Όλια Λαζαρίδου: «Συχνά μέσα στην πόλη αισθάνομαι ότι είμαι ένα παιδί ανάμεσα σε μεγάλους»
Η Όλια Λαζαρίδου έχει μια αύρα που την ξεχωρίζει και στο θέατρο και στην ζωή και μια παιδικότητα. Νοιάζεται γι΄ αυτά που φαίνονται μικρά, αλλά που στην πραγματικότητα κρύβουν μέσα τους ουσία, αλήθεια, ποιότητα. Ξεκίνησε απ΄το Θέατρο Τέχνης, με δάσκαλο τον Κάρολο Κουν, συνέχισε στο Παρίσι, κοντά στον Αντουάν Βιτέζ, κι όλα τα υπόλοιπα ήρθαν σαν αυτονόητα. Ζει στην Αθήνα, σ΄ ένα υπέροχα ανακαινισμένο κλασικό διαμέρισμα.
«Δεν ήμουν ούτε από θεατρόφιλη οικογένεια ούτε θεατρόφιλη η ίδια. Πώς έγινα ηθοποιός; Με τον τρόπο που τα πράγματα φαίνεται να γίνονται σαν κατά τύχη αλλά τελικά δεν είναι καθόλου κατά τύχη. Είναι μοίρα που δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμα.
Οι γονείς μου χώρισαν νωρίς. Εγώ από έξι χρόνων μεγάλωσα στο οικοτροφείο –βγήκα στα 18, στο Αρσάκειο, στο Κολλέγιο, σε πολυτελή οικοτροφεία, αλλά οικοτροφεία. Κι αυτό μου άφησε κάποια θετικά και κάποια αρνητικά. Τα θετικά είναι ότι κοιμάμαι πολύ εύκολα με κόσμο, δεν έχω δυσκολίες, τρίφτηκα με άλλους ανθρώπους. Στο Δημοτικό, στο Αρσάκειο, είχαμε κοιτώνα, κοιμόμασταν 6-7 κορίτσια μαζί. Μετά, στο Κολλέγιο ήμασταν τέσσερα παιδιά. Δεν είχα ποτέ αυτό που λένε δικό μου δωμάτιο. Τα σεντόνια, μέχρι πριν από κάποια χρόνια, είχαν τα αρχικά μου επάνω. Σκεφτόμουν μετά, ότι και στο θέατρο, όπου κι εκεί, θες δεν θες, τρίβεσαι με άλλους ανθρώπους, έρχεσαι σε πολύ κοντινή επαφή.
Αισθανόμουν καλύτερα στο Οικοτροφείο και γι΄ αυτό δεν διαμαρτυρήθηκα. Είχα αυτή την εντύπωση, χωρίς φυσικά να το έχω επιλέξει. Αισθάνθηκα ότι καλύτερα εκεί παρά στο σπίτι –το κλίμα δεν ήταν καλό. Κάπως είχα μια σοφία ανεπίγνωστη, ότι εδώ είμαι τώρα. Αλλά όλο αυτό μου δημιούργησε φυσικά και αρκετές τρύπες. Από εκεί δημιουργήθηκαν τα θέματα με την μητέρα μου, φυσικό ήταν. Ο πατέρας μου είχε μια άλλη οικογένεια, την αδελφή μου την Αριάν, με την οποία αγαπιόμαστε πολύ αλλά δεν έχουμε ζήσει μαζί. Γνωριστήκαμε πιο μεγάλες και αποφασίσαμε να γίνουμε οικογένεια. Εμείς είμαστε. Ήρθαμε κοντά, κάπως και σαν φίλες. Ούτε με τον πατέρα μου είχαμε ζήσει μαζί.
Εγώ νομίζω ότι μόνο στα δύσκολα, εκεί που ζορίζεσαι, είναι που τεντώνεται η ψυχή και καλλιεργείται. Εγώ από μικρή είχα κυρίως την αίσθηση ότι η ζωή είναι αγώνας, γιατί υπάρχει η ανθρώπινη φύση. Αν δεν παλέψεις, δεν γίνεται. Νικάει ο νόμος της βαρύτητας. Το βλέπεις, παντού, στις σχέσεις, στις παραστάσεις, αρχίζουν καλά κι αν δεν βάλεις τον κόπο, αν δεν βάλεις όλο και περισσότερο κάρβουνο στην μηχανή, φθείρονται και νικάει ο νόμος της βαρύτητας. Με αυτή την έννοια είναι ένας αγώνας τα πράγματα, για να μπορέσεις να τα διατηρήσεις σε μια ποιότητα υψηλή και ευγενική –και ο χαρακτήρας μας.
