O Λεωνίδας Κακούρης φωτογραφίζεται για την Bovary

Λεωνίδας Κακούρης: «Εχω βιώσει άγρια πράγματα»

Ο Λεωνίδας Κακούρης δεν μοιάζει καθόλου στον Δούκα Σεβαστό από τις Άγριες Μέλισσες: Οικείος με θετική αύρα, ευγενής, χαμογελαστός. Γεννήθηκε στην Γερμανία -οι γονείς του μετανάστες από την Αιτωλοακαρνανία. Μεγάλωσε σε συγγενείς, κοντά στο Αγρίνιο. Σπούδασε στην Σχολή του Εθνικού. Μετά πήγε στην Πάτρα, στην Μάγια Λυμπεροπούλου. Είναι παντρεμένος. Έχει δύο παιδιά και έναν σκύλο.

«Δεν μεγάλωσα εύκολα. Ήμουν παιδί μεταναστών -οι γονείς μου δούλευαν σε εργοστάσιο στην Γερμανία- στην Γερμανία γεννήθηκα. Πολύ γρήγορα όμως, σε ηλικία δύο ετών γύρισα στο χωριό. Είμαι από το Αγρίνιο –ο πατέρας μου από το Καινούργιο και η μητέρα μου από την Αβόρανη. Έμενα σε συγγενείς, κι αυτό ήταν δύσκολο στην αρχή. Με τους γονείς και την αδελφή μου ενωθήκαμε πολύ αργότερα, όταν ήρθαμε όλοι στην Αθήνα, πήγαινα Πέμπτη δημοτικού. Η αδελφή μου πέθανε όταν εγώ ήμουν δεκατριών ετών –ήταν εννέα. Την είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο χωριό, την είχαν πάει στο νοσοκομείο εκεί, δεν είχε γίνει σωστή αντιμετώπιση…. Λίγο καιρό μετά άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα επιληψίας, σπασμούς, μέχρι που μπήκε στο Αγία Σοφία και δεν βγήκε ποτέ. Αργότερα σκοτώθηκε ο πατέρας μου σε τροχαίο.

Είναι αλήθεια ότι εγώ ήθελα τον Μιλτιάδη, που είναι ένας καλός άνθρωπος, για να κάνω έναν ρόλο κόντρα στον περσινό



Έχω βιώσει κι άλλα, άγρια, πράγματα. Η θεία μου, με την οποία είχα μείνει μαζί όταν ήμουν μικρός, πέθανε μετά από λίγο καιρό. Επίσης ήταν δύσκολα στο σχολείο, οι αλλαγές. Μόλις γινόμουν μέλος μιας μικρής κοινωνίας, έφευγα για αλλού. Κι αυτό γιατί κάθε χρόνο σχεδόν με κρατούσε και άλλη θεία που έμενε σε άλλο χωριό, για να μοιραστεί λίγο όλο αυτό.
Όταν γύρισαν πια οι γονείς και η αδελφή μου μείναμε στα Πατήσια. Εκεί τέλειωσα το σχολείο. Πρώτα ήταν ο χαμός της αδελφής μου. Στα δεκαπέντε μου χώρισαν οι γονείς μου. Στα 18 μου σκοτώνεται ο πατέρας μου. Την ημέρα που έμαθα ότι μπήκα στο Πανεπιστήμιο, πήγα να του το πω και πριν ανέβω στο σπίτι με έπιασε ο καφετζής από κάτω και μου το είπε…

Πάνε πια πολλά χρόνια από όλα αυτά. Με έναν τρόπο έχω μάθει να ζω. Είναι η δική μου ιστορία. Αν ακούσεις ιστορίες άλλων ανθρώπων καταλαβαίνεις ότι αυτά μπορεί να συμβούν σε όλους. Η ζωή, κάποιες φορές, είναι τόσο απρόβλεπτη και άνιση και άδικη, κι άλλες φορές τόσο μεγαλειώδης και απλόχερη, που τι να πεις… Προχωράς.

