Φάνης Μουρατίδης: «Μόνο θετικό πρόσημο βάζω στη ζωή μου μέχρι τώρα»
Ο ηθοποιός και παρουσιαστής, Φάνης Μουρατίδης, ξετυλίγει τη διαδρομή του από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα.
Έχει παίξει σε εξαιρετικές θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές σειρές, ταινίες και φέτος μάς αποκαλύπτει μια ακόμα πτυχή του: αυτή του παρουσιαστή. Ο Φάνης Μουρατίδης κάνει «Money Drop», στον Alpha, και στη σκηνή του θεάτρου Αλάμπρα πρωταγωνιστεί (και σκηνοθετεί) σε μια ιστορία για φαντάσματα.
Τα παιδικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, το baby sitting στη μικρότερη αδερφή του, οι μέντορες του, η απόφαση να κατέβει στην Αθήνα, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που απέρριψε σε σειρά του Μανούσου Μανουσάκη, η τηλεοπτική επανένωση με τη σύζυγο του Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους, ο ρόλος του μπαμπά, ο τηλεοπτικός «Φάνης» είναι μόνο μερικοί από τους σταθμούς της ζωής του ηθοποιού και παρουσιαστή που αφηγείται στο Bovary.
«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, σε μια μικροαστική οικογένεια, και μεγάλωσα στη παλιά λαχαναγορά. Έντονη γειτονιά, τώρα ψιλό έρημη – τότε γεμάτη ζωή με διαφορετικά υλικά ανθρώπων: τσιγγάνοι, τραβεστί, μπακάλικα, ζαχαροπλαστεία, συνεργείο αυτοκινήτων, που δούλευα ως πιτσιρικάς, καβγάδες. Γενικότερα, ζωή με τη λαϊκή έννοια. Δεν ήμουν ζωηρό παιδί. Είχα μεγάλες παρέες, παίζαμε πολύ έξω στο δρόμο ως πιτσιρικάδες, φωνές από τη μάνα για να μαζευτούμε στο σπίτι και κολλητούς, παιδικούς φίλους από τότε μέχρι σήμερα.
Μαθητής δεν ήμουν ούτε καλός, ούτε κακός - κάτι παραπάνω από μέτριος.. Δεν αγαπούσα πολύ το διάβασμα, δεν ήταν από τα σημαντικά μου, πιο πολύ ήθελα παιχνίδι, χαβαλέ, πλάκα, σαχλαμάρα – είχα μια έφεση σ’ αυτό. Από την άλλη, φαντασία, όνειρα, εκκλησία, κατηχητικό, Πάσχα, γιορτές, νηστεία, ταχινόπιτες. Μπορεί, πλέον, να μην τα ακολουθώ όλα αυτά, αλλά η ταχινόπιτα παραμένει η αγαπημένη μου πίτα.
«Έχω χάσει πολλές σχέσεις για να κάνω baby sitting στην αδερφή μου»
Έχω μια μικρότερη αδερφή, έχουμε 11,5 χρόνια διαφορά οπότε η σχέση μας δεν ήταν ανταγωνιστική. Την έβλεπα σαν κόρη μου. Περνούσα πολλές ώρες μαζί της γιατί όταν έβγαιναν οι γονείς μας ή εργάζονταν εγώ την κρατούσα. Ήμουν 15 χρονών κι εκείνη 3 ετών. Είχα χάσει πολλές σχέσεις, εξαιτίας της αδερφής μου, γιατί έπρεπε να κάνω baby sitting. Τότε δεν υπήρχαν τα κινητά να ενημερώσεις την κοπέλα. Έπρεπε να πας στο περίπτερο να την πάρεις τηλέφωνο να της πεις «Θα έρθω γύρω στις 6 με 7 στο ραντεβού». Περνούσε η ώρα, πήγαινε 9 το βράδυ, εκείνη έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της οπότε, συνήθως, μου έλεγαν «Μείνε με την αδερφή σου». Δεν πειράζει, η αδερφή μου ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Κάπως έτσι πήγε αυτό..
