Brian Stonehouse: Ο Bρετανός κατάσκοπος που επέζησε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έγινε φημισμένος εικονογράφος μόδας
Ιούλιος 1941 στην κατεχόμενη Γαλλία. Ο Michel Chapuis, όπως είναι το όνομα στα παραποιημένα χαρτιά του Stonehouse, ταξιδεύει με τρένο, ανάμεσα σε Γερμανούς στρατιώτες και ταλαιπωρημένους χωρικούς. Η μυστική ταυτότητα του νεαρού καλλιτέχνη εν μέρει αληθής, εν μέρει επινοημένη. Γάλλος φοιτητής της Καλών Τεχνών που εργάζεται για τη Vogue.
Τότε μια ανυποψίαστη γυναίκα σκύβει προς το μέρος του και του λέει: «Πριν από τον πόλεμο, ο αδερφός μου φορούσε τέτοια κομψά αγγλικού τύπου παπούτσια σαν τα δικά σας.» Εκείνος προς στιγμήν αιφνιδιάζεται, ύστερα όμως, αναφωνεί ξέγνοιαστα με άψογη γαλλική προφορά “C’est extraordinaire!”.
Απίστευτη όμως ήταν και η τύχη του, αφού δεν άκουσε τη στιχομυθία τους κανείς από τους Γερμανούς αξιωματικούς γύρω τους. Παρά την άψογα επιμελημένη εμφάνισή του από το Εκτελεστικό Ειδικών Επιχειρήσεων της Baker street, των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών, ακολουθώντας πιστά το στιλ και τα υφάσματα της εποχής, μία λεπτομέρεια καθοριστικής σημασίας ξέφυγε. Τα παπούτσια και μόνο θα ήταν ένα ικανό στοιχείο για να τον οδηγήσει σε μαρτυρικές ανακρίσεις, λήγοντας πρόωρα και άδοξα την πρώτη του αποστολή ως μυστικού χειριστή ασυρμάτου.
Ο Stonehouse με την κωδική ονομασία Celestin, κουβαλούσε μαζί του μία βαλίτσα τύπου Β2 με κατασκοπευτικό εξοπλισμό. Μέσα της ένα κουτί με χρώματα, έκρυβε έναν πομπό και στο ταξίδι προς τη Λιμόζ καλούνταν να έρθει σε επαφή με ένα δίκτυο κατασκόπων με το ψευδώνυμο «Ο εγγαστρίμυθος». Τότε, το προσδόκιμο ζωής ενός πράκτορα στη Γαλλία, ήταν μόλις έξι εβδομάδες.
Τον Οκτώβριο του 1942, μέσα από την ανίχνευση μιας μυστικής μετάδοσης, η Γκεστάπο κατάφερε να εξακριβώσει την κρυψώνα του και να τον συλλάβει. Αν και ο κανόνας ήταν να στέλνει κωδικοποιημένα μηνύματα μόνο από πολυσύχναστα μέρη, έτσι ώστε να χάνεται μέσα στον συνωστισμό του πλήθους, ο Stonehouse άρχισε να γίνεται πιο παράτολμος, μεταδίδοντας πληροφορίες από απίθανες τοποθεσίες, όπως αυτή ενός ερειπωμένου πύργου στη Λυών. Αυτό ήταν που τον πρόδωσε. Πέρασε έτσι τρία χρόνια ως κρατούμενος σε τρείς φυλακές της κυβέρνησης των δωσίλογων του Βισύ και 5 στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Stonehouse μεταφέρθηκε από τη Λυών στη μεγαλύτερη φυλακή της Καστρ και από εκεί βόρεια στη Φρεν. Η άρνησή του να παραδεχτεί την ιδιότητά του, παρά τα βασανιστήρια τον είχε εντάξει στην κατηγορία NN (συντομογραφία για τις λέξεις Nacht und Nebel, νύχτα και ομίχλη). Η μοίρα αυτής της ομάδας ανθρώπων που δεν ήταν Εβραίοι, περιελάμβανε καταναγκαστικά έργα μέχρι εξόντωσης και εξάλειψη της ταυτότητάς τους, έτσι ώστε ναΟ Stonehouse μεταφέρθηκε από τη Λυών στη μεγαλύτερη φυλακή της Καστρ και από εκεί βόρεια στη Φρεν. Η άρνησή του να παραδεχτεί την ιδιότητά του, παρά τα βασανιστήρια τον είχε εντάξει στην κατηγορία NN (συντομογραφία για τις λέξεις Nacht und Nebel, νύχτα και ομίχλη). Η μοίρα αυτής της ομάδας ανθρώπων που δεν ήταν Εβραίοι, περιελάμβανε καταναγκαστικά έργα μέχρι εξόντωσης και εξάλειψη της ταυτότητάς τους, έτσι ώστε να θεωρούνται για πάντα αγνοούμενοι από τους αγαπημένους τους. Ο Stonehouse αναγκάστηκε να ομολογήσει.
