Rei Kawakubo: «Αναζητώ το καινούργιο και δημιουργώ με ακλόνητη προσήλωση»
Η ιστορία του απροσδόκητου. Έτσι ξεκινά το άρθρο των Financial Times για μια από τις πιο επιδραστικές φυσιογνωμίες με το ξεχωριστό της εννοιολογικό υπόβαθρο και την ανάγκη για avant-garde δημιουργικές συλλήψεις εκτός των τετριμμένων.
Η αέναη αναζήτηση του ρηξικέλευθου κατέστησε τη σχεδιάστρια από την Ιαπωνία μια πηγή συνεχούς έμπνευσης τόσο για τους άλλους σχεδιαστές όσο και για τους λάτρεις της μόδας: «Δεν μπορώ να ηγούμαι ενός οίκου παρά μόνο με το να είμαι αυτό που είμαι, ανιχνεύοντας το καινούργιο και δουλεύοντας στο να το δημιουργήσω με ακλόνητη προσήλωση», όπως δήλωσε στον δημοσιογράφο Alexander Fury.
Η μικροσκοπική γυναίκα με το τεράστιο εκτόπισμα συνεχίζει να μιλά στη μητρική της γλώσσα, με τον σύζυγό της από το 1992 Adrian Joffe και σημερινό Πρόεδρο του διεθνούς brand Comme des Garçons να μεταφράζει. Η ίδια αν και αποφεύγει συστηματικά τις φωτογραφίσεις και τις συνεντεύξεις, πάντα χαιρετά κριτικούς μόδας και ανθρώπους του Τύπου, προσφέροντάς τους μικρές κρυπτικές φράσεις σχετικά με την έμπνευση κάθε συλλογής: «μπλε μάγισσες», «οι πανκ του 18ου αιώνα» ορισμένες από αυτές με την πιο αξιομνημόνευτη δήλωση εκείνη για την άνοιξη/καλοκαίρη του 2014 «το να μην κάνεις ρούχα».
Ανάμεσα στα ταξίδια της μεταξύ Τόκιο και Παρισιού, αυτή η συνέντευξη τη βρίσκει στο showroom του Οίκου στην Place Vêndome δύο μέρες μετά την παρουσίαση της αντρικής κολεξιόν για το φθινόπωρο/χειμώνα του 2025 πριν επιστρέψει στην έδρα της. Ντυμένη, ως συνήθως στα ολόμαυρα με μια φούστα πλούσια σε πτυχές, ένα τσαλακωμένο, φριζέ μεταξωτό σακάκι και λευκά αθλητικά παπούτσια.
Η τέχνη και η αισθητική της Ιαπωνίας δεν είναι αδιαχώριστη από το δημιουργικό πνεύμα της Kawakubo. Κάθε ερώτημα για τη δημιουργική διαδικασία αποκρούεται. «Δεν υπάρχει διαδικασία», εξηγεί ο Joffe: «είναι απλά ο εαυτός της». Η Kawakubo συμπληρώνει με επιδοκιμασία: «Αυτό που για μένα είναι όμορφο είναι αυτό που λειτουργεί ως ερέθισμα στη ματιά μου. Είναι αυτό που νιώθω. Και μεταλλάσσεται διαρκώς. Αυτό είναι το θέμα. Αν υπήρχε ένας μόνο ορισμός του ωραίου δεν θα είχα καταφέρει ποτέ να ανακαλύψω τίποτα. Γιατί συχνά η ομορφιά προκύπτει από το απρόσμενο».
Φευγαλέα, σχεδόν αποκομμένη από την κοινωνική ζωή, η προσέγγιση της Kawakubo είναι που την έχει καταστήσει τόσο γνωστή. Οι μπουτίκ της στην αγορά της Dover Street Market, αντισυμβατικές και ιδωμένες σαν περιβάλλοντα με multi-brand επιλογές, διαλεγμένες από τους Comme des Garçons, εγκαινιάστηκαν το 2004. Σήμερα ανθίζουν ανά τον κόσμο στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Πεκίνο, τη Σιγκαπούρη και φυσικά το Τόκυο.