Αν αφεθείς, και το βλέπω στον εαυτό μου, αν τον αφήσεις στα πρόχειρα, βγαίνει πολύ το εγώ, που είναι αδηφάγο. Οπότε τριβόμενος με τους άλλους, είναι ένας καθρέφτης σου, που αν θελήσεις, θα δεις τι αντανακλάται σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους.
Ο,τι έχει ζήσει ο καθένας μας, είναι μοναδικό, είναι το ποίημά του, η περιουσία του. Εκεί μέσα είναι και το πεδίο της μάχης που έχει να δώσει –να γνωρίσει τον εαυτό, με τι έχει να παλέψει. Μοναδικό και ανεπανάληπτο, και το μόνο που έχουμε...
Αν δεν παλέψεις, δεν γίνεται. Νικάει ο νόμος της βαρύτητας
Μικρή είχα ασχοληθεί πολύ με το τι μου έκανε ο μπαμπάς μου, η μαμά μου κλπ. Τώρα βαριέμαι που τα σκέφτομαι. Το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτό που έχω στα χέρια μου, το άθροισμα όλων αυτών που με έχουν απασχολήσει στην ζωή μου. Γιατί για να δω ποια είμαι είχα πάει κι εγώ σε ψυχολόγους, έψαχνα. Τώρα ούτε να το σκέφτομαι. Τώρα είναι το παρόν και να δω πως θα πορευτώ από εδώ και πέρα με ό,τι έχω στα χέρια μου, πως θα γίνω λίγο καλύτερος άνθρωπος. Έχω κι εγώ τον ασυμμάζευτο μέσα μου –να είμαι λίγο χρήσιμος, λίγο θετικός, σε μια καλή ευγενική επαφή με τους άλλους γύρω.
Δεν είχα σχέση με την τέχνη, ντρεπόμουν. Νομίζω ότι ο τρόπος που ήθελα και που μπορούσα να καταλάβω τον κόσμο, την θέση μου μέσα εκεί και τον εαυτό μου, ήταν εκφραζόμενη ποιητικά, μ΄ έναν τρόπο. Δεν το ανακάλυψα. Πρώτα πήγα στο Παρίσι να κάνω κάτι άσχετο –πολιτικές επιστήμες. Δεν είχα αίσθηση όμως, δεν ήξερα. Γνώρισα τον Σεβαστίκογλου, κάτι είδα... Αλλά και πάλι τίποτα. Η σύνδεσή μου με τον εαυτό μου και τον εσωτερικό μου κόσμο έγινε πολύ σιγά. Μετά πήγα στο Θέατρο Τέχνης, χωρίς να καταλάβω γιατί –έδωσα εξετάσεις, πέρασα απ΄ τους πρώτους. Στο δεύτερο έτος ήρθε ο Λαζάνης να μου πει, “είσαι λίγο σαν αφηρημένη, θέλεις να μείνεις εδώ ή μήπως όχι”... Κι αυτό κάπως με ξύπνησε, μου΄ κανε ένα κλικ, σαν χαστούκι και άρχισα να συμμετέχω περισσότερο, να δεσμεύομαι, να δίνομαι.
