«Δευτέρα Παρουσία»: Το ταξίδι δύο γυναικών σε μια βομβαρδισμένη πόλη -Η Τζούλια Γκανάσου μιλά στο Bovary
Ήταν ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου του 2022, όταν τα πρώτα ρωσικά τεθωρακισμένα μπήκαν στα περίχωρα του Κιέβου. Οι σειρήνες του πολέμου στην Ουκρανία ήχησαν κι έκτοτε οι καταστροφικές επιθέσεις συνεχίζουν με τον ίδιο αμείωτο ρυθμό. Από τότε ολόκληρη η χώρα έχει βομβαρδιστεί με πόλεις να σβήνονται από το χάρτη. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, από τις δύο πλευρές του μετώπου, έχουν σκοτωθεί. Εκατομμύρια άλλοι προσπάθησαν να επιβιώσουν τρέποντας σε βίαιη φυγή από τα σπίτια τους.
Η «Δευτέρα παρουσία» της συγγραφέα Τζούλιας Γκανάσου εξιστορεί μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία περιγράφοντας τη μοίρα δύο γυναικών σε μια βομβαρδισμένη πόλη. Το μυθιστόρημα είναι τοποθετημένο στο σήμερα και αφορμάται από αληθινά γεγονότα και περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων που διεξήχθησαν σε διάφορα σημεία του κόσμου.
Η Τζούλια Γκανάσου μέσω της συγγραφής «επιβιώνει από την καθημερινότητα, διαχειρίζεται τις δυσκολίες και εξακολουθεί να αγωνίζεται και να εκφράζεται ελεύθερα», όπως δήλωσε στο Bovary.gr, με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα. Η συγγραφέας μας περιγράφει την ιστορία του βιβλίου «Δευτέρα παρουσία» και αποκαλύπτει το έναυσμα γι’ αυτό το εγχείρημα:
«Η ιστορία του μυθιστορήματος λαμβάνει χώρα σε μια κατοικημένη πόλη η οποία βομβαρδίζεται. Η 17χρονη Άννα και η 75χρονη γιαγιά της βρίσκονται στο άδειο σαλόνι του σπιτιού τους. Η έφηβη προτείνει να φύγουν, να βρουν καταφύγιο. Η γιαγιά αρνείται. Η Άννα επιμένει. Διαπιστώνει ότι τα πόδια της Όλγας έχουν παραλύσει. Τότε, η εγγονή παίρνει τη γιαγιά στην πλάτη και βγαίνουν από το σπίτι. Η Όλγα πάνω στην Άννα, η Άννα κάτω από την Όλγα, οι δύο γυναίκες σαν ένα σώμα θα έρθουν αντιμέτωπες με την αποσύνθεση ενός κόσμου, με σκιές και αγρίμια με αποκριάτικες μάσκες, με παρένθετες μητέρες και καταφύγια φυλακές, με παιδομάζωμα αλλά και με κάθε λογής όμορφα πλάσματα προσπαθώντας να επιζήσουν.
»Πρόκειται για μια ιστορία επιβίωσης σε μια βομβαρδιζόμενη χώρα, για μια περιπέτεια ενηλικίωσης στις φλόγες του πολέμου, για έναν αγώνα διεκδίκησης των πλέον δεδομένων, του νερού, της τροφής, της στέγης, της ασφάλειας, της αγάπης και κάποιων όχι και τόσο αυτονόητων, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της ίδιας της ζωής.
Εναύσματα για τη σύλληψη και τη συγγραφή του βιβλίου υπήρξαν αφενός η θλίψη και η αηδία που προξενούν οι βομβαρδισμοί άμαχων πληθυσμών σε κατοικημένες περιοχές, γεγονός το οποίο επαναλαμβάνεται διαρκώς στις μέρες μας με ανυπολόγιστες συνέπειες, αφετέρου η στιγμή που οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με το τι αξίζει να διασώσουν περισσότερο σε μια κρίσιμη στιγμή. Θα ήθελα πάρα πολύ η επιλογή να είναι, πάντα και παντού, πρώτα ο άνθρωπος».
