Κατερίνα Διδασκάλου: Όταν κάνεις τίμια τις ερωτικές σκηνές, εξαγνίζονται
Η Κατερίνα Διδασκάλου είναι ευγνώμων για όλα εκείνα που της φέρνει η ζωή. Έχει τρία παιδιά, τρία εγγόνια. Ζει κάτω από την Ακρόπολη. Με την Μυρσίνη στις «Άγριες Μέλισσες» βρήκε έναν ρόλο με πολλές πτυχές: Μάνα, σύζυγος, ερωμένη, κακιά πεθερά, σκληρή, καπάτσα, ξιπασμένη και, πάνω απ΄όλα, βαθιά πονεμένη. Και το απολαμβάνει.
«Η Μυρσίνη είναι πέρα και πάνω από άλλη μια κακιά πεθερά. Είναι μια πολύ πονεμένη γυναίκα. Και από το παρελθόν της, όπως θα δούμε παρακάτω, κι ας είναι αριστοκράτισσα, και, κυρίως, γιατί χάνει το παιδί της, και μάλιστα με το που αρχίζει η σειρά. Αυτό είναι που αυτομάτως την βάζει κάτω από αυτή την φόρτιση και υπαγορεύει την συμπεριφορά και τα λόγια της. Κι εδώ θέλω για άλλη μια φορά να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην σεναριογράφο, την Μελίνα Τσαμπάνη, γιατί έπλασε έναν χαρακτήρα πολυεπίπεδο, καθώς και στην υπεύθυνη της σειράς την Ντίνα Κάσσου.
Είναι μια μητέρα πολύ κοντά στα παιδιά της, που αντιτάχθηκε στον γάμο του Σέργιου για τα χωράφια. Έχει αντιφάσεις, κοινωνικά κλισέ, είναι ξιπασμένη. Στο χωριό έχει έρθει από την Αθήνα. Είναι ερωτική μετανάστρια η Μυρσίνη. Αν έχω κάτι κοινό μαζί της είναι επιμονή της. Κι εκείνη ξέρει να περιμένει και να υπομένει».
«Το γεγονός ότι από το πρώτο επεισόδιο χάνει τον γιο της, πιστεύω ότι είναι ένα εξαιρετικό εύρημα, ένα σεναριακό επίτευγμα, ένα στοιχείο αρχαίας τραγωδίας. Η σειρά βάζει το κοινό να γνωρίζει τι έχει συμβεί χωρίς να το ξέρουν οι ήρωες. Κι επειδή η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, δημιούργησε μια πρώτη μεγάλη έκπληξη.
Η Μυρσίνη κουβαλάει τις ενοχές ότι αν είχε κρατήσει άλλη στάση, ίσως ο γιος της να ζούσε. Αλλά έχασε τον έλεγχο και τον έχασε μια και καλή, από το πρώτο επεισόδιο. Η ζωή της αναποδογύρισε. Από εκεί και πέρα κινείται με γνώμονα αυτό το γεγονός, και από εκεί πηγάζει η συμπεριφορά της απέναντι στην Ασημίνα –μαζί με την κοινωνική υπεροψία που την χαρακτηρίζει. Ακόμα και οι πιο επιθετικοί άνθρωποι, κρύβουν πολύ πόνο. Πολλά καινούργια πράγματα συμβαίνουν και θα συμβούν της Μυρσίνης. Όσο για το παρελθόν της μπορεί να είναι μια οικονομική καταστροφή του πατέρα της».
«Για τον συγκεκριμένο ρόλο με πήρε τηλέφωνο ο σκηνοθέτης, ο Λευτέρης Χαρίτος. Δεν γνωριζόμασταν, δεν είχαμε ξαναδουλέψει μαζί. Μου έστειλαν δέκα επεισόδια έτοιμα, ήδη από τον περασμένο Απρίλιο. Όταν άρχισα να διαβάζω, αμέσως κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Ένιωσα ότι θα ξεχωρίσει, ένιωσα την επιτυχία. Κι όταν έμαθα και τους υπόλοιπους συντελεστές –όχι μόνον τους ηθοποιούς, αλλά και τους τεχνικούς, όλους, βεβαιώθηκα».
