Δέσποινα Γερουλάνου: Από το Μουσείο Μπενάκη και τον Δημήτρη Χορν στην «πληγωμένη και γοητευτική» Ελευσίνα
Η Δέσποινα Γερουλάνου βρέθηκε στο τιμόνι της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ελευσίνα 2023 αναλαμβάνοντας τον ρόλο της προέδρου στο Δ.Σ.
Μαζί με τους συνεργάτες και τον καλλιτεχνικό διευθυντή, τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Μιχαήλ Μαρμαρινό, δούλεψαν σκληρά τα τελευταία δύο χρόνια για να φτάσουν σήμερα στο τέλος της διαδρομής: Παραμονή της έναρξης των πολυποίκιλων εκδηλώσεων που θα διαρκέσουν όλο τον χρόνο και το σήμα της εκκίνησης είναι έτοιμο να δοθεί.
Απόγονος των Μπενάκηδων, η Δέσποινα Γερουλάνου, κόρη του Μαρίνου Γερουλάνου και της Αιμιλίας Γερουλάνου-Καλλιγά, εγγονής του Αντώνη Μπενάκη, μεγάλωσε μέσα στο Μουσείο. Μαζί με τα τρία αδέλφια της, την Ειρήνη, τον Παύλο και την Μαρίνα, συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση, δίνοντας την σκυτάλη στο μέλλον.
Στην Ελευσίνα, μια φορά...
«Οταν είχα πάει για πρώτη φορά στην Ελευσίνα, πριν την Πολιτιστική Πρωτεύουσα, και είδα μπροστά του όλον αυτόν τον αρχαιολογικό χώρο τρελάθηκα. Η ενέργειά του, θες δεν θες, σε κερδίζει. Οταν βρεθείς εκεί, πραγματικά σε μαγεύει αυτός ο τόπος. Είναι κι αυτές οι καταπληκτικές αντιθέσεις, απ΄την μια τα φουγάρα κι απ΄την άλλη τα αρχαία αγάλματα, τα σάπια καράβια, η θάλασσα, όλο αυτό που κουβαλάειη πόλη, που σε γοητεύει.
Θυμάμαι ότι όλοι μου έλεγαν “τρελάθηκες, τι πας να κάνεις”, ούτε ένας δεν υπήρχε που δεν μου το είπε, ούτε και οι δικοί μου.
Οταν ήρθε η πρόταση είχα την εικόνα της πόλης και την είχα ήδη αγαπήσει. Ενθουσιάστηκα. Εκείνη την εποχή είχε τόσο κακή φήμη όλη αυτή η διοργάνωση που νομίζω ότι κανείς δεν έπαιρνε την ευθύνη. Αρχικά δεν μου είχαν προτείνει να γίνω πρόεδρος, αλλά μέλος του ΔΣ... Που να φανταστώ τι θα με περίμενε... Γιατί μετά παίρνεις μια τεράστια ευθύνη. Θυμάμαι ότι όλοι μου έλεγαν “τρελάθηκες, τι πας να κάνεις”, ούτε ένας δεν υπήρχε που δεν μου το είπε, ούτε και οι δικοί μου.
Από την άλλη ήταν για μένα μια πρόκληση και μια αλλαγή. Και μ΄αρέσουν και οι προκλήσεις και οι αλλαγές, οπότε με ιντρίγκαρε όλο αυτό. Ηταν ένα μεγάλο πρότζεκτ. Δεν φανταζόμουν όμως τι θα είχα να αντιμετωπίσω. Ηταν δύο χρόνια πολύ δύσκολα. Αν το ήξερα σε τέτοιο βαθμό, μπορεί και να μην το αναλάμβανα, γιατί μπαίνουν πολλά μέσα: η ίδια η εταιρεία ήταν πολύ δύσκολη, τα δημοτικά συμβούλια με τις αντιπολιτεύσεις και τα πολιτικά και το πιο βασικό απ΄όλα, αυτό το, πολύ αυστηρό νομικό πλαίσιο του δημοσίου... Δεν μπορείς να κάνεις τέχνη με όλους αυτούς τους νόμους και τους κανόνες. Οπότε κι εκεί ήταν μια μεγάλη δυσκολία. Το Δημόσιο δεν το ήξερα, μου φάνηκε βουνό.»
