Το Παρίσι του συγγραφέα Χρήστου Μαρκογιαννάκη έχει γεύση βούτυρο
O Xρήστος Μαρκογιαννάκης υπογράφει το «Μυθιστόρημα με Κλειδί» ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί. Μοιράζεται μαζί μας το Παρίσι της καρδιάς του και μας μιλάει για μυστικές διαδρομές, μνήμες αλλά και την αγάπη του για τα βιβλία.
Τι σε συνδέει με το Παρίσι;
Μια σχέση καρμική. Παιδί, κι έπειτα έφηβος, είχα μια απέχθεια για κάθε τι γαλλικό (εξαιτίας ψυχολογικών κολλημάτων και μιας αποτυχημένης απόπειρας να μάθω τη γλώσσα), σε σημείο που είχα πει πως δεν θα πατήσω το πόδι μου ποτέ στη Γαλλία. Όταν πριν είκοσι χρόνια με κάλεσε μια φίλη που σπούδαζε στο Παρίσι να την επισκεφτώ, έκανα την καρδιά μου πέτρα και πήγα. Και ξαφνικά, με το που βρέθηκα εκεί ένιωσα για την πόλη κάτι που μόνο ως έρωτα με την πρώτη ματιά μπορώ να περιγράψω. Η απέχθεια έγινε λατρεία, ξεκίνησα να πηγαίνω όσο πιο συχνά μπορούσα, να περνάω δέκα-δεκαπέντε μέρες κάθε φορά. Κι όταν στα 30 αποφάσισα ν’ αλλάξω ζωή και να φύγω απ’ την Ελλάδα, το Παρίσι ήταν που με προ(σ)κάλεσε να το αναβαθμίσω από προορισμό διακοπών και πόλη-ερωμένη σε μόνιμη κατοικία και σύντροφο! Έκτοτε είμαι chez moi, σπίτι μου, εδώ, έχω τη ζωή, την καριέρα μου, κι όπως λέω στους φίλους μου (και γελάνε), J’ adore Paris et Paris m’ adore!
Ποια είναι η πρώτη πρώτη ανάμνηση σου από εκεί;
Δεν ξέρω αν πρόκειται πράγματι για την πρώτη ανάμνηση ή αν απλά επιθέτω την ύστερη εμπειρία μου δημιουργώντας μια ψευδο-ανάμνηση, αλλά ήταν η αίσθηση ότι «ανήκω εδώ».
Περίγραψε μου μια στιγμή παριζιάνικης γαλήνης;
Σε ένα συνοικιακό café, υπό παριζιάνικο -συννεφιασμένο- καιρό μ’ έναν allongé, ένα σημειωματάριο ή/κι ένα βιβλίο, να σηκώνω το βλέμμα πού και πού και να χαζεύω τους περαστικούς.
Αγαπημένη διαδρομή;
Η πόλη ολόκληρη είναι μια μεγάλη διαδρομή, είναι φτιαγμένη για να την περπατάς, κάτι που κάνω συχνά. Δεν είναι τυχαίο πως ο όρος flâneur, ο περιπατητής χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, που απολαμβάνει εικόνες, μυρωδιές και γεύσεις της πόλης, αναζητώντας την έμπνευση, ή απλά για να χορτάσει ομορφιά, γεννήθηκε εδώ τον 19ο αιώνα. Αν πρέπει, ωστόσο, να διαλέξω μόνο έναν περίπατο για να σας συστήσω, είναι στη νεκρόπολη του Père-Lachaise, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Ομορφιά, τέχνη, ηρεμία, πράσινο, σε συνδυασμό μ' ένα διαρκώς παρόν memento mori οξύνουν τις αισθήσεις και το συμπέρασμα πως, εν αναμονή του αναπόφευκτου τέλους, πρέπει να ζήσουμε!
