Κλάρα Μπόου: Η κινηματογραφική μούσα των 20s που θεωρείται το πρώτο it-girl
Η καινούργια ταινία του Ντάμιεν Σαζέλ, δημιουργού του πολυβραβευμένου «La La Land», μετά από κόπο και αγώνα επιτέλους πήρε το πράσινο φως.
Ο λόγος της τεράστιας καθυστέρησης του «Babylon», όπως τιτλοφορείται το νέο εγχείρημα του σκηνοθέτη, είναι πώς τα μεγάλα στούντιο τρόμαξαν με το μέγεθος το σεναρίου και τον τεράστιο προϋπολογισμό και δίσταζαν να ρισκάρουν. Τελικά, ο Σαζέλ έκανε ένα βήμα πίσω, έκοψε μερικές σελίδες (από τις 180!) κι έτσι πλέον είναι έτοιμος να μας μεταφέρει στη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’20, όταν σημειώνεται η στροφή από τον βωβό κινηματογράφο στον ομιλούντα.
Είναι η περίοδος που αρκετοί παλιοί σταρ χάνουν την αίγλη τους, καθώς δυσκολεύονται να παίξουν μιλώντας, ενώ νέα ήθη και έθιμα κάνουν την εμφάνισή τους στην κραταιά κινηματογραφική βιομηχανία. Μια από τις μεγάλες ηττημένες της αλλαγής ήταν και η Κλάρα Μπόου, την οποία θα υποδυθεί η Μάργκοτ Ρόμπι, αν και στη αρχή οι φήμες ήθελαν τον Σαζέλ να εμπιστεύεται τον ρόλο στην Έμα Στόουν. Τελικά, η εκρηκτική ξανθιά, που άλλαξε τα μαλλιά της για τις ανάγκες της ταινίας σε κόκκινα, θα γίνει η περίφημη Κλάρα, το πρώτο it-girl του Χόλιγουντ κι ένα από τα πρώτα sex symbols μιας αρκετά συντηρητικής περιόδου.
Η αλήθεια είναι πως, πριν από την Κλάρα προηγήθηκε η Θέντα Μπάρα, η οποία λάνσαρε το πρότυπο της μοιραίας γυναίκας, παίζοντας ρόλους βαμπίρ, εξ ου και ο όρος «vamp», όμως το στιλ της παραήταν εκκεντρικό και οι θεατές είχαν ανάγκη από ένα «κορίτσι της διπλανής πόρτας» για να ταυτιστούν μαζί του.
Εκεί κάπου κάνει την εμφάνισή της η Κλάρα Μπόου, γεννημένη σε μια φτωχογειτονιά του Μπρούκλιν το 1905 ή το 1907 -κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς το πότε- που είχε μεγαλώσει με μια μητέρα με ψυχιατρικά προβλήματα. Από την άλλη, ο πατέρας της, που λέγεται πως την κακοποιούσε σεξουαλικά σε παιδική ηλικία, δημιουργούσε προβλήματα στη γειτονιά, οπότε συχνά αναγκάζονταν να αλλάζουν σπίτια.
Αν και οι γονείς της δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη, θεώρησαν ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την όμορφη και θαρραλέα κόρη τους για να βγάλουν μερικά χρήματα. Άρχισαν λοιπόν να τη στέλνουν σε διάφορους διαγωνισμούς περιοδικών. Σε έναν από αυτούς, η Κλάρα κερδίζει και οι υπεύθυνοι τής υπόσχονται μια καριέρα στο σινεμά. Η μητέρα της έχει αντιρρήσεις, όμως ο πατέρας της επιμένει και αρχίζει να την πηγαίνει σε όλα τα γραφεία παραγωγής.
Σε κάποιους, η νεαρή κοπέλα φαίνεται αρκετά κοντή, σε άλλους κάπως παχουλή, και η μία απόρριψη διαδέχεται την άλλη. Μετά από πολλές προσπάθειες, τελικά καταφέρνει να γυρίσει μια ταινία, το «Beyond of Rainbow», αλλά όλες οι σκηνές της κόβονται στο μοντάζ.