Οι Comme des Garçons συνεχίζουν να αποτελούν σημείο αναφοράς για την ποπ κουλτούρα, ανάμεσα σε στίχους των Jay-Z και Kanye West. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι μετά τον Yves Saint Laurent το 1983, είναι η δεύτερη μόνο, εν ζωή σχεδιάστρια προς τιμήν της οποίας αφιερώθηκε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση το 2017 στο Metropolitan Museum of Art.
H Kawakubo γεννήθηκε στο Τόκυο το 1942. Ο πατέρας της ήταν διοικητικό μέλος στο Πανεπιστήμιο του Keio και η μητέρα της δασκάλα. Η ίδια σπούδασε Καλές Τέχνες και λογοτεχνία, χωρίς να λάβει ποτέ καμία επίσημη εκπαίδευση πάνω στη μόδα.
Όταν ίδρυσε τους Comme des Garçons, το 1969, η Kawakubo μετά από μια μικρή θητεία στο τμήμα προώθησης σε έναν σχεδιαστή υφασμάτων, ξεκίνησε να εργάζεται ως freelance στιλίστρια. Δεν έβρισκε ρούχα που να μπορεί να αξιοποιήσει στα projects της, οπότε εντελώς συγκυριακά άρχισε να φτιάχνει δικά της. «Δεν υπήρχε αυτή η ακατανίκητη έλξη προς τη δημιουργία και τη μόδα τότε», όπως ανακαλεί.
«Ήταν απλά ένας τρόπος να είμαι ανεξάρτητη, να εργάζομαι και να βιοπορίζομαι. Και η συσχέτιση με τη μόδα ήταν εντελώς τυχαία. Όπως και το όνομα του Οίκου που μεταφράζεται «όπως τα αγόρια». Τα ρούχα της Kawakubo δεν έχουν αγορίστικη χροιά. Απλώς της άρεσε ο τρόπος που ηχούσε το όνομα, σχεδιάζοντας το λογότυπο μόνη της.
Το 1981 η σχεδιάστρια παρουσίασε τα σχέδια της στο Παρίσι για πρώτη φορά. Όπως τονίζει ο τρόπος δημιουργίας της άλλαξε το 1979 όταν άρχισε να αποζητά μια δική της κατευθυντήρια γραμμή, μια ισχύ μέσα από τη δουλειά της. Και το κατάφερε. Έκτοτε η δουλειά της αντιπροσώπευε μια σειρά από καινοτόμες ρήξεις απέναντι στις νόρμες της «παραγωγής ενδυμάτων» (όρος που προτιμά σε σχέση με το σχέδιο μόδας), συνταράσσοντας τον κόσμο της μόδας.
Το 1982 παρουσίασε μια αμφιλεγόμενη συλλογή με διάτρητα πλεκτά που αποκάλεσε ως «δαντέλα». Οι ξεχειλωμένες τους φόρμες και τα ξεφτισμένα τους εφέ ήταν τόσο διαμετρικά αντίθετα από την τότε κυρίαρχη μόδα που αυτομάτως εκτόξευσαν τη φήμη της στον χώρο.
Η ανοδική και πολυσυζητημένη της πορεία συνέχισε με αμείωτο ρυθμό. Το 1996 παρουσίασε τη συλλογή «Το σώμα συναντά το ρούχο, το ρούχο συναντά το σώμα» (Body Meets Dress, Dress Meets Body), μια συλλογή από ελαστικά φορέματα παραμορφωμένα από όγκους εσωτερικά επενδυμένου υφάσματος, προκαλώντας τα παραδεδεγμένα πρότυπα ομορφιάς. Αμέτρητες συλλογές της έχουν διχοτομήσει τους συνήθεις τρόπους κατασκευής ενδυμάτων, μεταφέροντας υφάσματα και τμήματά τους γύρω από το σώμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποκαλείται πλέον ως η «βασίλισσα της αποδόμησης».
