Στέφανος Κορκολής: «Με τον Μίκη βρισκόμασταν κάθε Κυριακή στις πέντε...»
Ο Στέφανος Κορκολής γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη κι αυτή η συνάντηση του άλλαξε την ζωή. Οι στιγμές, οι κουβέντες, οι συζητήσεις, οι συναυλίες, οι αναλύσεις και οι λεπτομέρειες για έργα και μουσικές είναι πολύτιμες αποσκευές του.
Με αφορμή το ρεσιτάλ για πιάνο και φωνή -με την Σοφία Μανουσάκη, σε έργα του Θεοδωράκη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ο Στέφανος Κορκολής, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, μιλάει για την σχέση που τον καθόρισε σαν άνθρωπο και σαν μουσικό.

«Πριν γνωρίσω τον Μίκη Θεοδωράκη ήξερα το έργο του όσο το ξέρουμε όλοι μας -δυστυχώς δεν το ξέρουμε όλο.
»Πριν από δέκα-έντεκα χρόνια, γυρνώντας από μια περιοδεία που είχα κάνει στο εξωτερικό, είχα ένα τρομερό jet lag και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ψάχνοντας τα κανάλια σταμάτησα σε κάτι που άκουσα και μ’άρεσε πάρα πολύ. Γύρισα προς την τηλεόραση και είδα μια ορχήστρα. Η κάμερα δεν έδειχνε ούτε μαέστρο ούτε σολίστα -το έργο ήταν για πιάνο και ορχήστρα. Οταν η κάμερα έκανε ζουμ, είδα τον Μίκη στο πόντιουμ και την Τατιάνα Παπαγεωργίου στο πιάνο. Αυτομάτως αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που ακούω. Ηταν ένα εκπληκτικό έργο, η Σουίτα για πιάνο και ορχήστρα. Εκείνη την ώρα ένιωσα φοβερά αμήχανος με τον εαυτό μου. Γιατί ένα έργο που κατέκτησε αυτομάτως την ψυχή μου, το μυαλό, όλες μου τις αισθήσεις, δεν το ήξερα.
»Πέραν ότι γνώριζα θεωρητικά ότι ο Μίκης έχει γράψει συμφωνική μουσική, δεν είχα ακούσει ποτέ συμφωνικά του έργα. Με το που ξύπνησα το άλλο πρωί άρχισα να ψάχνω το συμφωνικό του έργο και ανακάλυψα έναν τεράστιο συνθέτη. Ανακάλυψα τι έχουν πει οι ξένοι γι’αυτόν τον τεράστιο συνθέτη, που δεν αφορά ούτε στον “Ζορμπά”, ούτε στο “Canto General”, αλλά στο καθαρά συμφωνικό του έργο. Και τον κατατάσσουν στους 10 μεγαλύτερους συνθέτες όλων των εποχών.
»Πάνω λοιπόν σ’αυτή μου τη διερεύνηση άνοιξε για μένα ένας καινούργιος μουσικός κόσμος, τον οποίο δεν είχα εξερευνήσει. Και μάλιστα έλεγα στον εαυτό μου, γιατί να έχω χάσει την ευκαιρία, ενώ έχω παίξει με τόσες μεγάλες ορχήστρες στον κόσμο κι έχω κάνει τόσες συναυλίες, να μην είχα τη γνώση και να παίζω Θεοδωράκη.
»Δύο εβδομάδες μετά από εκείνο το συμβάν, με παίρνει στο τηλέφωνο ένας κύριος, μου συστήνεται “Αστέρης Κούτουλας”, σκηνοθέτης, που μένει χρόνια στη Γερμανία, ο οποίος έχει ουσιαστικά ασχοληθεί μόνο με το συμφωνικό έργο του Μίκη. Και μου κάνει μια πρόταση. Μου λέει ότι θα κάνει στην Αθήνα πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ-ταινίας που λέγεται “Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια” όπου αφορά ένα οδοιπορικό του Μίκη σε σχέση με την συμφωνική του μουσική. Και ότι θα ήθελε και ο συνθέτης -προφανώς ο Μίκης με γνώριζε ως πιανίστα απ’τα χρόνια του Παρισιού, να κάνω έναν μουσικό πρόλογο πριν την προβολή της ταινίας όπου θα είναι παρών ο Μίκης.

