Θέμις Μπαζάκα: «Ήξερα ότι δεν είμαι ένα όμορφο κορίτσι αλλά ότι έχω γοητεία και προσωπικότητα»
Ηθοποιός με μεγάλη και ξεχωριστή κινηματογραφική πορεία και μπόλικες τηλεοπτικές σειρές, η Θέμις Μπαζάκα, άργησε να κάνει θέατρο. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο ΚΘΒΕ. Στην Αθήνα κατέβηκε για να βρει δουλειά στο σινεμά. Και τα κατάφερε. Δείχνει αυστηρή, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Εχει μια κόρη.
«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι σε διάφορα χωριά στη Μακεδονία. Ως τα τέσσερά μου χρόνια ήμουν με τη γιαγιά στην πόλη. Μετά ακολουθούσα τους γονείς μου. Την περίφημη μετάθεση για Θεσσαλονίκη την πήραν όταν ήμουν δώδεκα χρόνων.
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ανέμελα, σε χωριά, τη δεκαετία του ΄60. Αλάνες, παιχνίδια, ψωμί, ζάχαρη, νερό. Ελεύθερη και ανυποψίαστη. Και πάμε Θεσσαλονίκη, πρώτη γυμνασίου και βλέπω τα κορίτσια της πόλης. Εγώ αγοροκόριτσο ή μάλλον αγροτόπαιδο, κι εκείνα με ξυρισμένες γάμπες. Κι αρχίζουν τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου, η εφηβεία. Το ατίθασό μου σώμα έγινε και πνεύμα ατίθασο. Ηθελα να τα μάθω όλα. Εγινα ένας πολύ περίεργος άνθρωπος. Αλλά είχα μια οικογένεια με πολύ σκληρά όρια. Οσο μεγάλωνα τόσο μεγαλύτερες ήταν οι συγκρούσεις. Μισούσα το σχολείο, διάβαζα κρυφά λογοτεχνία. Είχα φίλες με πολύ προοδευτικούς γονείς που μ' έβαλαν στην πολιτικοκοινωνική κατάσταση. Εποχή δικτατορίας και λίγο μετά. Πιστεύω ότι οι γονείς μου ήταν φοβισμένοι, φοβισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι της δεκαετίας του ΄50-΄60. Ούτε πολιτικοποιημένοι, ούτε δεξιοί. Προοδευτικοί ήταν, ψήφιζαν κέντρο. Θυμάμαι τον πατέρα μου να γυρίζει την εφημερίδα ανάποδα μέχρι πρόσφατα. Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι ενώ είχαν πνεύμα ελεύθερο και ψυχή τρυφερή, ήταν τόσο αυστηροί μαζί μου. Μαθαίνοντας για τη ζωή τους άρχισα να τους καταλαβαίνω.
Ημουν τρομερά κοινωνικό άτομο, είχα πολλές παρέες και είχα πάθος με τα ρούχα από μικρή –σχεδίαζα, ήθελα να τα ράβω μόνη μου. Κρυφά από τους γονείς μου μ' ένα boyfriend Γερμανό πήγα στην Αγγλία κι έδωσα ένα είδος οντισιόν για να κάνω κοστούμια στο Σεν Μάρτιν –είχα ήδη τελειώσει μια σχολή μοντελίστ στη Θεσσαλονίκη. Γύρισα πίσω στην Ελλάδα, το είπα στους γονείς μου κι έφυγα για το Λονδίνο. Στο μήνα πάνω σκοτώθηκε ο αδελφός μου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, 18 χρόνων. Γύρισα φυσικά και δεν ξαναέφυγα, δεν μπορούσα να τους αφήσω. Ηταν τραγικές οι συνθήκες –δεν είχε γυρίσει σπίτι, τον έψαχναν στα νοσοκομεία και τον είδε ο πατέρας μου νεκρό πια.