«Δεν έχω απωθημένα»
Κάνοντας μια αναδρομή, η ζωή μου πήγε πολύ καλά. Δεν έχω απωθημένα. Τα απωθημένα μου είναι τελείως άλλα απ΄ αυτά που φαντάζεται κανείς - έχω ικανοποιήσει τα περισσότερα. Ας πούμε, θα ήθελα να είχα ζήσει για ένα με δύο χρόνια στο εξωτερικό περισσότερο από περιέργεια. Για να δω κι έναν άλλον τρόπο ζωής, άλλες κουλτούρες. Θα ήθελα να είμαι πιο πολύ πολίτης του κόσμου. Όσο μεγαλώνω με τις υποχρεώσεις που υπάρχουν περνάει σε δεύτερη μοίρα – κάποτε ήταν προτεραιότητα. Eίμαι ένας άνθρωπος που μόνο θετικό πρόσημο μπορώ να βάλω στη ζωή μου μέχρι τώρα».
Πώς προέκυψε η υποκριτική και οι μέντορες του
«Η υποκριτική προέκυψε όταν ήμουν στην Γ’ Λυκείου και ήταν τελείως τυχαίο γεγονός. Όταν έφτιαχνα το μηχανογραφικό μου δήλωσα Διοίκηση Επιχειρήσεων, Οικονομικά μη ξέροντας, ουσιαστικά, τι είναι όλα αυτά. Πραγματικά, δεν ήξερα τι θέλω να γίνω. Συμπλήρωσα το μηχανογραφικό που έκαναν όλοι: ακολούθησα τις καλές σχολές χωρίς να έχω ιδέα παραπάνω.. Λίγο μετά το Πάσχα, πριν πάμε την πενθήμερη εκδρομή, έκανε το φροντιστήριο μου μια εκδήλωση και μου ζητήθηκε να γράψω 4 σκετσάκια και να τα παίξω. Το θέμα ήταν να κοροϊδέψω τους καθηγητές και μου άρεσε ότι θα κανιβαλήσω τη φάση. Ανέβηκα στη σκηνή, έκανα το stand up της εποχής κι αυτό κινητοποίησε ένα μηχανισμό γύρω μου, όπου όλοι άρχιζαν να μου λένε να γίνω ηθοποιός. Αυτή η ιδέα, άρχισε να δουλεύει μέσα στο κεφάλι μου. Έτσι, βρέθηκα να κάνω οντισιόν όπου με πήραν σε παιδική παράσταση -μετά έδωσε στη δραματική σχολή.
«Είχα την τύχη να έχω αξιόλογους δασκάλους στη σχολή, όπως τον Δημήτρη Βάγια, την Σοφία Λάμπρου, ενώ μέντορά μου θεωρώ τον Νίκο Μπακόλα και τον Ανδρέα Βουτσινά, ο οποίος υπήρξε καταλυτικός παράγοντας στη ζωή μου. Αυτό το υλικό των ανθρώπων με διαμόρφωσε πάρα πολύ. Βίωσα ωραίες συναντήσεις, δουλειές, εργαστήρια, ευκαιρίες...
Στην επαγγελματική μου διαδρομή μου «κουβαλάω» ομάδες θεάτρων, πολλούς ρόλους, εμπειρίες, γαλουχήθηκα και στα 28 μου χρόνια είχα παίξει σε τουλάχιστον 18 μεγάλες παραγωγές. Η πρώτη μου παράσταση ήταν «Τρωάδες», σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, στην Επίδαυρο σε ηλικία μόλις 18 ετών. Σε εκείνη την ιστορική παράσταση έπαιζαν η Λυδία Φωτοπούλου, η Φιλαρέτη Κομνηνού, τα πουλέν του ελληνικού θεάτρου, και η Αλέκα Παϊζη – μεγάλη περσόνα. Θυμάμαι, ένα βράδυ όλα τα «κομπαρσάκια» της παράστασης της κάναμε το τραπέζι γιατί την εκτιμήσαμε πολύ ως άνθρωπο. Εκείνη τα έχασε και συγκινήθηκε πάρα πολύ. Εκτιμήσαμε έναν άνθρωπο χωρίς να γνωρίζουμε την καλλιτεχνική του αξία -εγώ τότε μπήκα στη σχολή, δεν είχα ιδέα από θέατρο. Σ’ αυτή την παράσταση κάτι φυτεύτηκε μέσα μου. Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση και ποτέ δεν ξεχνάς το συναίσθημα. Όταν τελείωσα το ΚΒΘΕ έπαιξα ξανά σε παράσταση του Βουτσινά κι έκανα κάποια σεμινάρια μαζί του. Ο ίδιος έπαιξε καταλυτικό ρόλο γιατί μου διέλυσε την αντίληψη για το θέατρο. Μου άλλαξε όλη μου την κοσμοθεωρία! Για μένα, ήταν σοκ γιατί νόμιζα ότι ξέρω και δεν ήξερα τίποτα.
