Από τους ελάχιστους Έλληνες ηθοποιούς, που κατάφεραν να διαπρέψουν στο εξωτερικό, κάνοντας διεθνή καριέρα, ο Σπύρος Φωκάς σήμερα το πρωί πέταξε στα αστέρια.
Εδώ και καιρό, ο Σπύρος Φωκάς αντιμετώπιζε σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα και νοσηλευόταν σε κέντρο αποκατάσταση στη Μαγούλα. Τις τελευταίες εβδομάδες, μάλιστα, ήταν σε πλήρη αφωνία. Στο πλευρό του βρικσόταν πάντα η σύζυγός του, Λίλιαν, που έκανε γνωστή την είδηση του θανάτου με μια ανάρτησή της στο Facebook. «Καλή αντάμωση Σπύρο μου», γράφει η ανάρτηση, συνοδευόμενη από το τραγούδι «Τα Δειλινά» της Βίκυς Μοσχολιού.
Ο Σπύρος Φωκάς γεννήθηκε στην Πάτρα ως Σπύρος Ανδρουτσόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, στις 17 Αυγούστου 1937. Ο πατέρας του ήταν ταξιδιωτικός πράκτορας και βοήθησε πολλούς να μεταναστεύσουν στην Αμερική, για να βρουν μια καλύτερη τύχη. Αργότερα, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, στο Παγκράτι ,και με πρωτοβουλία του άρχισαν τα παιδιά να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών. Ένας φίλος του, ο Ανδρεάς Λαμπρινός, που ήταν ηθοποιός και σκηνοθέτης, του είπε ότι ο γιος του είχε ταλέντο. Έτσι, εκείνος του έδωσε την ευχή του και ο νεαρός τότε Σπύρος βρέθηκε να σπουδάζει στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, ξεχωρίζοντας με την παρουσία του.
Το 1959 έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο στην ταινία του Λαμπρινού, «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα», που προβλήθηκε τότε στο Φεστιβάλ των Καννών. Αυτή ήταν η αφετηρία για τη διεθνή καριέρα του.
Άνθρωπος τολμηρός, που ποτέ δεν φοβήθηκε το ρίσκο, ο Σπύρος Φωκάς αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στην Ιταλία. Αφού μέσα σε οχτώ μήνες έμαθε άπταιστα τη γλώσσα, πέρασε από οντισιόν στα στούντιο της Τσινετσιτά και βρέθηκε να συμμετέχει σε διεθνείς παραγωγές.
Η πρώτη του εμφάνιση σε ξενόγλωσση ταινία ήταν το 1960 στο «Morte di un amico», ιταλικής παραγωγής, που είχε τον ρόλο του Bruno. Ακολούθησαν σημαντικές συνεργασίες, όπως η ταινία «Όταν θέλει η γυναίκα» του Βιντσέντε Μινέλι πλάι στη μεγάλη Λάιζα Μινέλι και «Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του» του Λουκίνο Βισκόντι, με την Κατίνα Παξινού. Σε δημοσίευμα ξένης εφημερίδας είχε γραφτεί ότι ξεπερνούσε σε ομορφιά τον Αλέν Ντελόν, καθώς ο Τύπος δεν αποθέωνε μόνο το ταλέντο του, αλλά και την εντυπωσιακή εξωτερική του εμφάνιση.