Αυτό μου άλλαξε τελείως τη ζωή. Αρχισα να κάνω, τέλη του ΄70 ρούχα και σκηνικά σε ταινίες μικρού μήκους από διάφορα παιδιά, Θεσσαλονικείς -με μηδέν γνώσεις. Εβλεπα και λάτρευα το σινεμά –έβλεπα και θέατρο, αλλά δεν είχε περάσει από το μυαλό μου. Εκεί λοιπόν σε κάποια φάση με πήρε ο Νίκος Τζιώτης που έκανε σκηνικά σε μια παράσταση του Θόδωρου Τερζόπουλου για να κάνουμε διάφορες κατασκευές. Θυμάμαι πως κόλλαγα στην πρόβα, σ' αυτά που’ λεγε ο Τερζόπουλος.
Μετά είχα ένα boyfriend που ήταν ψυχίατρος. Εγώ με τον αδελφό μου δεν έκλαψα. Εγινε ένα κρακ μέσα μου και πέτρωσα. Πρέπει να έκλαψα περίπου έξι χρόνια μετά, που συνειδητοποίησα τι έγινε. Για να στηρίξω τους γονείς μου έγινα μια πέτρα. Μου συμβαίνει και τώρα, σε τραγικά γεγονότα, έχω μια ψυχραιμία και καταρρέω μετά από πολύ καιρό, σε ανύποπτο χρόνο. Ο φίλος μου ο ψυχίατρος, μ' έβλεπε που τραγουδούσα, χόρευα κι έπαιζα ρόλους στις παραλίες, στις διακοπές, και μου' πε να δώσω για το θέατρο. Πίστευε ότι αυτό θα με βοηθούσε και να εκφραστώ. Πήγε μόνος του να μάθει πληροφορίες για τη σχολή του Κρατικού και με πήγε με το ζόρι μια Παρασκευή, Δευτέρα ήταν οι εξετάσεις. Μου' δωσαν έναν κατάλογο με το τι πρέπει να κάνω, κάποιος τριτοετής με βοήθησε να βρω άκρη, πήγα και πέρασα πρώτη. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος είχε πει τότε, όπως μου' πε ο γραμματέας, «εγεννήθη καινούργια Λαμπέτη».
Υπάρχουν περίοδοι που ο χρόνος με απασχολεί κι άλλες που τον δέχομαι
Μπαίνοντας στην Σχολή ένοιωσα αμέσως ότι χωράω ολόκληρη, ότι δεν περισσεύει τίποτα. Αλλα θέατρο δεν ήθελα να κάνω, μόνο σινεμά. Αν και αριστούχος δεν έμεινα στο ΚΘΒΕ -ήθελα να πάω στην Αθήνα. Οταν το άκουσε μια δασκάλα μου απόρησε: "Εσύ δεν μπορείς να κάνεις σινεμά, είσαι πολύ πληθωρικός άνθρωπος"».
Εφυγα μ' ένα ξύλινο μπαούλο, χωρίς να ξέρω τίποτα. Είχα μόνο το τηλέφωνο της Ολιας Λαζαρίδου, είχαμε κάπου βρεθεί. Την πήρα από τον σταθμό όταν έφτασα. Μου' πε να πάω από το σπίτι της. Μεγάλη ψυχή η Ολια –όλους τους φιλοξενούσε. Εμεινα δύο μήνες και μετά βρήκα, απέναντι, σπίτι. Και άρχισε το σινεμά –μέσα σε τρεις μήνες είχα κλείσει το "Ρεμπέτικο", το "Μινόρε της Αυγής", ήταν ένα τσουνάμι. Δεν δυσκολεύτηκα, όπου πήγαινα μ' αρπάζανε.
Με τα επαγγελματικά μου δεν έχω νιώσει ποτέ ασφαλής. Σκεφτόμουν πάντα τι θα κάνω μετά. Τώρα πια συνειδητοποιώ ότι όταν είσαι πάνω ακολουθεί ένα διάστημα που χαμηλώνεις για να ξανανέβεις. Τότε απλώς το υποψιαζόμουν. Γι' αυτό και είμαι επιφυλακτική, κλειστή προς τα έξω –προσέχω τι δείχνω και τι κάνω.