Βλέποντας τον Δούκα, κατάλαβα ότι έχω να δουλέψω έναν άνθρωπο που είναι το στερεότυπο μιας εποχής

Το θέατρο υπήρχε ερασιτεχνικά από το σχολείο. Στην πρώτη λυκείου είχαμε φτιάξει μια ομάδα και σατιρίζαμε τα του σχολείου, σαν επιθεωρήσεις, με τρομερή επιτυχία. Δίναμε παραστάσεις σε θέατρα –στο Σούπερ Σταρ, στο Όλγα. Κάπως έτσι μπήκε το μικρόβιο. Την ίδια χρονιά έδωσα και για το Πανεπιστήμιο και για το Εθνικό. Μπήκα και στα δύο. Το Πανεπιστήμιο το κράτησα ως το 2ο έτος. Είχα πάρει πια τις αποφάσεις μου.

Φωτογραφία: Bovary-Πάνος Μάλλιαρης

Οι δημιουργικές μου ώρες ήταν όταν κοιμόταν η οικογένεια. Τότε διάβαζα, άκουγα μουσική. Είμαι και δεν είμαι μοναχικός άνθρωπος. Εξαρτάται. Πάντως δεν είμαι σαν εκείνους που φοράνε πάντα την μάσκα του όλα πάνε μια χαρά.

Η πρώτη δουλειά μετά την σχολή ήταν στο Εθνικό. Ακολούθησε μια οντισιόν με την Μάγια Λυμπεροπούλου, η οποία με πήρε και έτσι κατέβηκα στην Πάτρα. Με την Μάγια στην Πάτρα έκανα μια δεύτερη σχολή, το Θέατρο Τέχνης μέσα από τα μάτια της. Τρομερή δουλειά. Θαύμαζα το μεγαλείο της Μάγιας, την γνώση, την ευρυμάθεια και την αφοσίωσή της. Δεν ήταν εύκολο –στο θέατρο γινόταν, εν μέρει Δούκας… Είχα την ευκαιρία να δοκιμαστώ, μικρός, σε ρόλους ρεπερτορίου, απαιτητικούς.



 Άγριες Μέλισσες

Είναι αλήθεια ότι εγώ ήθελα τον Μιλτιάδη, που είναι ένας καλός άνθρωπος, για να κάνω έναν ρόλο κόντρα στον περσινό. Αλλά μετά κάθισα και σκέφτηκα ότι δεν μπορείς να διαλέγεις ρόλους με βάση το καλόμετρο ή το κακόμετρο. Πέρυσι στην “Επιστροφή” ο Λευτέρης με είχε ζορίσει πολύ γιατί ως το 25ο-26ο επεισόδιο ήμουν ο απόλυτος φίλος, μπαμπάς και σύζυγος, που τον εμπιστεύονται οι πάντες, και μετά, ξαφνικά, αποκαλύπτεται ότι βρίσκομαι πίσω από όλα τα απίστευτα πράγματα που συνέβαιναν. Εκεί γνωριστήκαμε με την Μελίνα Τσαμπάνη –έκανε την διασκευή από την ξένη σειρά. Οπότε όταν έγραψε τις “Αγριες Μέλισσες” με σκέφτηκε για τον Δούκα.


Οι καλές πτυχές του Δούκα; Νομίζω ότι ο Δούκας παλεύει, έστω και τώρα, με τον εαυτό του

Βλέποντας τον Δούκα και διαβάζοντας τα πρώτα επεισόδια, κατάλαβα ότι έχω να δουλέψω έναν άνθρωπο που είναι το στερεότυπο μιας εποχής. Έχω μνήμες από ανθρώπους, ειδικά στην επαρχία, που ξεκίνησαν σιγά-σιγά ή είχαν κάποια κτήματα, έκαναν μια περιουσία και μετά έγιναν το απόλυτο πρόσωπο του μάτσο άντρα, του απόλυτου αφέντη που διαφεντεύει τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και τα παιδιά του. Γιατί; Γιατί κι εκείνος έτσι μεγάλωσε, με έναν αντίστοιχο πατέρα.

