«H βασίλισσα της Bugatti»: Η ιστορία της Hellé Nice -Από μοντέλο, η ταχύτερη γυναίκα οδηγός στον κόσμο
Ο χώρος των αυτοκινήτων και του μηχανοκίνητου αθλητισμού θεωρείται «ανδρικό» σπορ από την εμφάνισή του μέχρι και σήμερα.
Άλλωστε, κατά παράδοση, οι άνδρες ασχολούνταν περισσότερο με αυτόν τον χώρο. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις ήταν πάντα λαμπρές και έχουν γράψει τη δική τους ιστορία.
Η Hellé Nice ήταν μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του γυναικείου φύλου στον ανδροκρατούμενο χώρο.
Γεννήθηκε με το όνομα Mariette-Hélène Delangle στις 15 Δεκεμβρίου 1900 στο Aunay-sous-Auneau, ένα χωριουδάκι έξω από το Παρίσι. Όταν ήταν 3 ετών, ο αγώνας «Παρίσι-Μαδρίτη» πέρασε από το χωριό της για μία και μοναδική φορά.
Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ήταν οι αδελφοί Louis και Marcel Renault, ο Vincenzo Lancia, o Charles Rolls και άλλοι επώνυμοι οδηγοί και σπουδαίοι κατασκευαστές της εποχής. Αυτό ήταν που σημάδεψε το μικρό κορίτσι.
Μετά από 15 χρόνια, μετακόμισε στο Παρίσι και ξεκίνησε να ποζάρει ως γυμνό μοντέλο του ζωγράφου René Carrère, γνωστού στους κύκλους των καμπαρέ για τις σκανδαλιστικές αφίσες του. Δούλεψε ακόμη ως χορεύτρια και άλλαξε το όνομά της παίρνοντας το καλλιτεχνικό «Hellé Nice». Υπήρξε περιζήτητη γυναίκα αλλά και σύντροφος του Βαρόνου Philippe de Rothschild.
Τότε ήταν που απέκτησε και το πρώτο της αμάξι: Ένα Citroën.
Ένας φίλος της, ο αεροπόρος Henry de Courcelles, που έπαιρνε μέρος σε αγώνες, ήταν αυτός που τη μύησε. Το 1921 βρέθηκε το Brooklands της Αγγλίας και ζήτησε να συμμετάσχει στους αγώνες. Ωστόσο, ήταν γυναίκα, έτσι δεν έγινε δεκτή.
Ασχολήθηκε με το σκι, όμως μετά από έναν άσχημο τραυματισμό στο γόνατο, το σταμάτησε. Έτσι, τελείωσε άδοξα και η καριέρα της στον χορό.
Ωστόσο, η τύχη της χαμογέλασε όταν διοργανώθηκε το πρώτο Grand Prix για γυναίκες, στο πλαίσιο της 3ης Journée Feminine de l’Automobile, ενός αυτοκινητικού Σαββατοκύριακου μόνο για γυναίκες, στο Autodrome de Linas-Montlhéry, την πρώτη γαλλική πίστα για αγώνες.
Η ίδια ξεκίνησε να προπονείται κάθε μέρα στην πίστα για να είναι έτοιμη. Τα βράδια, κόντρα στις κοινωνικές επιταγές της εποχής που ήθελαν τη γυναίκα διακριτική παρουσία, έβγαινε με άνδρες, έπινε αλκοόλ, έκανε ναρκωτικά.
Αυτό δεν την εμπόδισε να θριαμβεύσει. Στις 2 Ιουνίου 1929, οδηγώντας ένα Oméga-Six, που της παραχώρησε ο κατασκευαστής, Jules Daubecq, νίκησε τις συναγωνίστριές της σε έναν αγώνα 50 γύρων.
Την επόμενη ημέρα, η νεαρή γυναίκα έλαβε ένα τηλεγράφημα από τη Bugatti που της ζητούσε να γίνει οδηγός της. Δέχτηκε και αντάμειψε την εμπιστοσύνη του Ettore Bugatti, φίλου του Philippe de Rothschild, κερδίζοντας το Πρωτάθλημα Ηθοποιών, διάσημο τουρνουά της εποχής όπου συμμετείχαν και άνδρες.
Στη συνέχεια, υπέγραψε συμβόλαιο με τη Lucky Strike για να διαφημίζει το «τσιγάρο των πρωταθλητών». Αφίσες της άρχισαν να ξεπετάγονται παντού, έτσι η Hellé Nice έγινε ένα από τα διασημότερα πρόσωπα της εποχής και όχι μόνο στη Γαλλία.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, πέτυχε ρεκόρ ταχύτητας για γυναίκες οδηγούς με μέση ταχύτητα 197,7 km/h οδηγώντας μια Bugatti 35C.
Το 1930 βρέθηκε στην Αμερική για να πάρει μέρος σε αγώνες σε χωμάτινες πίστες και οδήγησε οδηγούσε μάλιστα χωρίς κράνος «επειδή στους θεατές αρέσει να θαυμάζουν τα μαλλιά μου να ανεμίζουν όσο οδηγώ» όπως είπε η ίδια.