«Η μετάβαση από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ήταν δύσκολη»
Έζησα ότι υπήρχε στη Θεσσαλονίκη και μετά πήρα την απόφαση να κατέβω στην Αθήνα. Η μετάβαση ήταν δύσκολη, αλλά έπρεπε να γίνει. Είχε ολοκληρωθεί ένας κύκλος όσο κι αν δεν ήθελα να το αποδεχτώ γιατί συνδέομαι πολύ με τους ανθρώπους. Φανταζόμουν την Αθήνα σαν το Βερολίνο ένα πράγμα! Ο επαρχιώτης φαντασιώνεται την πρωτεύουσα σαν κάτι που τον υπερβαίνει κατά πολύ. Μου έκανε καλό γιατί η φαντασία μου είχε πάει πιο μακριά από την ακτίνα μου. Οπότε συνειδητοποίησα ότι δεν είναι τόσο τρομακτικό...Στην Αθήνα ξεκινούσε μια διαφορετική πραγματικότητα...»
«Ξεκίνησα σε αθηναϊκό θέατρο για πρώτη φορά, στο ακριβώς απέναντι από αυτό που είμαι σήμερα. Πέρασαν 26 χρόνια για να ξανά βρεθώ σε αυτό το δρόμο, ο οποίος έχει αποκτήσει πάλι ζωντάνια. Αυτή είναι και η μαγεία του θεάτρου: να ξανά δίνει ζωή σε ένα δρόμο που είχε πεθάνει..
Όλα αυτά τα χρόνια έχουν συμβεί πολλά στη ζωή μου. Είμαι ευλογημένος που όταν ήρθα στην Αθήνα δούλεψα με τον παραγωγό Γιώργο Λεμπέση και δεν είναι τυχαίο που το ίδιο που ένιωθα για τον κυρ -Γιώργο, το νιώθω για την οικογένεια Τάγαρη. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μπέσα, ευθύτητα, την έννοια του «έχουμε δώσει λόγο», έρχονται στην πρόβα και έχουν αγωνία για το θέατρο.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος που απέρριψε σε πασίγνωστη σειρά του Μανούσου Μανουσάκη
Πώς μπήκε η τηλεόραση στη ζωή μου; Το οφείλω στη Φαίη Ξυλά, με την οποία είμαστε μαζί στην παράσταση. Ήταν το 2000 όταν παίζαμε στο θέατρο Αμόρε, τότε είχα κάνει μια ταινία και για πρώτη φορά είχα πολλές προτάσεις για να κάνω τηλεόραση. Εγώ ήμουν προκατειλημμένος με το Μέσο και η Φαίη με παρότρυνε να δοκιμάσω για να μην το έχω αργότερα απωθημένο στη ζωή μου.
Ο άνθρωπος που μου έκανε τη σημαντικότερη πρόταση ήταν ο Μανούσος Μανουσάκης για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Μη μου λες αντίο» που έγινε τεράστια επιτυχία. Στο ενδιάμεσο, δέχτηκα πρόταση από τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου για το ρόλο του «Μαρίνου», στη σειρά «Έτσι Ξαφνικά». Διάβασα το σενάριο κι ενθουσιάστηκα -δεν με πείραξε που ήταν δεύτερος ρόλος, ήθελα να τον κάνω. Θυμάμαι οι συζητήσεις με τον Μανούσο κάπου είχαν κολλήσει κι όσο περίμενα ήρθε η συγκεκριμένη πρόταση που τελικά αποδέχτηκα.