«Στον δρόμο μού μιλάνε για την Μυρσίνη αλλά δεν με φωνάζουν με το όνομά της, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Ένας ίσιος χαρακτήρας δεν ενδιαφέρει κανέναν. Η Μόνικα Μπελούτσι έλεγε ότι για να κάνεις τον κακό πρέπει να είσαι πολύ καλός ηθοποιός και πολύ καλός άνθρωπος. Κι εγώ το κατάλαβα αυτό και απορώ με τον εαυτό μου.
Πηγαίνω με τόσο μεγάλη χαρά στα γυρίσματα, υπάρχει μεγάλη συμπάθεια ανάμεσά μας, χωρίς να λέω ότι δεν υπάρχουν και προβλήματα, αλίμονο. Ναι, βλέπω κι εγώ τις “Μέλισσες” για να αυτοδιορθώνομαι. Κάποιες στιγμές με συγκινούν. Δεν είναι μόνο τα γεγονότα ή η πλοκή, αλλά κυρίως η ατμόσφαιρα, το πώς παίζουν όλοι, η αισθητική, οι τεχνικοί, που κάνουν την σειρά ξεχωριστή».
Θα ήθελα να συνεχιστεί η σειρά αλλά να μην τραβηχτεί από τα μαλλιά
«Οι ερωτικές σκηνές είναι πολύ δύσκολες. Εκτίθεσαι, ψυχικά κυρίως, αλλά εγώ πιστεύω ότι όταν τις κάνεις με σοβαρότητα και επαγγελματισμό, όταν τις κάνεις τίμια, εξαγνίζονται. Ο έρωτας και ο θάνατος διέπουν την ζωή μας.
Τι είναι η απιστία; Πρώτα απ΄όλα δεν ανήκει κανείς σε κανέναν. Κυρίως είναι θέμα επιλογών, πώς θέλεις να ζήσεις. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Όταν είσαι με έναν σύντροφο καλό είναι να μην τον ρεζιλεύεις. Δεν χρειάζεται να είσαι συμβιβασμένος, αναγκαστικά, μέσα σε μια κατάσταση. Έχει να κάνει με την ζωή που θέλεις να ζήσεις. Είναι μεγάλη υπόθεση και μεγάλη τύχη να έχεις έναν σύντροφο που σε καλύπτει εφ όλης της ύλης.
Για την Μυρσίνη, η σχέση της με τον Κυπραίο είναι μια καταφυγή, το κάνει για να κρατηθεί στην ζωή. Νομίζω ότι η σχέση με τον άντρα της είναι πολύ γερή. Ένας φίλος, πατέρας που έχασε τον γιο του, έλεγε πόσο σωστό είναι σεναριακά να επιζητά τον έρωτα η Μυρσίνη μετά τον θάνατο του Σέργιου. Το έκανε και ο ίδιος. Είναι πολύ περίεργο το πώς δουλεύει το μέσα μας».
«Αν την δικαιολογώ; Κάθε ηρωίδα που κάνω οφείλω να την αγαπώ για να μπορέσω να της δώσω την έκταση και την διάσταση που διαθέτει και όχι κάτι μονοσήμαντο. Η Μυρσίνη δεν είναι απλώς μια σκληρή πεθερά, που φέρεται έτσι άσχημα στην Ασημίνα. Είναι πληγωμένη, ερωτική, αγαπάει τα παιδιά της ενώ συνεχώς κινείται στην ατμόσφαιρα η απουσία του Σέργιου. Δεν θα ησυχάσει αν δεν βρει την άκρη του νήματος».
Με την Ασημίνα, την Ελλη Τρίγγου έχουμε γίνει φίλες. Συνεννοούμαστε και υποκριτικά και αισθητικά. Για να κάνεις συγκρουσιακές σκηνές με κάποιον πρέπει να μπορείς να είσαι πολύ καλά μαζί του. Με την Έλλη αγαπιόμαστε. Μοιραζόμαστε την ανάγκη μας να γίνει αυτό που κάνουμε πιο ωραίο, πιο αληθινό, χωρίς να είναι φτιαχτό, παλιομοδίτικο, μελό. Είναι ευλογία αυτό σε μια δουλειά. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ελένη -Μαρία Κίτσου, συγγενεύουμε.
