Σόνια Χένι: Η άνοδος και η πτώση του κοριτσιού που έκανε διάσημο το καλλιτεχνικό πατινάζ
Μπορεί το πατινάζ να υπήρχε στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, όμως μέχρι το 1928 δεν ήταν από τα δημοφιλή αθλήματα.
Ήταν στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Σεντ Μόριτζ της Ελβετίας, όταν ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι από τη Νορβηγία, η Σόνια Χένι, χορεύοντας υπό τους ήχους του Τσαϊκόφσκι, κέρδισε το πρώτο από τα συνολικά τρία χρυσά της μετάλλια στο καλλιτεχνικό πατινάζ. Ενσωματώνοντας στο πρόγραμμά της κινήσεις μπαλέτου και πολλές περιστροφές, η νεαρή Σόνια κατέπληξε το κοινό, συνδυάζοντας ένα παραγνωρισμένο άθλημα με την τέχνη και το θέαμα.
Αυτή όμως δεν ήταν η μοναδική της καινοτομία. Η «βασίλισσα του πάγου» ή «λευκός κύκνος», όπως την αποκαλούσαν, ήταν η πρώτη γυναίκα που εμφανίστηκε στην παγοπίστα με εντυπωσιακές στολές, φόρεσε φούστα πάνω από το γόνατο και λεπτό καλσόν, άφησε ελεύθερα τα πλούσια ξανθιά μαλλιά της, πετώντας τον κλασικό σκούφο, και έφερε στη μόδα τα λευκά πατίνια. Γι' αυτό και σήμερα θεωρείται όχι μόνο μια από τις κορυφαίες αθλήτριες όλων των εποχών, αλλά και πρωτοπόρος.
Γεννημένη στο Όσλο στις 8 Απριλίου 1912, μεγάλωσε σε μία εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας της Βίλχελμ είχε δική του επιχείρηση επεξεργασίας γουνοδέρματος και η μητέρα της Σέλμα ήταν κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Ο Βίλχελμ Χένι αγαπούσε τον αθλητισμό και έτσι η Σόνια από μικρή εκπαιδεύτηκε στο σκι, ενώ ασχολούνταν ακόμη με το τένις, την ιππασία και την κολύμβηση. Όταν για πρώτη φορά ανέβηκε σε παγοπέδιλα, ο πατέρας της κατάλαβε ότι η κόρη του είχε ταλέντο στο πατινάζ. Προσέλαβε λοιπόν τους καλύτερους δασκάλους, αλλά και τη φημισμένη Ρωσίδα μπαλαρίνα Ταμάρα Καρσάβινα, που της έμαθε να κινείται σαν κύκνος. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν που απογείωσε όχι μόνο την καριέρα της, αλλά ολόκληρο το άθλημα.
Σε ηλικία μόλις 11 ετών κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα Νορβηγίας και σε ηλικία 12 ετών έκανε την πρώτη εμφάνισή της σε Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, στους πρώτους της Ιστορίας το 1924 στο Σαμονί. Εξαιτίας του άγχους της, φαινόταν αμήχανη και τότε κατέκτησε την 8η θέση. Δουλεύοντας σκληρά, μέσα στα επόμενα χρόνια, απέκτησε αυτοπεποίθηση, σαρώνοντας τα μετάλλια, όπου κι αν εμφανιζόταν. Μάλιστα, στις 15 Φεβρουαρίου του 1936 έγινε η πιο επιτυχημένη Ολυμπιονίκης στην ιστορία του αθλήματος, κερδίζοντας το 3ο της διαδοχικό (1928, 1932, 1936) χρυσό μετάλλιο στους Χειμερινούς Αγώνες Γκαρμίς-Παρτενκίρχεν της Γερμανίας.
Από εκεί και πέρα άρχισε να διοργανώνει παγκόσμιες περιοδείες, δίνοντας παραστάσεις στον πάγο, εκτός αγωνιστικού χώρου. Όπου κι αν εμφανιζόταν, τα πλήθη συνέρρεαν να την απολαύσουν. Μάλιστα, στην Πράγα μια φορά από την πολυκοσμία αναγκάστηκε να επέμβει η αστυνομία.
Η γοητευτική της παρουσία δεν πέρασε απαρατήρητη από το Χόλιγουντ, που εκείνη την εποχή αναζητούσε Ευρωπαίες καλλονές. Το 1936 πρωταγωνιστεί στο μιούζικαλ «One in a Million», που για χάρη της περιελάμβανε χορευτικά στον πάγο. Η ταινία είχε τέτοια επιτυχία, που το κασέ της εκτινάχθηκε και έτσι έγινε η πιο ακριβοπληρωμένη γυναίκα ηθοποιός στις ΗΠΑ. Μέχρι το 1945 θα γυρίσει έντεκα ταινίες, οι περισσότερες πετυχημένες εμπορικά, και θα αποκτήσει το δικό της αστέρι στα πεζοδρόμια της Hollywood Boulevard και της Vine Street.
Οι παραστάσεις και οι ταινίες, καθώς και τα προϊόντα που κυκλοφορούσαν με τη μορφή της- κούκλες, ρούχα και κοσμήματα- της απέφεραν κέρδη εκατομμυρίων. Η Σόνια στα 26 της ήταν μια από τις πιο πλούσιες γυναίκες στον κόσμο.