Αγαπημένο εστιατόριο; Τι σ’ αρέσει να τρως εκεί;
Ας πέσουν να με φάνε οι λάτρεις του gourmet και των αστεριών Michelin, αλλά η γαλλική κουζίνα δεν με κέρδισε ποτέ, ίσως γιατί αποφεύγω το κρέας και δεν μου αρέσουν οι σος. Γι’ αυτό και το αγαπημένο μου εστιατόριο τον τελευταίο καιρό είναι το Balagan, με εβραϊκή/μεσογειακή κουζίνα, κι ατμόσφαιρα που παραπέμπει ευθέως στο όνομά του, που σημαίνει (χαρούμενο) χάος. Οι ηλιόλουστες γεύσεις συνοδεύονται από ανάλογη μουσική, χαμογελαστό service και τέλεια κοκτέιλ, οπότε όλο το πακέτο είναι εδώ!
Αυτό που απολαμβάνω, όμως, να τρώω (σε τεράστιες ποσότητες, δυστυχώς) είναι γλυκά! Θα μπορούσα να τρέφομαι αποκλειστικά με εκλέρ βανίλιας (duchesse όπως τα λένε, με το προεπαναστατικό τους όνομα) απ’ τον Sebastien Gaudard, οτιδήποτε από τον Cédric Grolet και brioche ροζ πραλίνας από το Pralus.
Τι γεύση έχει το Παρίσι;
Βούτυρο!
Χωράει το μυστήριο στο Παρίσι; Θα έγραφες ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που λαμβάνει χώρα εκεί;
Το Παρίσι είναι μια πόλη αισθησιακά μυστηριώδης: το φως εναλλάσσεται με τη σκιά -κυριολεκτικά και μεταφορικά- η ομοιομορφία με τη διαστροφή, η ιστορία συγκρούεται με την ερμηνεία της, η ανωνυμία μιας μεγαλούπολης με τα τεράστια ιστορικά ονόματα, το παρόν με την ελπίδα ενός ιδεατού και την απελπισία ενός ρεαλιστικού μέλλοντος. Το Παρίσι είναι από μόνο του πρωταγωνιστής, όχι απλά το σκηνικό ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Μην ξεχνάς πως το πρώτο (σύγχρονο) διήγημα που ορίζουμε σήμερα ως αστυνομικό, λαμβάνει χώρα εδώ: Οι φόνοι της οδού Μοργκ, του Edgar Allan Poe.
Όσο για μένα ως συγγραφέα, προς το παρόν τα αστυνομικά μου έχουν ως φόντο την Ελλάδα. Οι Παριζιάνοι, οι Γάλλοι γενικά, θέλουν πού και πού να ξεφύγουν, τους προσφέρω λοιπόν με τα βιβλία μου έναν διαφορετικό προορισμό.
Τι μοναδικό βρίσκεις εκεί που δεν βρίσκεις αλλού;
Τη μίξη βόρειου και μεσογειακού τρόπου ζωής (παρόλο που δεν βρισκόμαστε στη Μεσόγειο) την πληθώρα επιλογών πολιτισμού, την ενέργεια μιας πόλης εξόχως καλλιτεχνικής και δημιουργικής, την έμπνευση και τον χρόνο να γράψω. Και φυσικά τα γλυκά!
Αγαπημένη εποχή;
Θα απαντήσω με τους στίχους της Ella Fitzgerald, το τέλειο soundtrack για την πόλη: I love Paris in the spring time, I love Paris in the fall, I love Paris in the summer when it sizzles, I love Paris in the winter when it drizzles, I love Paris every moment, Every moment of the year...
Τι σε κρατάει στη Γαλλία; Πότε καταλαβαίνεις ότι ήρθε η στιγμή να γυρίσεις στην Ελλάδα;
Η ζωή μου και η καριέρα μου. Η Γαλλία μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω αυτό που είμαι, το κουράγιο -ή την τρέλα, όπως θες πες το!- να παρατήσω τη δικηγορία και να αφοσιωθώ στη συγγραφή 100%. Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων στους Γάλλους εκδότες, αναγνώστες και Τύπο που ανακάλυψαν κάτι σ’ εμένα που δεν είχα ίσως κι εγώ ο ίδιος δει. Άλλωστε, ουδείς προφήτης στον τόπο του.