Απογοητευμένη πια, αποφασίζει να τα παρατήσει και να ακολουθήσει τη συμβουλή της μητέρας της. Έτσι, πιάνει δουλειά σε ένα γραφείο, ώσπου το 1923 ένας παραγωγός τη βλέπει σε ένα περιοδικό και αποφασίζει να τη φωνάξει για κάστινγκ. Όταν έρχεται η ώρα να συναντηθούν, εκείνος απογοητεύεται γιατί δεν ήταν αυτό που φανταζόταν, όμως τελικά στο δοκιμαστικό τον πείθει και της δίνει έναν ρόλο στην ταινία «Κάτω στη θάλασσα στα πλοία».
Αυτή ήταν η αρχή μιας ανοδικής πορείας. Η γοητευτική Κλάρα με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια, γίνεται το απόλυτο It girl. Τα κορίτσια κόβουν κοντά τα μαλλιά τους, όπως εκείνη, αντιγράφουν το μακιγιάζ της και κοπιάρουν τις φιγούρες τη στο τσάρλεστόν. Έτσι, γίνεται η ενσάρκωση «αμερικανικού ονείρου», η ιέρεια των Flapper girls, των κοριτσιών από τη μεσαία τάξη που χειραφετούνται και ζουν τη ζωή τους, χορεύοντας ξέφρενα στα πάρτι, ως άλλες ηρωίδες του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Λέγεται ότι κάποια στιγμή λάμβανε 45.000 χιλιάδες γράμματα θαυμαστών την εβδομάδα, ενώ ακόμα και η τιμή της χένας με την οποία έβαφε τα μαλλιά της κόκκινα, εκτοξεύτηκε. Με έναν τρόπο λοιπόν, γίνεται μια από τις πρώτες influencers, πριν ακόμα εφευρεθεί ο όρος.
Οι προτάσεις πέφτουν βροχή και, παρόλο που κάποιοι κριτικοί δεν τη βλέπουν με κάλο μάτι, εκείνη κερδίζει τη συμπάθεια της εμβληματικής Λουέλλα Πάρσονς. Μέσα από τη στήλη της, που φιλοξενούσε κυρίως κουτσομπολιά, η αμείλικτη Πάρσονς, αν της έμπαινε κανείς στο μάτι, φρόντιζε να τον εξαφανίσει. Όμως η Κλάρα πέτυχε διάνα: χάρη στο νεανικό κοινό που την αγαπούσε ιδιαιτέρως, η σιδερά κυρία του Χόλιγουντ της έδειξε από την αρχή αδυναμία.
Εν τω μεταξύ, οι φήμες έδιναν και έπαιρναν για τους αμέτρητους εραστές της. Η κοινωνία, όμως δεν ανεχόταν μια γυναίκα να έχει προγαμιαίες σχέσεις, εκτός και αν επρόκειτο να παντρευτεί, οπότε η άτακτη Κλάρα που δεν μπορούσε να μπει στο καλούπι της συζύγου, έκανε τον έναν αρραβώνα πίσω από τον άλλο για να γλιτώνει τις κακεντρέχειες. Ένας μάλιστα από τους μνηστήρες της ήταν και ο Γκάρι Κούπερ.
Η έμπιστη γραμματέας της, Ντέιζι Ντεβό, αργότερα έγινε μια από τις μεγαλύτερες εχθρούς τους. Προσπαθούσε να την εκβιάσει, απειλώντας πως θα αποκάλυπτε τα σεξουαλικά της όργια, αλλά και τις ομοφυλοφιλικές της σχέσεις. Όμως, η Μπόου ήταν χρυσωρυχείο για τα στούντιο, που δεν άφησαν ανυπεράσπιστη την εκλεκτή τους. Έτσι άσκησαν όλες τις νόμιμες διαδικασίες εναντίον της Ντεβό, οδηγώντας τη στη φυλακή. Εκείνη, μετά από την αποφυλάκισή της, αποφάσισε να πάρει την εκδίκησή της. Μίλησε λοιπόν στην New York Post και φρόντισε να αμαυρώσει την εικόνα της πρώην εργοδότριάς της, κατηγορώντας την ακόμα και για κτηνοβασίες.