Έτσι, η «ταχύτερη οδηγός της Γαλλίας» έγινε η «Βασίλισσα της Bugatti». Πλούσια και διάσημη, επέστρεψε τον επόμενο χρόνο στην Ευρώπη για να συνεχίσει την καριέρα της ως οδηγός σε Grand Prix.
Στο πρώτο Grand Prix της σεζόν, οδηγώντας μια Bugatti Τ35C (που ονόμασε «Yoyo») ως «Mlle Hellé Nice» τερμάτισε τέταρτη στην κατηγορία της σε έναν αγώνα όπου συμμετείχαν καταξιωμένοι οδηγοί όπως οι Pierre Veyron, Philippe Etancelin, René Dreyfus, Louis Chiron και μια ακόμη γυναίκα, η Anne-Cecile Rose-Itier.
Μπορεί να μην βγήκε πρώτη, κέρδισε όμως τις εντυπώσεις και τον σεβασμό των άλλων οδηγών αλλά και του κόσμου.
Το 1933, άφησε τη Bugatti για μια Alfa Romeo 8C. Βγήκε τρίτη σε ένα Grand Prix που έμεινε γνωστό ως «Η Μαύρη Μέρα της Monza» καθώς κόστισε τη ζωή σε τρεις από τους καλύτερους οδηγούς της εποχής: των Ιταλών Giuseppe Campari και Mario-Umberto Borzacchini και του Πολωνού Κόμη Stanislas Czaykowski.
Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να τρέχει με την Alfa Romeo σε αγώνες σε όλο τον κόσμο. Το 1936 παραλίγο να χάσει τη ζωή της σε αγώνα στη Βραζιλία. Λίγο πριν τον τερματισμό, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της με αποτέλεσμα η Alfa Romeo της να πέσει πάνω στους θεατές σκοτώνοντας έξι από αυτούς.
Η ίδια εκτινάχτηκε από το αυτοκίνητό της και έπεσε πάνω σε έναν από τα θύματα. Αρχικά, όλοι θεώρησαν ότι σκοτώθηκε. Έμεινε σε κώμα για τρεις ημέρες, ενώ υπέστη βαριές εγκεφαλικές κακώσεις και άλλα σοβαρά τραύματα. Επέστρεψε στην Ευρώπη, αλλά ήταν πλέον δύσκολο να βρει ομάδα για να συνεχίσει την καριέρα της.
Συμμετείχε σε αγώνες αντοχής για γυναίκες ενώ στη συνέχεια οδήγησε για 10 συνεχόμενες μέρες και νύχτες καταρρίπτοντας 10 ρεκόρ που παραμένουν μέχρι σήμερα.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πέρασε τον χρόνο της μεταξύ Παρισιού και Νίκαιας, χωρίς να ενοχληθεί ιδιαίτερα από τους Ναζί, κάτι που προκάλεσε σε πολλούς ερωτηματικά. Την κατηγόρησαν ότι ήταν πράκτορας της Γκεστάπο, κάτι που δεν αποδείχτηκε, όμως, η συμμετοχή της στο Monte Carlo Rally ακυρώθηκε.
Ο Chiron, ένας από τους ιδρυτές του Grand Prix του Μονακό, ήταν αυτός που την κατηγόρησε και αρνήθηκε να ανακαλέσει, παρά την προσπάθειά της να τον πείσει. Η ρετσινιά της έμεινε όπως και για την ίδια της την οικογένεια, που λόγω του «έκλυτου βίου της» είχε διακόψει σχέσεις μαζί της. Η καριέρα της, μετά και από μια αποτυχημένη προσπάθεια, τερματίστηκε. Ήταν πλέον 51 ετών.
Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, ήταν τα χρόνια της παρακμής για εκείνη. Η οικονομική της κατάσταση ήταν άθλια ενώ ο εραστής της την παράτησε για μια νεότερη γυναίκα, αφού την αφαίμαξε οικονομικά.
Συνέχισε να ζει πάμπτωχη με ελεημοσύνες και δωρεές του φιλανθρωπικού ιδρύματος για ηθοποιούς, χωρίς φίλους, οικογένεια και σύντροφο. Το 1974 προσβλήθηκε από ψωρίαση χάνοντας τα δόντια της. Της έμειναν μόνο μερικά ενθύμια της άλλοτε διάσημης, ταχύτερης γυναίκας.
Το 1984, η Hellé Nice πέθανε σε νοσοκομείο της Νίκαιας, έχοντας πέσει σε κώμα, μετά από εγχείρηση στο πόδι. Στην τελετή αποτέφρωσής της δεν εμφανίστηκε κανείς. Οι στάχτες της στάλθηκαν για ταφή στον οικογενειακό τάφο στο Sainte-Mesme, αλλά το όνομά της δεν γράφτηκε πουθενά.
Το 2008, με πρωτοβουλία της Αμερικανίδας Sheryl Greene, δημιουργήθηκε το «Ίδρυμα Hellé Nice» και το 2010, παρουσία της βιογράφου της, Miranda Seymour, τοποθετήθηκε στον τάφο της μια επιγραφή που τίμησε τη μνήμη και την ιστορία της.