Στην Ελλάδα επιστρέφω όποτε έχω ανάγκη να με χαϊδέψει το φως κι όποτε μου λείπουν οι δικοί μου άνθρωποι. Τώρα, χάρη στα νέα βιβλία, θα έρχομαι πιο συχνά, πράγμα που με χαροποιεί.
Τι σου λείπει από την Κρήτη, όπου ζεις;
Το φως κι η θάλασσα. Και κατά καιρούς η στάκα (με τηγανητά αυγά! Τι Michelin και βλακείες! (γέλια)
Τι θα άλλαζες στη Γαλλία;
Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, που (στο Παρίσι τουλάχιστον) σπάνια βλέπουμε ήλιο, και τη συνήθεια των Γάλλων να γκρινιάζουν και να παραπονιούνται για τα πάντα (όπως λένε, οι Γάλλοι ζουν σ’ έναν παράδεισο και πιστεύουν πως ζουν στην κόλαση!).
Μετράς τη ζωή με καλοκαίρια;
Τα τελευταία χρόνια τη μετράω με τα βιβλία που ολοκληρώνω/εκδίδω. Τα καλοκαίρια όμως παραμένουν το σημείο αναφοράς για κάθε χρόνο: αυτό που περιμένω, αυτό που μου δίνει το σθένος να υπομείνω τους ανήλιαγους, σκληρούς χειμωνιάτικους μήνες. Και φυσικά τα καλοκαίρια μου είναι πάντα ελληνικά.
Πως ήταν το φετινό σου καλοκαίρι;
Γεμάτο αντιθέσεις κι αντιφατικά συναισθήματα. Απ’ τη μία η χαρά κι η ικανοποίηση απ’ την κυκλοφορία νέου βιβλίου στην Ελλάδα μετά από έξι χρόνια, με το «Μυθιστόρημα με κλειδί» στον Μίνωα, και τη θερμή υποδοχή του από αναγνώστες και Τύπο, απ’ την άλλη η θλίψη απ’ τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Ελλάδα και παγκοσμίως και την απελπισία απ’ την κλιματική κρίση. Αντίστοιχα, η σκληρή δουλειά για την προώθηση του βιβλίου, αλλά και την προετοιμασία των επόμενων βημάτων, ανταμείφθηκε από δέκα ημέρες χαλάρωσης και ξεκούρασης τον Αύγουστο. Τέλος, η διακοπή σχέσεων με ανθρώπους που δεν πιστεύουν στην επιστήμη, ή (ανα)παράγουν άκριτα fake news αντισταθμίστηκε με νέες γνωριμίες και σπόρους νέων φιλιών! Ένα καλοκαίρι με διαρκή κι απότομα ups και downs, δηλαδή.
Τι διάβασες φέτος το καλοκαίρι ;
(Ξανα)διάβασα Agatha Christie και κλασική αστυνομική λογοτεχνία για έμπνευση. Το φετινό καλοκαίρι όμως ήταν κυρίως αφιερωμένο σε βιογραφίες για ένα μυθιστόρημα που ετοιμάζω και ιστορικά δοκίμια, έρευνες και βιβλία ιστορίας της τέχνης για μια προγραμματισμένη ομιλία μου στην UNESCO με θέμα την αναπαράσταση δραματικών γεγονότων της Ελληνικής Επανάστασης στη γαλλική ζωγραφική.
Έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια το Παρίσι; Άλλος προορισμός όπου θα μπορούσες να ζήσεις;
Τι δεν αλλάζει; Δεν θέλω να ακουστώ (ως Παριζιάνος) γκρινιάρης αλλά τα τελευταία χρόνια η καθαριότητα δεν είναι όπως θα έπρεπε, ενώ οι αρουραίοι μας... κρατάνε παρέα σε κάθε δημόσιο, ανοιχτό χώρο. Εκτός αυτού, εξαιτίας της πανδημίας, με τα καφέ, τα μουσεία και τα εστιατόρια κλειστά, το Παρίσι δεν ήταν Παρίσι, δεν ήταν η πόλη του Φωτός, ήταν ένα κατατεθλιμμένο, κλειστοφοβικό, συννεφιασμένο χωριό. Από την άλλη, συνεχώς δημιουργούνται νέες προτάσεις πολιτισμού, και η πόλη ζει σε μια ενθουσιώδη αναμονή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024. Το ιδανικό μου θα ήταν να περνάω 8 μήνες στο Παρίσι, 3 μήνες στην Ελλάδα κι 1 στη Νέα Υόρκη.
