Πυγμαλίων Δαδακαρίδης: «Με βλέπω εραστή των πραγμάτων κι όχι σύζυγο»
Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης έχει δύο πατρίδες, δύο οικογένειες, δύο γλώσσες και μια μεγάλη αγάπη, το θέατρο. Εκεί ανήκει και κάθε μέρα το επιβεβαιώνει –κι εμείς μαζί του. Γεννήθηκε στην Αγγλία. Ζει στο Νέο Ψυχικό. Οδηγεί μηχανή.
«Γεννήθηκα στο Μπόλτον, στο Μάντσεστερ. Είναι η πατρίδα της μητέρας μου, εκεί ζει. Με τον πατέρα μου χώρισαν όταν ήμουν τεσσάρων. Γνωρίστηκαν όταν εκείνος σπούδαζε στην Αγγλία. Η οικογένεια στήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου έκανε διάφορες δουλειές -τελικά ασχολήθηκε με το εμπόριο ωρολογοποιΐας και χρυσού. Τριγυρνούσε την Ελλάδα και δειγμάτιζε. Οταν μεγάλωσα λίγο πήγαινα μαζί του –δύσκολη δουλειά, βαριές οι βαλίτσες. Οι γονείς μου, όταν κατάλαβαν ότι ήταν καλύτερα, χώρισαν. Ακόμα και σήμερα μοιράζονται αγάπη, σεβασμό, επικοινωνούν.
Ολο αυτό εγώ το βίωσα αντιδραστικά. Γιατί έβλεπα την μάνα μου τρεις φορές τον χρόνο, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι. Ήταν μια ωραία περιπέτεια να ταξιδεύω σαν ασυνόδευτο παιδί, αλλά ψυχολογικά μου ήταν δύσκολο κάθε φορά να αλλάζω κόσμους. Ίσως βοήθησε κι αυτό μετέπειτα στην υποκριτική, αυτή η αναγκαστική προσαρμογή σε ένα περιβάλλον, με άλλη γλώσσα, άλλη νοοτροπία. Σαν παιχνίδι. Συναισθηματικά όμως ήταν δύσκολο –όταν πήγαινα εκεί μου έλειπε ο πατέρας μου όταν ήμουν εδώ, η μητέρα μου».
«Οι γονείς μου ξαναπαντρεύτηκαν. Έχω έναν αδελφό εδώ και δύο αδέλφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στην Αγγλία. Από την αδελφή μου έχω και δύο ανιψάκια… Εκεί που ζει η μητέρα μου αισθάνομαι ότι είναι πατρίδα μου, αλλά επί της ουσίας όλες μου οι εμπειρίες είναι από την Ελλάδα –είμαι παιδί του ήλιου και της θάλασσας, αγαπώ την χώρα μου. Νομίζω ότι την Αγγλία την ξέρω σαν Έλληνας, όχι σαν Άγγλος. Είμαι δίγλωσσος. Παίζοντας σε δύο κόσμους σε εξελίσσει σαν άνθρωπο.
Στην Αθήνα πέρασα αρκετό καιρό με την γιαγιά μου. Μέναμε στην Πλατεία Κολιάτσου. Ήταν μια μαγική κυρία. Βοήθαγε όλον τον κόσμο, με πολλή αγάπη, δοτική, πρόσφερε χρήματα, φαγητό. Πάντα μαγείρευε για πολύ κόσμο κι εγώ κάθε μεσημέρι, πριν φάω έπρεπε να πηγαίνω φαγητό σε γείτονες στην πολυκατοικία –το χειρότερό μου ήταν οι σούπες, το καλύτερο τα στέρεα, όταν έβλεπα τυρόπιτα χαιρόμουν… Η γιαγιά μου αγαπούσε πολύ το θέατρο. Ήταν μια τελετουργία, όταν πηγαίναμε: Να είμαι καθαρός, περιποιημένος, μαλλί χωρίστρα, καλά ρούχα, παπούτσια από τον Μούγερ… Γιια μένα ήταν μια διέξοδος. Ο πατέρας μου ήταν του σινεμά».