»Του είπα ότι τώρα αρχίζω να ανακαλύπτω τον συμφωνικό Θεοδωράκη κι εκείνος μου απάντησε ότι δεν υπάρχει θέμα και πρόσθεσε ότι “ο κύριος Θεοδωράκης θέλει ν’ακούσει φιλτραρισμένα από την ψυχή και τα χέρια σας την ερμηνεία κάποιων έργων του”. Κι έφτασε εκείνη η μέρα -η παρουσίαση γινόταν στον κινηματογράφο Τριανόν. Θυμάμαι καθόμουν σ’ένα μικρό καμαρίνι όταν μπήκε ο Μίκης. Ετρεμα, είχα άγχος. Είχα πάρει 4-5 θέματα απ’τα έργα του, απ’τον “Ζορμπά”, τους “Χαρταετούς”, κάποια τραγούδια του, κι έκανα ένα εισαγωγικό 20 λεπτών, βασισμένο στον Μίκη, μια φαντασία με μελωδίες του, τις οποίες τις πήγα προς το συμφωνικό. Ο Μίκης θα το άκουγε στην πρεμιέρα.
»Ο Μίκης ήταν με το καροτσάκι. Μπήκε στο καμαρίνι, με κοίταξε μ’ένα χαμόγελο απίστευτο που δεν θα ξεχάσω και με ρώτησε “Στέφανε έχεις άγχος;”. Και του απάντησα ότι “εσείς πρέπει να έχετε άγχος γιατί δεν ξέρετε πως τα έχω κάνει…”. Γέλασε πάρα πολύ. Έτσι είχαμε αυτή την πρώτη επαφή. Επαιξα λοιπόν εκείνη τη μέρα και έκλεισα με μια Φαντασία πάνω στον “Ζορμπά”, για να πάρω το πιο ηχηρό μπράβο που έχω ακούσει μπροστά σε κοινό απ’τον ίδιο τον Μίκη. Την άλλη μέρα ζήτησε να με δει.
»Πήγα στο σπίτι του και από εκεί ξεκίνησε μια ιστορία αδιανόητης αγάπης. Σχεδόν κάθε μέρα ήμουν δίπλα του. Και ξανάμαθα μουσική δίπλα του, αλλά έμαθα και πολλά άλλα πράγματα. Έμαθα τη νεότερη ιστορία της χώρας μου, έμαθα τι σημαίνει θάρρος. Και όλα αυτά συμβαίνουν όταν εμένα με έχει χτυπήσει ο καρκίνος -φοβερή συγκυρία. Και δεν ξέρεις πόσο δύναμη μου έδωσε. Γιατί τα συζητούσαμε, όλα. Λες και προσπαθήσαμε να μικρύνουμε τον χρόνο που δεν είχαμε γνωριστεί, να τον συμπιέσουμε.

»Και μια μέρα διαβάζω ότι έχει κάνει μια επιστολή όπου με χρήζει πρεσβευτή της μουσικής του σε Ελλάδα και εξωτερικό (σ.σ. “ιδανικό ερμηνευτή”). Εχουμε μια αλληλογραφία απίστευτη με τον Μίκη -με mail, χειρόγραφα.
»Εγώ εκείνη την περίοδο ήθελα να δοκιμάσω τη Σοφία Μανουσάκη σε ρεπερτόριο Θεοδωράκη. Και μπήκαμε στο στούντιο για να δω πως λειτουργεί η φωνή της. Τα πήγα να τ’ακούσει ο Μίκης και ξετρελάθηκε. Μου είπε ότι “θα μου κάνετε μεγάλο δώρο αν τα εκδώσετε σε CD”. Και πράγματι βγήκε η “Συνάντηση 1”. Ουσιαστικά είχα πάρει κάποια απ’τα λυρικά του τραγούδια, τα πιο γνωστά, και τα είχα κάνει ν’ακούγονται με μια συμφωνική διάθεση, για πιάνο και φωνή. Είχα πάλι άγχος όταν του τα πήγα, αλλά ο ενθουσιασμός του ήταν απίστευτος. Οσο για την γενναιοδωρία του ξεπερνούσε τον όρο γενναιόδωρος. Γενικά ήταν γενναιόδωρος και του άρεσε να “πειράζουν” τα κομμάτια του -άλλοτε πολύ κι άλλοτε λίγο. Όταν κυκλοφόρησε αυτή η “Συνάντηση” έσκισε -πούλησε 25.000 αντίτυπα σε μια εποχή που το CD είχε πεθάνει.