Στην πρώτη μου τηλεοπτική σειρά είχα την ευλογία να είμαι με μια παρέα συνομηλίκων ηθοποιών – Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Αιμίλιος Χειλάκης και ο συγχωρεμένος Κωνσταντίνος Παπαχρόνης – που πέρασα πάρα πολύ ωραία. Ένιωσα ενοχές που περνούσα τόσο πολύ καλά! Αισθανόμουν ότι πρόδιδα την σταθερή μου σχέση: το θέατρο. Στην πορεία αγάπησα το σινεμά, την τηλεόραση, την παρουσίαση, τη διαφήμιση, τη διδασκαλία – τελικά ανακάλυψα ότι αγαπώ την επικοινωνία. Πιστεύω ότι είμαι πολύ επικοινωνιακός. Η τηλεόραση μου έχει δώσει πάρα πολλές χαρές, ελάχιστες λύπες».
«Ο ρόλος του μπαμπά είναι από τους πιο δύσκολους»
«Δεν ξέρω να σου απαντήσω τι μπαμπάς είμαι, ρώτα τους γιους μου. Είναι ένα κεφάλαιο με τεράστιο ερωτηματικό και από τους πιο δύσκολους ρόλους. Γιατί η ζωή είναι μετά. Η στάση και η συμπεριφορά σου θα καθορίσει τα πράγματα. Ούτε ξέρω να πω αν είμαι φίλος ή κλασικός μπαμπάς για τα παιδιά μου – είμαι ακόμα στο παιχνίδι. Όταν κάποιος παίζει μπάλα δεν ξέρει αν κάνει καλές τρίπλες. Τώρα είμαι μέσα στο παιχνίδι και δεν ξέρω από που θα μου έρθει η μπάλα…
Αν είναι εύκολη η συμβίωση για δύο καλλιτέχνες; Γενικότερα, είναι δύσκολες οι σχέσεις των ανθρώπων ανεξαρτήτου επαγγέλματος. Πλέον, οι εποχές είναι τελείως διαφορετικές από όταν ήμασταν εμείς πιτσιρικάδες. Οι συνθήκες, οι επιρροές, τα ερεθίσματα, οι δυσκολίες, οι ανάγκες, τα οικονομικά παίζουν καθοριστικό ρόλο. Περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα σε ένα επάγγελμα που είναι τελείως στον αέρα, ήταν δύσκολο και ήθελε τεράστια ψυχραιμία, ομοψυχία, αγάπη και εκτίμηση.. Κι τελικά αυτό που αξιολογείς και θεωρείς ότι είναι το πιο ουσιαστικό, για σένα, είναι αν τον άλλον άνθρωπο, όπως και να τα φέρει η ζωή, είτε είστε μαζί μέχρι να πεθάνετε, είτε δεν είσαι μαζί του, να τον αγαπάς, να τον εκτιμάς, να συνεχίζεις να σέβεσαι, να θαυμάζεις και να μην νιώθεις ότι ο χρόνος πήγε χαμένος. Κάνεις οτιδήποτε περνά από το χέρι σου για να συνεχίζεις να σέβεσαι τη σχέση..
«Δεν είμαστε επαγγελματικό ζευγάρι με τη σύζυγο μου»
Γιατί δεν έχουμε παίξει ξανά μαζί με την Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους; Ούτε μαζί βγαίνουμε, ούτε φωτογραφιζόμαστε σε περιοδικά. Όταν είσαι με έναν άνθρωπο μέσα στο σπίτι, όλο το 24ωρο, το να φύγεις έχεις την ανάγκη να «ξεμπουκώσεις». Δε θέλεις να κουβαλήσεις τα προβλήματα του σπιτιού και στη δουλειά -αυτή είναι η δική μου προσωπική άποψη. Υπάρχουν ζευγάρια που αναζωογονούνται να παίζουν μαζί -σε εμάς δε λειτουργεί. Τι φταίνε οι συνάδερφοι αν εγώ έχω παρεξηγηθεί με τη γυναίκα μου, παίζουμε στην ίδια παράσταση, και δε μιλιόμαστε; Δεν υπάρχει λόγος να το περάσουμε όλο αυτό, δεν το έχουμε ανάγκη. Δεν είμαστε επαγγελματικό ζευγάρι – ο καθένας μας είναι αυτόνομος.
