Άν Μέι Γουόγκ

Ανν Μέι Γουόγκ: «Η πιο όμορφη Κινέζα της γης» που οι σκηνοθέτες σκότωναν σε κάθε ταινία

Η πανέμορφη Ανν Μέι Γουονγκ δεν ήταν απλώς μια εξαιρετική ηθοποιός, αλλά η πρώτη γυναίκα ασιατικής καταγωγής που σε σκληρές εποχές κατάφερε να επιβληθεί στη βιομηχανία του Χόλιγουντ, ξεπερνώντας τις προκαταλήψεις.

Γεννημένη το 1905 στην Τσαϊνατάουν του Λος Άντζελες, από μια μικροαστική οικογένεια που είχε καθαριστήριο ρούχων, δεν μπορούσε να ελπίζει ότι θα είχε τύχη στην μεγάλη οθόνη, καθώς εκείνη την εποχή ο ρατσισμός απέναντι σε οποιονδήποτε δεν ήταν λευκός ήταν καθεστώς. Κι όμως η Ανν Μέι που έκανε σκασιαρχείο από το σχολείο και έδινε όλο το χαρτζιλίκι της για να παρακολουθήσει ταινίες στο συνοικιακό σινεμά, δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Στα εννιά της αποφάσισε ότι θα γίνει σταρ και μέχρι τα 11 είχε βρει και το ψευδώνυμο που θα χρησιμοποιούσε. Στα 14 της έκανε την παρθενική της κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «The Red Lantern». Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια συνέχισε να κερδίζει μικρούς ρόλους σε ταινίες και να πηγαίνει παράλληλα και στο σχολείο, μέχρι που το εγκατέλειψε δύο χρόνια αργότερα να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην υποκριτική.

Η επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Μόλις έναν χρόνο μετά, το 1922, κερδίζει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «The Toll of the Sea», υποδυόμενη μια νεαρή Κινέζα που την ερωτεύεται παράφορα ένας Αμερικανός. Η συνήθης πρακτική των στούντιο τότε ήταν τους ασιατικούς ρόλους να τους ερμηνεύουν λευκοί με χρήση μέικ απ -όπως η Μαίρη Πίκφορντ στο «Madame Butterfly» του 1915, οπότε η εμφάνιση της Γουόνγκ σηματοδότησε μια αλλαγή, που θα χρειαζόταν αρκετά χρόνια για να γίνει κανονικότητα.

Φωτογραφία: Getty images/Ideal Image

Στη διάρκεια της καριέρας της εμφανίστηκε σε περισσότερες από πενήντα ταινίες (βωβές και ομιλούσες), ωστόσο οι ρόλοι που της πρότειναν ήταν πάντα συγκεκριμένοι, περιορίζοντας την ειρηνευτική της γκάμα. Επίσης υπήρχε ένας τρομακτικός περιορισμός: δεν επιτρεπόταν να φιλήσει λευκό άνδρα, οπότε οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι ήταν απλώς απαγορευτικοί για εκείνη.

«Δεν θέλουν μια πρωταγωνίστρια που να μοιάζει με εμένα. Αυτό είναι το μόνο που ενδιαφέρει το κοινό. Θέλεις αποδείξεις; Όλη μου η καριέρα αποτελείται από υπερσεξουαλικές, εθισμένες στο όπιο εταίρες, επικίνδυνες εξωτικές ξελογιάστρες της Άπω Ανατολής», αναφέρει στη σειρά του Ράιαν Μέρφι «Hollywood» η Μισέλ Κρούσιεκ που ερμηνεύει την Γουόνγκ.

  Φωτογραφία:AP Images

Αντιδρώντας στις αδικίες που αντιμετώπιζε, το 1942 αποφάσισε να ιδρύσει την δική της εταιρεία παραγωγής και να γυρίσει ταινίες για το ασιατικό κοινό. Δυστυχώς όμως η προσπάθειά της δεν στέφθηκε με επιτυχία, και κουρασμένη από την κατάσταση που επικρατούσε στο Χόλιγουντ αποφάσισε να φύγει για τη Γερμανία. Εκεί καταφέρνει να κερδίσει πρωταγωνιστικούς ρόλους και οι κριτικοί αποθεώνουν το ταλέντο της καθώς και τα άπταιστα γερμανικά της. Eπόμενος σταθμός της η Μεγάλη Βρετάνια, όπου το 1929 εμφανίζεται στη σκηνή του Λονδίνου στο πλευρό του Λόρενς Ολιβιέ. Την ίδια χρονιά πρωταγωνιστεί στο «Picadilly», μια ταινία που πολλοί θεωρούν την καλύτερη της καριέρας της.