»Για τουλάχιστον 3-4 χρόνια παράτησα τα πάντα και ασχολήθηκα μόνο με Μίκη, σε συναυλίες μου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διατηρώντας πάντα μια πολύ συχνή επαφή, σχεδόν καθημερινή μαζί του. Το ραντεβού μας δεν άλλαζε, βρέξει-χιονίσει: Βρισκόμασταν κάθε Κυριακή. Πήγαινα στις 5 το απόγευμα κι ενώ ήταν να μείνω ως τις 7-8, καμιά φορά πίναμε και πρωινό καφέ μαζί… Μιλούσαμε για τα πάντα, κυρίως για μουσική. Ακούγαμε, αναλύαμε έργα του, κυρίως όσον αφορά στα συμφωνικά του και μετά για όλα τ’άλλα. Είχα αυτή την ευλογία να έχω απέναντί μου έναν συνθέτη του μεγέθους του Στραβίνσκι ή του Ραχμάνινοφ, έναν τεράστιο συνθέτη -κι αυτά είναι απόψεις μεγάλων μουσικών κριτικών του εξωτερικού, απ’τον οποίο μπορούσα να μάθω τις ιστορίες πίσω απ’τα έργα του. Κάτι δηλαδή που ακαδημαϊκά μπορεί να το έχεις, αν ψάξεις πολύ.
»Όταν έκανα την καριέρα μου ως σολίστ του πιάνου, μ’ενδιέφερε πάρα πολύ να μαθαίνω τι συνέβαινε στη ζωή του εκάστοτε συνθέτη και στην εποχή του. Και ξαφνικά βρέθηκα μ’ένα αντίστοιχο μέγεθος συνθέτη, να τον έχω απέναντί μου κι εκείνος με την γενναιοδωρία και την γλαφυρότητά του να μου διηγείται όλες τις ιστορίες, με εικόνες που έχουν εντυπωθεί μέσα μου.
»Δεν θα ξεχάσω ποτέ που μου’λεγε ότι όταν έγραψε τις πρώτες του παρτιτούρες στην Γυάρο -σχεδίαζε μόνος του το πεντάγραμμο, φύσηξε ένας τρελός αέρας, τις πήρε και τις κόλλησε στα συρματοπλέγματα. Αυτό και μόνο εικόνα να το κάνεις, ανατριχιάζεις. Και πόσα ακόμα.
»Θυμάμαι, ένα απόγευμα, ακούγαμε όλες τις εκτελέσεις και όλες τις ενορχηστρώσεις που είχαν γίνει με το “Μαουτχάουζεν” και δεν τις είχε κάνει ο ίδιος. Και του λέω τότε, “τι κρίμα που είναι τόσο δύσκολοι οι καιροί και δεν μπορώ να έχω κι εγώ μια ορχήστρα να κάνω το “Μαουτχάουζεν”. Και γυρίζει και μου δείχνει το πιάνο του και μου λέει “ιδού η ορχήστρα σου. Θα το κάνεις μόνο για πιάνο και φωνή”… Και το έκανα.
»Μια άλλη φορά, όταν έκανα τον “Επιτάφιο” για πιάνο και ορχήστρα με την Σοφία στην Κύπρο, μας παρακάλεσε να του φέρουμε μια ηχογράφηση για να το ακούσει. Εμείς είπαμε στον ηχολήπτη να το γράψει και του το πήγαμε όταν γυρίσαμε. Ο ενθουσιασμός του ήταν απίστευτος και μας είπε πάλι ότι θέλει να το βγάλουμε σε CD -κι έτσι έγινε. Τότε βγήκε κι έγραψε μία επιστολή που πραγματικά αξίζει τον κόπο να την διαβάσει κανείς -δεν χρειάζεται να πω εγώ τι λέει.
