί εξίσου».

«Omero, le fils caché» (Όμηρος, ο κρυφός γιος)

Μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει εάν υπάρχει κάποια σκηνή ή κάποιος χαρακτήρας που δυσκολεύτηκε να «ζωντανέψει» στο νέο του βιβλίο:

«Με τον καιρό και την εμπειρία, οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων όταν "πατάνε" για πρώτη φορά στη σελίδα έχουν ήδη στο μυαλό μου μια ιστορία, παρελθόν, παρόν, όνειρα, απογοητεύσεις, χαρακτηριστικά και στόχους. Ως τέτοιοι παίρνουν τα ηνία και (με μια ελαφρά καθοδήγηση, καθώς υπάρχουν για να υπηρετήσουν την πλοκή) δρουν, αντιδρούν, σκέφτονται αυτόνομα, ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες, καθώς εξελίσσεται το κείμενο. Αν, λοιπόν, κάποιος χαρακτήρας με δυσκολέψει, σημαίνει πως δεν τον έχω δουλέψει αρκετά στο μυαλό μου, πως κάπου έχω κάνει κάποιο λάθος στην σκιαγράφησή του, στη ψυχολογία του, πως κάποιο στοιχείο λείπει. Ξαναδιαβάζω όσα έχω γράψει, και τον αφήνω να με οδηγήσει εκεί που το κείμενο τον πάει».

Ο κεντρικός ήρωας των μυθιστορημάτων και η δολοφονία της... Άννας Βίσση

«Ο αστυνόμος Μάρκου γεννήθηκε όταν ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου αστυνομικό μυθιστόρημα από την ανάγκη ενός πρωταγωνιστή με τη στόφα αγαπημένων ερευνητών, όπως ο Πουαρό, ο Χολμς ή ο Μαιγκρέ, ο οποίος θα διεξάγει την έρευνα (καθώς απαιτεί το whodunit, η έρευνα δηλαδή για τον δράστη ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος, σε έναν κλειστό κύκλο υπόπτων). Αρχικά τον έντυσα με υλικά οικεία, την αγάπη για την Κάλλας και την αστυνομική λογοτεχνία σαν alter ego μου, αλλά ως άνθρωπο της δράσης και μάλλον μοναχικό, μουντρούχο σε αντίθεση με εμένα που είμαι μάλλον «θεωρητικός» του εγκλήματος και κοινωνικός. Ήδη από τα μέσα του χειρογράφου εκείνου, ωστόσο, ο Μάρκου διεκδίκησε και κέρδισε αρχικά την αυτονομία κι έπειτα την ανεξαρτησία του. Δρα, σκέφτεται με τον δικό του τρόπο, έχει τον δικό του κώδικα αξιών, εγώ απλά τον παρακολουθώ και καταγράφω τις περιπέτειές του. Με τέσσερις ήδη έρευνες στο ενεργητικό του («Στον 5ο όροφο της Νομικής», «Θάνατος επί Σκηνής», «Μυθιστόρημα με κλειδί» και «Ο δολοφόνος στις σελίδες») και την πέμπτη να κυκλοφορεί το 2025, έχει εξελιχθεί σχεδόν σε φίλο, έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου».

Φωτογραφία: Nicolas Aristidou

Ο συγγραφέας αναφέρθηκε στο προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο «Θάνατος επί σκηνής», το οποίο εμπνεύστηκε από την Άννα Βίσση. Μεταξύ άλλων αποκαλύπτει και την αντίδραση της τραγουδίστριας όταν συναντήθηκαν από κοντά.

«Στο βιβλίο «Θάνατος επί σκηνής» (Εκδόσεις Μίνωας, 2023) μια εξαιρετικά επιτυχημένη τραγουδίστρια με καριέρα δεκαετιών, αφού έχει γίνει στόχος ανώνυμων απειλών και περίεργων ατυχημάτων, δολοφονείται κατά τη διάρκεια της αποχαιρετιστήριας συναυλίας της μπροστά στο κοινό της. Ο αστυνόμος Μάρκου καλείται να ανακαλύψει τον δράστη, που όπως υποψιάζεται κρύβεται στο περιβάλλον της. Πράγματι η έμπνευση της ιστορίας γεννήθηκε από ένα pop κομμάτι της δεκαετίας του ’80, γραμμένο από τον Νίκο Καρβέλα και τραγουδισμένο από την Άννα Βίσση, το «Σαν δολοφόνος μανιακός» που περιγράφει τις σκέψεις και τις δράσεις μιας stalker. Όταν έπλαθα τον χαρακτήρα της Νένης Βαντά, της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, δανείστηκα στιλιστικά χαρακτηριστικά αλλά και στοιχεία από την καριέρα της μεγαλύτερης (κατ’ εμέ) σύγχρονης Ελληνίδας τραγουδίστριας. Αυτό δεν σημαίνει πως ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι η Άννα Βίσση. Ακόμα κι αν εμπνεόμαστε από πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις δημιουργούμε νέα.

»Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου στα γαλλικά το 2020, υπό τον τίτλο «Mourir en scène» βρεθήκαμε με την Άννα Βίσση χάρη σε έναν κοινό, αγαπημένο φίλο, τον Χρύσανθο Πανά, και της αποκάλυψα πως είχε υπάρξει η έμπνευσή μου, συμπληρώνοντας πως κατά τον Oscar Wilde «Καθείς σκοτώνει αυτό που αγαπά.» Η Άννα εκτός από τεράστια καλλιτέχνις είναι και υπέροχος άνθρωπος, ακομπλεξάριστη, με αίσθηση του χιούμορ. Επομένως γέλασε και συνεχίσαμε με άλλες ενδιαφέρουσες συζητήσεις.

»Πράγματι πολλοί αναγνώστες στην Ελλάδα όταν διαβάζουν το μυθιστόρημα, την σκέφτονται, όπως, αντίστοιχα, οι Γάλλοι αναγνώστες φαντάζονται τη Mylene Farmer ή τη Dalida», προσθέτει.

Τέλος, ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης έβαλε έναν τίτλο στον τρόπο που σκέφτεται όταν γράφει, ο οποίος είναι Citius, Altius, Fortius! «Πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά» στα οποία θα συμπλήρωνε και «πιο καλά», χάρη στην εμπειρία και την τριβή.

Περισσότερες πληροφορίες για τον συγγραφέα και τα βιβλία του, βρείτε εδώ.