Μιλάμε γενναία για την αξία του να μεγαλώνεις με χάρη, την ίδια ώρα που πανικοβαλλόμαστε στα κρυφά, κάνοντας το αντίθετο
Αν κάτι εμπεδώσαμε για τα καλά τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες άνω των 40, σχετικά με την κοσμητική ιατρική είναι ότι η «επιδερμίδα αναπλάθεται». Εντωμεταξύ, αυτό που μας διέφυγε χαζεύοντας εκατομμύρια εικόνες αψεγάδιαστων γυναικών μέσης ηλικίας, είναι ότι το γούστο πλάθεται.
Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που η αντίληψη του τι συνεπάγεται να μεγαλώνει κανείς, σε ποια ηλικία «επιτρέπεται» και με ποιο τρόπο κατέληξε να είναι μια διαδρομή χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς. Περνάμε υστερικά στο επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου, χωρίς να έχουμε καλά- καλά τελειώσει αυτό που έχουμε μπροστά μας.
Φτάσαμε στις μέρες, όπου το να μεγαλώνει κανείς αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν αποτυχία παρά σαν φυσιολογική εξέλιξη στην πορεία της ζωής. Γιατί όμως ξοδεύουμε τόσο χρόνο και χρήμα ψάχνοντας να διατηρήσουμε τον εαυτό μας νέο αντί να επενδύουμε στο μελλοντικό μας εαυτό;
Η γυναικεία φιλαρέσκεια είναι η μισή απάντηση. Η μετάβαση από τη φάση όπου τα βλέμματα των γύρω καρφώνονται πάνω στη γυναικεία φιγούρα ως θελκτική, προς τη φάση όπου τα βλέμματα αυτά αρχίζουν να τις διαπερνούν ως σχεδόν αόρατες, βιώνεται σήμερα από πολλές γυναίκες με αίσθημα θλίψης, που για κάποιες μπορεί να ισοδυναμεί ακόμα και με πένθος. Και αυτό το αίσθημα δεν έχει απλώς να κάνει με το πάλαι ποτέ υπολογίσιμο ερωτικό κεφάλαιο που εξατμίζεται, αλλά με πολλά περισσότερα.
«Fear of Dying Culture»
Στην «Κουλτούρα του Ναρκισσισμού» ο Christopher Lasch διατύπωσε ότι ο τρόμος του να μεγαλώνει κανείς εκπορεύεται όχι από ένα cult νεότητας, αλλά από ένα cult εαυτού. Ότι η ενόχληση δεν αφορά τόσο στη σφριγηλότητα που αποχαιρετάμε, αλλά στην άρνηση του θανάτου, ένα από τα ισχυρότερα ελατήρια της ανθρώπινης δράσης.
Οι baby boomers εξύμνησαν το άτομο που δρα πάνω στη μοίρα του και που αυτό και μόνο έχει την ευθύνη για την πορεία της ζωής του, ως ο απόλυτος εξουσιαστής της. Και καθώς ο σύγχρονος άνθρωπος δεν γνωρίζει πώς να αφήνεται στα πράγματα αλλά εκπαιδεύεται μόνο στο πώς να τα ρυθμίζει, αδυνατεί να επιτρέψει στον παντοδύναμο Εαυτό να υποκύψει στη φθορά.
«Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί σήμερα στην Αμερική είναι να είσαι ηλικιωμένος», σημειώνει ο Δρ. Patrick Arbore, Διευθυντής στο Ινστιτούτο Γήρανσης του Σαν Φρανσίσκο. Πρόκειται για μια συλλογική και σχεδόν μανιώδη άρνηση για το τέλος της πορείας, που οι πλέον πρόσφατες μελέτες στον τομέα της κριτικής γεροντολογίας περιγράφουν με τον όρο fear of dying culture. Αυτή η αποστροφή προς το θάνατο –τονίζουν οι μελετητές- είναι μια πραγματικότητα που οι σύγχρονες κοινωνίες οφείλουν να αντιμετωπίσουν σαν πρόκληση.