Η έρευνα και οι προκλήσεις που αντιμετώπισε κατά τη συγγραφή του βιβλίου
Σύμφωνα με την Τζούλια Γκανάσου, η «Δευτέρα παρουσία» περιλαμβάνει αληθινά γεγονότα όπου χρειάστηκε να κάνει έρευνα για να ολοκληρώσει το πρώτο μέρος του βιβλίου. Αφορμή στάθηκε ένα βίντεο από το καταφύγιο μιας εταιρείας με παρένθετες μητέρες στο Κίεβο.
«Με εξοργίζουν οι βομβαρδισμοί κατοικημένων πόλεων σε όλο τον κόσμο. Παρακολουθώντας την περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία και στη Λωρίδας της Γάζας, οι εικόνες με συγκλόνισαν. Αυτό αποτέλεσε το έναυσμα και το υλικό για το πρώτο μέρος του βιβλίου όπου η εγγονή με τη γιαγιά στην πλάτη προσπαθούν να βρουν καταφύγιο στη βομβαρδιζόμενη πόλη τους. Ταυτόχρονα, έπεσαν στην αντίληψή μου βίντεο από το καταφύγιο μιας εταιρείας με παρένθετες μητέρες στο Κίεβο όπου εξακολουθεί να πραγματοποιείται η παραγωγή μωρών «κατά παραγγελία» καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό μου έγινε εμμονή. Έψαξα όλες τις πληροφορίες που υπήρχαν στο διαδίκτυο και έγραψα το δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου η εγγονή με τη γιαγιά βρίσκονται "αιχμάλωτες" στο καταφύγιο με τις παρένθετες μανάδες. Το τρίτο μέρος το αφήνω ως έκπληξη.
»Σαφώς, υπήρξαν προκλήσεις κατά τη διάρκεια της γραφής. Πρώτα από όλα, έπρεπε να αποδοθεί όσο πειστικότερα γινόταν, η φρίκη του πολέμου μέσα από τα μάτια κυνηγημένων, εκδιωγμένων γυναικών και όχι, μέσω ένστολων αντρών. Δευτερευόντως, ήθελα να υπάρχει μια δόση μαγικού ρεαλισμού και ποίησης ώστε να παίρνουν ανάσες οι ηρωίδες και κατ΄ επέκταση, ο αναγνώστης. Τέλος, τα αληθινά γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν την έμπνευση, έπρεπε να εμπλουτιστούν και να «ξεπεραστούν» από τη φαντασία της μυθοπλασίας ώστε να «βαθύνουν» οι ιδέες, οι εικόνες και τα νοήματα. Αυτό τροφοδότησε και ένα συγγραφικό πείραμα: ήθελα να δω πώς θα επιδράσει στον αναγνώστη και στη διαδικασία της πρόσληψης του έργου, η συνύπαρξη (στην ίδια σελίδα μέσω υποσημειώσεων και παραπομπών) της μυθοπλασίας και των ντοκουμέντων που την ενέπνευσαν».
Οι δύο πρωταγωνίστριες έφτασαν σε ένα καταφύγιο με παρένθετες μητέρες όπου βρέθηκαν «αιχμάλωτες». Η Ουκρανία – όπως άλλωστε και η Ρωσία – είναι από τις λίγες χώρες στις οποίες επιτρέπεται αυτή η διαδικασία με οικονομικά ανταλλάγματα. Η συγγραφέας περιγράφει στο Bovary.gr τα συναισθήματα που της προκάλεσε αυτό το σημείο του βιβλίου κατά τη διαδικασία συγγραφής:
«Κάνοντας έρευνα, όπως ανέφερα και παραπάνω, ανακάλυψα μια εταιρεία η οποία εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στη δημιουργία βρεφών «κατά παραγγελία» στο Κίεβο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Έτσι, φαντάστηκα ένα καταφύγιο όπου γυναίκες κυοφορούν, θηλάζουν, δίνουν ωάρια, συμμετέχουν σε πειράματα με νέα φάρμακα και νέες θεραπείες γονιμότητας, εξαναγκάζονται να «εργαστούν» για την εταιρεία προκειμένου να επιβιώσουν. Πάνω σε αυτό, στήθηκε το δεύτερο μέρος του βιβλίου μιας και η Άννα με την Όλγα γίνονται μέρος αυτής της εκμετάλλευσης του ανθρώπινου σώματος από τις πολυεθνικές εταιρείες. Σαφώς, το εν λόγω μυθιστόρημα έχει επαναστατική, φεμινιστική και καταγγελτική χροιά όσον αφορά στην εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος και της έμφυλης βίας οπότε έγραφα συνέχεια με θυμό, συναισθηματική φόρτιση και συγκίνηση. Ωστόσο, επειδή οι ηρωίδες γίνονται «μάρτυρες» των δεινών του σύγχρονου κόσμου σε μια ακραία αλλά πραγματική συνθήκη, τη δημιουργία και αγοραπωλησία βρεφών «κατά παραγγελία» και συχνά, «τέλειων» όντων εν μέσω πολεμικών εχθροπραξιών, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, ένιωσα δικαίωση, ανακούφιση και ένα είδος λύτρωσης».
