Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Δεν κινδυνεύουμε από μελαγχολία, αλλά από την ψυχαναγκαστική άρνησή της»
Έξι μήνες μετά την εμφάνιση του κορωνοϊού, η ζωή μας άλλαξε, επηρεάζοντας την καθημερινότητά μας αλλά και την ψυχολογία μας. Η νέα πραγματικότητα, λιγότερο άγνωστη πια αλλά όχι λιγότερο απειλητική, μοιάζει μας έχει επηρεάσει όλους.
Τα παιδιά βρίσκονται στο επίκεντρο μιας ιδιόμορφης κόντρας, με αφορμή την μάσκα, οι νέοι αναγκάστηκαν να δουν την ζωή με άλλο μάτι και οι ηλικιωμένοι αγωνιούν για τον χρόνο που χάνεται… Ποιος τελικά πληρώνει το μεγαλύτερο κόστος; Ποιες ηλικίες πλήττονται περισσότερο από την πανδημία; Η συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου προσεγγίζει το θέμα δίνει τις δικές της απαντήσεις.
Πέρασε σχεδόν ένα εξάμηνο «εμπειρίας» και «γνώσης» γύρω από την πανδημία, τον κορωνοϊό και την καραντίνα: Ποια είναι η ψυχολογική μας κατάσταση και τι ρόλο παίζει το γεγονός ότι τώρα ξέρουμε πως έχει η κατάσταση;
«Ο απολογισμός δεν είναι εύκολος. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο κόσμος μας αναποδογυρίστηκε. Όλα έγιναν άλλα. Η μικρή οθόνη καθημερινά μας έφερνε σε επαφή με το θάνατο στην πιο άγρια εκδοχή του. Γίναμε θεατές της διαταρακτικής μοναχική οδύνης των διασωληνωμένων ανά την υφήλιο ασθενών.
»Τρομάξαμε. Φοβηθήκαμε. Κρυφά ανακουφιστήκαμε. ‘’Θεέ μου, δεν είμαι εγώ’’ Η εξ αποστάσεως συμπόνια μας χάρισε ένα ανέξοδο εκ του ασφαλούς αίσθημα ‘’αλληλεγγύης” απέναντι στον πάσχοντα συνάνθρωπο μας.
»Υποχρεωθήκαμε να διαχειριστούμε την αιφνίδια απειλή μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Έχει μια δόση ειρωνείας το γεγονός ότι αίφνης γύρω μας, όχι ο ανεπιθύμητος ξένος, αλλά οι δικοί μας άνθρωποι, το παιδί, ο γονιός, ο φίλος γίνανε, από τη μια στιγμή στην άλλη, κομιστές απειλής. Για να τους προφυλάξουμε, για να προφυλαχτούμε, οφείλαμε να μείνουμε μακριά τους. Το μακριά έγινε το άλλο πρόσωπο της εγγύτητας. Το οικείο και το ανοίκειο έγιναν ανταλλάξιμα μεγέθη. Ακροβασίες, πρωτόγνωρες δοκιμασίες έβαλαν σε δοκιμασία τον άμαθο ψυχισμό μας».
Η γνώση ή η άγνοια βοηθά περισσότερο τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει τα πράγματα;
«Η γνώση είναι εξ ορισμού απαισιόδοξη. Η γνώση θέτει περιορισμούς. Κουβαλάει όρια και τα όρια προκαλούν δυσφορία. Δυσχεραίνουν την απρόσκοπτη νοσταλγία του ανοριοθέτητου. Εμποδίζουν μια άνευ ορών και ορίων αναζήτηση ελευθερίας. Δεν καταδέχεται μεταμφιέσεις, συγκαλύψεις, εξωραϊσμούς και γι’ αυτό δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτη.
»Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κινήματα άρνησης του κορωνοϊού και εναντίωσης στα μέτρα προστασίας. Οι ένθερμοι οπαδοί τους θυμίζουν βρέφη. Ανίδεα και εύθραυστα μέσα στην παντοδυναμία τους βρέφη που αρνούνται να δεχτούν το όριο της πραγματικότητας».
