Ζαν Πολ Μπελμοντό: Ο γοητευτικός αντιήρωας του γαλλικού σινεμά
Τον αποκαλούσαν τον πιο «όμορφο άσχημο» του γαλλικού σινεμά, αν και δεν υπήρχε πραγματικός λόγος για αυτό. Ίσως για να ρίχνουν λάδι στην «κόντρα» του που είχαν δημιουργήσει τα media της εποχής με τον άλλο γόη της μεγάλης οθόνης, τον Αλέν Ντελόν - ο οποίος, όμως, υπήρξε επιστήθιος φίλος του επί δεκαετίες και στήριγμά του, όταν αρρώστησε.
Με το τσιγάρο να κρέμεται χαλαρά από τα χείλη του, ο Ζαν Πολ Μπελμοντό, ο «Μπελμπέλ» για τους φίλους και τους θαυμαστές του, έγινε ένας θρύλος της Έβδομης Τέχνης, αν και ο ίδιος πάντα δήλωνε πως «σκοπός του ήταν να γίνει ένας καλός ηθοποιός». Τελικά, τα κατάφερε και τα δύο, σφραγίζοντας με τις ερμηνείες του το κίνημα της Νouvelle Vague, για να μεταπηδήσει στις action movies και στη συνέχεια να αποδείξει πως ακόμα και σε δύσκολους ρόλους αυτός ο υπέροχος τρελός της μεγάλης οθόνης μπορούσε να κάνει πραγματικά τα πάντα.
Γεννημένος στις 9 Απριλίου του 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού, ο ιταλικής καταγωγής Ζαν Πολ, μεγάλωσε σε μια καλλιτεχνική οικογένεια. Ο πατέρας του, Πολ Μπελμοντό, ήταν γλύπτης και η μητέρα του ζωγράφος. Ωστόσο, εκείνος δεν έδειχνε στα παιδικά του χρόνια καμία διάθεση να ασχοληθεί με την τέχνη. Το πάθος του ήταν η πυγμαχία και το ποδόσφαιρο. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά και συχνά οι καθηγητές του έκαναν παράπονα για τον ατίθασο χαρακτήρα του. Εκείνος, όμως, σφύριζε ανέμελα κι εκτόνωνε την ενέργειά του στις προπονήσεις του. Όνειρό του ήταν να γίνει μποξέρ και μάλιστα για ένα φεγγάρι ασχολήθηκε επαγγελματικά με το άθλημα. Όπως αποδείχτηκε, στα ρινγκ ήταν ανίκητος. Ήδη από το ντεμπούτο του το 1949 έριξε νοκ-άουτ τον αντίπαλό του από τον πρώτο γύρο, αλλά τον αμέσως επόμενο χρόνο, όταν συνειδητοποίησε τις θυσίες που χρειάζεται ο πρωταθλητισμός, αποφάσισε να αλλάξει γραμμή πλεύσης.
Τότε στράφηκε στην υποκριτική και γράφτηκε στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού, απ’ όπου αποφοίτησε το 1956. Τα πρώτα βήματα τα έκανε στη θεατρική σκηνή, αλλά γρήγορα τον κέρδισε το σινεμά. Έτσι, από τον επόμενο χρόνο άρχισε να παίρνει μικρά ρολάκια σε γαλλικές ταινίες της εποχής, κερδίζοντας τις εντυπώσεις.
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε το 1958 με το «Les copains du Dimanche» και ακολούθησαν διάφορες συνεργασίες, όπως με τον σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ στο «Έγκλημα στην Place Pigalle» και στο «Τελευταίο Ραντεβού», τον Μαρσέλ Καρνέ στους «Ζαβολιάρηδες» αλλά και ο ρόλος του Ντ' Αρτανιάν στην τηλεοπτική ταινία «Οι 3 σωματοφύλακες».
Η ανεπιτήδευτη αμεσότητά του και αυτό το περίεργο κράμα σκληρού άνδρα και χαριτωμένου παιδιού που τον χαρακτήριζε, κέντρισαν τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που το 1960 του έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θρυλικό «Με κομμένη την ανάσα», μια ταινία-ορόσημο του Νέου Κύματος. Εκεί ο Μπελμοντό υποδύεται έναν ασυμβίβαστο κακοποιό, που προσπαθώντας να ξεφύγει από την αστυνομία, βρίσκει καταφύγιο σε μία εφήμερη ερωτική σχέση με μία Αμερικανίδα. Με την ποιητική ελαφρότητα, που κάνεις άλλος Γάλλος συνάδερφός του δεν διέθετε, ερμηνεύει γοητευτικούς αντιήρωες, που τα βάζουν με τη συντηρητική κοινωνία με ένα αυθάδικο παιδικό χαμόγελο και γίνεται το απόλυτο style icon της εποχής, κάνοντας κοινό και κριτικούς να παραληρούν.
