Πιτερ Ό Τουλ: Η ζωή ενός θρυλικού ηθοποιού που δεν κέρδισε ποτέ Όσκαρ -Λάτρευε τον Σαίξπηρ και το ποτό
Όμορφος, ιδιόρρυθμος, αντισυμβατικός, μόνιμα πιωμένος και υπερβολικά ταλαντούχος ο Πιτερ Ό Τουλ είναι ένας θρύλος της υποκριτικής, που αν και έπαιξε στις μεγάλες σκηνές του Λονδίνου ποτέ δεν πήρε τον τίτλο του Σερ, όπως πολλοί άλλοι Βρετανοί πρωταγωνιστές -η αλήθεια είναι ότι τον αρνήθηκε για πολιτικούς λόγους- ούτε και το Όσκαρ –εκτός από ένα τιμητικό συνολικής προσφοράς- αν και ήταν οκτώ φορές υποψήφιος, κατέχοντας αρνητικό ρεκόρ -ακολουθεί ο κολλητός του Ρίτσαρντ Μπάρντον και η Γκλεν Κλόουζ με επτά.
Ο Πίτερ Σέιμους Ο' Τουλ γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1932 στην Κονεμάρα της Ιρλανδίας, αν και τον διεκδικεί και το Λιντς της Αγγλίας. Ο ίδιος δεν διευκρίνισε ποτέ στη ζωή του ποιος από τους δύο ήταν ο τόπος της γέννησής του. Ήταν γιος του λιθογράφου, ποδοσφαιριστή και μπουκμέικερ Πάτρικ Ο’ Τουλ και της Σκωτσέζας νοσοκόμας Τζέιν Φέργκιουσον. Έλεγε πάντα ότι είναι «παιδί της εγκληματικής τάξης», εξηγώντας με χιούμορ τις ασωτίες του και τις τρέλες του που τον έκαναν γνωστό.
Μεγάλωσε όμως στο Λιντς και φοίτησε σε καθολικό σχολείο, όπου συχνά οι καλόγριες δασκάλες του τον έδερναν, επειδή ήταν αριστερόχειρας. Μετά το σχολείο κατατάχτηκε στο Πολεμικό Ναυτικό όπου υπηρέτησε ως ασυρματιστής. Όπως είχε πει ο ίδιος δεν είχε σκοπό να γίνει ηθοποιός, αλλά δημοσιογράφος, σύντομα όμως κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γράφει ιστορίες, προτιμούσε να είναι οι ιστορίες.
«Έγινα ηθοποιός μάλλον από τύχη. Δεν το είχα προγραμματίσει ποτέ. Μετά το στρατό επέστρεψα στο Λιντς και έκανα μάθημα ποίησης στο Arts Centre. Εκεί ανέβαινε μια παραγωγή του "Fathers and Sons" στο Civic Centre και ο πρωταγωνιστής έπεσε από τις σκάλες. Για κάποιο λόγο μου ζήτησαν να τον αντικαταστήσω. Το έκανα για δύο εβδομάδες και κόλλησα. Κόλλησα άσχημα», είχε πει ο ίδιος.