Ποια είναι η λειτουργία αυτών των κινημάτων; Ποιο είναι το προφίλ των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτά;
«Με την έλευση της πανδημίας είδαμε να διαμορφώνεται ένα θολό Νew Αge φαινόμενο. Eνα ετερόκλητο πλήθος απαρτίζει τους αρνητές της πανδημίας:
- Αντισυστημικοί που βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν την περιφρόνηση και το θυμό τους στους θεσμούς και την κρατούσα τάξη πραγμάτων
- Εκκεντρικοί που αναζητούν τρόπους διαφοροποίησης από το πλήθος
- Αλαφροΐσκιωτοι
- Οπαδοί εναλλακτικών θεραπειών και τρόπων ζωής που θα ήσαν απλά και μόνο γραφικοί ίσως και ενδιαφέροντες αν δεν ήσαν επικίνδυνοι για τη δημόσια υγεία
- Και τέλος υπάρχουν βέβαια και οι επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται και εμπορεύονται την αδυναμία επιβίωσης απελπισμένων ανθρώπων»
Όταν ξέρουμε τι μας περιμένει αντιδρούμε καλύτερα/σωστότερα από ό,τι στο ξαφνικό και απρόσμενο;
«Αν κάτι μας έμαθαν αυτοί οι έξι μήνες είναι ότι τα πράγματα δεν μας ταράζουν μέσα από αυτό που είναι. Μας ταράζουν μέσα από τις ερμηνείες και τις σκέψεις που κάνουμε γι΄αυτά. 6 μήνες. Έξι μήνες είδαμε τον ανορθολογισμό, τη συνωμοσιολογία, τη σαγήνη των fake news, να ανθίζουν μέσα στην αβεβαιότητα και τη σκιά του θανάτου. Όλα φάνταξαν υπερβολικά και τίποτα δεν ήταν αρκετά υπερβολικό ώστε να μην μπορεί να έχει συμβεί.
»Φοβηθήκαμε το θάνατο αλλά και τον άγνωστο εαυτό μας. Και όλα όσα μπορεί να κάνει αυτός ο εαυτός προκειμένου να προστατευτεί από το θάνατο. Τίποτα δεν είναι λίγο και τίποτα δεν είναι απίθανο: Να σκοτώσει, να σκοτωθεί, να εμπορευτεί το σώμα, την ψυχή, τη μάνα, το παιδί του, να εξιλεωθεί μέσα από ανείπωτες χειρονομίες προσφοράς στον άλλον, να τον υπηρετήσει έως αυτοθυσίας, να κλειστεί αυτάρεσκα στον μικρόκοσμό του αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω του. Όλα δυνατά. Όλα πιθανά.
»Με λίγα λόγια θα πω ότι το εξάμηνο αυτό μας έφερε κοντά στο ελάχιστο και το μέγιστο που ενυπάρχει μέσα μας».
Ποια είναι τα σημάδια που έχει αφήσει, ως τώρα, πάνω μας, η πρόσφατη περίοδος; Μπορεί να βγει ψυχικά πιο δυνατός ο άνθρωπος ή όλο αυτό επιδρά αρνητικά στην ψυχολογία του; Αυξάνει την αίσθηση ματαιότητας; Πολλαπλασιάζει την μελαγχολία που κατοικεί μέσα μας;
«Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Η θλίψη, η μοναξιά, η βραδύτητα έχουν τη δυνατότητα να μας οδηγήσουν σε μια άλλη, πιο διευρυμένη, εμπειρία του εαυτού μας και του κόσμου γύρω μας.
»Μια κουλτούρα όμως σχεδόν ψυχαναγκαστικής αποφυγής του πόνου και της μοναξιάς χαρακτηρίζει τη ‘’νηπενθή’’ όπως την αποκαλώ, εποχή μας. Δεν κινδυνεύουμε από μελαγχολία. Κινδυνεύουμε και από την επίμονη και ψυχαναγκαστική άρνηση της. Η μελαγχολία δεν είναι από μόνη της μια αρνητική κατάσταση. Είναι και μια κατάσταση ψυχής που θα μπορούσε όχι να συρρικνώνει αλλά να διεύρυνε το ορίζοντα της σκέψης και των συναισθημάτων μας. Η επιδημία θα ήταν ικανή να να μας παροτρύνει να στοχαστούμε πάνω στα βασικά δεδομένα της ύπαρξης μας. Να συλλογιστούμε “το νόημα της ζωής’’. Μια τόσο παρεξηγημένη και κακοποιημένη από τη χρήση της έννοια. Όλο αυτό το διάστημα στρατιές ψυχο-σύμβουλων και ψυχο-καθοδηγητων μας βομβαρδίζουν με κάθε λογής συνταγές ύπαρξης. Υποβαθμίζεται παντελώς ο εμπλουτιστικός ρόλος του ‘’είμαι μόνος’’, της θλίψης, της μελαγχολίας στη διαμόρφωση της σκέψης και της δημιουργικότητας μας. Η σχεδόν μανιακή αποφυγή της θλίψης, με κάθε μέσο με κάθε τρόπο, δυσχέρανε τον τρόπο που βιώσαμε όλο αυτό το διάστημα την πανδημία.