Για μένα δεν υπάρχει εύκολος δρόμος, όχι γιατί δεν μ΄αρέσει αλλά γιατί δεν αφήνει αποτύπωμα
«Εμαθα να φτιάχνω ιστορίες με το μυαλό μου. Δεν θα ξεχάσω όταν είδα τον “Αστραπόγιαννο”: Ακόμα θυμάμαι τον Κούρκουλο και την ανημπόρια του να ανέβει το βουνό –σκεφτόμουν τον πατέρα μου που ήταν χωρισμένος. Όταν είδα τον “ΕΤ” τον εξωγήινο, στην αρχή τρομοκρατήθηκα γιατί εξωγήινος ένοιωθα κι εγώ στην Αγγλία. Το ίδιο και με τα ελληνικά τραγούδια που άκουγε η γιαγιά μου στο ραδιόφωνο –υπήρχε ένας καημός κι ίσως γι΄αυτό μετά η σύνδεση με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Κι εκεί έφτιαχνα ιστορίες. Παντού ιστορίες. Όταν ο πατέρας μου τραγουδούσε το “Γιε μου” του Κόκοτα, έπρεπε να κλαίμε, σαν να ήταν το τραγούδι του αποχαιρετισμού μας, όταν έφευγα στην Αγγλία».
«Σχολείο πήγα σε ιδιωτικά αλλά όταν μετακομίσαμε στην Ραφήνα, σε δημόσιο. Πηγαινοερχόμουν με το ποδήλατο. Εκεί άρχισα να μπλέκω με τις θεατρικές ομάδες. Κάποια στιγμή ήρθε ένας μαθηματικός, ο Νίκος Γκόβας –σπουδαία μορφή στον εκπαιδευτικό χώρο, μακρυμάλλης, περίεργος τύπος. Έφτιαξε μια θεατρική ομάδα. Παράλληλα φτιάχτηκε άλλη μία, της Τασούλας Δημοπούλου «Τα παιδιά του βουνού» -υπάρχει ακόμα. Κι άρχισε η ενασχόληση με βαθύτερα κείμενα και με ανθρώπους που το πρωί ήταν οι καθηγητές μου και το βράδυ φίλοι στις πρόβες».
Δεν κάνω φασαρία γύρω από το όνομά μου κι ας είμαι πολύ φασιαριόζος εκτός δουλειάς
«Μετά το σχολείο σκεφτόμουν τι δουλειά θα κάνω, πως θα βγάλω λεφτά. Αποφάσισα να πάω στην Αγγλία, να σπουδάσω computing and business. Εκεί, είχα την άλλη γιαγιά, άλλη μια λατρεία, την Τζίνι. Θεατρόφιλη κι εκείνη. “Αφού είσαι δυστυχισμένος μ΄αυτό που σπουδάζεις μου έλεγε, γιατί δεν πας στο θέατρο;”. Μια μέρα, ήταν μετά τα Χριστούγεννα, μου ανέφερε μια οντισιόν στο Octagon Theatre του Μάντσεστερ. Ο σκηνοθέτης έψαχνε έναν πιτσιρίκο για τον ρόλο του Πρίγκιπα στον “Εδουάρδο Β΄” του Φίλιπ Μάρλοου. Σκεφτόμουν ότι θα χρειάζεται ατζέντης, ότι θα έχουν στείλει οι σχολές φοιτητές.
