Ποιος ευθύνεται για την κακοποίηση στον χώρο της Τέχνης
Ο μεγάλος Βραζιλιάνος σκηνοθέτης και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης Αουγκούστο Μποάλ μέσα από το θέατρο Φόρουμ αναζητούσε πάντα πρακτικές λύσεις σε διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Μότο του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη ήταν πως «δεν μπορούν να αλλάξουν οι άνθρωποι, παρά μόνο το πλαίσιο όπου κινούνται».
Έφερνε δε συχνά ως παράδειγμα μια δασκάλα που χτυπάει τους μαθητές της. Έλεγε λοιπόν ότι κανείς δεν μπορεί να μετατρέψει όλες τις δασκάλες αυτού του κόσμου σε εξαιρετικούς χαρακτήρες, που πάντα θα βρίσκουν τον τρόπο να συγκρατούν τα νεύρα τους και θα διαχειρίζονται καθημερινά τις δυσκολίες του εκπαιδευτικού του έργου, χωρίς βία. Αυτό όμως που μπορεί να συμβεί είναι να δημιουργηθεί ένας νόμος ή ένας κανόνας που να εμποδίζει όλες τις δασκάλες να χτυπούν τα παιδιά.
Η θέση του Μποάλ αποδέχεται ότι η ανθρώπινη φύση έχει μια βίαιη, πολλές φορές και σκοτεινή πλευρά. Ότι συχνά οι περιστάσεις ή οι συνθήκες μπορεί να μας εξωθήσουν σε άκρα που μπορεί να αιφνιδιάσουν ακόμα και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Εκεί λοιπόν παρεμβαίνει η κοινότητα, η πολιτεία και ο νόμος για να συγκρατήσουν αυτό τον ορμητικό χείμαρρο.
Η κακοποίηση σε κάθε της μορφή -σωματική ψυχολογική, σεξουαλική ή λεκτική- λοιπόν δεν είναι ένα φαινόμενο που μπορεί από τη μία στιγμή στην άλλη να εξαφανιστεί. Είναι όμως μια συμπεριφορά που μπορεί να χαλιναγωγηθεί.
Κακοποιητικές συμπεριφορές ως επί το πλείστον συναντώνται σε σχέσεις εξουσίας -εργασιακές, γονεϊκές, σχολικές κτλ- και είναι ακριβώς η κατάχρηση αυτής της εξουσίας που να επιτρέπει τις εκτροπές. Εν προκειμένω στο θέατρο, όπου τελευταία παρουσιάστηκε ένα ντόμινο συγκλονιστικών αποκαλύψεων, έχουμε από τη μια την ασυδοσία διευθυντών που διαχειρίζονται την εξουσία τους με τρόπο απολυταρχικό, από την άλλη την παντοδυναμία ορισμένων οικονομικά ισχυρών που εκμεταλλευόμενοι την τεράστια ανεργία και τις κακές συνθήκες που επικρατούν, θεωρούν ότι δίνοντας κυριολεκτικά ένα κομμάτι ψωμί μπορούν να συμπεριφέρονται ως φεουδάρχες. Εξ' ου και οι ηθοποιοί μιλούν για έναν εργασιακό μεσαίωνα που τελικά δημιούργησε το περιβάλλον για να γιγαντωθούν κακοποιητικές συμπεριφορές εδώ και δεκαετίες.
Κι αν η αιτία βρίσκεται στον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα, η δυσκολία να αναχαιτιστεί οφείλεται σε έναν καθαρά πολιτισμικό παράγοντα: την ανοχή ή ακόμα χειρότερα την αποδοχή τέτοιων συμπεριφορών ως φυσιολογικές.
Κάποτε για παράδειγμα θεωρούσαμε ότι τα παιδιά είναι φυσικό να κοροϊδεύουν το ένα το άλλο και κανείς δεν ασχολούνταν ιδιαιτέρως με αυτές τις «αθώες» προσβολές. Όμως σήμερα καταλάβαμε ότι αυτό το «παιδικό πείραγμα», μπορεί εύκολα να μεταλλαχθεί στο λεγόμενο μπούλινγκ και να οδηγήσει ακόμα και σε άκρατη βία. Αυτή ακριβώς η κοινωνική μετατόπιση φαίνεται πως προκύπτει ως ανάγκη σήμερα όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συνειδητοποίηση ότι η κακοποιητική συμπεριφορά δεν είναι αποδεκτή είναι το πρώτο βήμα στην καταπολέμησή της. Γι’ αυτό και το #metoo είναι καταρχάς και καταρχήν ένα κοινωνικό κίνημα, που στοχεύει στην αλλαγή τρόπου σκέψης της κοινής γνώμης.
Όταν λοιπόν ο οποιοσδήποτε γνωρίζει πως η επίδειξη της δύναμής του μπορεί να του στοιχίσει κοινωνικά ή επαγγελματικά αυτομάτως μπαίνει σε μια διαδικασία ελέγχου της συμπεριφοράς του. Ο κόσμος αλλάζει και μαζί του κι εμείς. Συμβαίνει αυτό στην Ιστορία ανά διαστήματα. Το να προσπαθούμε να διασωθούμε πιασμένοι από ένα πλοίο που πλέον μπάζει νερά -το πλοίο των παλιών αντιλήψεων και στερεότυπων που μας έφτασαν ως εδώ- θα αποβεί καταστροφικό. Πρέπει να αφουγκραστούμε τις νέες ανάγκες, την νέα εποχή και να την υποδεχτούμε με ανοιχτά τα χέρια. Κι αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να γίνουμε περισσότερο politically correct, δεν πειράζει. Η ευγένεια - έστω η επιβεβλημένη ευγένεια- είναι σαφώς καλύτερη από τη βία. Και τα όρια δεν μας κάνουν λιγότερο δημιουργικούς, αντίθετα γεφυρώνουν τις διαφορές μας ή έστω τις αμβλύνουν.