»Ο πολιτισμός μας μέσα στον οποίο ζήσαμε την πανδημία είναι ένας πολιτισμός που αντιλαμβάνεται τη μελαγχολία σαν ένα έλλειμμα, ένα μοντέρνο σφάλμα ενάντια στην επιταγή αισιοδοξίας, ενάντια σε μια εργαλειακά νοούμενη πρόοδο “όλοι προς τα μπρος και θριαμβευτικά’’. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο καταλαβαίνουμε γιατί ο εγκλεισμός και η καραντίνα λειτούργησαν τόσο βασανιστικά».
Τα χαρακτηριστικά αυτής της πανδημίας –μια αόρατη μεν αλλά υπαρκτή δε απειλή, κλονίζουν την αίσθηση δύναμης-αυτοδυναμίας του ανθρώπου; Ανατρέπουν τα δεδομένα της «ευτυχίας» του; Αμφισβητούν βασικές έννοιες, όπως είναι η χαρά, η ικανοποίηση, ή και υλικές απολαύσεις, στις οποίες είχαμε ενδώσει τελευταίως μετά πάθους;
«Η ευτυχία όπως νοείται σήμερα, και με την μανία με την οποία επιδιώκεται, σαν πρόταγμα, σαν επιταγή, σαν καθήκον, εξορίζοντας από μέσα μας οτιδήποτε θυμίζει πένθος, λύπη, μελαγχολία, προβάλλει στα μάτια μου σαν μια ατελής ασπίδα. Θα πω ότι πρόκειται για μια ‘’κουτσή’’, ελαττωματική, ανάπηρη ευτυχία.
»Η εμπειρία της πανδημίας ίσως οδηγήσει σε ένα άλλο τρόπο θεώρησης της ευτυχίας. Ιδωμεν».
Υπάρχουν ηλικίες που αδικούνται περισσότερο; Ηλικίες που έχουν μεγαλύτερες αντοχές και αυξημένη ανοχή;
«Θα σταθώ στα μικρά παιδιά. Θλίψη γεννά η εμπλοκή των μικρών παιδιών στους αρνητές της πανδημίας. “Κάτω τα χέρια από τα παιδιά μας’’ είναι το σύνθημα των γονιών που κατέβηκαν στους δρόμους αρνούμενοι τη μάσκα και τα μέτρα προφύλαξης. Υποστηρίζουν ότι τα παιδιά δεν είναι κτήμα μιας χθόνιας εξουσίας αλλά δικά τους. Και ως δικά τους τα κάνουν ο,τι εκείνοι κρίνουν σωστό. Και αυτό που εκείνοι κρίνουν σωστό είναι να αποτρέψουν τα παιδιά τους από τα μέτρα προστασίας. Παιδάκια που καταστρέφουν μάσκες και με άγρια χαρά τις ποδοπατούν μαζί με τους γονείς τους αποτελούν μια θλιβερή εικόνα που σε γεμίζει μελαγχολία αλλά και ανησυχία.
»Τώρα που ανοίγουν τα σχολεία. Πρώτη μέρα. Μια δυσοίωνη εικόνα παιδεύει το μυαλό μου. Συλλογίζομαι το παιδάκι εκείνο του Δημοτικού που θα εμφανιστεί δίχως μάσκα ψελλίζοντας ‘’η μαμά μου μου είπε να μην βάλω μάσκα’’.
»Σε πόσο στιγματισμό και μπούλιγκ δεν κινδυνεύει να εκτεθεί. Σε πόσες εσωτερικές συγκρούσεις δεν ωθείται ο ψυχισμός του παιδιού; Σε πόσο καταστροφικές μέσα του διαμάχες ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο; Η σχέση ανάμεσα στο γονεϊκό και το σχολικό “δέον’’. Πόσο ψυχοπιεστική με άγνωστη έκβαση για τον ψυχισμό του δεν είναι μια τέτοια, συνθήκη. Το παιδί καλείται να διαλέξει είτε να είναι αποσυνάγωγος, υπερασπιστής των οικογενειακών αξιών, είτε ο προδότης τους.
Πόσο περιττό και δυσανάλογο το βάρος για τους παιδικούς ώμους; Πώς να το κατανοήσουν οι γονείς; Ποιος και πώς να τους ‘’αλλάξει τα μυαλά’’; Όταν αυτά κινδυνεύουν να είναι ήδη καμμένα; Εκπαίδευση γονιών στο μεγάλωμα των παιδιών τους. Εκπαίδευση γονιών στο μεγάλωμα του εαυτού τους. Πολυτέλειες, θα μου πείτε. Πολυτέλειες όμως που σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς αποκτούν τρομακτική σημασία και θα άξιζε να απασχολήσουν τους ιθύνοντες και την εκπαιδευτική κοινότητα. Αφορούν στην υπόθεση της ζωής των παιδιών μας. Η πανδημία με τους φόβους που εκλύει τα καθιστά όλα πιο δύσκολα. Ο ανορθολογισμός ανθίζει στη σκιά της πανδημίας.