Αυτό που τον έσωσε ήταν το ταλέντο του. Στην επόμενη μεταφορά του στο Saarbrücken, ένας φρουρός των SS που οι Βρετανοί του είχαν συμπεριφερθεί με επιείκεια κατά την αιχμαλωσία του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον συμπάθησε και του ανέθεσε να σκιτσάρει τις συζύγους των αξιωματικών. Εκείνος επέλεγε πάντα να τις αποτυπώνει με εντυπωσιακές γούνες, ποτέ με τις στολές των Ναζί. Λίγο πριν την απελευθέρωση βρέθηκε στον τελικό και πιο σκληρό προορισμό, το στρατόπεδο του Νταχάου. Εκεί συνέχισε να σκιτσάρει τις φυσιογνωμίες των Ναζί, τρέφοντας τη ματαιοδοξία τους. Μαζί με άλλους βρετανούς αιχμαλώτους οργάνωσαν τη «Διεθνή Επιτροπή Κρατουμένων», βοηθώντας και εμψυχώνοντας τους συγκρατούμενούς τους.
Μετά την απελευθέρωση από τους Αμερικανούς το 1945, επέστρεψε για μια τελευταία φορά στο Νταχάου αποδίδοντας μέσα από τα σχέδιά του, τα κρεματόρια ως «τεκμήρια απανθρωπιάς». Σήμερα, εκτίθενται στο Imperial War Museum στο Λονδίνο. Η προσωπική του ανωτερότητα παρά την αγριότητα του πολέμου είναι χαρακτηριστική. Στις δίκες για τα εγκλήματα του πολέμου, ο Stonehouse βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Arnold Schneider, τον βασανιστή του στις ατέλειωτες ανακρίσεις, που την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1942 του είχε αναγγείλει ότι θα εκτελεστεί. Όταν του δόθηκε περίστροφο για να τερματίσει τη ζωή του Schneider, εκείνος δεν ζήτησε αντίποινα. «Δεν κρατώ κακία. Έχω ρίξει αυλαία σε αυτό το κομμάτι της ζωής μου», δήλωσε, αφήνοντας τα πάντα πίσω του. Χρόνια αργότερα, το 1995 σε συνέντευξή του στη Rita Kramer είχε δηλώσει: «έπρεπε να παραμείνεις άνθρωπος, τότε μόνο μπορούσες να κερδίσεις. Ήθελαν να μας μετατρέψουν σε κτήνη».
Τα όμορφα χρόνια της μόδας
Από ένα ακόμα παιχνίδι της τύχης, ο Stonehouse έμελλε να εκπληρώσει στη ζωή του τον ρόλο που είχε αρχικά υποδυθεί ως πράκτορας...
Ο εικονογράφος βραβεύθηκε με το αστέρι του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για τις εξαιρετικές του υπηρεσίες. Τότε, ήταν που έγινε φίλος με τον Αμερικανό Ταγματάρχη Harry Haller και κοσμικό της εποχής, που τον έπεισε να τον ακολουθήσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μέσα από τις διασυνδέσεις του Haller, ο Stonehouse έγινε μέρος της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, σκιτσάροντας τη γοητευτική σύζυγο του ηθοποιού Henry Fonda, βαρόνη Afdera Franchetti και στενούς φίλους από τον κύκλο του Ernest Hemingway.