Ξεκίνησα εκεί –έπαιξα σε 2-3 έργα. Και μετά με έπιασε η μεγάλη μανία να βγω έξω να κινδυνεύσω για να δω αν πραγματικά αξίζω κάτι –ή είμαι σε μια κλειστή προστατευμένη οικογένεια. Αποφάσισα να φύγω, όχι με ευκολία. Ο Κουν ήθελε να μείνω και συναισθηματικά δυσκολεύτηκα πολύ. Μ΄ έπαιρνε τηλέφωνο κι εγώ έκλαιγα –“δεν μπορώ κύριε Κουν”…
Δεν τον έζησα πολύ τον Κουν. Ήταν ένα δέος, υπήρχε η σκιά του. Κι εγώ τα πράγματα που αγαπώ έχω ανάγκη να αισθάνομαι ότι είναι υψηλά, έχουν κάτι ιερό κι έχει νόημα να αγωνιστείς για να το φτάσεις και τότε στο θέατρο Τέχνης υπήρχε αυτό. Κάτω απ΄ τη σκιά του Κουν υπήρχε ότι το θέατρο είναι ιερό, υψηλό και είναι τιμή σου να συμμετέχεις. Και πρέπει να κάνεις κόπο για να το φτάσεις. Τώρα δεν ξέρω αν υπάρχει γύρω μας -σε κάποιους ναι, αλλά όχι διάχυτο πια. Απαιτεί μια αφοσίωση που τώρα είναι πολύ δύσκολη, γιατί υπάρχει ένας μεγάλος αγώνας και μόχθος επιβίωσης.
Πάντα έχω μια πλευρά αναρχοαυτόνομη, ένα είδος εξημερωμένης αγριάδας, το οποίο περιέχω -κι όταν χρειάζεται μπορεί να βγει.
Υπάρχει ένας τωρινός τρόπος ανθρώπων αφιερωμένων στο θέατρο –το εύχομαι, γιατί αυτό είναι το θέατρο. Στις μέρες μας για να πεις ότι είναι τέχνη κι όχι απλώς διασκέδαση, πρέπει να είναι ένας τόπος ποιητικός, εκρηκτικός, με ανθρώπους αφοσιωμένους. Το καλό θέατρο, το ουσιαστικό, δεν είναι εύκολο πράγμα, θέλει αφιέρωση. Στο Παρίσι, στον Βιτέζ το έζησα αυτό. Για να δω τα όρια της τέχνης. Πήγα και είδα παραστάσεις που στην Ελλάδα δεν είχαν φτάσει –Μνουσκίν, Βιτέζ, Σερό, Στρέλερ. Πού μπορεί να φτάσει το θέατρο. Ακριβώς επειδή ήταν ένα κομμάτι τόσο σημαντικό για μένα, είχα μια σχέση όχι εύκολη. Δεν ήταν ότι στρογγυλοκάθησα –άλλες φορές ασφυκτιούσα, άλλες ευγνωμονούσα, ένας χώρος με πολλές παραμέτρους. Κουραστική, λυτρωτική, όχι μια στρωτή ευθεία που με πήγε. Μια σχέση αγάπης και μίσους, με ρουφούσε. Ήμουν πιστή, πάρα πολύ.
”Εγώ έχω θέατρο”, αυτή την φράση έλεγα πάντα. Το έκανα με συνέπεια, δόθηκα –είμαι δοσμένη. Αλλά επειδή με ρουφούσε πάρα πολύ, ένα άλλο μου κομμάτι έμενε ατροφικό κι αυτό με πονούσε. Και ώρες ώρες μου δημιουργούσε μια καταπίεση. Το κομμάτι της ζωής μου, της καθημερινότητάς μου. Έτσι έγινε. Όταν δοθείς έτσι στο θέατρο, σε ρουφάει, δεν σου αφήνει περιθώρια. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα πολλά περιθώρια για άλλα πράγματα. Αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ. Ο,τι έχει συμβεί είναι το ποίημά μου, αυτό μου ανήκει. Δεν με απασχολούν καθόλου σκέψεις αν θα μπορούσα να έχω κάνει κάτι άλλο. Ούτε σκέφτομαι το παρελθόν, παραστάσεις που έχω παίξει. Ούτε την αίσθηση του χρόνου, της χρονολογίας. Αντιθέτως αισθάνομαι ότι περιέχω όλα αυτά, τους ανθρώπους που έχουν φύγει, τους φίλους, τις παραστάσεις που έπαιξα –σαν DNA. Τους φέρω.
Για κάποιους που είναι δύσκολοι στην συνεργασία το ήξερα και τους απέφευγα γι΄ αυτόν τον λόγο, αλλά το άλλο κομμάτι, της βίας, δεν το βίωσα –το έχουν βιώσει άλλοι όμως.