Η σχολή design του Harvard της απέδωσε τα εύσημα για την «ανακάλυψη του μαύρου», λόγω της τόσο εκτεταμένης αξιοποίησής του στα πρώτα της χρόνια στο Παρίσι, σε αντίθεση με τις κραυγαλέες δημιουργίες των “80s των συναδέλφων της. Με τη σειρά τους, οι πρώτοι ένθερμοι ακόλουθοι των σχεδίων της προσφωνούνταν ως «τα κοράκια».
Αν και τώρα η συμβολή και η αξία της στο πεδίο της μόδας είναι αδιαφιλονίκητη, ούτε εκείνη έμεινε αλώβητη από τα σκάγια της ξενοφοβίας και της αμφισβήτησης, με την πρώτη της συλλογή Lace, να χαρακτηρίζεται υποτιμητικά ως “Hiroshima chic”. Στη συλλογή του 1996 με τίτλο “Lumps and Bumps” (όγκοι και εξογκώματα), ένας φωτογράφος μόδας φώναξε “Κουασιμόδε” σε ένα μοντέλο.
Εκείνο που αφορά πάντα την Kawakubo είναι το νέο. Βέβαια, αυτό το κυνήγι σε μια καριέρα 56 χρόνων γίνεται όλο και δυσκολότερο: “Σπάνια θα βρω κάτι νέο, αυτό το κάτι που αναζητώ μέσα από τη συνειδητότητα”, ‘όπως εξηγεί. “Έρχεται περισσότερο συχνά μέσα από το ένστικτο. Ανέκαθεν διαπίστωνα ότι μπορείς να βρεις νέα πράγματα μέσα από τη σύμπτωση αλλά ποτέ δεν μπορεί να βρεις συνειδητά μια σύμπτωση. Το ζήτημα είναι το αν είσαι ανοιχτή και το παρατηρείς ή όχι”.
Ακόμα, λοιπόν και η πρώτη της συλλογή “Lace” προέκυψε ξεχαρβαλώνοντας τις βίδες στις μηχανές πλεξίματος. “Δεν το θυμάμαι ακριβώς αλλά υπήρχαν βελόνες που αφαιρέθηκαν για να μην πλέκουν”, όπως εξομολογείται.
Υπήρξαν κι άλλες τέτοιες στιγμές, αναφέρει. “Ειδικά όταν φτιάχνουμε ένα ύφασμα, κάτι ανάλογο. Είναι πιο εύκολο να βρεις κάτι νέο πειράζοντας την τεχνική. Πρέπει να επέμβεις στον κανονικό τρόπο, που δημιουργείται κάτι για να φτιάξεις κάτι νέο, συχνά κόντρα στο εμβρόντητο βλέμμα των άλλων”.
Όσο για το αν συναντά αντίσταση στο σπάσιμο των κανόνων; “Οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύω είναι εξοικειωμένοι με αυτό, οπότε δεν εκπλήσσονται, λέει και ο σύζυγός της συμπληρώνει: “οι άνθρωποι γύρω της γνωρίζουν ότι θα επινοήσει κάτι που θα ανατρέψει τον τρόπο σκέψης τους”.
Βέβαια, η τελευταία της menswear συλλογή του περασμένου Ιανουαρίου με τίτλο “Στον διάολο ο Πόλεμος” (to hell with war) ήταν σαφής. Τα ρούχα της ήταν ένας δυναμίτης αριστουργηματικών ραφών, με μιλιτέρ επιρροές σε παλτό αξιωματικών και κράνη τυλιγμένα με ζωηρά χρωματισμένα υφάσματα ή διακοσμημένα με λουλούδια.
Η προσπάθεια να την ερμηνεύσεις φέρνει στο νου τη ρήση του Oscar Wilde “μόνο οι επιφανειακοί άνθρωπο δεν κρίνουν από την εμφάνιση”. Το αληθινό μυστήριο εναπόκειται στον ορατό κόσμο. Και κάτι ανάλογο αναφέρει και το δοκίμιο της μεγάλης ακαδημαϊκού Susan Sontag “Κατά της Ερμηνείας”. Και γι’ αυτό τον λόγο η Kawakubo αποφεύγει τις συνεντεύξεις. Το έργο της μιλά από μόνο του.