Ημουν σχεδόν 19. Πήγα, έτσι, χωρίς βιογραφικό, χωρίς συστάσεις. Όταν με ρώτησαν ποιος με έστειλε και απάντησα “η γιαγιά μου” άρχισαν όλοι να γελάνε… Στις πρώτες οντισιόν ήμασταν γύρω στους 500. Περνούσε ένας κύριος και αν σου χτύπαγε την πλάτη σήμαινε ότι πέρασες, μια οπτική η επιλογή. Μετά κάναμε σωματικές ασκήσεις και σε τρίτη φάση, ομιλία, κείμενο. Δύο μέρες μετά μου τηλεφώνησε ο σκηνοθέτης -στο σπίτι χαρές και πανηγύρια. Και συνειδητοποιώ ότι κάτι έκανα, ως τότε, λάθος… Πως όταν είναι κάποιος δίπλα σου και σου λέει σ΄αγαπώ κι εσύ δεν τον υπολογίζεις και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι αυτό που έψαχνες, το΄χεις; Στο Μάντσεστερ έπαιξα 28 παραστάσεις, μαγική εμπειρία. Ήμουν τυχερός».
«Γύρισα πίσω και είπα στον πατέρα μου ότι θα γίνω ηθοποιός –“εντάξει” μου είπε. Κοντά στο σπίτι μας έμενε ο Κώστας ο Κουτσομύτης, πήγα και τον βρήκα. Με έστειλε στο Θεμέλιο, του Νίκου Βασταρδή και της Ζωζώς Ζάρπα, υπέροχοι άνθρωποι. Από εκεί ξεκίνησε το ταξίδι, απλό και δύσκολο μαζί.
Για μένα δεν υπάρχει εύκολος δρόμος, όχι γιατί δεν μ΄αρέσει αλλά γιατί δεν αφήνει αποτύπωμα, δεν δημιουργεί μια εμπειρία ιστορική να΄χεις να θυμάσαι… Όπως θυμάσαι πως κολύμπησες, πως έκανες ποδήλατο, το πρώτο σου φιλί. Έχουν μια ευθύνη και μια δυσκολία αλλά είναι σημαντικά για σένα, γιατί ήταν η βάση, η αφετηρία.
«Στην σχολή ήρθε ο Αντώνης Τέμπος –ένας μαγικός, γλυκός κύριος, που μου μίλησε για ένα καθημερινό στο Mega, το “Μια θέση στον ήλιο”. Την ίδια χρονιά έρχεται συνειδητά στο Θεμέλιο, για να τελειώσει το τρίτο έτος, φεύγοντας από το Τέχνης, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Γινόμαστε οι καλύτεροι φίλοι, μετά γίναμε και συγκάτοικοι. Την επομένη χρονιά ο Οδυσσέας πρωταγωνιστεί στο Εθνικό, μου λέει να πάω –έψαχναν μικρούς ρόλους. Μετά την Σχολή βρέθηκα λοιπόν με σειρά και παράσταση. Έναν χρόνο μετά διέκοψα για τον στρατό. Επιστρέφοντας δεν είχε μείνει τίποτα. Έπρεπε να ξανασυστηθώ. Στον στρατό μπήκα 120 κιλά και βγήκα 70».
Από εκεί και πέρα, το ένα έφερε τ΄άλλο. Είχε πια αρχίσει η εμπλοκή μου. Ήξερα ότι χρειάζεται να πηγαίνεις εκεί που σε πάει η ψυχή σου. Κι ας είναι δύσκολα τα πράγματα. Κάποια στιγμή είναι να κάνω μια παράσταση. Ακυρώνεται. Ήταν η βασική μου εργασία. Έμενα τότε σε ένα υπογειάκι στον Λυκαβηττό. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν είχα τίποτα. Με θυμάμαι να κρατάω ένα πορτοκάλι στα χέρια και να κάθομαι σε κάτι σκαλάκια. Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι μου. Αναρωτιόμουν. Άνοιξα το πορτοκάλι και το΄φαγα. Σκέφτηκα ότι όσο μπορώ να τρώω το πορτοκάλι, θα αντέξω, θα προσπαθήσω, το πολύ πολύ να μην τα καταφέρω. Μετά, άρχισε, σιγά-σιγά, να συμβαίνει ό,τι είχα σκεφτεί. Ήθελα να παίξω με τους Άγαμους Θύτες. Έρχεται μια μέρα ο Διαγόρας Χρονόπουλος και μου λέει ότι θα κάνει τον “Αστυνόμο Μπέκα” κι ότι με θέλει. Μετά ο Ιεροκλής με φώναξε να παίξω στους Αγαμους…».