Μάλιστα, συνεχίζουν, όπως προχωράμε σε κάθε νέα δεκαετία μπορούμε να περιμένουμε μια διαρκώς αυξανόμενη νέα κουλτούρα άρνησης θανάτου και μεγαλώματος. Αδιάψευστος μάρτυρας η άνθηση της πλαστικής χειρουργικής και της βιομηχανίας αντιγήρανσης.
Ταξικά fillers, ρατσιστικά botox
Στις φεμινιστικές φωνές που ισχυρίστηκαν ότι η γυναίκα παθητικοποιείται όλο και περισσότερο μέσω μιας βιομηχανίας που τις θέλει αψεγάδιαστες ακόμα και πολύ μετά τη μέση ηλικία, πιο πρόσφατες θεωρίες απάντησαν ότι όλες αυτές οι πρακτικές δεν είναι παρά ένα όπλο που δίνει στις γυναίκες το δικαίωμα της επιλογής, δικαίωμα που η κάθε μια από εμάς μπορεί να χρησιμοποιήσει όπως θέλει. Όμως το ερώτημα παραμένει: Πρόκειται τελικά για επιλογή, ή για μια νέα πραγματικότητα, που συντελεί στην κατασκευή μιας ιδιότυπης δικτατορίας του αγέραστου;
Δεδομένων των υψηλών ποσών που απαιτούνται για να έχουμε τον καθρέφτη μας ήρεμο και ευχαριστημένο, η επιχείρηση «πάντα νέα» αποκτά και ταξικές προεκτάσεις.
Κατευθυνόμαστε σε μια εποχή στην οποία οι πιο ευκατάστατες γυναίκες θα μπορούν να πουν μια και καλή αντίο στις ρυτίδες θυμίζοντας 30αρες στα 40 και στα 50 τους, ενώ γυναίκες από χαμηλότερα οικονομικά στρώματα θα μεγαλώνουν πιο «ορατά» και θα αντιμετωπίζουν ακόμα πιο ορατές οικονομικές συνέπειες κάνοντάς το.
Παραφράζοντας τον Μαρξ, όσοι -και κυρίως όσες- δεν έχουν την πρόσβαση στις μηχανές, εν προκειμένω στα μηχανήματα νεότητας, μπορούν να εξελιχθούν σε μειοψηφία, που θα παρακολουθεί τα πρότυπα ανεξίτηλης ομορφιάς να καταπίνουν το χρόνο, κυριαρχώντας στο δημόσιο χώρο.
«Αναγνώριση και επιβίωση ή επιβιώνοντας από την αναγνώριση»
Μια αλήθεια που σπάνια ειπώνεται σε σχέση με τη γυναικεία φιλαρέσκεια είναι ότι έχει τις ρίζες της σε ψυχρούς, σκληρούς αριθμούς.
Δεν είναι λίγα τα ευρήματα ερευνητών του κλάδου της γεροντολογίας που αποκαλύπτουν ότι φύλο και ηλικία λειτουργούν με τρόπο που παράγει μη ισότιμα αποτελέσματα για τα δυο φύλα στον εργασιακό χώρο, καθώς η επικρατούσα αντίληψη θέλει τις γυναίκες να μεγαλώνουν πιο γρήγορα από τους άντρες συναδέλφους τους.
Και συνεχίζουν εξηγώντας ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους η βιομηχανία της αντιγήρανσης έχει γιγαντωθεί, είναι αυτός ακριβώς ο φόβος της απώλειας του ηλικιακού status και της ανάγκης τους να παραμένουν ορατές και υπολογίσιμες κοινωνικά.
Μικρές υποκρισίες
Καθόλου τυχαίο λοιπόν που είμαστε όλες δεμένες σε μικρές υποκρισίες, μιλώντας γενναία και ανοιχτά σχετικά με την αξία του να μεγαλώνεις με χάρη, την ίδια ώρα που πανικοβαλλόμαστε στα κρυφά, κάνοντας το αντίθετο.