»Με ρωτάς τι ξεχώρισε σε μένα; Ο ίδιος μου ανέφερε την πιανιστική μου δεινότητα και το γεγονός ότι είχα την συνθετική αντίληψη που ήταν κοντινή στην δική του -αλλά δεν μ’αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου.
»Θυμάμαι μια περίοδο που ο Θεοδωράκης δεν ακουγόταν ιδιαίτερα ούτε γινόντουσαν πολλές συναυλίες. Εγώ έκανα πάρα πολλές, αποκλειστικά με έργα Θεοδωράκη. Και πάντα στις συναυλίες μου έλεγα ότι είναι ντροπή να μην διδάσκεται και ο Θεοδωράκης, όπως και άλλοι Έλληνες συνθέτες με συμφωνικό έργο, στα ωδεία μας. Όπως επίσης κάποια στιγμή βροντοφώναξα και μάλιστα σε συναυλία που μεταδιδόταν ζωντανά απ’το ραδιόφωνο, ότι θεωρώ αδιανόητο πως δεν έχουν ανέβει ακόμα οι όπερες του Θεοδωράκη. Γιατί; Θα φέρω ένα παράδειγμα. Τον Νίκο Σκαλκώτα δεν θα τον ξέραμε αν δεν υπήρχε ο Νανάκος Παπαϊωάννου. Δεν είναι εύκολο να γίνεις αποδεκτός απ’το ίδιο σου το συνάφι. Ενοιωθε πίκρα που δεν παιζόντουσαν τα συμφωνικά του έργα εδώ, ενώ έξω γινόταν χαμός, κι ακόμα γίνεται. Αλλά είναι θέμα παιδείας. Αν ξεκινούσαν απ’τα ωδεία, θα δημιουργούσε ένα ρεύμα.
»Τον Μίκη, στην πορεία της σχέσης μας άρχισα να τον αγαπάω πάρα πολύ βαθιά γιατί ήταν κομμάτι του εαυτού μου με τόσα που μου έδωσε. Τον αγαπούσα σαν άνθρωπο, σαν προσωπικότητα πέρα από μουσικό. Το χιούμορ του, η γενναιοδωρία του, η απίστευτη κοφτερή του σκέψη, το μυαλό του, έτρεχε με χίλια…
»Θυμάμαι θα παιζόταν η Δεύτερη Συμφωνία του Μίκη, ένα δύσκολο και υπέροχο έργο του, από γερμανική ορχήστρα στο Ντύσελντορφ, που έπαιζε μόνο Μπετόβεν. Στο μεταξύ του έκανε παράλληλα και η γερμανική κυβέρνηση μια τιμητική βραδιά στην Κολωνία. Και ήθελε να πάω να παίξω πιάνο. Και πήγα στη Γερμανία. Ηταν και ο Μίκης -κατάφερε και ταξίδεψε. Στο Ντύσελντορφ ο Μίκης είχε άγχος για το πως θα αντιδράσει το κοινό. Κι όμως: Επί εξήμισυ λεπτά, οι Γερμανοί, όρθιοι τον χειροκροτούσαν. Και σ’αυτό θα’πρεπε να σταθούμε, γιατί τον αποθεώνουν έξω σε κάτι που δεν είναι γνωστό στην Ελλάδα. Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν ασχοληθεί με το συμφωνικό του έργο. Η Τατιάνα Παπαγεωργίου, μια εξαιρετική πιανίστρια, έχει ασχοληθεί πολύ σοβαρά με το συμφωνικό του έργο κι έχει προσφέρει πολλά σε σχέση με τον Μίκη.