Η καριέρα της, μαζί και η φήμη της άρχισε να φθίνει, εξαιτίας της λατρείας της για τον Χίτλερ. Όταν δε στους Ευρωπαϊκούς Αγώνες του Βερολίνου χαιρέτησε ναζιστικά, δέχτηκε σφοδρή κριτική από τον νορβηγικό Τύπο. Δυστυχώς, δεν πτοήθηκε, αν και δεν επανέλαβε το ίδιο λάθος στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Επισκέφτηκε όμως τον Χίτλερ στον πύργο του, φωτογραφήθηκε μαζί του και κρέμασε την αφιέρωσή του σε περίοπτη θέση στο σαλόνι της. Οι Νορβηγοί διχάστηκαν: κάποιοι τη συγχώρησαν, κάποιοι δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν πότε το μίσος τους για αυτή και την αποκήρυξαν.
Αν και πολλές φορές της ζητήθηκε, αρνήθηκε την οποιαδήποτε οικονομική ενίσχυση στην Νορβηγική Αντίσταση και το 1940 πολιτογραφήθηκε Αμερικανίδα. Η Μάρλεν Ντίτριχ όμως, αν και ήταν Γερμανίδα, αρνιόταν να συνεργαστεί μαζί της, ακόμα και να βρεθεί στο ίδιο στούντιο, που ήταν εκείνη. Βλέποντας ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονταν καλά στην καριέρα της, η Χένι αποφασίζει να αλλάξει τακτική. Έτσι όταν η Αμερική μπήκε στον πόλεμο, συμμετείχε κι εκείνη, όπως και πολλοί ακόμα ηθοποιοί, σε πατριωτικά φιλμ κατά των Γερμανών, αλλά οι συμπατριώτες της τη θεωρούσαν ήδη «προδότρια».
Το 1953 επανέκαμψε για λίγο με την ευρωπαϊκή περιοδεία «Holiday on Ice» και έγινε δεκτή με τιμές στην πατρίδα της, αλλά πλέον ήταν αρκετά μεγάλη για το συγκεκριμένο άθλημα. Τρία χρόνια αργότερα, περιοδεύει στη Νότια Αμερική με τραγικά αποτελέσματα και έτσι αποφασίζει να αποσυρθεί από τον πάγο οριστικά. Έκανε βέβαια κάποιες απόπειρες να γυρίσει ταινίες με δικά της έξοδα, που επίσης απέτυχαν, κι έτσι το άστρο της άρχισε να δύει.
Στην προσωπική της ζωή, υπήρξε εξαιρετικά ασταθής. Τα κουτσομπολιά συχνά της χρέωναν αμέτρητους εραστές, μεταξύ των οποίων κορυφαίοι αθλητές (όπως ο μποξέρ Τζορτζ Λιούις), ηθοποιοί (Βαν Τζόνσον) και άνθρωποι με δύναμη και πολλά χρήματα. «Η Σόνια είχε πάθος με το χρήμα και το σεξ. Ήταν κυκλοθυμική και χρησιμοποιούσε τους ανθρώπους για να πετύχει τους σκοπούς της», γράφει γι' αύτην ο αδελφός της, Λέιφ, στο βιβλίο του, αποκαθηλώνοντας την εικόνα της.
Παντρεύτηκε πάντως τρεις φορές. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν ο ιδιοκτήτης της αμερικανικής ομάδας μπέιζμπολ New York Yankees, Νταν Τόπινγκ. Ο δεύτερος, ο εκατομμυριούχος Γουίνθροπ Γκάρτνινερ Τζούνιορ, αλλά εξαιτίας των κακών συμβούλων που της έδινε σχετικά με τις επιχειρήσεις της, έπεσε έξω. Τότε, άρχισε να πίνει, γεγονός που είχε μεγάλη επίπτωση στις αθλητικές της επιδόσεις, αλλά και στον γάμο τους.
Ο τρίτος της σύζυγος, που τον γνώρισε μετά από την καταστροφική περιοδεία του 1956, ήταν ο βαθύπλουτος εφοπλιστής Νιλς Ονσταντ. Ο άνδρας αυτός έμελλε να της αλλάξει τη ζωή. Μαζί εγκαταστάθηκαν στο Όσλο και φαίνεται πως στο πλευρό του η ματαιοδοξία της καταλάγιασε, αν και πάντα υποστήριζε πως «κανείς δεν θα πιστέψει ότι έχεις μεγαλύτερη τιμή, από αυτή που ορίζεις εσύ για τον εαυτό σου».
Επειδή και οι δυο ήταν λάτρεις των εικαστικών, διατηρούσαν μια μεγάλη συλλογή έργων, που αποτέλεσε τη βάση για ένα από τα μετέπειτα μεγαλύτερα μουσεία τέχνης στη Σκανδιναβία. Η ίδια, εκτός από τους πίνακες, αγαπούσε και τα πανάκριβα κοσμήματα. Όταν κέρδισε το πρώτο πρωτάθλημα, της έκαναν δώρο έναν χαρτοκόπτη με μαργαριτάρια, που τον κράτησε σε όλη της τη ζωή και από τότε αυτή η μανία δεν την εγκατέλειψε ποτέ. «Όταν φοράς λαμπερά κοσμήματα, ο κόσμος δεν προσέχει τις ρυτίδες σου» είχε πει, εξηγώντας το πάθος της.
Το 1960, η Χένι διαγνώσθηκε με λευχαιμία και εννέα χρόνια αργότερα πέθανε κατά τη διάρκεια μιας πτήσης από το Παρίσι στο Όσλο.