«Κάθε φορά», σχολιάζει σχετικά αρθρογράφος της Guardian, «που δίνω μια μικρή περιουσία στο κομμωτήριο για να καλύψω τις λευκές μου τρίχες, εύχομαι να είχα το κουράγιο των γυναικών αυτών που τολμούν να γκριζάρουν κομψά και επιδεικτικά σε μια ηλικία που οι συνομήλικες τους εξακολουθούν να εξαντλούν το μπουκάλι με το οξυζενέ. Και κάθε φορά, χάνω το θάρρος μου να το κάνω, αποχωρώντας ξανθότερη και πιο προβληματισμένη».
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται πρόκειται για ένα θέμα με διαστάσεις άκρως πολιτικές. Η Judith Butler μιλώντας για το σώμα ως φορέα άσκησης πολιτικής στη δημόσια σφαίρα, συνέδεσε την έννοια της επισφάλειας, τη συνθήκη όπου κάποιος αισθάνεται τρωτός ή απειλούμενος, με την έννοια της αναγνώρισης.
Άνθρωποι οδηγούνται στην επισφάλεια εξηγεί η σπουδαία φιλόσοφος επειδή δεν θεωρούνται «άξιοι αναγνώρισης στη σφαίρα της εμφάνισης», επειδή, με απλά λόγια, δεν λογαριάζονται ως υπολογίσιμοι άνθρωποι.
Φοβούμενες την ταύτιση με ένα στιγματισμένο γκρουπ ανθρώπων, αυτών της μέσης ηλικίας, οι γυναίκες ουσιαστικά φοβούνται ότι θα μετατραπούν σε αόρατα και ανενεργά πλάσματα.
«Διασχίζοντας το σώμα»
Στην Αφρική υπάρχει ένα γνωμικό που λέει ότι ο χρόνος δεν φεύγει από εσένα. Έρχεται σε σένα. Στις δυτικές μας κοινωνίες, σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια κουλτούρα που να μας (ψυχο) εκπαιδεύει πώς να μεγαλώνουμε χωρίς τύψεις, φοβικά σύνδρομα και ψυχαναγκασμούς.
Όμορφες και όμορφα. Που να απενοχοποιεί τις μεταβάσεις, ως κομβικά σημεία όπου σοφότεροι πάμε παρακάτω. Που να εξηγεί ότι η μεθόριος αυτή μπορεί να είναι η πιο ανάλαφρη βαρών περιοχή, στην πορεία μια γυναίκας. Που να σέβεται τα όρια του σώματος και τις δυνατότητες του μυαλού. Που να δίνει σημασία στην αυτοφροντίδα, μέχρι του σημείου που αυτή η φροντίδα δεν γίνεται τυραννία, αλλά υπηρεσία στα χέρια των ανθρώπων. Και που να μη στέκεται φοβικά απέναντι στο πέρασμα προς την τρίτη ηλικία, γιατί αυτή είναι –στην καλή περίπτωση- η μόνη βεβαιότητα.
Γιατί υπάρχει κάτι παραδόξως καθαρτικό με τον αποχωρισμό της αρυτίδιαστης επιδερμίδας, όσο ακριβώς καθαρτικό είναι το να ξεφορτώνεσαι πράγματα που είχες συσσωρεύσει στις ντουλάπες για χρόνια. Μοιάζει με ένα συναίσθημα ανακούφισης, μαζί με μια δόση πρόκλησης η οποία με λίγη τύχη μπορεί να φέρει κάτι νέο στην πόρτα.
Αυτή είναι η περίοδος στη ζωή κάποιου όπου οι προσεκτικά καλλιεργημένες φιλίες και σχέσεις είναι τα πάντα, η γοητεία είναι απαραίτητη, το μυαλό παίζει ρόλο, το ίδιο και κάτι που θα μπορούσε να αποδοθεί με τον ακριβέστερο όρο ως «χαρακτήρας», αν δεν ακουγόταν τόσο αφόρητα old fashioned και ρυτιδιασμένο.
Μίνα Μαρούγκα
Msc in Counseling Psychology & Psychotherapy