Η τηλεοπτική επανένωση με την Άννα -Μαρία Παπαχαραλάμπους και το τελευταίο γύρισμα με τον Μανούσο Μανουσάκη
Από το 2007, ξανά παίξαμε με την Άννα σε ένα επεισόδιο της σειράς «Το Δίχτυ», του Μανούσου Μανουσάκη -μάλιστα εκείνη με συλλαμβάνει. Κάναμε το τελευταίο επεισόδιο που γύρισε ο Μανούσος – το 6ο.
Θέλω να είμαι ειλικρινείς: Τον Μανούσο Μανουσάκη δεν τον ήξερα τόσο καλά, τον γνώριζα σε κοινωνικό επίπεδο. Από τότε που συνεργάστηκα μαζί του, το έλεγα συνέχεια στην Άννα, η εκτίμηση και ο σεβασμός μου ήταν ακαριαίος απέναντι του. Αισθάνθηκα ότι έχω να κάνω με έναν καλλιτέχνη, με έναν άνθρωπο γνώστη του αντικειμένου, με έναν τολμηρό πιτσιρικά, ασύλληπτο μυαλό που δε λυγίζει σε τίποτα και βρίσκει τρόπους σε όλες τις συνθήκες. Μετά τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, που για μένα είναι η κορωνίδα και δεν κρύβω την εκτίμηση μου, ο αμέσως επόμενος είναι ο Μανούσος Μανουσάκης.
Τον αγάπησα και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ που δεν πρόλαβα να του τα πω όλα αυτά. Μάς πιάνει αυτή η μαλακία πως «Κάποια στιγμή θα τα πούμε»..Περίμενα την πρεμιέρα της σειράς για να τον δω και να του μιλήσω, να του πως πως αισθάνθηκα και τελικά δεν μπόρεσα να του εκφράσω τον θαυμασμό μου, πόσο χάρηκα τη συνεργασία μας.. Δεν πάω να του πλέξω το εγκώμιο, ούτε είμαι από τους ανθρώπους που κάνω δημόσιες σχέσεις, αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω τον ενθουσιασμό μου - είχαμε κάνει μόνο 12 μέρες γύρισμα. Όταν «έφυγε» κι από περιέργεια μπήκα στο διαδίκτυο να διαβάσω για τον ίδιο ανακάλυψα ότι είχε ίδια ημέρα γενέθλια με τον μπαμπά μου. Σοκαρίστηκα όταν το είδα – μπορεί να σημαίνει κάτι, μπορεί και τίποτα. Για μένα, για ένα περίεργο λόγο βγάζει νόημα.. »
«Το «Money Drop» είναι μια άλλη πίστα. Απολαμβάνω την παρουσίαση»
«Τη φετινή σεζόν παρουσιάζω το τηλεπαιχνίδι «Money Drop», που προβάλλεται στον Alpha. Η παρουσίαση είναι μια ιστορία που κρατάει πολλά χρόνια – έχω δεχτεί πολλές προτάσεις. Δεν ένιωθα έτοιμος, αλλά μετά το «Maestro» δεν μπορούσα να κάνω σειρά. Έψαχνα να βρω μια εναλλακτική και τη βρήκα στο «Money Drop». Για μένα, το τηλεπαιχνίδι είναι μια άλλη πίστα, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και είναι μια νέα πρόκληση. Υπήρξαν όλες οι κατάλληλες συνθήκες τόσο από το κανάλι όσο και από την παραγωγή.
Απολαμβάνω πολύ την παρουσίαση, ότι κάνω το απολαμβάνω -αν δε συμβαίνει το χαλάω. Δηλαδή, αν είμαι ερωτευμένος θα φτάσω στα άκρα,αν αισθανθώ προδομένος, είμαι αυτή η ακραία περίπτωση, είναι σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ αυτό για μένα».