»Σε κάθε περίπτωση όμως είναι βέβαιο ότι ο ορθός λόγος ποτέ δεν ευδοκίμησε δια της βίας και εδώ είναι το όριο του».
Ένας εικοσάχρονος που έμεινε κλεισμένος μέσα τους μήνες της καραντίνας νοιώθει ότι του «έκλεψαν» χρόνο από μια σημαντική περίοδο της ζωής του;
«Δεν ξέρω. Δύσκολο να πεις. Η αξία είναι στο ερώτημα που μου θέτετε. Και όχι στην απάντηση που δεν μπορεί παρά να είναι υποθετική. Αυθόρμητα μου έρχεται να πω ότι οι ηλικιωμένοι αδικούνται περισσότερο καθώς δεν έχουν τη χρονική άνεση μιας διορθωτικής εμπειρίας που το μέλλον εξ ορισμού χαρίζει.
»Ο κλεμμένος χρόνος για τον εικοσάχρονο υπόκειται στην ευλογία μιας διορθωτικής εμπειρίας. Μπορεί να ζήσει τα 20 του χρόνια και στα 21, στα 22. Ο χρόνος διαστέλλεται… Υπόκειται στις επιθυμίες μας αρκεί να είμαστε ζωντανοί».
Άρα ο ηλικιωμένος που νοιώθει πιο κοντά στον θάνατο, είναι σε δυσχερέστερη θέση;
«Ειρωνεία: Στην προ-κορωνοϊού εποχή, μας τάραζε η ιδέα ενός νοσοκομειοποιημένου, σε μια κρύα ανώνυμη αίθουσα, θανάτου. O Φιλιπ Άριες έχει θαυμαστά περιγράψει την εικόνα αυτή που ερχόταν σε ρήξη με εξημερωμένες και γαλήνιες μορφές θανάτων, προηγούμενων εποχών: O ετοιμοθάνατος, στο σπίτι του και γύρω γύρω αγαπημένα πρόσωπα να τον συνοδεύουν στο μεγάλο του ταξίδι. Η πανδημία μας εξοικείωσε με μια αβάσταχτη εικόνα: Με την εικόνα ενός μοναχικού, ασυντρόφευτου, ασυνόδευτου θανάτου. Άνθρωποι πεθαίνουν και πλέον η μοναδική δυνατότητα για να αποχαιρετήσουν τον αγαπημένο τους είναι μέσω ενός κινητού. Καλείσαι να κάνεις ηρωικές μετατοπίσεις. Nα επιστρατεύσεις πρωτόγνωρους μηχανισμούς, άμυνες. Να στηριχτείς σε ένα μυαλό άμαθο σε τέτοιες κοσμογονικές, υπερβάσεις. Σαν να ζητάς από ένα νήπιο να χτίσει έναν γυάλινο πύργο και να σε περιθάλψει μέσα του.
Και αυτός είναι ο λόγος που θλίβομαι πιο πολύ για τους ηλικιωμένους που στερούνται εκ των πραγμάτων την ιαματική αίσθηση μιας ‘’διορθωτικής εμπειρίας’’ που το μέλλον εξ ορισμού κομίζει.
»Είτε το θέλουμε είτε όχι το μέλλον ανήκει στην έκπληξη. Το αμφίσημο αυτό δώρο του μέλλοντος δεν ανήκει στους ηλικιωμένους. Εκτός και αν, γιατί πάντα υπάρχει ένα ‘’εκτός εάν’’, εκτός εάν διαστείλουμε, εκτείνουμε με το μυαλό μας το εφήμερο και το κάνουμε παντοτινό. Είναι ένα από τα προνόμια του μυαλού μας. Μας το θυμίζει η Σούζαν Σόνταγκ ‘’Το μυαλό μας είναι πλατύτερο από τον ουρανό’’».
Τα μικρά παιδιά απομονώθηκαν. Οι ενήλικες είδαν την ζωή τους και τις σχέσεις τους αλλιώς: Μάθημα ή πάθημα όλο αυτό;
«Στην πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής του ανθρώπου στη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου πολέμου ο Καμύ είχε πει ‘’δεν υπάρχει αγάπη για τη ζωή χωρίς απελπισία για τη ζωή’’. Θα προσθέσω ότι “Δεν Υπάρχει τραγωδία χωρίς κάθαρση”. Ουδείς μπορεί να στερήσει από την επόμενη μέρα την ελπίδα. Να ελπίζεις ακόμα και ενάντια στην ελπίδα είναι το αναγκαίο πρόταγμα των ημερών μας».