Εγώ δεν αισθάνθηκα μειονεκτικά ως γυναίκα. Αλλά ότι αυτό υπάρχει, σίγουρα υπάρχει. Είναι το κομμάτι της φύσης μας το άγριο, το πιο πρωτόγονο, ότι το αρσενικό θέλει να εξουσιάσει. Ότι αυτό αλλάζει, δεν πιστεύω, είναι σύμφυτο. Όμως με αυτά που γίνονται πιστεύω ότι μπορεί να μπει ένα όριο, κάπως να αναχαιτιστεί, ναι, κάπως. Όχι όμως η φύση του ανθρώπου. Θέλει προσωπικό αγώνα, παιδεία, καλλιέργεια. Μπαίνουν όμως όρια. Απ΄ την άλλη πιστεύω ότι μέσα σε όλο αυτό το εκρηκτικό πράγμα έχουν γίνει και στραβές. Η ιστορία του Κωνσταντίνου Τζούμα ήταν μια πολύ μεγάλη στραβή που την πλήρωσε –το έζησα από κοντά, και πόσα άλλα ακόμα. Του κόστισε πολύ, του κόστισε στην υγεία του. Ήταν λίγο ανθρωποφαγία το θέμα του. Έκανε λάθος κι εκείνος –δεν κατάλαβε ότι είχε αλλάξει η εποχή και νόμιζε ότι μπορούσε να λέει ό,τι θέλει και να περνάνε ως χαριτωμένα. Είχε ένα συγχωροχάρτι διαρκείας που στην εποχή μας δεν υπάρχει πια. Δεν το κατάλαβε. Και τιμωρήθηκε.
Αλλά φαίνεται ότι έτσι είναι τα πράγματα, όταν βγαίνει μια μπάρα και σπάει ένα ποτάμι που κρατιόταν χρόνια, ξεχειλίζει και στο διάβα του συμπαρασύρει πολλά.
Η κοινωνία έχει πια αυτό το αδυσώπητο. Φοβάμαι το δικό μου αδυσώπητο, μήπως κι εγώ έχω κανέναν αδέκαστο άνθρωπο μέσα μου, που μπορεί στην δύσκολη στιγμή να ρίξει μια αγκωνιά για να σωθεί ο ίδιος. Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου –κι αυτό με απασχολεί. Κι αυτό είναι που μου γεννήθηκε απ΄ όλη αυτή την ιστορία. Μ΄ έπιασε κι αυτό το πράγμα μπας κι εγώ κρύβω κανέναν δολοφόνο μέσα μου. Γιατί όταν είχαμε πάει με τα παιδιά του 18 άνω στις φυλακές Αυλώνα των ανηλίκων να κάνουμε μια παράσταση, ήρθε ένα παιδάκι απ΄ τους κρατούμενους να με βοηθήσει με τα ηλεκτρολογικά. Ήταν ένα ξανθό ευγενικό, αγγελικό παιδάκι που το ρωτάω κάποια στιγμή γιατί είναι στην φυλακή. Ληστεία μετά φόνου μου απαντάει. Κι εκείνη την ώρα σκέφτηκα ότι δεν είμαστε πολύ μακριά όλοι οι άλλοι κι είπα να δω καλύτερα τι κρύβω μέσα μου. Ας μην κρίνουμε τόσο εύκολα... Όλη σου την ζωή αγωνίζεσαι γι΄αυτό, αλλά δεν ξέρεις την άγρια, την καίρια στιγμή, τι θα γίνει.
Αισθάνομαι ότι ζούμε σε μια κοινωνία που είναι σκληρή και τα τελευταία χρόνια πιο σκληρή παρά ποτέ. Αυτό νιώθω –στον δρόμο το βλέπεις, εύκολα σε πατάει ο άλλος.
Οι αγαπημένοι μου φίλοι ήταν πάντα η εναλλακτική μου οικογένεια. Έχω έναν κύκλο ανθρώπων αγαπημένων.
Έχω πίστη, πιστεύω. Με απλό, σχεδόν παιδικό τρόπο. Το παιδικό το εννοώ χωρίς ορθολογικές αναστολές. Βρίσκω ελπίδα, με την έννοια ότι είσαι πιο κοντά στην πηγή της αγάπης. Για μένα αυτό είναι. Δεν είναι κάπου έξω αόριστα, είναι κάπου μέσα.