Έτσι κάνω κι εγώ με τον Κωνσταντή, τον μεγάλο μου γιο. Δεν τον παινεύω καθόλου, τον έχω πάντα μειωμένο, τον προσβάλλω… Εντελώς ασυνείδητα αναπαράγω το ίδιο μοντέλο, σαν ένας κύκλος που επαναλαμβάνεται. Εφόσον το έκανε ο πατέρας μου σε μένα κι εγώ έγινα αυτό που έγινα, θα τον ζορίσω και θα τον κάνω να γίνει ένας δυνατός άντρας –αυτό είναι το άλλοθι του Δούκα.

 Φωτογραφία: Bovary-Πάνος Μάλλιαρης

Στην αρχή, με έναν τέτοιο ρόλο, παραπατάς. Προχωράς σιγά-σιγά, συζητώντας με την σεναριογράφο, με τους σκηνοθέτες, με τους συναδέλφους. Με την Κατερίνα Διδασκάλου, πριν τα γυρίσματα, είχαμε συναντηθεί μερικές φορές για να βρούμε την σχέση μας, να καταλάβουμε τι συμβαίνει με αυτούς τους δύο. Επιπλέον για μένα μπούσουλας ήταν και είναι πάντα το θέατρο, οι ρόλοι που έχω δουλέψει, που δουλεύω τώρα.


Oι σπόροι που έχουν πέσει στο έδαφος της παιδικής μας ηλικίας είναι αυτοί που θα καθορίσουν και το φυτό που θα γίνουμε

Οι καλές πτυχές του Δούκα; Νομίζω ότι ο Δούκας παλεύει, έστω και τώρα, με τον εαυτό του. Δεν είναι ότι δεν γνωρίζει τι είναι αυτά που έχει κάνει. Απλώς έχει επιλέξει να κάνει ότι δεν τα βλέπει, να τα αγνοεί. Γυρίσαμε πρόσφατα μια σκηνή με τον Μιλτιάδη –Γιώργο Γάλλο, που μπαίνει στο γραφείο μου αφού έχει μάθει τι έχει συμβεί με την διαθήκη. Επέλεξα μια εντελώς αμυντική στάση, σαν μια αίσθηση αυτοτιμωρίας. Σαν να ήξερε δηλαδή ο Δούκας, ότι αυτό που γίνεται πρέπει να γίνει και τιμωρεί τον εαυτό του.

Είναι ένας άντρας πολύ ερωτευμένος με την γυναίκα του, η οποία παράλληλα τον έχει επηρεάσει σε πάρα πολλά. Θα αντέξει ο Δούκας; Μπορεί; Γιατί άνθρωποι που είναι τόσο άκαμπτοι σπάνε σε χίλια κομμάτια –όταν και αν σπάσουν βέβαια.
Ως πατέρας δεν έχω καμία σχέση με τον Δούκα. Ο Δούκας αγαπάει τα παιδιά του αλλά όταν ο εγωισμός του λερώνεται από κάποιες πράξεις των παιδιών του, εκεί το υπερεγώ του βγαίνει σαν δικαστής: Να κρίνει, να αποφασίσει, να βγάλει την ποινή και να την εκτελέσει. Για το καλό τους. Αυτός είναι ο τρόπος που τα έχει φτιάξει στο μυαλό του για να μπορεί να κοιμάται ήσυχα τα βράδια.