Η αυστηρότητά μου έχει να κάνει και με τα γυαλιά που φοράω. Είμαι λίγο σοβαρή αλλά μπορεί να' μαι και μεγάλο σαχλοκούδουνο. Ενα επαρχιωτόπουλο που κατέβηκε στην Αθήνα ήμουν. Δεν ήξερα κανέναν, δεν ενέδωσα σε καμία εύκολη λύση σ' ενάμιση χρόνο μιλούσε όλη η Ελλάδα για μένα. Ηθελα να επιβιώσω -το' χουν αυτό οι εσωτερικοί μετανάστες, οι μετανάστες γενικότερα. Εχουν στόχο, δεν θέλουν να προκαλούν.
Τα πράγματα ερχόντουσαν. Γνώρισα τον Κωνσταντίνο Τζούμα και τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, τυχαία, στην πλατεία στο Κολωνάκι. Πάντα ρωτούσα για οντισιόν σε ταινία. Ο Τσεμπερόπουλος μ' έστειλε στον Φώτη Μεσθεναίο -είχε μόλις γυρίσει απ' την Αγγλία και ετοίμαζε μια σειρά για το ρεμπέτικο. Ευγενέστατος και γλυκύτατος άνθρωπος, σαν προστάτης μου –λυπήθηκα τόσο, όταν έφυγε. Είχε σχεδόν κλείσει όλους τους ρόλους αλλά ήθελε να με γνωρίσει. Εμενε στο Θησείο. Πήγα, μου ζήτησε να βγάλω τα γυαλιά μου. Του άρεσαν τα μάτια μου, μου' πε να του μιλήσω για τον εαυτό μου. Τότε αποφάσισε ότι θα γράψει έναν ρόλο για μένα στο "Μινόρε" –τη Σύλβια, μια Γαλλίδα διανοούμενη λίγο μποέμ, που μπαίνει σε τρία επεισόδια και χάνεται. Μετά ο Τζούμας, πάλι, μου΄ πε μια μέρα να πάμε να φάμε με τον Κώστα Φέρρη μήπως έχει κανένα ρολάκι για μένα, ετοίμαζε το "Ρεμπέτικο" -ήταν κι η Σωτηρία (σ.σ. Λεονάρδου). Κάποια στιγμή λέει στον Τζούμα για μια κοπέλα που ξεχώρισε στο "Μινόρε" –"τι φάτσα, τι ηθοποιάρα, τη Σύλβια, αλλά δεν μπορώ να βρω ποια είναι". Στα δύο πρώτα επεισόδια δεν είχε καν μπει τ' όνομά μου στους τίτλους. Τότε ο Τζούμας του δείχνει εμένα. Αν και δεν είχε ρόλο, αποφάσισε να προσωποποιήσει τον θάνατο –κάτι που έκανε αργότερα ο Κουστουρίτσα, για να' μαι στην ταινία του.
Πέρασαν οι μέρες, κανείς δεν μου τηλεφωνούσε. Ενα πρωί, θα΄ταν οκτώμιση, χτυπάει το τηλέφωνο “απ΄το γραφείο του κυρίου Φέρρη. Μπορείτε να περάσετε επειγόντως, σε μια ώρα”. Και μου λέει ο Φέρρης: “Χθες αποχώρησε η Κατερίνα Γώγου από την ταινία, παίζεις την Αντριάνα, τη μάνα της Μαρίκας. Είναι ο δεύτερος γυναικείος ρόλος. Πήγαινε δίπλα να δεις για τα ρούχα, Κυριακή κάνουμε μια ανάγνωση, Δευτέρα παίζεις”.
Ωσπου να πάω σπίτι μου είχα βγάλει έρπη ζωστήρα σ΄όλο μου το σώμα. Πήγα μέσα στη νύχτα στο νοσοκομείο. Μου' παν πως δεν περνάει γρήγορα κι ότι άμα φύγει το άγχος, θα φύγει κι αυτό. Την Κυριακή πήγα στην πρόβα. Για να μην φαίνονται τα χέρια μου μου' βαλαν βραχιόλια ως τον αγκώνα. Ηταν ένα ξεκίνημα εντυπωσιακό.