Πολύ συχνά μέσα στην πόλη αισθάνομαι ότι είμαι ένα παιδί ανάμεσα σε μεγάλους. Κι αυτό άλλες φορές μου δημιουργεί πλήξη αφόρητη, άλλες φορές συστολή, και διάφορα άλλα. Μέσα μου αυτό νιώθω ότι είμαι. Επίσης πιστεύω ότι η πηγή της δημιουργικότητάς μου είναι εκεί. Όλη η τέχνη από εκεί πηγάζει. Η ενέργεια η πρώτη έχει κάτι πολύ παιδικό. Μετά αρχίζει και περνάει από διάφορα κανάλια. Αλλά η πρωταρχική πηγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχει πάντα κάτι παιδικό.
Και εφηβικό; Σίγουρα έχει να κάνει με το ότι το έχω σαν φύση, σαν κάπως η ζωή μου... Δεν έχω κάνει παιδιά, δεν μπήκα μέσα στο ποτάμι της ζωής από νωρίς με οικογένεια και τέτοια πράγματα. Έκανα και μια δουλειά που δεν με ανάγκασε να στομώσω αυτή την πηγή μέσα μου. Κάπως αισθάνομαι ότι η πορεία από τότε που ήμουν πολύ μικρή μέχρι τώρα δεν διακόπηκε ποτέ, αισθάνομαι ότι με έφερε ως εδώ αρκετά ομαλά. Δεν αισθάνθηκα ότι χρειάστηκε να ξεπουλήσω, να παραγκωνίσω ή να προδώσω αυτό το παιδί.
Για μένα είναι μεγάλη αξία η ελευθερία. Όπως εμπιστεύομαι τις επιλογές που κάνει κανείς ελεύθερα. Γιατί οι άλλες έχουν πάντα ένα κίνητρο ωφελιμιστικό που νομίζω ότι νοθεύει τις επιλογές μας καμιά φορά. Εμπιστεύομαι τις επιλογές που γίνονται εν πλήρη ελευθερία. Το να είμαι ελεύθερη και να επιλέγω ελεύθερα μου είναι κάτι πολύ σημαντικό στην ζωή και του δίνω μεγάλη σημασία.
Εμπιστεύομαι τις επιλογές που γίνονται εν πλήρη ελευθερία
Με τον Στέλιο είμαστε μαζί οκτώ χρόνια -είμαστε μεγάλοι και τα παιδιά του είναι μεγάλα, έχουν κάνει την δική τους πορεία. Και κάπως χαιρόμαστε την συνύπαρξή μας. Δεν έχουμε φτιάξει μια κατάσταση που να έχει πάρει κάποια κοινωνική ετικέτα. Ούτε κάτι το συμβατικό. Έχει την αίσθηση της ιερότητας. Για μένα έχει σημασία το ότι παντρευτήκαμε –παιδικά το λέω επίσης. Κάπως αυτή η διάσταση μέσα μου υπάρχει. Αλλά χωρίς μια συμβατική κοινωνική υποχρέωση, είναι κάτι εσωτερικό. Δεν το είχα ξαναζήσει κι έχει να κάνει με την παραχώρηση, με την εσωτερική παραχώρηση για να χωρέσει κάτι άλλο που δεν είσαι εσύ, κι αυτό έχει μια ιερότητα. Κι αυτό το κάνει βαθύ. Τα πράγματα όταν δεν αντανακλούν ένα βάθος, όποιο κι αν είναι αυτό, όπως κι αν το ονομάζεις αυτό, όταν δεν έχουν αυτή την πλευρά του βάθους -την οποία και αναζητώ, μου φαίνονται πολύ βαρετά, εφήμερα και ανούσια».
