Yayoi Kusama: Η «πριγκίπισσα του πουά» από την Ιαπωνία που έζησε σε ψυχιατρείο για να μπορεί να δημιουργεί
Η Yayoi Kusama είναι η Γιαπωνέζα καλλιτέχνις με τις περισσότερες πωλήσεις στον κόσμο.
Με την κόκκινη περούκα της και τα πουά ρούχα της θεωρείται μία από τους τοπ avantgarde καλλιτέχνες του 20ού αιώνα και είναι η πιο δημοφιλής εν ζωή δημιουργός. Έγινε γνωστή σε όλο τον πλανήτη ως η γυναίκα που μετέτρεψε την ψυχική της διαταραχή σε τέχνη και θεωρήθηκε πρόδρομος της pop art επηρεάζοντας σημαντικούς εκπροσώπους της, όπως ο Andy Warhol.
Συγγραφέας, ζωγράφος, ακτιβίστρια, γλύπτρια, η πολυτάλαντη Yajoi Kusama έχει συνδεθεί με την σύγχρονη τέχνη και έχει αναχθεί σε καλλιτέχνη-φαινόμενο. Τολμηρή, φιλοσοφημένη, πρωτοποριακή, προκλητική, η τέχνη για την Yayoi Kusuma υπήρξε ανέκαθεν μια διέξοδος από την ταραγμένη της ζωή.
Ένα από τα δρώμενα που την έκαναν γνωστή στην καλλιτεχνική σκηνή και στο ευρύ κοινό, ήταν όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 οργάνωσε μια σειρά από performances, στις οποίες ζωγράφιζε χρωματιστές βούλες πάνω στους γυμνούς συμμετέχοντες. Το πάθος της με τις βούλες που κυριαρχούν σε όλα της τα έργα οφείλεται στις έντονες παραισθήσεις που βίωσε από μικρή και που η ίδια περιγράφει ως «λάμψεις φωτός ή πυκνά πεδία κουκίδων».
Η Yayoi Kusame ζει με επιλογή της από το 1977 στην ψυχιατρική κλινική του Τόκιο και έχει μιλήσει ανοιχτά για τη νόσο της και για τη σωτηρία που της πρόσφερε η τέχνη. Για κάποιους καλλιτέχνες η εισαγωγή τους σε ψυχιατρική κλινική θα σήμαινε το τέλος της καριέρας τους, για την Yayoi Kusama ήταν ένα ασφαλές περιβάλλον για να δημιουργεί τέχνη και να αγκαλιάσει τους δαίμονές της.
Η Yayoi Kusama είχε τραυματική παιδική ηλικία. Γεννήθηκε το 1929 στην πόλη Ματσουμότο της Ιαπωνίας σε μια εύπορη και συντηρητική οικογένεια η οποία δεν εκτιμούσε καθόλου τα ποικίλα ταλέντα της. Αγαπούσε την ζωγραφική με τα πρώτα έργα της να μαρτυρούν ένα μεγάλο ταλέντο. Η οικογένειά της όμως δεν ήταν υποστηρικτική και μάλιστα η μητέρα της άρπαζε τα έργα από τα χέρια της πριν εκείνη τα τελειώσει. Η προσδοκία των γονιών της ήταν να παντρευτεί και μάλιστα με συνοικέσιο και να κάνει παιδιά. Οχι να κάνει καριέρα. H μικρή Yayoi Kusama περνούσε πολλές ώρες στο φυτώριο των γονιών της ζωγραφίζοντας και μιλώντας στα φυτά.
Σύντομα άρχισε σε ηλικία 10 ετών να έχει τις πρώτες της παραισθήσεις, οι οποίες την ακολουθούν μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την ίδια νόμιζε πως τα λουλούδια δίπλα στο ποτάμι είχαν ανθρώπινες εκφράσεις και της μιλούσαν. Οι παραισθήσεις της ήταν γεμάτες από χρωματιστές βούλες. Μερικές κουκίδες, σαν λάμψεις φωτός, εμφανίζονταν μπροστά της, πολλαπλασιάζονταν και ζωντάνευαν πάνω σε διάφορα μοτίβα, τα οποία συναντάμε στα έργα της.
Ο πατέρας της είχε ερωμένες και η μητέρα της την έβαζε να τον κατασκοπεύει, πράγμα που την τραυμάτισε και το οποίο την οδήγησε στο μέλλον να απέχει για χρόνια από το σεξ. Όταν της έλεγε τα όσα είχαν συμβεί με τον πατέρα της, η μητέρα της ξεσπούσε όλη της την οργή σε εκείνη, αναφέρει στην αυτοβιογραφία της. «Δεν μου αρέσει το σεξ. Έχω μια εμμονή με το σεξ. Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου είχε ερωμένες και η μητέρα μου με ανάγκαζε να τον κατασκοπεύω. Δεν ήθελα να κάνω σεξ για χρόνια», εκμυστηρεύτηκε πολλά χρόνια αργότερα.
Σε ηλικία 13 χρονών, η Yayoi άρχισε να δουλεύει σε ένα στρατιωτικό εργοστάσιο, όπου έραβε αλεξίπτωτα για τον ιαπωνικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η έφηβη Yayoi δούλευε μέσα στο σκοτάδι εξαιτίας του φόβου των αεροπορικών επιδρομών και η ανάγκη της να διαφύγει έγινε όλο και μεγαλύτερη. Μετά τον πόλεμο κατάφερε να μελετήσει ζωγραφική «Nihonga» στη Δημοτική Σχολή Τεχνών και Χειροτεχνίας του Κιότο, αλλά απογοητεύτηκε γρήγορα. Το ενδιαφέρον της στράφηκε ύστερα στην αμερικανική και ευρωπαϊκή πρωτοπορία.
Θαυμάζοντας απεριόριστα την Τζόρτζια Ο’Κιφ, τόλμησε να ζητήσει τη συμβουλή της. Και θα πρέπει να εκστασιάστηκε όταν η Αμερικανίδα ζωγράφος τής απάντησε με την παρότρυνση να πάει στις ΗΠΑ και να δείξει τη δουλειά της. «Το γράμμα της μου έδωσε το θάρρος που χρειαζόμουν για να φύγω για τη Νέα Υόρκη» θα αποκαλύψει. Σε ηλικία 27 χρόνων, η Yayoi αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ιαπωνία και τα συντηρητικά όρια της κοινωνίας και να πάει στη Νέα Υόρκη με τη μητέρα της να της απαγορεύει να επιστρέψει ποτέ στο σπίτι τους. Ηταν πλέον μόνη, γνώριζε ελάχιστα αγγλικά και τα χρήματά της ήταν λιγοστά.
Στην Αμερική τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εκείνη καθώς ο κόσμος της τέχνης ήταν ανδροκρατούμενος. Οι γκαλερί δεν δεχόντουσαν να εκθέσουν τα έργα της και η Yayoi έβλεπε άνδρες καλλιτέχνες να παίρνουν τα εύσημα για τις ιδέες της. Οι πρωτοποριακοί καλλιτέχνες ενώ την αποδέχτηκαν, εκείνη δυσκολεύτηκε πολύ οικονομικά, δούλευε συνέχεια, νοσηλεύτηκε με υπερκόπωση και έκανε απόπειρα αυτοκτονίας όταν ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης, Lucas Samaras, παρουσίασε το δικό του δωμάτιο με καθρέφτες στην πιο διάσημη γκαλερί της Νέας Υόρκης, το οποίο δική της ιδέα με το «Infinity Mirror Rooms» που είχε παρουσιάσει το 1965.
Οι δράσεις της συχνά περιλαμβάνουν γυμνό σε δημόσιους χώρους, με τους κριτικούς να την κατηγορούν για έντονη αυτοπροβολή. Οικογένεια και φίλοι της είχαν γυρίσει την πλάτη και όντας καταθλιπτική αποπειράθηκε για δεύτερη φορά να αυτοκτονήσει με τους επικριτές της να λένε ότι τα κάνει όλα για να τραβήξει την προσοχή.