Τα ιδιαίτερα σχέδιά του σύντομα τράβηξαν την προσοχή της Jessica Davies, αρθρογράφου στη Vogue, που το 1952 του πρότεινε να συνεργαστούν, τιμώντας τον ως τον πρώτο εικονογράφο που προσλήφθηκε ξανά στο πιο αναγνωρισμένο έντυπο μόδας, από το 1939. «Πρώην βρετανός κατάσκοπος στο προσωπικό της Vogue», έγραφε τότε για εκείνον στο πρωτοσέλιδό της η The Herald Journal.
Τα λεπτεπίλεπτα και αιθέρια μοντέλα που σκίτσαρε πολλές φορές αντιπαραβάλλονταν μέσα του με τις εξαϋλωμένες φιγούρες του πολέμου, όμως η ανάγκη για έναν εορτασμό της ζωής μέσα από το στιλ και τη μόδα, έντυναν τη ματιά του με μία άλλη αισιοδοξία.
Στην εποχή του η εικονογράφηση μόδας βρισκόταν στο απόγειό της, αφού παρά τη συνύπαρξη με τη φωτογραφία, υπήρχε η πεποίθηση, ότι τα σκίτσα αναδεικνύουν καλύτερα τις λεπτομέρειες του ρούχου, παρουσιάζοντας με μεγαλύτερο ενδιαφέρον το πώς μπορούν να φορεθούν, χωρίς ρεαλιστικές συμβάσεις. Το προσωπικό στιλ του Stonehouse με τις καθαρές γραμμές και την εντυπωσιακή χρήση του χρώματος, απέδωσε την κομψότητα και την πολυτέλεια της δεκαετίας του ’50, μαζί με άλλους χαρισματικούς εικονογράφους, όπως οι René Gruau, Carl Erickson και René Bouché.
Η αναγνώριση του Stonehouse ήταν ακαριαία. Οι προσκλήσεις για επίσημα black tie δείπνα από τις μεγάλες οικοδέσποινες της Park Avenue και τα μέλη της νεοϋορκέζικης σκηνής της μόδας ήταν πλέον καθημερινή υπόθεση για τον κομψό βρετανό δημιουργό με τους καλούς τρόπους, ενώ τα σχέδιά του κοσμούσαν τις διαφημίσεις και στο μεγάλο πολυκατάστημα Saks Fifth Avenue. Πέρα από τα σκίτσα του έγινε και διάσημος πορτρετίστας των rich and famous, απαθανατίζοντας ονόματα, όπως η Sophia Lauren, ο Richard Burton αλλά και η Βασιλομήτωρ κατά την επιστροφή του στην Αγγλία. Και εκεί η υποδοχή του ήταν εξίσου θερμή, με τον ίδιο να γίνεται τακτικός θαμώνας στον Οίκο Κλάρενς.
Η άνοδος μιας νέας εποχής στη Vogue με διευθύντρια τη Diana Vreeland, που προτιμούσε να αποτυπώνει το “youthquake” και το ζωηρό πνεύμα της εποχής και των νιάτων μέσα από τις αυθόρμητες πόζες και τα κλικ επαναστατικών φωτογράφων, όπως ο Richard Avedon, έθεσαν την εικονογράφηση μόδας στο περιθώριο.
Η τελευταία δουλειά του Stonehouse για το περιοδικό ήταν τον Οκτώβριο του 1962, αλλά συνέχισε να δημιουργεί εικόνες ομορφιάς για την ηγερία των προϊόντων ομορφιάς Elizabeth Arden, μέχρι τα ‘80s. Η γεμάτη ζωή του, του επέτρεψε να γνωρίσει και τις δύο όψεις, την απόλυτη ασχήμια αλλά και την κορύφωση της ομορφιάς και της ευγένειας. Ευτυχώς, το τέλος δεν ήρθε βίαια, εκείνη την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1932, αλλά ήσυχα στον ύπνο του τον Δεκέμβριο του 1998.