Έκτοτε, οι αποκαλύψεις για την προσωπική της ζωή πρωταγωνιστούσαν σε κάθε τεύχος του περιοδικού: ναρκωτικά, αλκοόλ, δημόσιο σεξ και έκλυτος βιος ήταν μόνο μερικοί από τους τίτλους που συνόδευαν κάθε φωτογραφία της. Παράλληλα με την έλευση του ομιλούντα κινηματογράφου, η ίδια δούλευε σκληρά για να ξεπεράσει τη φοβία του λόγου, πράγμα που ποτέ δεν κατάφερε απόλυτα. Πραγματικά, όλες οι συγκυρίες ήταν εναντίον της, οδηγώντας την στην απόλυτη καταστροφή.
Απελπισμένη, αποφασίζει να αποσυρθεί από τα φώτα της δημοσιότητας. Βέβαια ακόμα και τότε, ένα ακόμα σκάνδαλο την έπληξε ανεπανόρθωτα, όταν δημοσιεύτηκε μια φωτογραφία της, στην οποία φορούσε ένα καπέλο με μια σβάστικα, ενώ στο σακάκι της διαφαίνεται το ίδιο σύμβολο. Πολλοί την κατηγόρησαν ως συνεργάτη των Ναζί και μάλιστα έλεγαν πως αυτή τη φωτογραφία προέρχεται από μια συνάντησή της με τον ίδιο τον Χίτλερ το 1932. Η αλήθεια όμως είναι ότι η Κλάρα τράβηξε αυτή τη φωτογραφία, ενώ βρισκόταν στην Αμερική τον Απρίλιο του 1928. Τότε ακόμα, η σβάστικα ήταν απλώς ένα αρχαιοελληνικό σύμβολο ελπίδας και καλής τύχης και δεν είχε σχέση με το Τρίτο Ράιχ, γι' αυτό και εμφανιζόταν συχνά σε πολλά ρούχα.
Στη Γερμανία, είχε βρεθεί το 1932 για να προωθήσει την τελευταία ταινία που έκανε με την Paramount και πραγματικά συνάντησε τον Χίτλερ, ο οποίος υπήρξε φανατικός θαυμαστής της. Της χάρισε μάλιστα και ένα αντίτυπο από το βιβλίο του «Ο Αγών μου» με αφιέρωση: «Ελπίζω να το απολαύσετε και εσείς όσο και εγώ όταν το έγραφα». Η απάντησή της ήταν δηκτική και κάθε άλλο παρά φιλοναζιστική. Όπως αναφέρει και ο βιογράφος Ντέιβιντ Στεν, η Κλάρα τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια και είπε: «Τρέλα».
Βέβαια, η Μπόου ποτέ δεν είχε την εκτίμηση των παραγωγών της, που την έβλεπαν μόνο σαν έναν τρόπο να βγάζουν λεφτά και τίποτα άλλο. Πολλούς τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η ταπεινή καταγωγή της και γι’ αυτό φρόντιζαν να την υποτιμούν με κάθε τρόπο, αμείβοντάς την πολύ χαμηλότερα από κάθε άλλη συνάδερφό της. Επίσης, δεν την καλούσαν ποτέ στους κύκλους τους, οπότε εκείνη έκανε συνήθως παρέα με τους τεχνικούς και τις ενδύτριες.
Στα 26 της χρόνια, η καριέρα της είχε πάρει ήδη την κάτω βόλτα. Μετά από κάμποσες δίκες για φορολογικούς λόγους και κατακτώντας τον τίτλο της αντροχωρίστρας έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να επανακάμψει, αλλά δυστυχώς η τελευταία της ταινία τα πήγε χάλια στο box office.
Χάνοντας και την αγάπη του κοινού της, αποφάσισε να παντρευτεί έναν καουμπόη και να νοικοκυρευτεί. Από τον γάμο της απέκτησε δυο γιους, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ο σύζυγός της τότε την έκλεισε σε ψυχιατρική κλινική, όπου διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια, όπως ακριβώς και η μητέρα της. Μετά από άπειρα ηλεκτροσόκ και σκληρές θεραπείες, οι γιατροί της έδωσαν εξιτήριο, όμως ο άνδρας της την απομάκρυνε από τα παιδιά της και τη χώρισε, αφήνοντάς την απολύτως μόνη και συντετριμμένη. Εκείνη απομονώθηκε, έχοντας ως μοναδική συντροφιά μια νοσοκόμα, μέχρι την ημέρα που πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία εξήντα ετών.