Γκρέτα Γκάρμπο: Η μυστηριώδης κυρία του Χόλιγουντ έζησε σε οικειοθελή καραντίνα για 50 χρόνια
Την έχουν αποκαλέσει «σφίγγα», «Μόνα Λίζα του 20ου αιώνα», «Η κυρία θέλω να είμαι μόνη μου» και αποτελεί ένα από τα πλέον αινιγματικά πρόσωπα της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ.
Η Σουηδή καλλονή Γκρέτα Γκάρμπο -το 1950 ανακηρύχθηκε η ομορφότερη γυναίκα που έζησε ποτέ από το Βιβλίο Γκίνες- στα 36 της χρόνια κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της έχοντας κερδίσει τρία Όσκαρ, μετά από μια ταινία που έτυχε μέτριας υποδοχής από τους κριτικούς, αποφάσισε να απομονωθεί στη βίλα της. Το γιατί τόσο νέα πήρε αυτή την απόφαση η ίδια δεν το απάντησε ποτέ.
Κάποιοι ισχυρίζονται πως εκείνη η μικρή αποτυχία την πλήγωσε ανεπανόρθωτα. Άλλοι πως δεν άντεχε τις πιέσεις των στούντιο, τα οποία πραγματικά έλεγχαν τη ζωή των μεγάλων σταρ, η αλήθεια ωστόσο είναι λίγο πιο περίπλοκη. Η Γκάρμπο πήρε αυτή την απόφαση συνειδητά, ήθελε να ζει τη ζωή της μακριά από την υποκρισία των κοινωνικών συναναστροφών. Σίγουρα πάντως είχε κατάθλιψη, ενώ κάποιοι βιογράφοι της ισχυρίζονται ότι ίσως έπασχε από διπολική διαταραχή. Παρ’ όλα αυτά, είχε δηλώσει πως: «Δεν είπα ποτέ, 'Θέλω να είμαι μόνη'. Είπα μόνο πως 'Θέλω να με αφήσουν ήσυχη. Αυτή είναι όλη η διαφορά».
Και η αλήθεια είναι ποτέ δεν ζούσε μόνη, αλλά απομονωμένη. Στο πλευρό της είχε αγαπημένα της πρόσωπα, όπως η μαγείρισσα της και κάποιους φίλους της που δέχονταν τις εκκεντρικότητές της και συχνά τη συνόδευαν σε μακρά ταξίδια ινκόγκνιτο. «Η υπέροχη Γκάρμπο ήταν ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος που έχω γνωρίσει», έχει πει για εκείνη ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, υπογραμμίζοντας ότι αυτό το παράξενο πλάσμα είχε έναν σπάνιο εσωτερικό κόσμο, που αρνιόταν να εκθέσει.
Η Γκρέτα Γκούσταφσον, όπως ήταν το κανονικό της όνομα, γεννήθηκε στη Σουηδία και πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε ένα φτωχικό διαμέρισμα. Ντρεπόταν πάντα για την ταπεινή της καταγωγή, για την «ασχήμια» που έζησε όπως έλεγε. Κι ίσως η μανία που απέκτησε αργότερα για τα έργα τέχνης οφειλόταν ακριβώς σε εκείνα τα χρόνια, που προσπαθούσε να αντικαταστήσει με κάτι πραγματικά όμορφο. Ο πατέρας της ήταν ανειδίκευτος εργάτης και δυσκολευόταν να ζήσει την πολυμελή του οικογένειά του. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν εκείνος αρρώστησε από ισπανική γρίπη. Τότε, η νεαρή Γκρέτα εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει ως πωλήτρια.
Από μικρή όμως είχε δείξει την αγάπη της για την υποκριτική: συχνά έφτιαχνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στο σπίτι, ενώ είχε κάνει και κάποια διαφημιστικά. Έτσι πήρε την απόφαση να πάει στη Δραματική σχολή της Στοκχόλμης. Εκεί συνάντησε τη Μίμι Πόλακ, που επινόησε το όνομα Γκάρμπο, με την οποία φημολογείται ότι υπήρξε βαθιά ερωτευμένη, καθώς η Γκάρμπο ήταν bisexual. Μάλιστα λέγεται ότι ποτέ δεν ξεπέρασε αυτό το ασίγαστο πάθος που έκαιγε μέσα της για την παλιά της συμμαθήτρια, αν και ποτέ δεν το αποκάλυψε.