Κάπως έτσι βρέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου. Συμμαθητές του ήταν o Άλμπερτ Φίνεϊ, ο Ρίτσαρντ Χάρις και ο Άλαν Μπέιτς, μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου τα κατοπινά χρόνια. Ο ‘Ο Τουλ με το διεισδυτικό βλέμμα, τη χαρακτηριστική φωνή και την ευκολία να μπαινοβγαίνει σε ρόλους, κερδίζει τις εντυπώσεις. Κάνει το θεατρικό του ντεμπούτο με τον θίασο του Bristol Old Vic και πολύ σύντομα θα εγκαθιδρυθεί ως ταλαντούχος νέος ηθοποιός. Η ερμηνεία του μάλιστα στον σαιξπιρικό «Άμλετ» έμεινε ιστορική. Άλλωστε έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στον Άγγλο ποιητή, του οποίου έλεγε πως ήξερε όλα τα σονέτα απέξω, ενώ λάτρευε να παίζει βασιλιάδες -κι έπαιξε πολλούς. «Οι βασιλιάδες είναι οι καλύτεροι ρόλοι. Τόσο στη ζωή όσο και στο θέατρο. Ζητούν ό,τι θέλουν και το αποκτούν», συνήθιζε να λέει. «Στο θέατρο κυκλοφορεί ένα παλιό ρητό, τόσο παλιό όσο το ίδιο το θέατρο: Για να βρεις έναν πρωταγωνιστή ή μια πρωταγωνίστρια, δες αν έχει τα κότσια να φορέσει στέμμα. Στην καριέρα μου έχω παίξει αρκετούς βασιλιάδες». Η αγάπη του για το θέατρο δεν έσβησε ποτέ -μάλιστα το 2000 είχε τιμηθεί με το βραβείο «Λόρενς Ολίβιε».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 συμμετείχε ενεργά στις διαμαρτυρίες εναντίον του πολέμου της Κορέας και αργότερα, στη δεκαετία του 1960, ήταν ενεργά αντίθετος στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Η δεκαετία του ’60 βέβαια για τον Ο’Τουλ ήταν γεμάτη ακολασίες. Ο ίδιος περιέγραψε αυτή την περίοδο της ζωής του λέγοντας: «Μαζί με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Ρίτσαρντ Χάρις αλώσαμε τα 60s. Κάναμε δημόσια αυτό που όλοι οι άλλοι έκαναν στο σπίτι τους. Πίναμε δημόσια, γνωρίζαμε για τη φούντα. Μου άρεσε πάρα πολύ να πίνω και να ξυπνάω το πρωί και να βρίσκομαι ξαφνικά στο Μεξικό. Ήταν και αυτό μέρος της ανοησίας μου». Οι δύο τους επιδίδονταν σε αγώνες ποτού, λέγεται μάλιστα ότι μια φορά έπιναν επί δυο ολόκληρες νύχτες και μια μέρα, ενώ ένας συνάδελφός του είχε ισχυριστεί πως είδε το Ο’ Τουλ να κατεβάζει ένα μπουκάλι ουίσκι χωρίς ανάσα.
Με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση ασχολήθηκε ελάχιστα έως το 1962, οπότε ο Ντέιβιντ Λιν τον επέλεξε για τον ρόλο του συνταγματάρχη Λόρενς στην ταινία «Ο Λόρενς της Αραβίας». Με αυτό τον ρόλο η καριέρα του εκτοξεύεται και κερδίζει την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, το οποίο όμως χάνει από τον Γκρέγκορι Πεκ. Αυτή η ήττα θεωρήθηκε ένα από το πιο ηχηρά σκάνδαλα της ιστορίας των Όσκαρ, όμως ο ‘Ο Τουλ δεν το έβαλε κάτω.
Ακολούθησαν άλλες επτά υποψηφιότητες για τις ερμηνείες του στις ταινίες «Μπέκετ» (1964), «Το Λιοντάρι του Χειμώνα» (1968), «Αντίο κύριε Τσιπς» (1969), «Η άρχουσα τάξη» (1972), «Στάντμαν, ο ριψοκίνδυνος δραπέτης» (1980), «Η τυχερή μου χρονιά» (1982) και «Venus» (2007). Δεν κέρδισε ποτέ το πολυπόθητο αγαλματάκι, παρά μόνο το 2003, όταν η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τον τίμησε με ένα βραβείο για το σύνολο της καριέρας του. Στην αρχή δεν ήθελε να το δεχτεί. «Θα μπορούσε η Ακαδημία να περιμένει έως ότου φτάσω τα 80; Προς το παρόν εξακολουθώ να συμμετέχω κανονικά στο παιχνίδι, οπότε μπορεί να κερδίσω το μαραφέτι με την αξία μου», είχε γράψει στο σημείωμά του. Τελικά όμως αποφάσισε να παραβρεθεί στην απονομή. Πριν ανέβει στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο του από τα χέρια της Μέριλ Στριπ ζήτησε από τον μπάρμαν μια βότκα. Όταν εκείνος του είπε ότι το αλκοόλ απαγορεύεται, ο Ο’ Τουλ έξαλλος ανακοίνωσε ότι φεύγει.
Οι καταχρήσεις επιβάρυναν την υγεία του και τη δεκαετία του '70 έφτασε κοντά στον θάνατο, καθώς διαγνώστηκε με καρκίνο και του αφαιρέθηκε ένα μεγάλο μέρος του στομάχου του. Μετά από την ανάρρωσή του, επέστρεψε στη δουλειά, αν και πλέον έβρισκε δυσκολότερα ρόλους σε ταινίες, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται περισσότερο στην τηλεόραση και σποραδικά στο θέατρο.
Σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη στο BBC Radio τον Ιανουάριο του 2007, είπε ότι είχε μελετήσει τις γυναίκες για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα προσπαθώντας όσο μπορούσε περισσότερο να τις καταλάβει, αλλά τελικά δεν γνώριζε τίποτε. Το 1959 παντρεύτηκε την Ουαλή ηθοποιό Σαν Φίλιπς, με την οποία απέκτησε δύο κόρες: το 1961 τη βραβευμένη ηθοποιό Κέιτ Ο' Τουλ και αργότερα την Πατρίσια. Το πρόβλημα που είχε με το αλκοόλ επιβάρυνε τη σχέση τους, οπότε η Σαν έκανε δεσμό με έναν νεότερο άνδρα κι έτσι τελικά οδηγήθηκαν στον χωρισμό το 1979. Η πρώην γυναίκα του έχει αποκαλύψει στις δύο αυτοβιογραφίες της ότι ο Ο' Τουλ την κακομεταχειριζόταν ψυχικά εξαιτίας του ποτού και όμως δεν παρέλειψε να τονίσει πως ήταν μια ιδιαίτερη, μοναδική περίπτωση.
Στη συνέχεια έκανε δεσμό με το μοντέλο Κάρεν Μπράουν, με την οποία απέκτησε έναν γιο τον Λόρκαν Πάτρικ Ο' Τουλ, που γεννήθηκε το 1983, όταν ο Ο' Τουλ ήταν 50 ετών. Ο Λόρκαν, ο οποίος έγινε ηθοποιός, ήταν μαθητής στο Σχολείο Harrow, ζούσε σε οικοτροφείο από το 1996 και η υπόθεση της κηδεμονίας του, την οποία κέρδισε τελικά ο πατέρας του, έγινε μήλο της έριδος και πρώτο θέμα στα Μέσα της εποχής.
Ο Ο' Τουλ είχε γράψει δύο αυτοβιογραφικά βιβλία. Στο πρώτο, με τίτλο «Loitering With Intent: The Child», περιγράφει αναμνήσεις από την παιδική ηλικία του καλύπτοντας χρονικά την περίοδο μέχρι τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Στο δεύτερο, το «Loitering With Intent: The Apprentice», περιγράφει τα χρόνια που έζησε στη Βασιλική Ακαδημία της Δραματικής τέχνης μαζί με τους φίλους του όταν σπούδαζε τη θεατρική τέχνη.
Πέρα από την αγάπη του για την υποκριτική, ήταν γνωστός οπαδός του ράγκμπι 15 παικτών, και συνήθιζε να παρακολουθεί αγώνες μαζί με τους φίλους του Ρίτσαρντ Χάρις, Κένεθ Γκρίφιθ και Ρίτσαρντ Μπάρτον. Επίσης υπήρξε, σε όλη του τη ζωή, παίκτης, προπονητής και λάτρης του κρίκετ, για το οποίο έχει δίπλωμα διδασκαλίας και προπονητικής σε παιδιά.
Στις 10 Ιουλίου του 2012, ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση. «Είναι καιρός για μένα να σταματήσω. Να απομακρυνθώ από τη σκηνή και τον κινηματογράφο. Δεν έχω πια την αντοχή και δεν θα την έχω ξανά. Η επαγγελματική ζωή μου ως ηθοποιού -στην οθόνη και τη σκηνή- μου έφερε τη στήριξη του κοινού, τη συναισθηματική άνθηση και τις υλικές ανέσεις. Πιστεύω ότι καθένας πρέπει να αποφασίζει ο ίδιος πότε είναι καιρός να σταματήσει. Γι’ αυτό αποχαιρετώ το επάγγελμα, με στεγνά μάτια και με μια βαθιά ευγνωμοσύνη», είχε δηλώσει τότε.
Φαίνεται όμως πως δεν άντεξε τη «σύνταξη» και επέστρεψε στο σινεμά με το «Katherine of Alexandria», ένα κινηματογραφικό δράμα εποχής σε σκηνοθεσία του Μάικλ Ρέντγουντ, το οποίο αφηγείται τη σύγκρουση ανάμεσα στον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας. Αυτός θα ήταν και ο τελευταίος του ρόλος.
Πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου του 2013, σε ηλικία 81 ετών…