Η Μυρσίνη μας έχει συνηθίσει στις εκπλήξεις και τα σκαμπανεβάσματα και ακολουθούν πολλά ακόμα. Η συνέχεια της σειράς ακολουθεί την ροή που ακολουθεί και η ίδια ζωή. Δεν θέλω ούτε εγώ να μαθαίνω τις εξελίξεις γιατί μου αρέσει να εκπλήσσομαι, όπως και στην ζωή. Αλλάζουμε συμπεριφορά ανάλογα με αυτά που μας συμβαίνουν. Κι είναι υπέροχο να αφήνεται ο ηθοποιός στις εκπλήξεις, γιατί έτσι εκπλήσσει και το κοινό».
«Μια μάνα δεν αγαπάει διαφορετικά τα παιδιά της –το ίδιο τα αγαπάει, αλλά είναι διαφορετικός ο τρόπος, η σχέση, γιατί είναι άλλοι άνθρωποι. Άλλωστε είμαστε κι εμείς αλλιώς σε κάθε παιδί. Όταν στα εικοσιδύο μου έκανα παιδιά, μεγάλωσα μαζί με τις κόρες μου. Στα τριάντα πέντε που έκανα τον γιο μου, είναι διαφορετικό, έχεις μια άλλη ωριμότητα.
Στις “Μέλισσες”, τα παιδιά που παίζουν τα παιδιά μου είναι εξορισμού πολύ διαφορετικά, όπως και το σενάριο που έχουν στα χέρια τους. Κι αυτό με βοηθάει να διαφοροποιηθώ απέναντι σε κάθε τηλεοπτικό μου παιδί.
Δεν έχει δοθεί ακόμα τέλος στη σειρά. Υπάρχουν, φαντάζομαι, σκέψεις να συνεχίσει, αφού πάει τόσο καλά, αλλά δεν έχει ειπωθεί κάτι επίσημο. Η σειρά ξέρει να παίζει με ανατροπές. Βεβαίως και θα ήθελα να συνεχιστεί αλλά να μην τραβηχτεί από τα μαλλιά. Γιατί μόνο έτσι θα μας κρατάει κι εμάς και το κοινό».
«Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από την οικογένειά μου και τα παιδικά μου χρόνια. Είμαστε τέσσερα αδέλφια, δύο αγόρια, δύο κορίτσια. Ο πατέρας ήταν δικαστικός. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, αλλά λόγω της δουλειάς του πήγαμε και Μυτιλήνη και Καλαμάτα. Θυμάμαι, τα καλοκαίρια μας στην Κόρινθο, όπου είχαμε το εξοχικό μας, να μας πηγαίνει βόλτα ο μπαμπάς απέναντι στο βουνό και την μαμά να απλώνει ένα σεντόνι όταν ήταν έτοιμο το φαγητό για να γυρίσουμε πίσω, να φάμε.
Την μάνα μας νομίζω ότι την εκτιμήσαμε λίγο αργότερα. Ο πατέρας μας ήταν πιο λαμπερός άνθρωπος. Εκείνη ήταν μια σιωπηλή σοφή γυναίκα. Από εκείνη μου έχουν μείνει πολλά, όπως η φράση που γράψαμε πάνω στον τάφο της “Σας εύχομαι να έχετε τόσο ενδιαφέρουσα ζωή ώστε να μην ασχολείστε με τις ζωές των άλλων, εκτός αν είναι να βοηθήσετε”. Αυτά είναι πολύ ακριβά πράγματα για εμάς».
«Μεγάλωσα στην «παραλία» των Αμπελοκήπων, στην συμβολή των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αλεξάνδρας. Πηγαίναμε σχολείο με τα πόδια, στο Μαράσλειο. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Ήμουν και το παιδί που του έδιναν τα μεγαλύτερα ποιήματα γιατί τα έλεγα δυνατά, δεν ντρεπόμουν, δεν σταματούσα στην μέση.