Προς το τέλος του βιβλίου διαβάζουμε τη φράση: «Θα σου φτιάξω έναν κόσμο που δεν θα σε διώχνει». Η Τζούλια Γκανάσου με αυτό τον τρόπο θέλει να περάσει το δικό της μήνυμα στους αναγνώστες ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος.
«Όλα τα έμβια πλάσματα στρέφονται προς το φως. Οι γυναίκες στο βιβλίο γίνονται μάρτυρες των σημείων και των τεράτων του πολέμου, της εκμετάλλευσης των εταιρειών εμπορίας προϊόντων του ανθρώπινου σώματος, αλλά μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο, η έφηβη ανακαλύπτει την άδολη φιλία με μια από τις παρένθετες μητέρες, τον έρωτα με το αγόρι με την αποκριάτικη μάσκα πάπιας, την ψυχική δύναμη και το σθένος που την χαρακτηρίζουν, η γιαγιά είναι έμπρακτα "χρήσιμη" ως το τέλος, οι ηρωίδες και οι ήρωες του μυθιστορήματος συνασπίζονται και πορεύονται όλοι μαζί σαν μια οντότητα και επειδή αναιρούνται όλα όσα θεωρούσαν δεδομένα, η αξία των πιο απλών αλλά σημαντικών -της τροφής, του νερού, της στέγης, της αγάπης– μεγεθύνεται αναζωπυρώνοντας το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο. "Θα σου φτιάξω έναν κόσμο που δεν θα σε διώχνει" λέει το αγόρι στο κορίτσι. "Θα σου φτιάξω έναν κόσμο που δεν θα σε πληγώνει" απαντάει το κορίτσι στο αγόρι και γίνονται ένα με τους λαβωμένους, τους καταπονημένους, τους αδύναμους κι όμως, τόσο δυνατούς, τους ματαιωμένους κι όμως, τόσο θαρραλέους, με όλους τους απροστάτευτους επιζώντες ενήλικες.
»Οι άνθρωποι πρέπει να συνεχίζουν να αγωνίζονται ακόμη και όταν όλα μοιάζουν να έχουν καταστραφεί, να εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ακόμη και στις πιο ζοφερές καταστάσεις, ελλοχεύει κάτι αισιόδοξο, πως το καλό μπορεί και πρέπει να διασωθεί. Αυτό συμβαίνει συνέχεια στο βιβλίο. Η ελπίδα έρχεται στα πιο απίθανα σημεία. Οι άνθρωποι πρέπει να υπερασπίζονται πάση θυσία την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια για όλα τα έμβια όντα, πρέπει να οραματίζονται πάντα μια "δευτέρα παρουσία" στη ζωή».
Τέλος, η συγγραφέας μίλησε για το νέο της μυθιστόρημα «Κυοφορώ» με θέμα τις ελλείψεις φαρμάκων που αφορούν σε σημαντικές ασθένειες. Πρόκειται για μια ιστορία σε μια «παγκοσμιούπολη» όπου αρχίζουν να υπάρχουν σοβαρές παθογένειες στη διαθεσιμότητα κρίσιμων φαρμακευτικών ουσιών, μια περιπέτεια αναζήτησης των συστατικών που συνθέτουν την ίαση, τη μακροζωία, την ευτυχία, το θαύμα.