«Ψάχνοντας τη Δήμητρα»
Ο δημοσιογράφος Γιώργος Πράτανος είχε κάνει την πρώτη συνέντευξη της Δήμητρας της Λέσβου. Πριν λίγες ώρες η σορός της αναγνωρίστηκε και ο δημοσιογράφος γυρίζει το χρόνο πίσω και θυμάται όσα είχε συζητήσει μαζί της.
Διανύαμε την τρίτη εβδομάδα του 2016 όταν και σήμανε συναγερμός στα γραφεία του People, επί της Κηφισίας -στη Φραγκοκλησιάς: η Άρτεμις Αβραμίδου, Photo Editor του περιοδικού, είχε εντοπίσει μια ανάρτηση στα social media ενός Βορειοευρωπαίου δημοσιογράφου, που είχε βρεθεί στη Λέσβο, για να καλύψει το Μεταναστευτικό. Στη συνέχεια το site pappaspost.com είχε πάρει τις φωτογραφίες, στις οποίες αποτυπωνόταν μια ευγενική φυσιογνωμία, με λευκά αραιά μαλλιά, ντυμένη με γυναικεία ρούχα που εμφανιζόταν να περπατά στους δρόμους της Συκαμιάς Λέσβου και είχε γράψει ένα άρθρο για εκείνη. Το επόμενο στοίχημα ήταν μπροστά μας!
Η ανεύρεση της Δήμητρας δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά η πρόκληση είναι ανάλογη της ανταμοιβής. Φοβόμουν μήπως είχε φοβηθεί από την υπερέκθεση, αν και το θέμα δεν είχε παίξει σε κάποιο ελληνικό site -από όσο θυμάμαι. Είχαν περάσει δύο αγωνιώδεις ημέρες, με αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα στα οποία πόνταρα στην ευγένεια αγνώστων, αλλά όλος αυτός ο κόπος είχε αποζημιωθεί τη στιγμή που έγραφα στην ατζέντα μου τον αριθμό του σταθερού τηλεφώνου της. Μου είχαν πει να επικοινωνήσω μαζί της μεσημέρι, «όταν θα έχει επιστρέψει από τη βόλτα».
«Μην την τρομάξεις» υπενθύμιζα στον εαυτό μου έχοντας κολλημένο το κινητό στο αυτί μου, τόσο μονότονα, όσο ο ήχος που άκουγα στο ακουστικό μου. Η συγκρατημένη φωνή της σαφώς και ήταν δείγμα του χαρακτήρα της, η δυσπιστία της για τις αγνές προθέσεις μου, επίσης κατανοητή. Έπειτα από μια συζήτηση περίπου πέντε λεπτών, στα οποία της ανέλυσα γιατί ήθελα να ακουστεί η ιστορία της -τότε ακόμη δεν γνώριζα την ιστορία της- και πως ο σεβασμός του περιοδικού στους ανθρώπους που κάνει συνέντευξη είναι αδιαπραγμάτευτος, δέχθηκε να προχωρήσουμε.
Για τη φωτογράφιση επιστρατεύθηκε η Όλγα Σαλιαμπούκου, μια ταλαντούχα φωτογράφος που θα πήγαινε από τη Μυτιλήνη στο σπίτι της, την επομένη. Το απερίγραπτο άγχος για να μην στραβώσει κάτι στη φωτογράφιση μετατράπηκε σε ανακούφιση όταν μου τηλεφώνησε με το τέλος της φωτογράφισης. «Ήταν ωραία» μου είπε και χάρηκα που προχωρούσαμε όπως το σχεδιάζαμε, κανονίζοντας τη συνέντευξη για το απόγευμα της επομένης, μετά τον απογευματινό της περίπατο. Πλέον, το νέο άγχος της δημοσιογραφικής ομάδας -ευτυχώς από άγχος δεν ξεμένουμε ποτέ- ήταν να τσεκάρουμε τις φωτογραφίες. Γνωρίζαμε πως η μπάρα των προσδοκιών θα πρέπει να τοποθετηθεί χαμηλά αφού φωτογραφίζαμε έναν φύσει ντροπαλό άνθρωπο, μη εξοικειωμένο σε φωτογραφίσεις. Ήλπιζα πως η Όλγα θα τον χαλάρωνε και θα αισθανόταν πιο άνετα, αναγνωρίζοντας την επαγγελματική μας προσέγγιση.
Η δικαίωση μας περίμενε το μεσημέρι, ανοίγοντας τους υπολογιστές μας. Οι υπέροχες φωτογραφίες αποζημίωσαν το στρες, ο κόπος δεν πήγαινε χαμένος και πλέον κάποιες ώρες πριν το τηλεφωνικό ραντεβού θα έπρεπε να γράφω ερωτήσεις. Μόνο που δεν γνωρίζω την ιστορία της, οπότε ρισκάρω να συζητήσω μαζί της, να αφήσω την κουβέντα μας να εξελιχθεί, παρόλο που πλέον γνωρίζω τη φυσιολογική συστολή του -πόσο εύκολο είναι να μιλάς σε έναν δημοσιογράφο που δεν έχεις απέναντί σου, δεν τον γνωρίζεις και να του διηγείσαι τη ζωή σου...