«Ότι αφορά τη σειρά «Maestro» είναι από τις σημαντικότερες αποσκευές μου. Εμένα ο ρόλος μου δεν συνεχίζεται, ο ήρωας μου πεθαίνει...Θυμάμαι ότι πήγαινα στα γυρίσματα, στους Παξούς, και ήταν σαν να κάνω διακοπές. Μέσα από αυτή την σειρά φτιάχτηκε η μεγάλη εικόνα και ο χάρτης... Αν θέλει κάποιος πραγματικά να κάνει μια σειρά για το Netflix ο χάρτης είναι εκεί. Ας μη μένουμε στις συνωμοσίες που δικαιολογούν ότι δεν κάνουμε τίποτα στο τέλος. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης είναι πολύ δουλευταράς -αυτό το παιδί είναι ελβετικός σουγιάς. Να τον έχει ο Θεός καλά, να είναι δημιουργικός, να κάνει ωραία πράγματα και να βρεθούμε ξανά».
Η παράσταση, στο θέατρο Αλάμπρα, που έχει γίνει «talk of the town»
«Στο θέατρο Αλάμπρα, που έχω την καλλιτεχνική διεύθυνση, σε συνεργασία με τον παραγωγό μου Μάριο Τάγαρη, παίζω και σκηνοθετώ την παράσταση «2.22 The Ghost Story». Πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο που λέει πράγματα τη στιγμή που φαίνεται σα να μη λέει τίποτα -είναι ο τρόπος που με γοητεύει ένας που φέρνει τη γνώση. Δηλαδή, νομίζεις ότι αυτός απέναντι σου είναι χαζούλης και μετά συνειδητοποιείς ότι είναι 40 χιλιόμετρα πιο μπροστά σου..
Όταν ψάχνεις το βλάκα, σκέψου ότι μπορεί να είσαι εσύ. Στο τέλος συμβαίνει μια μεγάλη ανατροπή και πολλές φορές κάποιος θεατής θέλει να ξανά δει την παράσταση για να προσέξει λεπτομέρειες στις οποίες δεν είχε δώσει σημασία.
« Δεν με νοιάζει να καταξιωθώ»
Αν είναι εύκολο να παίζω και να σκηνοθετώ; Αν αγαπάς τη δουλειά σου τίποτα δεν είναι δύσκολο, εκτός κι αν έχεις άλλες προσδοκίες. Εγώ δεν έχω άλλες προσδοκίες – αγαπάω τη δουλειά μου! Θέλω ο θεατής που θα έρθει να δει την παράσταση κάτι να πάρει -είμαστε εδώ για τον κόσμο. Είμαστε η συντροφιά του, να τον κάνουμε να περάσει καλά, να ψυχαγωγηθεί, να ξεχαστεί, να κοινωνικοποιηθεί, να ενταχτεί με τον άλλο κόσμο σε μια εποχή που όλοι απομονώνονται, να φτιάξει μια επιδραστική σχέση με εμάς, να του επικοινωνήσουμε κάτι και να δημιουργήσουμε μια σχέση με τα χρόνια.
Δεν με νοιάζει να καταξιωθώ, απ΄ αυτό έχω φύγει και δεν με αφορά. Είμαι στο να προσφέρω από όποια θέση και να βρίσκομαι. Έχω πάρει κι αποδοχή – είμαι πολύ «OK». Θέλω να προσφέρω και να είμαι δίπλα σου στη στιγμή σου… Πόσες φορές θα βρεθείς με 200.000 ευρώ; Κι όμως, εγώ την ώρα που εσύ θα κερδίσεις και θα πάρεις αυτά τα χρήματα, για να σπουδάσεις το παιδί σου, ή να βοηθήσεις τη μάνα σου, θα είμαι εκεί μαζί σου. Στην αφήγηση σου, κερδίζοντας το έπαθλο, κάπου θα είμαι κι εγώ...Για μένα αυτό είναι ιερό….».
Το «Money Drop» προβάλλεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 23.30, στον Alpha.
Η παράσταση «2.22 The Ghost Story» παίζεται Τετάρτη με Κυριακή στο θέατρο Αλάμπρα.