“Δεν θα σχολίαζε ποτέ την πολιτική επικαιρότητα”, εξηγεί ο άντρας της. “Για εκείνη δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά να συνεχίσει τη δουλειά που έκανε πάντα”. Η δουλειά της είναι η δική της θέση.
Το πεδίο μάχης είναι μια ταιριαστή μεταφορά για την Kawakubo της οποίας η δουλειά συνδέεται συχνά με την πανκ προσέγγιση. “Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσεις το βασικό και θεμελιώδες δόγμα του πανκ. Η ουσία του είναι αυτή η αντίσταση στην αρχή και το να θες να αλλάξεις το κατεστημένο και τις αξίες του”, όπως λέει.
Και τι την θυμώνει; “Ό,τι είναι περιοριστικό και στάσιμο. Ο εφησυχασμός, η αντίφαση και η αδικία. Η προκατάληψη. Αυτό που με εξοργίζει είναι η αδικία”, όπως λέει. Όμως, δεν παύει να τονίζει πώς “δεν μπορώ να είμαι σε μια επιχείρηση απλώς με το να είμαι πανκ”. Η δουλειά είναι μεγίστης σημασίας για εκείνη. “Έχω δύο κομμάτια” λέει σχηματίζοντας με τα χέρια της δύο διασταυρούμενα μονοπάτια, ένα για τη δουλειά, ένα για τη δημιουργία. Γι’ αυτό και ο Οίκος Comme des Garçons έχει χτίσει τη δική του αυτοκρατορία, φτάνοντας τα 450 εκατομμύρια δολάρια για τον κύκλο εργασιών του 2024.
Ο Όμιλος περιλαμβάνει και τα labels Junya Watanabe και Noir Kei Ninomiya, με τους σχεδιαστές του να είναι παλιοί συνεργάτες στο τμήμα κοπής υφασμάτων Comme des Garçons ή μια σειρά νέων ταλέντων που στηρίζει το άλλο τους εγχείρημα, που ξεκίνησε από το Dover Street Market Paris.
Υπάρχει μια σειρά από φορέσιμα, καθημερινά εμπορικά ρούχα που λειτουργούν ως συνέχεια για τα εξεζητημένα looks της πάνω στην πασαρέλα. Και όντως η ίδια δεν θέλει να δημιουργεί αναπαραγωγές για τους πελάτες της. Το στίγμα της είναι, όμως, πάντα εκεί. Μέχρι και στη συλλογή που δημιούργησε για την H&M το 2008.
Η επιρροή της εκτείνεται πέρα από τον κύκλο των ακόλουθων του Comme des Garçons. Οι σχεδιαστές την μνημονεύουν συνεχώς ως έμπνευση. Όπως το τελευταίο show του Marc Jacobs γεμάτο εξογκώματα, ως φόρος τιμής σε εκείνη. Τα ημιτελή τελειώματα και οι αφρόντιστες ραφές της Kawakubo από τα ‘80s τώρα ανήκουν στην κανονικότητα.
Και τι την ενδυναμώνει ως ηγετική μορφή στη βιομηχανία της μόδας, γεγονός που απολαμβάνει; Η λέξη “Buki”. Είναι κάτι σαν όπλο, μεταφράζει ο Joffe. “Το μόνο όπλο στην κατοχή της είναι το σθένος και η δημιουργική δύναμη που βάζει σε όσα δημιουργεί και έτσι διατηρεί τις αξίες της εδώ και 56 χρόνια, με τους άλλους ανθρώπους να τη θαυμάζουν και να στρέφονται προς εκείνη γι’ αυτό.
Ρωτώντας την για το αν υπάρχουν σχεδιαστές με τους οποίους νιώθει μια σύνδεση, ο Joffe εξηγεί πως δεν θέλει να κατονομάζει: “οποιοσδήποτε δουλεύει δημιουργικά με όλη του την καρδιά”.
Και η τελευταία ερώτηση. Ανησυχεί ποτέ για το αν θα στερέψει από ιδέες;
Εκείνη κοιτάζει για λίγο και μιλώντας διαμέσου του συζύγου της απαντά: «Κάθε μέρα».