Γιατί θεωρείς πως αγαπήθηκαν τόσο πολύ τα βιβλία σου στη Γαλλία;
Γιατί οι Γάλλοι λατρεύουν την Ελλάδα κι οτιδήποτε ελληνικό. Τα αστυνομικά μου μυθιστορήματα λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα και πραγματεύονται τη συχνά σουρεαλιστική ελληνική πραγματικότητα, χωρίς ωστόσο να είναι τουριστικοί οδηγοί, ενώ τα Criminartistic βιβλία μου, όπου αναλύω πίνακες, γλυπτά κι αμφορείς που αναπαριστούν δολοφονίες, στο Λούβρο και το Ορσαί, βρίθουν ελληνικής μυθολογίας. Σ' αυτήν την αγάπη για την Ελλάδα θα προσέθετα το ότι είναι -ελπίζω—πρωτότυπα και καλογραμμένα, αλλά και την προφορά μου όταν μιλάω γι’ αυτά (που ακούγεται εξωτική και charmante στους Γάλλους!)
Πες μου δυο λόγια για το τελευταίο σου βιβλίο; Θεωρείς ότι είναι ιδανικό ανάγνωσμα για διακοπές;
Λέγεται «Μυθιστόρημα με κλειδί» απ’ τις εκδόσεις Μίνωας, κι είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα whodunit, στα χνάρια της Agatha Christie και του George Simenon. Λαμβάνει χώρα σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, καλοκαιρινό προορισμό του διεθνούς τζετ σετ, αμάλγαμα δικών μου αγαπημένων προορισμών, που έχω ονομάσει Νήσο.
Κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, η κόρη της οικοδέσποινας ανακαλύπτει σε μια αποθήκη του σπιτιού το πτώμα της Λούσι Ντέιβις, μιας νεαρής Αγγλίδας δημοσιογράφου. Πρόκειται ξεκάθαρα για δολοφονία κι ο αστυνόμος Χριστόφορος Μάρκου, που βρίσκεται στη Νήσο για διακοπές, αναλαμβάνει δράση. Με το νησί αποκλεισμένο απ’ τον αέρα κανείς δεν μπορεί πλησιάσει, αλλά και κανείς (του δολοφόνου συμπεριλαμβανομένου) να το σκάσει. Έχει λοιπόν λίγες μέρες για να βρει γιατί και ποιος σκότωσε την Ντέιβις, ανάμεσα σε υπόπτους διαφόρων εθνικοτήτων, Γάλλων, Ιταλών, Βέλγων, Αμερικανών, Τούρκων, Ελβετών, Ελλήνων κ.λπ., που περνούν τις διακοπές τους στη Νήσο.
Όσο για το κίνητρο της δολοφονίας, πρόκειται μάλλον για ένα «μυθιστόρημα με κλειδί» γαλλιστί roman à clef, ένα κείμενο που πραγματεύεται πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις υπό μια ελαφρά επιφάνεια μυθοπλασίας το οποίο έγραφε το θύμα, και στο οποίο αποκάλυπτε μυστικά, εγκλήματα κι απιστίες των εκεί φίλων της.
Θεωρώ πως είναι ιδανικό ανάγνωσμα όχι μόνο για τις διακοπές, αλλά και για μετά, καθώς με το σκηνικό, τις καταστάσεις, την πλοκή και την ατμόσφαιρα θα βοηθήσει τον αναγνώστη να παρατείνει τις διακοπές του, έστω και χάρη σ’ ένα βιβλίο. Άλλωστε τα ωραιότερα ταξίδια, είναι μέσα απ’ τις σελίδες.