»Ολη αυτή η πορεία ήταν συγκινητική, συγκλονιστική, άλλαξε την ζωή μου. Και συνεχίζω. Τώρα θα παίξω σ’αυτόν τον υπέροχο χώρο, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, μια ιδέα των Αθηναϊκών Θεάτρων, και μετά στο Παρίσι -υπάρχουν προτάσεις και για άλλες πόλεις. Συνεχίζω και θα συνεχίσω να παίζω Θεοδωράκη. Θέλω μ’αυτές τις συναυλίες να κάνω μια μικρή περιγραφή του τι εστί Μίκης. Θα παίξω και κομμάτια για πιάνο και τραγούδια, το απόσπασμα του Καβάφη απ’την “Πόλη”, απ’τον “Επιτάφιο”, απ’το “Μαουτχάουζεν”. Αυτά τα δύο τελευταία νομίζω ότι είναι τα πιο έντονα συγκινησιακά. Εχουν πολλή αλήθεια. Στο “Μαουτχάουζεν” είναι και η σύμπραξη ενός συγκλονιστικού Καμπανέλλη, τον οποίο είχα τη χαρά να γνωρίσω. Εχω και διάφορα ανέκδοτα έργα του και ποιήματα στην κατοχή μου -να’ναι καλά η κόρη του, η Κατερίνα Καμπανέλλη.
»Θυμάμαι κάποτε στο σχολείο είχαμε κάνει θεατρική παράσταση την “Αυλή των θαυμάτων” και μας είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος ο Καμπανέλλης. Εγώ είχα γράψει την μουσική, ήμουν 16-17 χρόνων. Και μου είχε πει ο Καμπανέλλης “μια μέρα θέλω να το κάνεις όπερα” -και το έκανα μιούζικαλ τελικά (σ.σ. στο Μέγαρο).
»Για μένα, αν όχι η ωραιότερη μελωδία που έχει γραφτεί ποτέ παγκοσμίως, αλλά απ’τις ωραιότερες, είναι ένα απόσπασμα απ’την “Πόλη” του Καβάφη που μελοποίησε ο Μίκης –ίσως η υπέρτατη μελωδική γραμμή για μένα.
»Ένα δώρο που μου ζήτησε να του κάνω ήταν να πάω στο σπίτι στον Γαλατά στα Χανιά και να τραγουδήσουμε με την Σοφία τη “Φαίδρα” και να το πάρουμε βίντεο -δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος. Πήγαμε. Εστησα ένα μικρό πιάνο, ακριβώς εκεί που είχε βρει τη “Φαίδρα” θαμμένη στο χώμα, στον κήπο, γιατί ο Γιάννης Θεοδωράκης ντρεπόταν που έγραφε ποιήματα και τα έκρυβε. Ο Μίκης μας είχε υποδείξει το σημείο.
»Κι ένα άλλο που ήταν επίσης συγκινητικό και συνέβη σ’όλη αυτή τη διαδρομή ήταν όταν ζήτησε απ’τη Σοφία να κάνει επανεκτέλεση του “Μια θάλασσα γεμάτη μουσική” που ανήκει στα “Προδομένα” του έργα -τα έλεγε “Προδομένα” για δικούς του λόγους. Αγαπούσε πάρα πολύ την Σοφία. Ελεγε ότι είχε βρει την ιδανική του ερμηνεύτρια μετά από πολλά χρόνια και το βροντοφώναζε. Κι αυτό το CD, η “Συνάντηση 2”, αγαπήθηκε πολύ.
»Ο Μίκης μου άλλαξε πολλά, όχι μόνο μουσικά, αλλά και μέσα μου. Νιώθω πολύ τυχερός που είχα αυτή την συνάντηση. Οταν έχεις απέναντί σου έναν άνθρωπο που έχει περάσει τόσα, και στα διηγείται με λεπτομέρειες, δεν μπορείς να μείνεις ακλόνητος.
»Ποιο μάθημα ζωής μου έδωσε; Το θάρρος, την έννοια του θάρρους, αλλά στον απόλυτο βαθμό. Ο Μίκης ήταν θηρίο. Και, ναι, νομίζω ότι είχε την επίγνωση του εαυτού του αλλά είχε και τις αγωνίες του, πράγμα που αναιρεί το πρώτο. Υπήρχε μεταξύ μας μια ισχυρή σύνδεση. Ο Θεοδωράκης είναι ο μόνος συνθέτης που όταν ερμηνεύω μπορεί να βουρκώσω, μου’χει συμβεί.