Το 1966 βρέθηκε για πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας με τον «Κήπο του Νάρκισσου», ένα έργο με 1.500 σφαίρες από γυαλί. Μάλιστα πουλούσε η ίδια κάθε σφαίρα του έργου της για δύο δολάρια μέχρι να τελειώσει η διοργάνωση. Το 1973 επέστρεψε στην Ιαπωνία και ασχολήθηκε με το εμπόριο έργων τέχνης, τη συγγραφή μυθιστορημάτων, διηγημάτων και ποίησης. Το 1977 αποφάσισε να εισαχθεί σε κλινική για ασθενείς με ψυχικές νόσους, όπου και διαμένει μόνιμα πια, έπειτα από δική της επιλογή.
Σε αυτό το περιβάλλον της ψυχιατρικής κλινικής, αποφάσισε να γράψει μυθιστορήματα, ποιήματα και την αυτοβιογραφία της. Έκτοτε, δεν βγήκε ποτέ από το ψυχιατρείο. Κοιμάται κάθε βράδυ εκεί και τα πρωινά δουλεύει στο στούντιο της, στον απέναντι δρόμο. Φτιάχνει τα δικά της ρούχα και τρώει από το κοντινό σουπερμάρκετ.
Από το 1986 και μετά ξεκινάει μία δυνατή πορεία σε όλο τον κόσμο, με τις πρώτες ατομικές εκθέσεις της σε Νέα Υόρκη, Αγγλία, Βερολίνο ενώ γίνεται η πρώτη γυναίκα που εκπροσωπεί την Ιαπωνία στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1993, μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης. Το έργο της «Pumkin», μία μεγάλη κίτρινη κολοκύθα με μαύρες βούλες μέσα σε εάν δωμάτιο καθρέφτη, γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Η κολοκύθα έγινε σήμα κατατεθέν για τη Yayoi, η οποία δήλωσε πως την διάλεξε, γιατί την έβρισκε χιουμοριστική.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά η πορεία της απογειώνεται. Η δημοτικότητά της γίνεται όλο και μεγαλύτερη, στέφεται επανειλημμένα η πιο δημοφιλής καλλιτέχνης στον κόσμο και οι συλλέκτες έργων τέχνης δίνουν μάχες για να αποκτήσουν ένα έργο της. Η Yayoi Kusama μάλιστα έκανε ρεκόρ πώλησης έργου, ύψους 5.100.000 δολαρίων, το 2008, πράγμα που την καθιστά την πιο ακριβοπληρωμένη γυναίκα καλλιτέχνιδα εν ζωή, ενώ μέχρι σήμερα τα έργα της συνεχίζουν να κοσμούν μουσεία και galleries σε όλο τον κόσμο.
Το 2012 συνεργάστηκε με τον οίκο μόδας Louis Vuitton, ο οποίος δημιούργησε μια σειρά ρούχων και αξεσουάρ στολισμένων με τα περίφημα πουά της.
Η παγκόσμια αναγνώριση του έργου της όμως δεν έχει κλείσει τις τραυματικές πληγές του παρελθόντος. Παρόλα αυτά νιώθει ευτυχής που μπορεί να δημιουργεί σε ένα ασφαλές περιβάλλον της ψυχιατρικής κλινικής όπου ζει. Τα δωμάτια πλημμυρισμένα με πολύχρωμες κουκκίδες και τα διάσημα Infinity Rooms με τους καθρέφτες, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της έργα, που υπάρχουν σε πολλά σημεία του πλανήτη.
Όπως έχει πει και η ίδια: «Ήθελα απλώς να δημιουργήσω έναν πλανήτη “Kusama” που δεν είχε περπατηθεί ποτέ πριν. H γη μας είναι μόνο ένα πουά ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο αστέρια στο σύμπαν. To πουά είναι ένας δρόμος προς το άπειρο».
To 2016, το περιοδικό ΤΙΜΕ συμπεριέλαβε τη Yayoi Kusama στη λίστα των 100 ανθρώπων με την μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη. Σήμερα, σε ηλικία 92 ετών παραμένει ιδιαίτερα παραγωγική μετά από 65 χρόνια συνεχούς και εξελικτικής πορείας στην τέχνη και δηλώνει πως: «Αν δεν ήταν για την τέχνη, θα είχα πεθάνει πριν πολύ καιρό».