 Φωτογραφία: Bovary-Πάνος Μάλλιαρης

Προσπαθώ να κατανοήσω και να αγαπήσω τον Δούκα, τους λόγους που τον οδήγησαν να πάρει αυτή την στράτα, να γίνει αυτό το σκληρό, εγωιστικό, συγκεντρωτικό πλάσμα. Και δυστυχώς ή ευτυχώς, οι σπόροι που έχουν πέσει στο έδαφος της παιδικής μας ηλικίας είναι αυτοί που θα καθορίσουν και το φυτό που θα γίνουμε.
Δεν είχα καταλάβει την έκταση της δημοσιότητας που πήρε η σειρά. Σιγά-σιγά άρχισα να το αντιλαμβάνομαι όταν πήγαινα να πάρω καφέ και άκουγα “Α, ο Δούκας”. Περνούσα από τα διόδια, το ίδιο… Κάποια στιγμή, τα Χριστούγεννα, που κατέβηκα στο Σύνταγμα με πολύ κόσμο, κατάλαβα πόσο πολύ έχει γίνει θέμα στην κοινωνία.
Τα παιδιά μου φυσικά και το έχουν πάρει είδηση όλο αυτό, απλώς δεν το βλέπουν –προβάλλεται έντεκα παρά τέταρτο. Κι από την άλλη προτιμούν να παίξουν video games, κάτι που δεν επιτρέπεται μέσα στην εβδομάδα, αλλά μόνον τα σαββατοκύριακα. Ο Βαγγέλης, ο γιος μου, είναι εννέα και η κόρη μου, η Ηλιάνα, δεκατριών. Έρχονται βέβαια στο θέατρο και με βλέπουν.

Πώς συνδυάζεται ο πατέρας στο πρόγραμμά μου; Αν προσπαθήσεις, συνδυάζεται. Κάποια διαστήματα δεν υπάρχει καθόλου χρόνος, αλλά κάποια άλλα, και ελάχιστο κενό να έχω, θα περάσω από το σπίτι να τα πάρω μια αγκαλιά. Αυτό που φαίνεται λίγο είναι ουσιαστικό. Ένα Σάββατο απόγευμα, μετά την πρόβα, θα κάτσουμε μαζί ως το βράδυ που θα πάνε για ύπνο. Μου λείπουν κι εμένα –θέλει κι ο μπαμπάς να πάρει την τζούρα του.
Την Πρωτοχρονιά την πέρασα με την Λίνα, το σκυλάκι μου. Η οικογένεια ήταν στο χωριό, με συγγενείς, ξαδέλφια. Εγώ είχα δουλειά την δεύτερη μέρα οπότε δεν πήγα. Ήμουν τόσο κουρασμένος. Είχα την ανάγκη να απομονωθώ. Περάσαμε την αλλαγή του χρόνου με ανοιχτή ακρόαση με την γυναίκα μου και τα παιδιά. Η Αλίκη, η γυναίκα μου, παίζει βιόλα, είναι στην ορχήστρα της ΕΡΤ. Δουλεύει κι έχει πολύ βαρύ πρόγραμμα με τις δραστηριότητες των παιδιών, όλο έχει πέσει στις πλάτες της.

Άγριες Μέλισσες

Πριν από πολλά χρόνια, το ΄94, είχα μια σχέση με μια κοπέλα που ήταν Ρωσίδα χορεύτρια, την Τατιάνα. Ζούσε εδώ στην Ελλάδα με μια οικογένεια στο Θησείο, που την είχε φροντίσει πολύ. Ένα βράδυ, είμαι σ΄αυτό το σπίτι, και ξαφνικά βγαίνουν δύο κοπέλες από ένα αυτοκίνητο. Την είδα και κοκάλωσα –παλιές ιστορίες. Ήμασταν μαζί για τρία χρόνια. Εκείνη είχε ήδη ένα παιδάκι όταν γνωριστήκαμε, 4-5 ετών. Τον είχα σαν παιδί μου. Όταν χωρίσαμε, την παντρεύτηκα για να μπορέσει να πάρει την υπηκοότητα, να πάει ο μικρός στο σχολείο και να μείνουν στην Ελλάδα. Ο πατέρας του είναι Ρώσος μεγαλοδημοσιογράφος. Εκείνη ζει εδώ, έχει ξαναπαντρευτεί… Από τότε δεν έχουμε ιδωθεί.