Η Μαντάμ Ορτάνς στον «Ζορμπά»
«Μέσα μου δεν είμαι ούτε των μικρών ούτε των μεγάλων θεάτρων, δεν το΄χω στο μυαλό μου. Κι αυτό επειδή ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, όταν γύρισα απ΄το Παρίσι, την δεκαετία του ΄80, αγάπησα το θέατρο που λέμε ποιοτικό: Θέατρο Τέχνης, Βογιατζής, Μάγια Λυμπεροπούλου, Παπαβασιλείου, Αμόρε, Τερζόπουλος. Σ΄ αυτό εντάχθηκα. Γιατί αναζητούσα το βάθος στην δουλειά μου και αισθάνθηκα ότι αυτό το βάθος βρίσκεται σ΄ αυτό το κομμάτι του θεάτρου κι εκεί με πήγαν τα βήματά μου.
Αυτή η αίσθηση που έχω τώρα, σ΄ ένα μεγάλο θέατρο, που γεμίζει, ένα λαϊκό θέαμα, γιατί αυτό είναι ο “Ζορμπάς”, με ευχαριστεί πολύ. Βρίσκομαι σε έναν πολυπληθή θίασο με πολλά νέα παιδιά, με τεχνικούς, με ενδύτρια –την Ολγα μας, κορίτσια που μας βάφουν, το βλέπω όλο αυτό παιδικά, όπως το έβλεπα πριν πάω στο θέατρο. Μια πλευρά του θεάτρου που δεν είχε τύχει να ζήσω ως τώρα. Πιο πολύ ήμουν σε θέατρα εργαστήρια. Ούτε έχω παίξει πολλές φορές στην Επίδαυρο, γιατί κι αυτό είναι λαϊκό, μ΄άλλον τρόπο.
Κι όλο αυτό μ΄έχει κάπως απελευθερώσει. Έχω ένα μέρος της ευθύνης, τον ρόλο μου –σαν να βάζω τα τακούνια και τις περούκες μου και να παίζω, μια που ασχολούμαι μόνο μ΄αυτό. Τελευταίως έχω κάνει πολλά πράγματα που είτε έχω σκηνοθετήσει είτε ήταν όλα πάνω μου… Και μεγαλώνοντας μ΄αρέσει που κάνω κάτι πιο ξεκούραστο, κι ότι μοιράζομαι τα πράγματα. Ο Γιάννης (σ.σ. Στάνκογλου) είναι ο Ζορμπάς κι έχει αυτή την ευθύνη, είναι και είκοσι χρόνια μικρότερος. Αλλά είχα και πολλούς ενδοιασμούς, για τους ίδιους λόγους –σκεφτόμουν μήπως είναι πιο μάτσο, πιο τραχύς, έπεσα έξω, τα πήγαμε πάρα πολύ καλά, ευγενέστατος. Μου έδωσε τον χώρο, με προστάτευσε, με εμπιστεύθηκε. Με διασκεδάζει όλο αυτό…
Η Μαντάμ Ορτάνς, ήρθε κάπως και με βρήκε. Τελείως διαισθητικά το δέχτηκα –γιατί σιγά-σιγά έχω μάθει να εμπιστεύομαι αυτή μου την πλευρά που με οδηγεί σε πράγματα που δεν ξέρω το γιατί, ένα γιατί που μου αποκαλύπτεται μετά.
Εμένα μου αρέσει το μικρό, το χειροποίητο, σαν μικρά σεμεδάκια ποιητικά, σαν μικρά ποιηματάκια. Και η ψυχή μου σαν δημιουργού, είναι προς αυτό. Τώρα όμως βλέπω από κάτω κόσμο να χαίρεται με έναν απλό τρόπο, όχι διαλογιζόμενοι τι είδαν, αλλά αφηνόμενοι σ΄αυτό το λαϊκό παραμύθι. Μ΄αρέσει αυτό το λαϊκο κομμάτι, το έζησα και με τη Χαρούλα (σ.σ. Αλεξίου) που κάναμε μαζί το Αϊβαλί. Έχει κάτι απλό, κάτι για όλους, με μια σχέση με τους ανθρώπους πιο απλή. Το είδα και με την Χαρούλα που την αγαπάνε όλοι. Το ευχαριστήθηκα. Μ΄αρέσει».
«Θέατρον» Ελληνικός Κόσμος: «Αλέξης Ζορμπάς». Σκηνοθεσία Γιάννης Κακλέας. Παραστάσεις ως 22/1