»Αν είχε συναίσθηση του τέλους; Είχε black χιούμορ. Το γνώριζε, το ήξερε. Μου είναι δύσκολο να μιλάω γι’αυτό, είναι πολύ προσωπικές οι κουβέντες που είχα μαζί του. Αλλά, ναι, είχε την αίσθηση, και είχε προετοιμάσει τα πάντα.
»Νομίζω ότι όλη του η ζωή ήταν μουσική και πολιτική. Είχε τρομερά έντονο πολιτικό λόγο και ήταν εξαιρετικά δραστήριος, έγραφε απίστευτα κείμενα, φλογερά.
»Εγώ πάντως το μόνο που θέλω να σου πω είναι ότι όταν έρχεται η μέρα Κυριακή και πάει πέντε η ώρα, έχω ένα τσίμπημα στην καρδιά. Κι αν είμαι στις μαύρες μου, μου φεύγει κι ένα δάκρυ».
Σοφία Μανουσάκη: Η γνωριμία με τον Μίκη Θεοδωράκη και ο Στέφανος Κορκολής
«Η πρώτη μου επαφή με τις εμβληματικές μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία, καθότι οι γονείς μου άκουγαν στο σπίτι τα τραγούδια του. Αλλά και στο σχολείο όπου η δασκάλα φωνητικής μας είχε δώσει ως πρώτο τραγούδι εκμάθησης το “Μαργαρίτα Μαγιοπούλα” σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη.

»Η μουσική του θεωρώ πως έχει βαθιές μουσικές γνώσεις και αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς ακούγοντας και τα συμφωνικά του έργα. Πιστεύω πως αυτό που κερδίζει ένας ερμηνευτής απ’την ενασχόληση του με την μουσική του Θεοδωράκη πέρα του ότι εισχωρεί σε ιδιοφυείς μουσικές
Είναι και η γνώση. Διότι έρχεται σ’επαφή με τους Ελληνες ποιητές και όλον αυτόν τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας τον οποίο δεν τον βρίσκεις εύκολα σήμερα.
»Απ’την προσωπική επαφή μαζί του κρατάω την γενναιοδωρία του προς τους νέους ανθρώπους, την αγάπη του για την μουσική, τα τόσο όμορφα και σημαντικά λόγια που είπε για μένα μετά την ερμηνεία μου στα εμβληματικά έργα, “Επιτάφιος”, “Επιφάνια” και “Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν”. Τις απογευματινές μας συναντήσεις, ακούγοντας, μελετώντας και απολαμβάνοντας τις όπερες του, τις συμφωνίες και τα τραγούδια του.

»Για μένα η σχέση του Θεοδωράκη με τον Στέφανο Κορκολή ήταν κάτι πρωτόγνωρο γιατί έβλεπα δύο συνθέτες στον ίδιο χώρο, να συνεργάζονται, να ανταλλάσσουν σκέψεις, ιδέες, απόψεις και να διακρίνω την τεράστια αγάπη μεταξύ τους. Μοναδική εμπειρία.
»Το να δουλεύεις με τον Στέφανο δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο, διότι είναι τελειομανής και θέλει πάντα η έμπνευση του να αποτυπώνεται αυτούσια χωρίς καμία παρέμβαση ή τροποποίηση απ’τον ερμηνευτή ή τους μουσικούς. Είναι όμως τεράστια τύχη και ευλογία να συνεργάζομαι μ’έναν σπουδαίο συνθέτη και πιανίστα διεθνούς εμβέλειας. Είναι ο άνθρωπος που με πίστεψε και με βοήθησε στα πρώτα μου βήματα. Ένας καλλιτέχνης με πάρα πολλές μουσικές γνώσεις. Εχω μάθει δίπλα του να κατανοώ την μουσική και να είμαι επικοινωνιακή με τον κόσμο».

Μίκης Θεοδωράκης-Ρεσιτάλ για πιάνο και φωνή. Ο Στέφανος Κορκολής σε έργα Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεία: Σοφία Μανουσάκη. Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Δευτέρα 17 & Τρίτη 18 Μαρτίου (20.30).