Το θέατρο, ομολογώ, μ' έκανε καλύτερο ηθοποιό
Τα τελευταία 12-13 χρόνια εγκατέλειψα και την τηλεόραση –είχα κάνει 23 σήριαλ, τελευταίο ήταν τα "Υπέροχα Πλάσματα". Ημουν τυχερή γιατί βρέθηκα και στο ξεκίνημα της Μιρέλλας (σ.σ. Παπαοικονόμου), έκανα τέσσερις σειρές που' γραψαν ιστορία. Δεν έκανα όμως τις επιτυχίες που επαναλαμβάνονται διαρκώς κι έτσι ο κόσμος δεν με έχει ως τηλεοπτική. Κι άρχισα το θέατρο, το κυνήγησα με λύσσα και πείσμα. Βρέθηκα, πάλι τυχερή, στην εποχή που ο Χουβαρδάς ήταν διευθυντής στο Εθνικό και για κάποιο λόγο ήμουν εκεί για οκτώ χρόνια. Μετά βγήκα στο ελεύθερο, με μεγάλους ρόλους. Και το θέατρο, ομολογώ, μ' έκανε καλύτερο ηθοποιό. Αλλά εγώ ταινίες ονειρεύομαι. Ισως έχει να κάνει με τον χαρακτήρα μου –πνίγομαι στα καμαρίνια, δεν μπορώ τις σχέσεις με τον θίασο κι ας είμαι κοινωνική. Το σινεμά το βλέπω σαν μια περιπέτεια –κάθε μέρα σ' άλλο μέρος, άλλες σκηνές. Ούτε δυσκολεύομαι να κάνω το συναισθηματικό ρακόρ. Στα “Πέτρινα Χρόνια”, 22-23 χρόνων, πρώτη μέρα γύρισμα κι έκανα το φινάλε. Με γεράσανε κι έκανα το περίφημο φινάλε.
Στα προσωπικά μου δεν ήταν εύκολα ούτε ιδεατά τα πράγματα.Το μόνο θείο που μου συνέβη είναι ότι έκανα παιδί μικρή. Συνάντησα έναν άντρα που αγάπησα πολύ -δεν μείναμε πολύ καιρό μαζί, αλλά κάναμε ένα παιδί αγάπης. Από εκεί και πέρα η προσωπική μου ζωή δεν είχε ενδιαφέρον. Δεν ήμουν τυχερή. Δεν ξέρω γιατί. Μου λένε ότι έδινα σημασία στα επαγγελματικά μου –όχι, τα επαγγελατικά μου έδιναν σημασία σε μένα. Δεν πάω με πρόγραμμα. Ηθελα να' μαι πάντα σε κάτι ενδιαφέρον. Ξέρω ότι και η ηλικία μου με απομακρύνει από κάποιους μεγάλους ρόλους. Δεν επιλέγουν τους μεσήλικες αισιόδοξους της ζωής, όπως λέω.
Οταν ήμουν παντρεμένη πηγαινοερχόμουν στην Αμερική –ο Κένζι ήταν μουσικός, Νεοϋορκέζος, με ιαπωνικές καταβολές. Τα τελευταία δύο χρόνια κάναμε το λάθος να μείνει εδώ κι αυτό έφερε προβλήματα, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί. Μείναμε φίλοι, δεν μαλώσαμε, κοιτάξαμε το παιδί μας. Μετά από 7-8 χρόνια αρρώστησε κι έφυγε. Η κόρη μου ήταν στην εφηβεία της όταν πέθανε ο πατέρας της. Εχουμε μια ήσυχη σχέση με την κόρη μου –σπούδασε και τώρα ζει και δουλεύει στο Βερολίνο. Από μικρή της άρεσε να είναι ανεξάρτητη.