Ήξερα ότι η ζωή μου θα είναι το θέατρο ήδη από τα δεκατέσσερα, κι ας μην το είχα εκφράσει καθαρά. Θυμάμαι τότε, ήμασταν στην Καλαμάτα, συμμετείχα σε μια παράσταση, στην “Φαλακρή Τραγουδίστρια” του Ιονέσκο, και έπαιζα την Μαίρη. Με κάποιο τυχερό, μαγικό τρόπο ήξερα ότι αυτός ήταν ο δρόμος μου. Το σπίτι μου δεν αντέδρασε σ΄αυτή μου την απόφαση. Η μάνα μου λίγο είπε “δεν είναι κρίμα να πάνε τζάμπα τέτοιοι βαθμοί”. O πατέρας μου ήταν έτοιμος, το ήξερε…»
«Πήγα στην Δραματική του Εθνικού και παράλληλα μπήκα στην Φιλοσοφική Σχολή. Μετά το Εθνικό, αν και αριστούχος, επεδίωξα να πάρω υποτροφία από το ίδρυμα Ωνάση και να φύγω. Δεν ήθελα να μείνω και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Πήγα στην Αμερική, στην Νέα Υόρκη κι είχα την τύχη να μπω στην τάξη του Ούτα Χάγκεν… Με άνοιξε αισθητικά η Νέα Υόρκη, είδα καινούργια πράγματα, απέκτησα εμπειρίες.
Ναι, φυσικά, ο Ερίκ Ρομέρ ήταν ένα ορόσημο για μένα και για την πορεία μου (σ.σ. πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη «Τριπλός πράκτορας», 2004). Αλλά νιώθω ευγνώμων και τυχερή γιατί μεγαλώνοντας κάνω πάλι πολύ ωραία πράγματα. Εκτός από τις “Μέλισσες” έκανα πέρυσι και το “Έτερος εγώ”, το οποίο και θα συνεχίσει με νέο κύκλο οκτώ επεισοδίων».
«Τον πρώτο μου άντρα, τον μπαμπά των κοριτσιών μου, τον γνώρισα στην Νέα Υόρκη όταν σπούδαζα –εκεί γεννήθηκαν οι δύο μου κόρες. Ήταν Έλληνας διπλωμάτης. Και πολύ σημαντικός ποιητής, ο Γιώργος Βέης. Ένιωθα μια άνεση, μια ασφάλεια κι έτσι ήταν πιο εύκολο να αποφασίσω να κάνω τόσο νέα παιδιά. Οι συγκυρίες βοήθησαν.
Εμένα την ζωή μου πιο πολύ το θέατρο την οδηγούσε παρά οι έρωτες. Στην Νέα Υόρκη έζησα σχεδόν μια δεκαετία και της οφείλω ότι άρχισα να παίζω στην αγγλική αλλά και στην γαλλική γλώσσα -τα γαλλικά δεν έφυγαν ποτέ από μέσα μου.
Αν είμαι μοιραία; Δεν θέλω να κάνω την μετριόφρονα, γιατί δεν είμαι –ταπεινόφρων, ναι, αλλά δεν το κατάλαβα ποτέ αυτό. Πάντα νιώθω ότι μιλάω από καρδιάς. Αλλά επειδή πήρα από πολύ νωρίς την ζωή στα χέρια μου, αισθάνομαι ότι είμαι και ο άντρας του εαυτού μου. Νομίζω ότι έχω πολύ δρόμο μπροστά μου. Κι έχω την αίσθηση ότι τώρα αρχίζω».
«Η πόρνη από πάνω» στο θέατρο
«Η Ερατώ είναι για μένα ένας κόντρα ρόλος. Μια κακοποιημένη γυναίκα που έχει μάθει να τα υπομένει όλα. Μέχρι που στο επάνω διαμέρισμα μετακομίζει μια πόρνη κι αυτό της αλλάζει την ζωή. Την αγαπώ πολύ, όπως και ο κόσμος. Γιατί για την διάρκεια μιας παράστασης ευθύνεται το κοινό και στην “Πόρνη” επιστρέφω για ένατη σεζόν. Στην δική μας την δουλειά δεν έχει νόημα να υπάρχεις χωρίς ανταπόκριση, χωρίς κοινό. Η αποδοχή είναι μια μεγάλη ευχαρίστηση. Αλλά επιτυχία είναι και πόσο ήσυχος είσαι μέσα σου».
Η Κατερίνα Διδασκάλου ερμηνεύει τον μονόλογο «Η πόρνη από πάνω» του Αντώνη Τσιπιανίτη κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο Coronet. Παίζει στην καθημερινή σειρά του Αντέννα «Αγριες Μέλισσες». Τον Ιανουάριο θα παίζει στις «7 Αναζητήσεις» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά