Άγγελος Παπαδημητρίου: «Στην τέχνη είχα πάντα μια σκανδαλώδη εύνοια»
Ο σπουδαίος εικαστικός και ηθοποιός Άγγελος Παπαδημητρίου με προσκαλεί να τον ακολουθήσω σε έναν περίπατο στις πιο σημαντικές διαδρομές στην καλλιτεχνική του πορεία. Και μιλάει για τη συνεργασία του με τον Πάνο Κούτρα, στη νέα ταινία του «Dodo».
Κάθε φορά που βλέπω τον Άγγελο Παπαδημητρίου, νιώθω ότι ίπταται, σαν να είναι μερικούς πόντους πάνω από το έδαφος. Έχει ένα δικό του φως και μου μεταδίδει μια χαρά και έναν ενθουσιασμό για τη ζωή, που θα ζήλευαν και οι έφηβοι. Με βλέπει και μου λέει ότι, επειδή με αγαπά, θα μου χαρίσει έναν αποκλειστικό περίπατο στις πιο σημαντικές στιγμές στην τέχνη του.
«Έτοιμη» του λέω και νιώθω να τον ακολουθώ σαν πεταλούδα -από το ένα λουλούδι στο άλλο.
«Στην τέχνη, όποιο δρόμο και αν έπαιρνα με οδηγούσε στην επιτυχία» μου λέει με ειλικρίνεια. «Ξεκίνησα σαν εικαστικός, μπήκα στην τέχνη σχεδόν παίζοντας και αμέσως άνοιξε ένας δρόμος που με πήγε μέχρι την Μπιενάλε της Βενετίας -δεν υπάρχει πιο πέρα στις "καριέρες". Δηλαδή, από την αρχή έφτανα με ευκολία στο ψηλότερο σημείο "καταξίωσής". Δεν κάθισα, όμως, ποτέ στις δάφνες μου, να πω "τα κατάφερα". Μόλις έκανα "επιτυχία" δεν σήμαινε για μένα κάτι. Έμπαινα πάλι στο παιχνίδι με νέα επιθυμία και όρεξη. Δεν είναι τυχαίο που ξεκίνησα στο θέατρο στα 40 μου, από το μηδέν».
«Δηλαδή, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχες σκεφτεί να ασχοληθείς με την υποκριτική;» τον ρωτάω. «Πάντα ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο, άλλα ήθελα να πάω με τους δικούς μου όρους. Και έτσι και έγινε. Σαν να περίμενα την κατάλληλη στιγμή για να δράσω».
Από που ξεκινάει Άγγελε ο περίπατος;
Στη διαδρομή μου βρήκα σπάνιους ανθρώπους, που μου άνοιγαν δρόμο. Η πρώτη καθοριστική συνάντηση, η πρώτη νεράιδα της ζωής μου, ήταν η δασκάλα μου η κυρία Λουίζα Μπασδέλη στο Δημοτικό. Ήταν σαν να μου παραχώρησε τα πάντα, σαν να με έσπρωξε σε όλες τις τέχνες. Έπαιζα, τραγουδούσα, ζωγράφιζα. Εκείνη, πρώτη από όλους, είδε κάτι σε μένα. Σαν να έκανε ένα προσχέδιο για το τι θα ακολουθήσει και εγώ να το εκτέλεσα πιστά. Ήταν και όμορφη, έμοιαζε στην Άβα Γκάρντνερ. Πάντα τη θυμάμαι. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραλείψω τη συνάντησή μου με τον Δανιήλ Γουναρίδη και την Υβόννη Συρμοπούλου στα γυμνασιακά χρόνια. Ήταν σαν να μου μετάγγισαν μια επιθυμία για κάτι μεγαλύτερο από ό,τι ήξερα μέχρι τότε.
Η πρώτη ουσιαστική επαφή σου με την τέχνη ποια ήταν;
Στον στρατό. Εκείνα τα χρόνια, ο στρατός ήταν τριάντα μήνες. Δεν ήθελα να έχω ευνοϊκή μεταχείριση, έτσι πήγα στη Σάμο και και εκεί γνώρισα την κεραμική, στο εργαστήριο του λαϊκού κεραμίστα Κοντορούδα. Τι παράδοξο να μαθαίνεις κεραμική στο στρατό! Αλλά, επειδή είχα χρόνο, άρχισα να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια. Τότε, ανακάλυψα το ταλέντο μου να φτιάχνω γλυπτά. Ό,τι επιλογή έκανα, ακόμα και αυτές που φαίνονταν παράξενες, διαπιστώνω εκ των υστέρων ότι ήταν υπέρ της τέχνης μου.
Υπήρχει πιστεύεις μια μοίρα που σε οδηγούσε;
Ποιος ξέρει; Ήταν, όμως, μια αποκάλυψη η κεραμική. Με γοήτευσαν οι φούρνοι, το χώμα που γινόταν γυαλί και η φλόγα. Η αρχαία τεχνική. Είπα, αυτό είναι το υλικό μου. Βρήκα, δηλαδή, αυτό που έψαχνα. Μεγάλο πράγμα να βρεις το μέσο για να εκφραστείς. Τελειώνοντας το στρατό, είδε τα έργα μου η Ελένη Βακαλό, η δεύτερη νεράιδα της ζωής μου και καθοριστική, και ξετρελάθηκε. Μου είπε "Αυτά γίνονται τώρα στην Αμερική. Από που τα εμπνεύστηκες; Που τα είδες;". Όμως, ούτε είχα ταξιδέψει, ούτε τα είχα δει αλλού. Και αυτό, γιατί ποτέ δεν κοίταξα έξω από τον εαυτό μου, μόνο μέσα. Η έμπνευσή μου ήταν πάντα από μέσα.
Δεν ζήλεψες ποτέ άλλον καλλιτέχνη; Άλλη ζωή;
Να ζηλέψω; Ποτέ. Γεννήθηκα μέσα στην ομορφιά και την κοινωνική αποδοχή. Όταν τα χορτάσεις αυτά από παιδί, μετά είσαι γεμάτος. Ποτέ δεν ζήτησα κάτι άλλο ή δεν θέλησα να ζήσω τη ζωή κάποιου άλλου. Ό,τι έχω, αυτό μου αρέσει. Πάντα ένιωθα επάρκεια και ευγνωμοσύνη για ό,τι είχα.
Τι θα έλεγες σήμερα στον νεαρό εαυτό σου;
Τίποτα δεν θα άλλαζα, τίποτα. Και σαν νέος δεν είχα εξάρσεις. Δεν έκανα δραματικά πράγματα με τη ζωή μου, δεν προκάλεσα εντάσεις, χίμαιρες, πόνο. Από νωρίς, διάλεξα την τέχνη και της αφοσιώθηκα. Μου άρεσε αυτό το αρχαίο του ελληνικού σώματος. Ο ερωτισμός χωρίς τον έρωτα.
Που διδάχτηκες τις τέχνες σου; Τη γλυπτική, την υποκριτική, το τραγούδι...
Πουθενά. Δεν χρειάστηκα ποτέ καμιά σχολή. Το έψαχνα, άλλωστε, πολύ μόνος μου. Κανείς δεν μου δείξε κάτι. Είχα το δικό μου σχέδιο και αυτό ακολούθησα.
Και πώς ξεκίνησες με το θέατρο; Ποιο ήταν το σχέδιο;
Η Μελίνα Τανάγρη, η τρίτη νεράιδα, με έβγαλε στο τραγούδι. Και άλλοι είχαν δει τα ταλέντα μου, αλλά έμεναν στην παρέα, σαν παιχνίδι. Εκείνη πρώτη μου ζήτησε να συνεργαστούμε. Και με το «καλημέρα» κάναμε επιτυχία. Σε εκείνες τις εμφανίσεις, τράβηξα την προσοχή της Πειραματικής Σκηνής Θεσσαλονίκης και έπαιξα κατευθείαν τον Μαλβόλιο, σε σκηνοθεσία Νίκου Χουρμουζιάδη. Εκεί, με είδε ο Ανδρέας Βουτσίνας, του άρεσα και βρέθηκα στην Επίδαυρο.
Δεν είναι και λίγο με το που ξεκινάς να σε θέλει ο «πελώριος» Βουτσινάς...
Δεν μπορώ να το εξηγήσω, άλλα σαν το Μίδα ό,τι έπιανα στην τέχνη γινόταν χρυσός. Είχα σίγουρα τύχη και μια σκανδαλώδη εύνοια. Ό,τι έκανα, με πήγαινε, έβγαινε, ήταν για μένα. Τίποτα δεν έμοιαζε ερασιτεχνικό, ούτε καν στο ξεκίνημα. Με το που άρχιζα μια τέχνη, σαν να μου αποκαλυπτόταν το μονοπάτι και με πήγαινε μέχρι το τέρμα της αναγνωσιμότητας. Σαν να υπήρχαν μέσα μου όλα αυτά.
Η Τέχνη υπενθυμίζεται, αυτό το πιστεύω. Υπάρχει το υλικό και κάποιος το βγάζει στην επιφάνεια. Ποιος μπορούσε να με φανταστεί να υποδύομαι τον Ζήση, τον βίαιο βλάχο στην παράσταση «Γκόλφω»; Όμως, ο Νίκος Καραθάνος το είδε, γιατί είναι ποιητής. Είδε μια πτυχή μου, που οι άλλοι δεν μπορούσαν να δουν, ούτε καν εγώ. Αυτές είναι οι μεγάλες συναντήσεις στον περίπατό μου.
Χρειάζεται μόνο ένα καλό περιβάλλον, για να ανθίσει το λουλούδι. Εγώ θέλω έναν καλό λόγο, καλές συμπεριφορές. Έτσι ανθίζω. Διαφορετικά, με ωραίο τρόπο, αποχωρώ. Νιώθω ότι είχα πολλές χρήσεις, σαν να κούμπωναν πάνω μου πολλές κλειδαριές, πολλές εφαρμογές.
Σχολιάζω ότι, αν και βγήκε αργά στο θέατρο, έχει παίξει σε μερικές από τις πιο σημαντικές παραστάσεις των τελευταίων χρόνων. «Συμφωνώ» απαντά «Και εδώ ήταν σκανδαλώδης η τύχη. Με τον Νίκο Καραθάνο κάναμε επικές παραστάσεις: Την "Γκόλφω", τον "Σιρανό ντε Μπερζερακ", το "Δεκαήμερο", τους "Όρνιθες", τον "Βυσσινόκηπο", αλλά και τον "Αττίκ" με τη Σοφία Σπυράτου».
Γυρίζω τη συζήτηση πάλι στον περίπατο με τα ξωτικά και τις νεράιδες...
Άλλοι άνθρωποι που σου άνοιξαν το δρόμο;
Σίγουρα, η Τζούλια Δημακοπούλου, που είχε την γκαλερί «Νέες μορφές». Σοφή γυναικά. Ενώ ήμουν στα ξεκινήματα στην γκαλερί, μου λέει «Ρε μάγκα, και τίποτα να μην πουλήσεις εγώ σε θέλω γι' αυτό που είσαι». Ποιος γκαλερίστας το λέει αυτό; Έπειτα, σπουδαίοι δάσκαλοι: ο μεγάλος ζωγράφος Γιώργος Μαυροΐδης, ο Ανδρέας Βουτσίνας και, από πιο νέους, ο Πάνος Κούτρας και ο Νίκος Καραθάνος.
Υπήρξε σε αυτόν τον περίπατο μια εύνοια της τύχης; Πιστεύεις στο σχέδιο της ζωής;
Πιστεύω ότι, μάλλον υπάρχει ένα σχέδιο. Αυτό που σίγουρα πιστεύω είναι ότι, πριν υπηρετήσεις τον σκοπό σου, πρέπει να κάνεις μια θυσία.
Εσύ τι θυσία έκανες;
Θυσίασα την προσωπική μου ζωή. Εντελώς συνειδητά. Σαν να μου ζήτησε η ζωή να διαλέξω: προσωπική ζωή ή τέχνη; Και εγώ διάλεξα, χωρίς δεύτερη σκέψη, την τέχνη.
Μετανιώνεις γι' αυτό;
Καθόλου. Γιατί η προσωπική ζωή έχει φουρτούνες, πάθη, στεναχώριες, μας πάει πίσω. Ενώ η τέχνη, σε σπρώχνει μπροστά, σε κρατάει νέο, σε γεμίζει όρεξη για ζωή.
Θεωρείς, δηλαδή, εαυτόν ανέραστο;
Τουναντίον, έχω ζήσει ερωτικές περιπέτειες, για εκατό ζωές, αλλά δεν έβαζα συναίσθημα μέσα. Όπως και δεν ενέπλεξα ποτέ τα επαγγελματικά με τα ερωτικά μου. Ήταν διακριτοί οι ρόλοι.
Δεν πλήγωνες, όμως, ανθρώπους με αυτόν τον τρόπο;
Ίσως και να το έκανα, αλλά όχι συνειδητά. Σίγουρα, είπα πολλά «όχι», αλλά από μικρός κατάλαβα πως, αυτή είναι η δική μου θυσία και πλήρωσα το τίμημα χωρίς διαμαρτυρία.
Θα ήθελες να είχες ζήσει έστω έναν μεγάλο έρωτα;
Όχι, δεν μπήκα ποτέ σε τέτοιο δίλημμα. Άλλωστε, κακά τα ψέματα, ο μεγάλος έρωτας του καλλιτέχνη είναι ο εαυτός του. Και έπειτα, έχω και καλούς φίλους. Άλλοι καμαρώνουν για τις ερωτικές κατακτήσεις, εγώ για τους φίλους μου.
Πες μου για τη συνεργασία σου με τον Πάνο Κούτρα στη νέα του ταινία, «Dodo».
Είμαστε ακόμα στα γυρίσματα, όλα προχωράνε καταπληκτικά. Τις προάλλες, ρώτησα τον Πάνο αν στέκομαι στο ύψος του και εννοούσα στο ύψος των περιστάσεων. Μου λέει «Δεν είναι και δύσκολο να είσαι στο ύψος μου» -είναι 1.69. Έχει τρομερό χιούμορ, γελάμε. Μου λέει ότι είμαι 20 φορές πιο καλός από το «Ξενία» -που το θεωρώ ό,τι καλύτερο έχω κάνει ποτέ.
Υποδύομαι έναν ώριμο, παλιό ηθοποιό, έβαλα και κιλάκια για τις ανάγκες του ρόλου, γιατί οι παλιοί, όταν έφευγε η επιτυχία, έκαναν κοιλίτσα.
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, τότε, μου βάζει να ακούσω ένα τραγούδι που λέει ο ίδιος στην ταινία, σε μια παρέα μεθυσμένων ξενύχτηδων. Έχει ένα τσάκισμα στη φωνή του, που με κάνει να βουρκώσω. Αυτός είναι ο Άγγελος, μπορεί γρήγορα να σε οδηγήσει κατευθείαν στην καρδιά, στο συναίσθημα. Φεύγοντας, νιώθω ότι περπάτησα μαζί του στον κήπου του Επίκουρου, μέσα στις συνετές και τις απλές απολαύσεις της Επικούρειας φρόνησης που ασπάζεται.
Μερικές ζωές κάνουν για πολλές. Επιμένω ότι, ο Άγγελος προσγειώθηκε από έναν άλλο πλανήτη. Ίσως σε χίλια χρόνια να γεννιούνται έτσι οι άνθρωποι. Πολυτάλαντοι, χαρούμενοι και με διάθεση για καλλιτεχνικούς περιπάτους.