«Πάρα πολλές φορές μου ήρθε να τα παρατήσω –και γράμματα είχα κάνει και παραιτήσεις είχα γράψει, όλα τα είχα κάνει. Από την ώρα όμως που ήρθε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, κρατιόμασταν ο ένας από τον άλλον. Δεν τον ήξερα αλλά δέσαμε πάρα πολύ καλά. Συνεργαστήκαμε άψογα, αγαπηθήκαμε πολύ, είναι σπάνιος άνθρωπος. Ενα κεφάλαιο. Και είναι πολύ ωραίο που τον γνώρισα. Δεθήκαμε σαν να΄μασταν μαζί στον πόλεμο, στα δύσκολα...
Τώρα, παραμονή της έναρξης, η αγωνία είναι μεγάλη –πολλά μικρά πράγματα πρέπει να γίνουν. Εχω αγωνία για το πως θα ολοκληρωθεί αυτό το πράγμα, αν θα βγει έτσι όπως θέλουμε –ακόμα και για την βροχή αγωνιούμε. Χάρηκα όταν είδα να ολοκληρώνονται κάποια κτίρια, κάποια έργα, όταν είδα τις σκαλωσιές στο λιμάνι, όταν είδα το τραμ με το σήμα της Πολιτιστικής. Συγκινήθηκα. Αυτό που με συγκινεί είναι ότι κάτι έγινε κι η μεγάλη χαρά θα είναι κάτι να μείνει, κάτι να μείνει στην Ελευσίνα. Και πιστεύω ότι θα μείνει –θα μείνουν τα κτίρια καταρχήν. Το αίσθημα της ικανοποίησης θα έρθει μετά.
Πέρασα μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελευσίνα –ειδικά στην αρχή πηναινοερχόμουν συχνά. Μετά όταν ήρθε η Νανά Σπυροπούλου, η οποία ήξερε από Δημόσιο, ξεμπλόκαρε πολλά πράγματα, εγώ βγήκα λίγο. Πριν ήμασταν μαζί με την Μαρία Παναγίδου, έναν εξαιρετικό άνθρωπο της τέχνης, που δεν ήξερε, όπως κι εγώ, πολλά από Δημόσιο. Από την εμπειρία μου στο Μουσείο Μπενάκη προφανώς και είχα επαφή με το σύστημα, αλλά στην Ελευσίνα το νομικό πλαίσιο ήταν πολύ δύσκολο και τα χρονικό πολύ συγκεκριμένο.»
«Είναι μια ολόκληρη πόλη η Ελευσίνα, ανθρώπινη, τα έχει όλα. Σε μισή ώρα είσαι εκεί. Εχει αυτόν τον αρχαιολογικό χώρο, τα υπέροχα βιομηχανικά κτίρια, την θάλασσα, πάρα πολύ καλό φαγητό. Εχει να σου δώσει πολλά αυτή η πόλη.
Για να κρατηθώ, κυρίως, σε όλο αυτό έπαιξε ρόλο η ιδέα της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας για την χώρα, ένα αίσθημα εθνικό, αλλά και η ίδια η Ελευσίνα. Αξίζει να δει κανείς πόσοι άνθρωποι την έχουν επισκεφθεί, τι έχουν γράψει γι΄αυτήν και πόσο έχουν γοητευτεί –από τον Ομηρο, τον Πίνδαρο και τον Σενέκα μέχρι την Βιρτζίνια Γούλφ, τον Χένρι Μίλες. Οι πάντες ήταν μαγεμένοι.
Παράλληλα είναι μια πόλη πληγωμένη, που έχει καταχωρηθεί στο μυαλό μας σαν μια μολυσμένη πόλη με διάφορα θέματα –τα σάπια καράβια, τα μολυσμένα νερά... Αλλά είναι μια πόλη που την επισκέπτεσαι ευχαρίστως. Εγώ την αγάπησα πολύ. »
«Το πρόγραμμα για όλη την χρονιά είναι πάρα πολύ πλούσιο, ολοκληρωμένο, ουσιαστικό. Αρχίζει αύριο και η έναρξη έχει πολλές εκδηλώσεις, παράλληλες. Θα ήθελα να τα δω όλα, να είμαι παντού, αλλά δεν είναι εφικτό...
Στην Ελευσίνα γνώρισα υπέροχους ανθρώπους. Με κάποιους γίναμε κολλητοί αμέσως, αποκτήσαμε μια σχέση πολύ αγαπησιάρικη. Η Ελευσίνα έχει πολλούς συλλέκτες, ανθρώπους με τρομερά ενδιαφέροντα. Θα μου μείνουν φίλοι από την Ελευσίνα και θα κατεβαίνω να τους βλέπω –και με τα παιδιά της εταιρείας, τελικά δέσαμε. Το ότι άξιζε τον κόπο όλο αυτό, άξιζε... Το ότι πέτυχε θα το πούμε στο τέλος και κυρίως με αυτά που θα μείνουν. Κι επιμένω σ΄αυτό: Η παρακαταθήκη για την πόλη είναι το πιο βασικό... Ν΄αλλάξει η Ελευσίνα σελίδα και να γίνει ξανά αυτό που της αξίζει.
Μπορεί να μην είχε καμιά υποδομή αλλά είναι μια ξεχωριστή πόλη, μια μικρογραφία της Ευρώπης –περιβάλλον, εργασία, αποβιομηχάνιση, μετανάστευση, τα έχει όλα. Είναι ένας μικρός τόπος που τα έχει όλα. »
«Μετά την Ελευσίνα, αυτό που μ΄ενδιαφέρει ν ασχοληθώ είναι το θέμα της πολύ υψηλής χειροτεχνίας. Σχεδιάζουμε, μέσω του Μουσείου Μπενάκη, να φτιάξουμε ένα site για να ενταχθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι τεχνίτες. Εγώ είμαι σε μια οργάνωση που λέγεται Michelangelo Foundation, η οποία συγκεντρώνει όλους αυτούς τους τεχνίτες, με την πρωτοτυπία και την τεχνική, και τους επιτρέπει να φανούν. Κάθε δύο χρόνια γίνεται στην Βενετία μια έκθεση, η Homo Faber. Φέτος πήγαν για πρώτη φορά πολλοί Ελληνες τεχνίτες. Παλαιότερα δεν πήγαιναν γιατί δεν ήταν καταγεγραμμένοι. Αυτό αλλάζει τώρα. Γιατί διαθέτουμε πράγματα τόσο καλής ποιότητας, ξεχωριστά. Κι ίσως είναι και μια συνέχεια του Μουσείου όλο αυτό -και το Μουσείο κερδίζει και οι άνθρωποι βρήκαν τρόπο να κάνουν την δουλειά τους».
Η παράδοση, η οικογένεια, το θέατρο
«Μεγάλωσα, μεγαλώσαμε με τ΄αδέλφια μου μέσα σ΄ένα περιβάλλον τέχνης, το περιβάλλον του Μουσείου Μπενάκη -η μία γιαγιά μου ήταν Μπενάκη. Πηγαίναμε κυρίως σινεμά, λιγότερο θέατρο. Θέατρο άρχισα να πηγαίνω αργότερα, αφού έπαιξα με τον Δημήτρη Χορν στον “Αρχιμάστορα Σόλνες” (σ.σ. στο τότε θέατρο Διονύσια, την σεζόν 1983-΄84). Είχαν προηγηθεί οι σπουδές μου στην Φιλοσοφική στην Θεσσαλονίκη. Μετά ήρθε η παράσταση και ύστερα πήγα στην δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Ως τότε δεν είχα καθόλου σκεφτεί το θέατρο.
Ηταν τεράστια έκπληξη η πρόταση του Χορν και για μένα τεράστια ευκαιρία, εμπειρία μοναδική, πραγματικά μοναδική. Πέρασα πάρα πολύ καλά, πολύ ουσιαστικά. Ο Χορν ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, πάρα πολύ χαριτωμένος, γενναιόδωρος, τα έδινε όλα. Μείναμε και πολύ φίλοι όλα τα χρόνια μετά. Εγώ λίγο τον γνώριζα πριν –η γιαγιά μου πιο πολύ. Γίναμε κολλητοί φίλοι και μείναμε ως το τέλος. Περνάγαμε καλά, γελάγαμε πολύ.»
Στο θέατρο ή πρέπει να είσαι ψωνισμένος με το θέατρο ή ψωνισμένος με τον εαυτό σου.
«Δεν με κράτησε όμως τελικά το θέατρο, είναι αλήθεια. Εμεινα ένα χρονικό διάστημα στον Κουν, έκανα λίγο σινεμά. Εχω την αίσθηση ότι δεν ήμουν φτιαγμένη γι΄αυτό –συνειδητά το άφησα. Παρ΄όλο που δεν είχα περάσει άσχημα, γιατί εμένα μ΄αρέσει η ομαδική δουλειά και το θέατρο είναι ομαδικό. Δεν πίστευα όμως ότι έχω ταλεντάρα... Ούτε πάθος είχα. Στο θέατρο ή πρέπει να είσαι ψωνισμένος με το θέατρο ή ψωνισμένος με τον εαυτό σου. Σε κάθε περίπτωση εμένα δεν με κέρδισε.
Εγώ έκανα πάντα πράγματα με τα χέρια μου – κοσμήματα, εκθέσεις. Το Πωλητήριο στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη υπήρχε ήδη όταν το ανέλαβα, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Θέλαμε να το μεγαλώσωσουμε. Μετά έγινε της Πειραιώς, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και το παιδικό. Πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, ενισχύουν το Μουσείο και νομίζω ότι το μεγάλο κέρδος απ΄αυτό είναι η συνεργασία με τους τεχνίτες.
Πάντα μου άρεσε το αντικείμενο, το ωραίο αντικείμενο. Βλέποντας πως τα έφτιαχναν όλα αυτά τα πράγματα με γοήτευε πολύ –πως δουλεύουν το μέταλλο, το χαρτί, τον πηλό. Μέσα από τους τεχνίτες αισθάνθηκα κι εγώ μια δημιουργικότητα –τους γνώρισα, πήγα στα εργαστήριά τους. Θα επιστρέψω εκεί μετά την Ελευσίνα. Αγαπώ πολύ τα πωλητήρια των Μουσείων... Διαθέτουν μια μεγάλη γκάμα αντικειμένων, δώρων, από τα αρχαιοελληνικά ως τα πολύ σύγχρονα, όλα εξαιρετικής ποιότητας. Την βλέπεις την ποιότητα. Κι εκεί ήταν η δική μου συμβολή, να δω το καλό, το σωστό αντικείμενο.
Η αισθητική νομίζω ότι μαθαίνεται, δεν είναι έμφυτη. Παίζει ρόλο το περιβάλλον, το σχολείο –τέλειωσα το Pierce, δημοτικό πήγαινα στου ΜάρκουΤσούρη, η οικογένεια. Απ΄την άλλη, η αισθητική μπορεί να φτιαχτεί με τον καιρό.
Εχει σημασία να καταγράφεται το ωραίο μέσα σου
Οικογενειακά ήμασταν και είμαστε ακόμα πολύ δεμένοι με τον Διονύση Φωτόπουλο, ο οποίος έχει μια ιδιαίτερη αισθητική. Κι η δική μου σχέση μαζί μου έδωσε επίσης μια πατίνα σ΄όλο αυτό. Αν εξοικειώνεσαι με ωραία πράγματα, αυτό καταγράφεται. Από την άλλη, σιγά-σιγά, κάθε άνθρωπος, αν το ψάξει μπορεί να το μάθει, να εξοικειωθεί. Εχει σημασία να καταγράφεται το ωραίο μέσα σου. Βλέπω και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που έχουμε για τα παιδιά στο Μουσείο Μπενάκη, πολλά μπορούν να ξεκινήσουν κι από εκεί.
Σ΄εμάς η αισθητική καλλιεργήθηκε κι από τους δύο γονείς μας κι απ΄τις δύο γιαγιάδες μας, η μια η Μπενάκη και η άλλη, η Καλλιγά που ζούσε σε ένα κτήμα στην Αργυρούπολη και η οποία ήταν της χειροτεχνίας –μας έμαθε πολλά, κεντήματα, μαγειρικές. Το δικό της όνομα πήρα, Δέσποινα.»
«Η παράδοση υπήρχε, υπάρχει, ήταν πάντα μέσα στην νοοτροπία μας, σαν μια σκυτάλη πραγμάτων. Παράλληλα υπήρχε και μια σύγχρονη ματιά –κι αυτό ήταν καλό και για τα πωλητήρια, αργότερα. Η παράδοση υπάρχει αλλά γίνεται και έναυσμα για να πας παρακάτω, να δεις άλλα πράγματα, να δεις πως περνάει μέσα απ΄τα σύγχρονα, κι όχι μόνον η ελληνική πια, αλλά η παγκόσμια. Παράλληλα βλέπει κανείς και ανατροπές της παράδοσης, κάτι που προσωπικά μου αρέσει πολύ.»
Οι νεότερες γενιές έχουν άλλες προσλαμβάνουσες, αλλά λέγε-λέγε, κάτι μένει. Τα παιδιά μου δεν ασχολούνται με την τέχνη, αλλά είναι μέσα σ΄αυτόν τον κόσμο.
«Είμαστε τέσσερα αδέλφια, πολύ αγαπημένα, δεμένα. Μεγαλώσαμε έτσι. Να είναι καλά η μαμά που μας έχει πάντα ενωμένους. Βρισκόμαστε ακόμα και τώρα όλοι μαζί κι αυτό είναι μεγάλο πράγμα, σπουδαίο –αυτό είναι οικογένεια. Εγώ μεγάλωσα πιο πολύ με την δεύτερη αδελφή μου, την Ειρήνη, που ήμασταν κοντά στην ηλικία. Μετά ήρθαν ο Παύλος και τελευταία η Μαρίνα –έχουμε 13 χρόνια διαφορά. Οταν ήταν μικρή, την είχαμε σαν κούκλα. Και τα παιδιά μας, τα παιδιά όλων μας συνδέονται. Αλλωστε μαζευόμαστε κάθε καλοκαίρι και πάμε όλοι μαζί διακοπές. Κι αυτό η μαμά μας το έμαθε...
Τα παιδιά μου είναι 26 και 25 χρόνων, ο Σωτήρης και η Αιμιλία. Είναι υιοθετημένα –έχουμε μια ιδιαίτερα καλή σχέση. Η Αιμιλία είναι ένα παιδί με αυτισμό. Τους έχουμε περάσει κάποιες αρχές κι αυτό έχει για μένα σημασία. Το θέμα είναι να κάνουν την ζωή τους όπως την θέλουν. Υπάρχει ένας ανθρωποφαγικός κόσμος εκεί έξω, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις τα παιδιά σου ανθρωποφάγα για να επιβιώσουν. Πρέπει να επιβιώσουν με έναν άλλον τρόπο, με τον χαρακτήρα και τις αρχές τους. Ο,τι δίνεις, παίρνεις, με κάποιο τρόπο. Πολλές φορές απογοητεύεσαι, αλλά στο τέλος έρχεται η ώρα που καταλαβαίνεις ότι άξιζε. Εχει μεγάλη χαρά να δίνεις».