Στην αρχή, όταν ξεκίνησαν οι καταγγελίες, ένιωσα μια τρομερή έκπληξη έως και φόβο, μια απειλή –όλο αυτό γινόταν δίπλα μου; Και μετά μια βαθιά θλίψη. Γιατί θεωρώ ότι είναι άδικο αυτό που συνέβη στο θέατρο και αμφισβητήθηκε η ηθική και η αξία του. Ενιωσα όμως και μια βαθιά συγκίνηση, μια ζεστασιά, για τα κορίτσια που' χαν το θάρρος να μιλήσουν.
Προσωπικά είχα ένα άσχημο παράδειγμα στην αρχή, όταν ήμουν μικρή –όχι δεν με βίασε κανείς, αλλά ένιωσα την απειλή και ίσως αυτό να μ' έκανε πιο σκληρή. Συνέβη όταν πρωτομπήκα στην δουλειά. Μην σου πω ότι μπορεί να έκρυβα και τη θηλυκότητά μου μετά. Ωστόσο δεν μπορούσα ούτε να τα φανταστώ όλα αυτά. Επίσης εγώ δεν ακούω κουτσομπολιά. Σκοτεινιά, ρωγμές έβλεπα σε ορισμένους ανθρώπους -και τι μ' αυτό; Επειδή όμως η δουλειά μας έχει να κάνει με το σώμα και την ψυχή μας και πρέπει να είμαστε ελεύθεροι, τουλάχιστον στις πρόβες, ώστε να δημιουργηθεί κάτι αληθινό, δεν θέλεις να νιώθεις ότι κάποιος σε κοιτάει μ' άλλο μάτι Γι' αυτό και προσπαθούμε να διαλέξουμε ομάδα, όχι μόνον καλλιτεχνικά αλλά και ανθρώπινα. Ας είναι ένας σκηνοθέτης αυστηρός, πιεστικός αλλά όχι επικίνδυνος, όχι με τάσεις κατάχρησης εξουσίας. Δυστυχώς, δεν έχουν όλοι οι ηθοποιοί δυνατότητα επιλογής.
Αν μου' χε συμβεί πιστεύω ότι θα μιλούσα –δεν είναι εύκολο. Μου πήρε καιρό να διαπραγματευτώ τότε μέσα μου εκείνη τη μικρή περιπέτεια που είχα και να τη μοιραστώ μ' ένα-δύο κολλητούς μου.
Δεν έχω καθόλου social media και δεν διαβάζω αυτόν τον οχετό που κυκλοφορεί εκεί μέσα. Ωστόσο αυτό που με πείραξε πολύ και με πειράζει ακόμα είναι το μίσος που βγάζουν οι άνθρωποι. Ετσι χάνεις και το δίκιο σου -βγήκε ανταγωνισμός και μίσος για ανθρώπους που δουλεύουν με επιτυχία και για τους άλλους, που δεν δουλεύουν.
Υπάρχουν περίοδοι που ο χρόνος με απασχολεί κι άλλες που τον δέχομαι. Στην αρχή είναι ένα σοκ, μετά μαλακώνεις. Οταν αρχίσεις να το δουλεύεις και συνειδητοποιείς ότι θα συμβεί, χωρίς να προσπαθείς να το αποτρέψεις βίαια, τότε το πέρασμα είναι γλυκό, ζεστό. Εγώ δεν κάνω τίποτα στο πρόσωπό μου. Αυτό που προσπαθώ είναι να κρατάω υγιές το σώμα μου –δυνατό και αδύνατο. Το πρόσωπό μου ανακαλύπτω ότι μπορεί να' ναι και ωραίο έτσι. Βλέπω τα νέα κορίτσια που λαμποκοπά το δέρμα τους, αλλά δεν νιώθω ζήλεια. Πιστεύω ότι έχω μια καλή σχέση με το μέσα μου. Αλλωστε ήμουν πάντα εξοικειωμένη με μένα. Ηξερα ότι δεν είμαι ένα όμορφο κορίτσι αλλά ότι έχω μεγάλη γοητεία και προσωπικότητα. Σ' αυτά στηρίζομαι, μ' αυτά δουλεύω. Δεν μπορώ να μη θαυμάσω την εξωπραγματική ομορφιά της Μαρίας Ναυπλιώτου, αλλά αυτή είναι, δεν έχει άλλη. Ομως δεν θέλω το πρόσωπό μου να επηρεάζει το σώμα και το πνεύμα μου. Αν νοιώσω ότι αυτό είναι εναντίον μου, σαν την Γκρέτα Γκάρμπο θα βάλω μαύρα γυαλιά, θα αποσυρθώ. Θέλω όμως άλλη μια δεκαετία καλής δουλειάς».