«Δεν ξέρω αν πίστευα στον εαυτό μου. Πίστευα ότι αυτό που κάνω δεν το κάνω μόνο για εμένα, για το εγώ μου –αν και έχει μέσα κομμάτι ματαιοδοξίας, εγωισμού που θέλει να επιβεβαιωθεί, αλλά ότι μου αξίζει να το κάνω. Όχι γιατί είμαι ηθοποιάρα, αλλά γιατί ξέρω που ανήκω και θα είμαι ωφέλιμος. Ξέρω ότι το συναίσθημά μου δεν έχει να κάνει με κάτι ψωνίστικο…»
«Ναι, είμαι πολύ διακριτικός, ήσυχος, δεν κάνω φασαρία γύρω από το όνομά μου κι ας είμαι πολύ φασιαριόζος εκτός δουλειάς. Πάντα σκέφτομαι την ανάγκη μου να ανήκω κάπου. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι εκμεταλλεύομαι τον εαυτό μου, τον ξεφτιλίζω. Γι΄αυτό και πολλές φορές, βάζω πλάτη σε μανούρες. Η ζωή είναι τόσο απλή. Για να μπορώ να συγχωρώ τα δικά μου λάθη όμως, πρέπει να συγχωρέσω και το δικό σου.
Πού πας με αυτό το όνομα, μου είχε πει ο Κώστας Κουτσομύτης. Πυγμαλίων. Το πήρα από τον παππού μου, ήταν γιατρός. Έτσι όπως διαδραματίζεται η ζωή μου είναι σχεδόν ειρωνικό το όνομά μου».
«Η φιλία είναι πολύ σημαντική αξία για μένα. Θαυμάζω, σαν παιδί, τους καλλιτέχνες, και χαίρομαι όταν βλέπω ωραίους ηθοποιούς, ωραίους σκηνοθέτες… Με στεναχωρεί που σήμερα δεν τους αγαπάμε, δεν υπάρχει μια κρατική μέριμνα. Σου λέει ο άλλος δεν έχει να φάει… Πλήρωσέ τον. Πενήντα χρόνια πάλευε σε μια σκηνή να σε διασκεδάσει. Τους αξίζει ένα ευχαριστώ. Κάπως έτσι δημιουργείται η αλληλεγγύη –δεν χρειάζεται μια πανδημία.
Η δικαίωσή μου είναι αυτό που μου είχε πει ο δάσκαλός μου ο Νίκος Βασταρδής. Αν ξυπνάς και κοιμάσαι το βράδυ με την ίδια θετική σκέψη για το θέατρο, είσαι καλά, αν η σκέψη είναι για την πάρτη σου, βρες άλλη δουλειά. Είμαι χαρούμενος, κάνω αυτό που αγαπάω».
«Ήρθε και με βρήκε η “Ευτυχία”. Νωρίτερα το “Έτερος εγώ”. Ο,τι πετύχαμε, το πετύχαμε όλοι μαζί. Όπως στην συμφωνική ορχήστρα: Πρέπει να καταλάβεις νωρίς ποιο όργανο είσαι. Μην νομίζεις ότι είσαι το βιολί αλλά τελικά είσαι το μπάσο. Πρέπει να μάθεις να ακούς κι ό,τι βγαίνει από το εγώ, να το καταλαγιάζεις.
Οι δύο ήρωες, στο “Ετερος εγώ” και στην “Ευτυχία” αγαπάνε σαν παιδιά –όχι σαν άντρες. Ένα παιδί είναι απόλυτα εκτεθειμένο όταν αγαπάει. Με αυτή την σκέψη πορεύτηκα. Έλεγα για τον Παπαγιαννόπουλο, “κοίτα να δεις πως αγαπάει”». Είναι πιο σημαντικό να δούμε μαζί ένα ηλιοβασίλεμα ή να μοιραστούμε ένα φαγητό από το κάτσουμε και να διακωμωδήσουμε μαζί το δράμα ενός ανθρώπου γιατί δεν αντέχουμε το δικό μας».
Το σ΄αγαπώ αλλιώς το λες στα 20 αλλιώς στα 40 ή τα 60
«Είμαι πολύ συναισθηματικός άνθρωπος, τέρμα ροζ, τέρμα ρομαντικός. Ναι, είμαι των μεγάλων ερώτων, αλλά τους φοβάμαι κιόλας, σκιάζομαι, γιατί χάνεις τα αυγά και τα πασχάλια. Χάνεις τον εαυτό σου. Ίσως το πιο μεγάλο μου λάθος είναι ο φόβος και γι΄αυτό σήμερα δεν έχω να περιγράψω μια δική μου ιστορία όπως, ας πούμε, έχει κάποιος με τον γιο του. Αλλά θα έρθει κι αυτό, γιατί έπρεπε να περάσω ό,τι πέρασα. Ναι, θα ήθελα σαν τρελός ένα παιδί. Έχω να παίξω ασύλληπτες παραστάσεις, αποκλειστικά για ένα άλλο πλάσμα τόσο αθώο –ξέρω και ποια έργα. Αν αργήσω και έρθει στην συνταξιοδότηση, δεν με χάλασε ο Μόργκαν Φρίμαν που έκανε παιδί στα 70 του…
Από την άλλη πιστεύω ότι πρέπει να κρατάς το παιδί μέσα σου. Εγώ, με το που φοράω το κράνος, δεν μπορείς να πιστέψεις τι λέω. Η μηχανή μου δίνει απόλυτη ελευθερία, όπως το ποδήλατο. Και με το κράνος, δεν φαίνεται ούτε ακούγεται τι λες. Έχω κάνει ατελείωτες πρόβες πάνω στην μηχανή, με το κράνος στο κεφάλι. Τα λέω όπως θέλω, ακόμα και με τους θεατές τσακώνομαι. Βγάζω όλους τους δαίμονες από μέσα μου».
«Στο μέλλον με βλέπω κοντά στη θάλασσα, εραστή των πραγμάτων και όχι σύζυγο -αυτό θέλω. Και με βλέπω σε ένα θέατρο, γιατί όσο μεγαλώνω περνάω καλύτερα, όλο αυτό αρχίζει και αποκτάει μια βαρύτητα. Ναι, ο ηθοποιός κερδίζει με τον χρόνο. Το σ΄αγαπώ αλλιώς το λες στα 20 αλλιώς στα 40 ή τα 60. Για να είσαι πρώτος στον αγώνα, πρέπει να το θες πάρα πολύ».
Ετερος εγώ, μέρος 2ο
«Οταν το 2012 τελείωσε η ταινία “Κοινός Παρονομαστής”, μου λέει ο Σωτήρης (σ.σ. Τσαφούλιας) ότι έχει γράψει ένα κείμενο. Περάσαμε δύο χρόνια διαβάζοντάς το. Αυτό που θέλαμε είναι να γουστάρουμε το παραμύθι, το σενάριο να πείθει. Θέλαμε έναν ήρωα που να μην έχει τίποτα, και που μέσα από αυτό ο κόσμος να ταξιδεύει, που να έχει μια πλευρά αδυναμίας και ατολμίας, ώστε να δίνει το δικαίωμα στον θεατή να επιλέξει. Κι επειδή βαθιά στο κεφάλι μας, οι περισσότεροι, είμαστε ρατσιστές, βάλαμε στον ήρωα κι ένα κομμάτι από το φάσμα του αυτισμού -ο ήρωας έχει asperger. Γιατί όλοι οι άνθρωποι μπορούν. Ανησυχούσαμε ποιοι θα έρθουν μαζί μας στην ταινία… Όλοι ήρθαν. Ακόμα κι ο Φρανσουά Κλυζέ».
Ο δεύτερος κύκλος της σειράς «Ετερος εγώ» θα προβληθεί την προσεχή τηλεοπτική σεζόν.