Η Δήμητρα της Λέσβου ακόμα αγνοείται
Η τραγική ιστορία ενός ανθρώπου που ήθελε απλώς να γίνει ευτυχισμένος...
Γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου και αισθανόταν πάντα κορίτσι. Οι γονείς, άνθρωποι φτωχοί, που είχαν να αναθρέψουν πέντε παιδιά, της έδωσαν το όνομα Δημήτρης Καλογιάννης. Όταν ήταν δέκα ετών, την έδιωξαν κακήν κακώς και την έστειλαν να ζήσει με τη γιαγιά της στην Πτολεμαΐδα. Έναν χρόνο μετά, την έβαλαν σε ένα οικοτροφείο στην Καστοριά.
Στα 14 της, η Δήμητρα δεν αντέχει άλλο να ζει σε ένα ξένο σώμα και αποκαλύπτει στην οικογένειά της ότι είναι κορίτσι. Εκείνοι, όμως, πιστεύουν ότι το παιδί τους είναι άρρωστο. Ίσως δεν ήξεραν, ίσως κανείς δεν τους έκανε να καταλάβουν, ίσως δεν ήθελαν να καταλάβουν... Την κλείνουν λοιπόν σε ένα ψυχιατρείο κι ενώ όλα τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της απολαμβάνουν την ξεγνοιασιά της νεότητας, εκείνη είναι αναγκασμένη να ζει σε μια φυλακή.
Στην εφηβεία της, βαθιά πικραμένη κι αφού έχει δεχτεί την επίθεση ενός άνδρα στη θάλασσα που ήθελε να τη βιάσει, προσπαθεί να δώσει τέλος στη ζωή της. Κάνει την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας - θα ακολουθήσουν κι άλλες στη συνέχεια- μέχρι που τελικά αποφασίζει να το σκάσει και να έρθει στην Αθήνα.
Για εκείνον τον άνδρα, που για χρόνια την παρακολουθούσε, ποτέ δεν αισθάνθηκε μίσος, έλεγε μάλιστα πως είχε σκοτεινή ψυχή γιατί δεν είχε αγαπηθεί. Γιατί η Δήμητρα πάντα ήθελε να βλέπει το καλό στους άλλους, να ακουμπάει τις πληγές τους και να τις φροντίζει, με τη στοργή που εκείνη ποτέ δεν πήρε.
Στην Αθήνα, άστεγη περιπλανιέται σε μια ξένη πόλη, αναζητώντας την ελευθερία της για σχεδόν πέντε χρόνια. Κάνει σποραδικά κάποιες δουλειές, όμως, ούτε οι κάτοικοι της μοντέρνας πρωτεύουσας δεν μπορούν να ανεχτούν ότι απλώς ήταν διαφορετική.
Έτσι, στα 25 της επιστρέφει στο χωριό της, για να βρει την ζεστή αγκαλιά της μάνας της, που πάντα της είχε τρελή αδυναμία. Η οικογένειά της, όμως, της ρίχνει ψυχοφάρμακα στο φαγητό. Για εκείνους, η φύση της παραμένει πάντα μια αρρώστια που πρέπει να γιατρευτεί. Η «θεραπεία» όμως τη διαλύει.
«Οι γονείς μου, μου φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώο με τα φάρμακα.. Νόμιζαν όμως πως το έκαναν για το καλό μου, γι’ αυτό και τους συγχωρώ. Οι γονείς μου τώρα πια είναι στον παράδεισο και με καταλαβαίνουν, όπως δεν με κατάλαβαν ποτέ» θα πει σε κάποια συνέντευξή της.
Παρόλο που δεν πήρε την αγάπη που της άξιζε, στάθηκε στο πλευρό της μητέρας της, όταν εκείνη αρρώστησε βαριά, κι έμεινε κοντά της 25 χρόνια να τη φροντίζει αδιάλειπτα. Γιατί η Δήμητρα έχει καρδιά μικρού παιδιού, ξέρει να συγχωρεί και να καταλαβαίνει, ξέρει να μην κρίνει κι ας την έχουν κατακρίνει ουκ ολίγες φορές γι’ αυτό που είναι.
Μετά από τον θάνατο των γονιών της, που πέθαναν μέσα σε έξι μήνες και οι δυο, ένιωσε μια βαριά σκιά να φεύγει από πάνω της. Για πρώτη φορά, παραγγέλνει γυναικεία ρούχα, που πάντα της άρεσαν. Για τρία χρόνια, όμως, τα φοράει μόνο μέσα στο σπίτι. Εκεί όπως έχει πει, την έβλεπε μόνο ο Χριστός, ο μόνος που την καταλαβαίνει...