Στα πρώτα αμήχανα πέντε λεπτά της συζήτησης κατανοώ πως θέλει να μιλήσει, να μοιραστεί την ιστορία της, όχι γιατί έχει συναισθήματα που βράζουν μέσα της, δεν διαισθάνεσαι κάποια οργή στο λόγο της, αντιθέτως, έχει συμφιλιωθεί με τα γεγονότα, έχει κλείσει όλα αυτά τα κεφάλαια. Πιάνοντας την ιστορία από την αρχή, μου ξετυλίγει ένα κρεσέντο τραγικών στιγμιοτύπων, που κάνουν πλέον εμένα αμήχανο: Η φτωχική οικογένεια, ο πατέρας που πίνει και χτυπάει τη μητέρα, η ανεξήγητη έλξη προς το ίδιο φύλο, το εφηβικό της μπέρδεμα σχετικά με την ταυτότητά της και το συνεπαγόμενο αδιέξοδο που την οδηγεί σε απόπειρα αυτοκτονίας, όταν πλέον στοχοποιείται στην αρτηριοσκληρωτική κοινωνία της Πτολεμαΐδας -την έστειλαν εκεί για να ζήσει με τη γιαγιά της-, ο εγκλεισμός της σε ψυχιατρείο με πρωτοβουλία του πατέρα της, με πρόσχημα την επιθυμία της να κάνει επέμβαση αλλαγής φύλου, τα πέντε χρόνια που έζησε άστεγη στη Νέα Σμύρνη αφού δεν τη δέχθηκαν στο στρατό, όταν κλήθηκε να κάνει τη θητεία της.
Κόντρα στη δημοσιογραφική μου φύση, κάθε φορά που τέλειωνε μια ιστορία σκεφτόμουν, «εντάξει, φτάνει, δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο», αλλά εκείνη είχε και κάτι ακόμη, πιο ειδεχθές να διηγηθεί, παρατείνοντας δραματικά το λυτρωτικό «και ζήσαν αυτοί καλά». Η φωνή της κατά τη διάρκεια των διηγήσεων ήταν σταθερή, ο τόνος δεν παρέκκλινε, ούτε χρωματιζόταν, λες και ήταν ένας αποστασιοποιημένος αφηγητής μιας ζωής ενός άλλου. Οι ερωτήσεις μου αφορούσαν κυρίως τα συναισθήματά της προς τους άλλους, κυρίως τους γονείς της. «Φτωχοί άνθρωποι, αγράμματοι, δεν ήξεραν» μου επαναλάμβανε χωρίς να κουράζεται, την ώρα που εγώ έβραζα για τη συμπεριφορά προς το παιδί τους. Και το πίστευε πραγματικά, εξιστορώντας πως, τη δεύτερη απόπειρα αυτοκτονίας την έκανε όταν τους έχασε, σε απόσταση κάποιων μηνών, τον έναν μετά τον άλλον.
Μακριά από την επήρεια των χαπιών και των γονιών της, ζούσε μια νέα πραγματικότητα, σχεδόν ονειρώδη για εκείνη. Ντυνόταν όπως ήθελε, έκανε τις βόλτες της στο χωριό, άκουγε μουσική στη διαπασών και διάβαζε τους αγαπημένους της συγγραφείς, εκείνους που γνώρισε κατά τη διάρκεια της εφηβείας της και αποτελούσαν τους μόνιμους συνοδούς της τα μοναχικά βράδια της: Ζολά, Ντοστογιέφσκι, Μπαλζάκ... «Πιο πολύ με επηρέασε η Οδύσσεια του Καζαντζάκη. Είχα ένα 100φυλο τετράδιο που το είχα γεμίσει με αποσπάσματα της. Αναζητούσα το χαμένο Παράδεισο» μου έλεγε. Για πρώτη φορά είχε χρήματα και τα ξόδευε για τα δικά της γούστα: φορέματα, cd, βιβλία...
«Είμαι για πρώτη φορά ευτυχισμένη γιατί πλέον έχω αποδεχθεί τον εαυτό μου» μου είπε. «Και ξέρεις κάτι; Στην πραγματικότητα δεν συμβιβάστηκα ποτέ. Ούτε με ένοιαξε ποτέ τι θα πει ο κόσμος», μου είπε αποχαιρετώντας με απαγγέλοντας το ποίημα του Καβάφη «Όσο Μπορείς».
Δεν ξέρω πώς ορίζεται ο Άγιος ή ο Όσιος από την Εκκλησία, δεν είμαι σίγουρος πως θα ήθελε κι εκείνη έναν τίτλο που να περιέχει το «Αγία». Ίσως να χαμογελούσε αν της αποδίδαμε τον τίτλο, «Άγγελος».