Η σκηνή που σκοτώνω τον Γιάννο γύριζε στο μυαλό μου δύο-τρεις μέρες

Αισθάνομαι ότι οι “Αγριες Μέλισσες” θα συνεχίσουν και του χρόνου. Εμείς σαν ηθοποιοί θα θέλαμε να γίνουν τα επεισόδια από τέσσερα την εβδομάδα, τρία. Να έχουμε και δεύτερη και τρίτη λήψη. Να μην χρειάζεται να βγάλω σε μια μέρα δώδεκα, δέκα τρεις ή και δέκα τέσσερις σκηνές. Αν είναι μια σκηνή εξαιρετικά δύσκολη, μπορεί να αφιερώσεις λίγο χρόνο παραπάνω, όπως αυτές με τους μεγάλους εσωτερικούς σπαραγμούς. Όταν παίζεις με την ακινησία, με το βλέμμα, με το δάκρυ που δεν πρέπει να πέσει αλλά να συγκρατηθεί -η λεπτομέρεια της λεπτομέρειας…

Είμαστε τρομερά εκπαιδευμένοι οι Έλληνες ηθοποιοί, κι αν οι συνθήκες ήταν όπως στην Αγγλία, την Ισπανία ή την Αμερική, θα γίνονταν θαύματα.
Έχω κάνει Φώσκολο, έχω περάσει από την μεγάλη του σεναρίου σχολή, με τους ατελείωτους επιθετικούς προσδιορισμούς. Κι όμως μου έκανε καλό αυτό. Αν μπορέσεις να πεις ένα τέτοιο κείμενο… Το μυαλό του γεννοβολούσε. Συντηρούσε δύο καθημερινά σήριαλ.
Το μυστικό του Δούκα με το παιδί της αδελφής του δείχνει άλλη μια πτυχή του. Ποιο είναι αυτό το παιδί; Ζει πάντως και θα αποκαλυφθεί. Και δεν είναι ο Νικηφόρος, όπως κάποιοι σκέφτονται. Άλλος είναι.

 Κάτω Παρθενώνας

Ήταν πολύ δύσκολες οι στιγμές των πρώτων σκηνών –με τον Σέργιο και την δολοφονία του. Όχι τόσο αν θα είμαι εγώ καλός, όσο η όλη διαδικασία για να μπορέσεις να παίξεις την σκηνή –και τι πρέπει να ανασύρεις για να ξεγελάσεις τον ψυχισμό σου.
Η σκηνή που σκοτώνω τον Γιάννο γύριζε στο μυαλό μου δύο-τρεις μέρες. Πρότεινα στον σκηνοθέτη, τον Σταμάτη τον Γιατράκο, κάτι που χάρηκα γιατί το δέχτηκε και συνεργαστήκαμε πολύ ωραία. Δεν ήξερα πώς να την γυρίσω. Από την μια ήταν να τον αρπάξει κι από την άλλη ήταν αλλιώς… Μπόρεσα να πάρω την απόσταση έτσι ώστε να πέσουν πάνω τα παιδιά, και να βγει αυτή η ένταση και η λύσσα. Ο Δούκας δεν σκοτώνει, έχει τα χέρια του καθαρά, για τις χειραψίες. Δούκας; Εμβληματικό όνομα. Δούκας Σεβαστός, αξιοσέβαστος…».

Ο Λεωνίδας Κακούρης παίζει στον «Κάτω Παρθενώνα» του Μηνά Βιντιάδη, μαζί με τον Χρήστο Σαπουντζή. Σκηνοθεσία Βάνα Πεφάνη. Κάθε Δευτέρα & Τρίτη στο θεάτρο Αλμα
Ερμηνεύει τον μονόλογο «Ειρήνη» του Γιάννη Τσίρου στις «7 Αναζητήσεις», σε σκηνοθεσία Ηλέκτρας Ελληνικιώτη. Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ως 29/2/2020