Αρχίζει η «Σκοτεινή θάλασσα»
«Πρόκειται για μια σειρά νουάρ: Εξελίσσεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, με κόντρα ανάμεσα σε μια πλούσια και μια φτωχή οικογένεια, που κάποτε ήταν φίλοι. Εγώ ανήκω στους πλούσιους. Ο μεγάλος γιος (σ.σ. Γιώργος Παπαγεωργίου) της πλούσιας οικογένειας (έχει τρία αγόρια) τα είχε με την κόρη της φτωχής –το κορίτσι εξαφανίστηκε. Ετσι ξεκινάει η σειρά. Κατηγορούν τον γιο ότι την έχει σκοτώσει κι εκείνος δεν θυμάται. Πτώμα δεν βρέθηκε. Είχε κι ένα black out. Σιγά σιγά ανακαλύπτουμε ότι έχει μια ψυχική διαταραχή, έναν διπολισμό, παίρνει χάπια.
Από την άλλη, η Ταμίλα (σ.σ. Κουλίεβα), ρωσίδα παντρεμένη με τον Γιάννη Τσορτέκη, έχει κι αυτή τρία παιδιά, ανάμεσά τους η κόρη που έχει χαθεί. Αποδεικνύεται ότι δεν είναι κόρη του άντρα της, αλλά ότι ήρθε έγκυος από την Ρωσία.
Σύζυγός μου είναι ο Αρης Λεμπεσόπουλος –όλη μας η σχέση στην σειρά είναι φλας-μπακ γιατί η σειρά αρχίζει με τον θάνατο του, την κηδεία του. Κι έτσι έρχεται ο γιος από την Γαλλία που τον είχαμε φυγαδεύσει. Με αυτή την αφορμή βγαίνουν στην φόρα μυστικά των οικογενειών, της κωμόπολης, διαφθορά στην πολιτική και στα γύρω-γύρω, στο εργοστάσιο και το εργαστήριο που έχουμε και παράγει-πακετάρει θαλασσινά. Κάνουμε και διάφορα άλλα, όπως ένα εμβόλιο που θυμίζει τωρινές καταστάσεις. Τη σειρά διακατέχει αυτή η αγωνία του τι έχει συμβεί, γιατί κάθε φορά τα φώτα στρέφονται αλλού –είναι όλοι αθώοι και ένοχοι. Δεν ξέρω τι γίνεται στο φινάλε, δεν μας έχουν δώσει τα τελευταία επεισόδια για να παίζουμε με έναν τρόπο που να μην προδίδει ότι ξέρουμε.
Μ' άρεσε το σενάριο αλλά κυρίως μ' άρεσε ότι σκηνοθετεί ο Γρηγόρης Καραντινάκης, ένας άνθρωπος που γνωρίζω και εκτιμώ. Είναι ο πιο ευγενής άνθρωπος που έχω γνωρίσει μετά τον Παντελή Βούλγαρη. Με τον Βούλγαρη είμαστε πάντα πολύ φίλοι.
Του χρόνου θα είμαι σε μια μίνι σειρά του Βασίλη Κεκάτου στο Mega, το “Milky Way” –για την οποία έχω υπογράψει σύμφωνο εχεμύθειας».
«Σκοτεινή θάλασσα», κάθε Δευτέρα & Τρίτη (22.30), στο Mega