Η Αμερική δείχνει να έχει μετανιώσει για τον τρόπο που της φέρθηκε και την καλεί πίσω, οπότε η Γουόνγκ επιστρέφει ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα είναι πλέον διαφορετικά. Αν και παίζει σε αρκετές παραγωγές, δεν παίρνει ποτέ αυτό που θέλει. Γι’ αυτό το 1933 δηλώνει σε συνέντευξή της: «Κουράστηκα τόσο από τους ρόλους που έπρεπε να ερμηνεύσω. Γιατί στην οθόνη ο Κινέζος είναι σχεδόν πάντα ο κακός και τόσο σκληρός κακός -δολοφόνος, δόλιος, φίδι στον κόρφο. Δεν είμαστε έτσι. Και πώς θα μπορούσαμε να είμαστε, με έναν πολιτισμό τόσο παλαιότερο από τον Δυτικό;»

 Φωτογραφία:AP Images

Το 1937 χάνει έναν ρόλο που της ταίριαζε γάντι στην ταινία «Η καλή γη» που βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο της Περλ Μπακ από την λεύκη Λούιζ Ράινερ, η οποία μάλιστα κέρδισε και Όσκαρ -κι έτσι απογοητευμένη αποφάσισε να πάει στην Κίνα. Ζει για έναν χρόνο σε ένα μικρό χωριό, γνωρίζοντας την οικογένειά της από κοντά, όμως οι συμπατριώτες της δεν την πολυσυμπαθούν, αντίθετα την κατηγορούν ότι συνέβαλλε στην στερεοτυπική απεικόνιση των Ασιατών, που συνήθως ήταν οι «Κακοί» του Χόλιγουντ.

Επέστρεψε λοιπόν και από την πατρίδα της, για να συνεχίσει σποραδικά τις κινηματογραφικές της εμφανίσεις μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε έγινε η πρώτη ασιατικής καταγωγής Αμερικανίδα που πρωταγωνίστησε σε τηλεοπτική σειρά -το «Τhe Gallery of Madame Liu-Tsong». Επρόκειτο μάλιστα να εμφανιστεί και στην κινηματογραφική μεταφορά της σειράς, αλλά πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1961, πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα.

Η «πιο όμορφη Κινέζα της γης» όπως την αποκαλούσαν τα περιοδικά της εποχής της, συγκαταλέγοντάς την ανάμεσα τις πιο καλοντυμένες ηθοποιούς ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια σταρ: ήταν μια γυναίκα που πάλεψε με όλες τις δυνάμεις ενάντια στον ρατσισμό και επέβαλε τη δική της φωνή σε ένα ξενοφοβικό σύστημα.

Μάρλεν Ντίτριχ, Αν Μέι Γουογκ και Λένι Ρίφενσταλ/Φωτογραφία:AP Images

Όμως παρ’ όλο που κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε στηρίξει τον κινέζικο αγώνα κατά των Ιαπώνων, η φιλία της με την Λένι Ρίφενσταλ, τη σκηνοθέτη των ταινιών της ναζιστικής προπαγάνδας, αμαύρωσε την φήμη της. Επίσης το γεγονός ότι ποτέ δεν παντρεύτηκε, είχε προκαλέσει αρκετά κουτσομπολιά σε σχέση με τις σεξουαλικές προτιμήσεις, γεγονός που ενοχλούσε την συντηρητική κινεζική κοινότητα των ΗΠΑ. Η μακροχρόνια φιλία της με την Μάρλεν Ντίτριχ επίσης έδινε συνεχώς αφορμές να τη σχολιάζουν. Ακόμα και πατέρας της την αποκήρυξε, λέγοντας πως είναι «ντροπή για την οικογένειά τους», αν και τελικά αργότερα μετάνιωσε για τη στάση του και δήλωσε δημόσια την περηφάνια του για την κόρη του.

Όλα αυτά της δημιούργησαν έντονη κατάθλιψη, και την οδήγησαν στο αλκοόλ. Ίσως γι' αυτό τελικά η καρδιά της την πρόδωσε στις 3 Φεβρουαρίου του 1961, δύο ημέρες μετά από την προβολή ενός αφιερώματος σε εκείνην από το θρυλικό «The Barbara Stanwyck Show». Ήταν μόλις 56 ετών!

Έναν χρόνο νωρίτερα είχε λάβει το δικό της αστέρι στην Λεωφόρο της Δόξας.

«Όταν πεθάνω, η επιγραφή στον τάφο μου θα γράφει “Πέθανα χίλιες φορές”. Αυτή είναι η ιστορία της κινηματογραφικής μου καριέρας. Τις περισσότερες φορές πρωταγωνίστησα σε ιστορίες μυστηρίου και ίντριγκας. Δεν ήξεραν τι να με κάνουν στο τέλος και έτσι με σκότωναν», είχε πει το 1959…