Κάποια μέρα αποφάσισε να βγει από το σπίτι με το φόρεμά της. Το χωριό δεν μπορεί να δεχτεί την αληθινή Δήμητρα. Κοροϊδίες, γέλια, χλευασμοί την ακολουθούν στις μοναχικές της διαδρομές, αλλά εκείνη δεν αντιδράει. Σιγά-σιγά μαθαίνουν να την αποδέχονται και την αφήνουν να ζει με τη μοναξιά της.
Όταν αργότερα το νησί κατακλύζεται από πρόσφυγες, εκείνη, γνωρίζοντας πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι εξόριστος από τον τόπο σου, από την πρώτη μέρα στάθηκε στο πλάι τους. Οι άνθρωποι αυτοί που αναζητούσαν ένα καλύτερο αύριο έγιναν η οικογένεια που πάντα ήθελε να αποκτήσει. Οι ξένοι φωτογράφοι που βρίσκονται στη Μυτιλήνη συγκινούνται με την παρουσία αυτή της γυναίκας, που με το ροζ της φόρεμα και την ευγένειά της βοηθάει όσους έχουν ανάγκη. Κάπως έτσι, η ιστορία της άρχισε να γίνεται γνωστή και επιτέλους η Δήμητρα έγινε ορατή.
«Είμαι ολομόναχη. Χωρίς φίλους και σύντροφο, χωρίς κάποιον να πω έστω δυο κουβέντες. Οι μόνοι άνθρωποι που μπορεί να μου μιλήσουν είναι τα παιδιά του χωριού» είχε εξομολογηθεί στο ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου «Ο Δημητράκης και η Δημητρούλα».
Εκεί αποκάλυψε πως ποτέ δεν είχε σχέσεις ερωτικές με κανέναν, μόνο πόθους που έμειναν ανεκπλήρωτοι. Παρηγοριά της η μουσική, οι άριες της Μαρίας Κάλλας και η Γκρέτα Γκάρμπο, η μεγάλη της λατρεία. Τα λιγοστά λεφτά της τα ξοδεύει σε φορέματα και άλμπουμ.
Οι γείτονες μετά βίας τη χαιρετούν, μόνο τα παιδιά του χωριού της μιλούν. Κι όμως, αυτά τα παιδιά που εκείνη έβλεπε σαν φίλους, ποτέ δεν την κατάλαβαν. Μια μέρα μπήκαν στο σπίτι της. Κάποιοι λένε ότι η ίδια τους είχε καλέσει, άλλοι πως είχαν βρει το κλειδί. Την έβαλαν να τραγουδάει και να χορεύει, φωνάζοντάς της «Δημητράκη, δώστα όλα. Θέλω να τσιρίζεις». Οι κάμερες από τα κινητά τους ανοιχτές, να καταγραφούν τον εξευτελισμό που της είχαν επιβάλλει. Αυτό το βίντεο αναρτήθηκε στα social media, καταρρακώνοντας τη Δήμητρα. Φορείς και οργανώσεις κινητοποιήθηκαν κι άρχισαν να ασχολούνται με την περίπτωσή της, όμως πια ήταν αργά. Εκείνη είχε πληγωθεί για ακόμα μία φορά.
Τρεις μήνες αργότερα σε άσχημη κατάσταση, κατέληξε στο ψυχιατρείο μέχρι που στις 6 Απριλίου εξαφανίστηκε. Από τότε αγνοείται. Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν τα «αστειάκια». Γιατί κάποιοι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν διαφορετικά από αυτό που προστάζουν τα πρέπει, γιατί κάποιοι άνθρωποι μπορούν να βρουν την ευτυχία εκεί που οι άλλοι βλέπουν μόνο «λάθη»...
Η Δήμητρα είναι σήμερα 64 ετών. Έχει γαλανά μάτια, ύψος 1,75μ και είναι αδύνατη. Την ημέρα που εξαφανίστηκε, φορούσε κόκκινο πουλόβερ και λευκό παντελόνι.
Εάν γνωρίζετε κάτι επικοινωνήστε με την υπηρεσία Silver Alert, όλο το 24ωρο, στην Εθνική Γραμμή SOS 1065.