Πολλοί λένε ότι ακόμα κι αν η καριέρα του σταματούσε εκεί, ο «Μπελμπέλ» είχε γίνει ήδη στα 27 του κλασικός, ένας Ευρωπαίος Τζέιμς Ντιν, που εξέφρασε μια ολόκληρη γενιά. Την ίδια χρονιά όμως, αρνούμενος να μπει σε καλούπια, έπαιξε στο φιλμ του Βιττόριο ντε Σίκα «Η Ατιμασμένη» και πλέον η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας.
Το 1961 ο Γκοντάρ τον καλεί και πάλι για το «Η Κυρία θέλει έρωτα» και την ίδια χρονιά έγινε ο «Εφημέριος» του Ζαν Πιερ Μελβίλ, αποσπώντας την πρώτη του υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA καλύτερου ξένου ηθοποιού. Την επόμενη χρονιά ξανασυνεργάστηκε με τον Μελβίλ στην ταινία «Ο Χαφιές», ένα διαμάντι του σινεμά που κατατάχθηκε από το περιοδικό Empire στις 500 καλύτερες όλων των εποχών, ενώ απέδειξε ότι διαθέτει και κωμική στόφα στη θρυλική κομεντί του Φιλίπ Ντε Μπροκά «Καρτούς».
Προσπαθώντας να μην τυποποιηθεί, το 1964 κάνει μια στροφή προς το εμπορικό σινεμά με τον «Άνθρωπο από το Ρίο» του Φιλίπ ντε Μπροκά, μία κωμική περιπέτεια υποψήφια για Όσκαρ, που εκτίναξε το γαλλικό box office. Ο Γκοντάρ, όμως, βρέθηκε και πάλι στον δρόμο του το 1965, σκηνοθετώντας τον στο «Ο τρελός Πιερό», που του χάρισε και μία δεύτερη υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA, το οποίο και πάλι δεν κερδίζει. Γενικώς, τα βραβεία και οι Ακαδημίες δεν πολυαγαπούσαν τον Μπελμοντό, που έπρεπε να περιμένει πολλά χρόνια για να δικαιωθεί και «επίσημα».
Το 1966 βρέθηκε στο ίδιο καστ με τον Αλέν Ντελόν στην ταινία «Κάψτε το Παρίσι!» του Ρενέ Κλεμάν, που εξιστορεί την αληθινή ιστορία της αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων από το Παρίσι το 1944. Ο δυο σταρ ήταν καλοί φίλοι, αν και όπως έλεγαν, πάντα συναγωνίζονταν μεταξύ τους, χωρίς ποτέ όμως να μπορούν κρατήσουν κακία ο ένας στον άλλο. Ακόμα και αργότερα, όταν συνεργάστηκαν στην ταινία «Μπροσαλίνο», που έγινε η αφορμή να μη μιλάνε για χρόνια, ποτέ δεν κακολόγησε ο ένας τον άλλον. Η αιτία της διαμάχης τους τότε ήταν το πού θα μπουν τα ονόματά τους στους τίτλους. Ο Ντελόν, που είχε αναλάβει και την παραγωγή, θεώρησε πως το δικό του όνομα θα έπρεπε να είναι πρώτο, όμως το συμβόλαιο του Μπελμοντό δήλωνε ξεκάθαρα ότι εκείνος θα ήταν, στα χαρτιά τουλάχιστον, ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Τελικά τη λύση έδωσαν τα δικαστήρια, που δικαίωσαν τον δεύτερο. Οι πάλαι ποτέ φίλοι, αν και η ταινία είχε τέτοια επιτυχία που μέχρι και καπέλα φτιάχτηκαν προς τιμήν τους, απομακρύνθηκαν για να ξαναβρεθούν αργότερα, όταν πια ο «Μπελμπέλ» έπαθε εγκεφαλικό. Τότε ο Ντελόν ήταν ο πρώτος που έτρεξε στο πλευρό του, στηρίζοντάς τον στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του.
Το 1967 έκανε και πάλι την έκπληξη, όταν εμφανίστηκε ως Γάλλος λεγεωνάριος σε μία ταινία, που σατίριζε τον Τζέιμς Μποντ, διχάζοντας τους κριτικούς. Εκείνος, όμως, έχει βρει μια καινούργια καριέρα. Αν και έπαιξε σε δυο ακόμα ταινίες του Νέου Κύματος -τον «Κλέφτη», σε σκηνοθεσία του Λουί Μαλ, και στη «Σειρήνα του Μισσισσιπή», του Φρανσουά Τριφό- αποφασίζει να στραφεί στις ταινίες δράσης και στο εμπορικό σινεμά.
Τολμηρός και ριψοκίνδυνος, γυρίζει όλες τις απαιτητικές σκηνές χωρίς κασκαντέρ, εντυπωσιάζοντας τους πάντες με τις ικανότητές του. Βέβαια τις ταινίες αυτές δεν τις αγάπησαν οι κριτικοί, όμως η αλήθεια είναι πως ο «Μπελμπέλ», που αγαπούσε τη δουλειά του με πάθος, κατάφερε να φέρει να χολιγουντιανό αέρα στις παραγωγές του, δημιουργώντας μια σειρά από αξιοπρόσεκτα γανγκστσερικά θρίλερ.