Η Μίμι όμως παντρεύτηκε, πράγμα που διέλυσε ψυχολογικά την Γκάρμπο. Όταν την ενημέρωσε με γράμμα πως απέκτησε γιο, η Γκάρμπο της απάντησε: «Είμαι απίστευτα περήφανη που έγινα πατέρας!» Η ίδια είχε σχέσεις και με άντρες, αλλά δεν ήθελε ποτέ να παντρευτεί, παρόλο που είχε δεχτεί προτάσεις γάμου από δύο άντρες. Ο ένας ήταν ο Σουηδός βιογράφος της, Λαρς Σάξον και ο άλλος ο συμπρωταγωνιστής της από την εποχή του βωβού κινηματογράφου Τζον Γκίλμπερτ με τον οποίο συζούσαν για δύο χρόνια. Όπως αποκαλύφθηκε σε επιστολές της που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας από το Ταχυδρομικό Μουσείο της Στοκχόλμης που έκανε αφιέρωμα στη σταρ, η απάντησή της στον Σάξον ήταν: «Μάλλον θα μείνω για πάντα εργένισσα. Η λέξη "σύζυγος" είναι τόσο άσχημη».
Η Μίμι βέβαια δεν ήταν η μόνη γυναίκα στη ζωή της. Η αλληλογραφία της με τη συγγραφέα Μερσέντες ντε Κόστα αποκαλύπτει πολλά στοιχεία από την προσωπική της ζωή, όμως οι κληρονόμοι της αρνήθηκαν να δώσουν τις επιστολές αυτές στη δημοσιότητα. Επιπλέον, είχε έναν σύντομο ερωτικό δεσμό με τη χορεύτρια, μοντέλο και ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου, Λουΐζ Μπρουκς, όπως ισχυρίζεται η τελευταία στα απομνημονεύματά της, περιγράφοντάς την ως «αρρενωπή, αλλά γοητευτική και τρυφερή ερωμένη». Τέλος, πιθανότατα, είχε σύντομες σχέσεις με τον ηθοποιό Τζορτζ Μπρεντ, τον μαέστρο Λεοπόλδο Στοκόφσκι, τον διαιτολόγο Γκάγελορντ Χάουσερ και τον παντρεμένο μάνατζέρ της, Τζόρτζ Σλη.
Η καριέρα της ως ηθοποιός απογειώθηκε, όταν γνωρίστηκε με τον διάσημο εκείνη την εποχή σκηνοθέτη Μάουριτς Στίλερ, ο οποίος της προσέφερε έναν σημαντικό ρόλο στο φιλμ «Ο θρύλος του Γκέστα Μπέρλινγκ» («Gösta Berling's Saga»,1924), από το γνωστό μυθιστόρημα της νομπελίστριας συγγραφέως Σέλμα Λάνγκερλεφ. Όταν το 1925 ο Σουηδός σκηνοθέτης πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συνεργαστεί με την MGM, ζήτησε με επιμονή να παραχωρηθεί και στην Γκάρμπο ένα «χρυσό» συμβόλαιο.
Με την MGM, θα γυρίσει 24 ταινίες, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι: «Ο Χείμαρρος («The Torrent»,1926), «Σαρξ και Διάβολος» («Flesh and the Devil», 1927) και «Αγάπη» («Love», 1927). Η μεγάλη της επιτυχία, όμως, θα έρθει το 1930, με το «Άννα Κρίστι», όταν θα ακουστεί για πρώτη φορά μέσα τις σκοτεινές αίθουσες η βαθιά, βραχνή φωνή της. Ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινίας της μεγάλης σταρ. Έναν χρόνο αργότερα θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Μάτα Χάρι», η οποία θα της χαρίσει τον τίτλο της πιο αινιγματικής σταρ του Χόλιγουντ και ακολουθούν μια σειρά από μεγάλες επιτυχίες. Το 1954 της απονέμει ειδικό Όσκαρ για τις «αξέχαστες ερμηνείες της», το οποίο η Γκάρμπο δεν μπήκε καν στον κόπο να παραλάβει αυτοπροσώπως.
Στα 36 της χρόνια αγόρασε ένα διαμέρισμα επτά δωματίων στο Μανχάταν και αφοσιώθηκε στη συλλογή της που περιλάμβανε πίνακες των Ρενουάρ, Ρουό, Καντίνσκι, Μπονάρ και Τζολένσκι αξίας εκατομμυρίων δολαρίων. Μοναδική κληρονόμος η ανιψιά της Γκρέι από την πλευρά του αδερφού της.
Οι γείτονές της έλεγαν πως κυκλοφορούσε πάντα με μαύρα γυαλιά, ήταν αδύνατη -άλλωστε ήταν χορτοφάγος και έτρωγε ελάχιστα- και της άρεσε να κάνει μεγάλους περιπάτους. Μάλιστα, προκειμένου να μην την αναγνωρίζουν μεταμφιεζόταν και έκανε τις βόλτες της μέσα από την ασφάλεια ενός ψεύτικου προσωπείου. Άλλωστε επειδή ήταν συλλέκτρια έργων τέχνης, επισκεπτόταν τακτικά αντικερί και παλαιοπωλειά, οπότε αυτή η συνήθειά της ήταν χρήσιμη, αφού δεν άντεχε καθόλου τον κόσμο.
Δεν υπέγραφε ποτέ αυτόγραφα, έλεγε πως είναι βαρετή -πράγμα που φυσικά κανείς ποτέ δεν πίστεψε- και αρνούνταν να μιλάει με δημοσιογράφους και θαυμαστές. Συνοδοιπόρος και φίλος της τα χρόνια της απομόνωσης ήταν ο συλλέκτης Σάμουελ Άνταμς Γκριν. Με την άδειά της μαγνητοφωνούσε συνομιλίες της με φίλους, της αλλά και τις συζητήσεις που έκαναν οι δυο τους στο τηλέφωνο. Όταν όμως εκείνη έμαθε πως έπαιξε τις κασέτες σε τρίτους, έγινε έξαλλη και έκοψε τις επαφές μαζί του. Ο Γκριν μετάνιωσε βαθιά για το λάθος του και έκανε προσπάθειες να τα ξαναβρούν, εκείνη όμως δεν τον συγχώρεσε ποτέ. Στη διαθήκη του, εκείνος κληροδότησε τις κασέτες αυτές στο Πανεπιστήμιο Wesleyan. Όταν αργότερα μέρος του περιεχομένου βγήκε στη δημοσιότητα, αποκαλύφθηκε ένα διαφορετικό πρόσωπο της Γκάρμπο, που τη χαρακτήριζε όπως προκύπτει ένα Ιδιόμορφο χιούμορ.
Η τελευταία της συνέντευξη δόθηκε στον αρθρογράφο της «Daily Mail» του Λονδίνου, Πολ Κάλαν, με τον οποίο συναντήθηκαν στο Hotel du Cap Eden Roc. Ο Κάλαν ξεκίνησε την κουβέντα τους, λέγοντας «Αναρωτιέμαι…». Τότε η Γκάρμπο τον έκοψε λέγοντας του «Γιατί αναρωτιέσαι;» και έφυγε αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού, ενώ η συνέντευξη έγινε μια από τις συντομότερες που δημοσιεύτηκαν ποτέ. Η τελευταία φορά που απασχόλησε τον Τύπο, ήταν όταν γυμνές φωτογραφίες της, που τραβήχτηκαν με φακούς μεγάλης εμβέλειας, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό People το 1976, όπου περιποιημένη και χαλαρή, απολάμβανε το μπάνιο της.
Η μεγάλη σταρ πέθανε το 1990 στα 85 της χρόνια, από πνευμονία.