Το 1971 μάλιστα βρέθηκε στην Ελλάδα μαζί με τον Ομάρ Σαρίφ για τα γυρίσματα της ταινίας «Οι διαρρήκτες» του Ανρί Βερνέιγ. Οι δυο σταρ, αφού τελείωναν από το σετ που είχε στηθεί στον Πειραιά, ξεσήκωναν με τα γλέντια τους σχεδόν κάθε βραδύ την Πλάκα, κάνοντας τους παπαράτσι να τρέχουν πίσω από κάθε τους βήμα.
Τελικά, το 1974 ενδίδει για μια ακόμα φορά σε μια πιο σινεφίλ πρόταση και παίζει στον «Stavisky» του Αλέν Ρενέ, που έμελλε να γίνει η πιο αντι-εμπορική του ταινία. Από εκεί και πέρα, πια το κεφάλαιο «Νέο Κύμα» έκλεισε οριστικά για εκείνον.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, εμφανιζόταν πιο συχνά στο θεάτρο, ενώ το 1987 επιτέλους κερδίζει το πρώτο του Σεζάρ για ταινία «Ο κυνηγός της περιπέτειας».
Τη δεκαετία του 1990, συνεχίζει να παίζει σε χαριτωμένες κομεντί, όμως συνεργάζεται και με την Ανιές Βαρντά στο «Εκατό και μια νύχτες», ενώ συμμετέχει στην κινηματογραφική μεταφορά των «Αθλίων» του Ουγκώ. Για μια ακόμα φορά είχε αποφασίσει να δοκιμαστεί σε νέα είδη, καθώς όπως έλεγε δεν ήθελε «να μετατραπεί στον ιπτάμενο παππού του γαλλικού σινεμά».
Ασταμάτητος κυριολεκτικά, έπαιξε σε πάνω από 80 ταινίες, μέχρι που ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο το 2001 τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον κινηματογράφο.
Το 2011, τιμήθηκε στις Κάννες με ειδικό Χρυσό Φοίνικα για τη συνολική προσφορά του, ένα βραβείο που τον γέμισε χαρά και το χαρακτήρισε «δώρο θεού». Με αφορμή την εμφάνιση και τη βράβευσή του, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «Belmondo... Itineraire» των Βενσάν Περό και Τζεφ Ντόμενεχ.
Εξίσου περιπετειώδης, ήταν και στην προσωπική του ζωή. Είχε μεγάλη πέραση στις γυναίκες, επειδή, όπως έλεγε, είχε το χάρισμα του λέγειν. Παντρεύτηκε δύο φορές, αλλά είχε αμέτρητες σχέσεις που απασχόλησαν τον Τύπο. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ελοντί Κονσταντάν (1953-1965), με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ενώ είχε υιοθετήσει και την κόρη της, Πατρίτσια, η οποία πέθανε το 1994 σε μια πυρκαγιά, γεγονός που ο ίδιος ποτέ δεν ξεπέρασε.Ο γάμος τους τελείωσε επεισοδιακά, όταν μαθεύτηκε ότι είχε παράνομη δεσμό με το εκρηκτικό κορίτσι του Τζέιμς Μποντ, Ούρσουλα Άντρες. Κι αυτή όμως θα την αφήσει αργότερα για την Ιταλίδα καλλονή Λάουρα Αντονέλι, με την οποία έζησε οκτώ χρόνια.
Παντρεύτηκε για δεύτερη φόρα τη Ναταλί Ταρντιβέλ, την οποία γνώρισε το 1989, όταν εκείνη ήταν μόλις 24 χρόνων. Επισήμως έμειναν μαζί από 2002 έως το 2008, αποκτώντας ακόμα ένα παιδί.
Το 2011 εμφανίστηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας με τη νέα του σύντροφο, την κατά 45 χρόνια νεότερή του και πρώην Playmate, Μπάρμπαρα Γκαντόλφι από το Βέλγιο, η οποία μάλιστα είχε κατηγορηθεί και για ξέπλυμα χρήματος. Εκείνος άκουγε τα σχόλια που σιγοψιθύριζαν πίσω από την πλάτη του, αλλά όπως πάντα χαμογελούσε παιχνιδιάρικα.
Αυτός ήταν ο «Μπελμπέλ», ένας bon viveur που ήξερε να ζει τη ζωή του και στις 6 Σεπτεμβρίου, στα 88 του έκανε τη μεγάλη του έξοδο, αφήνοντας το στίγμα του στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο κι εκφράζοντας όσο κανείς την εποχή του, που αγωνιούσε να ξεφύγει από το κατεστημένο. Εκείνος, πάντως, τα κατάφερε...