Οριάνα Φαλάτσι: Η ατρόμητη Ιταλίδα δημοσιογράφος που κυνηγούσε την είδηση με κάθε κόστος
Πολεμική ανταποκρίτρια, μάχιμη φεμινίστρια και υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης, δημοσιογράφος και συγγραφέας με έντονη πολιτική θέση, η Οριάνα Φαλάτσι θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στη Φλωρεντία στις 29 Ιουνίου του 1929 και από μικρή δήλωνε πως θα γινόταν συγγραφέας, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στους γονείς της, οι οποίοι ονειρεύονταν για εκείνη μια καριέρα στην ιατρική.
Η οικογένειά της είχε έντονη δράση κατά του Μουσολίνι, πράγμα που και η ίδια ακολούθησε, όταν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προσχώρησε στην ιταλική Αντίσταση.
Το 1945, μετά από τον πόλεμο, έκανε το χατίρι των γονιών της που ήθελαν οι κόρες τους να έχουν ακαδημαϊκή μόρφωση και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή. Το όνειρο, όμως, της συγγραφής δεν το εγκατέλειψε εύκολα. Με τη βοήθεια του θείου της έπιασε δουλειά σε μια καθημερινή εφημερίδα της Ιταλίας, κάνοντας αστυνομικό ρεπορτάζ. Πολύ γρήγορα αρχίζει να δημιουργεί όνομα ως δημοσιογράφος. Μετά από το 1951, άρθρα της δημοσιεύονται σε πληθώρα ιταλικών περιοδικών, ενώ το 1958 κυκλοφορεί και το πρώτο της βιβλίο στα ιταλικά, «Τα 7 Αμαρτήματα του Χόλιγουντ» (I Sette Ρeccati di Hollywood), στο οποίο ο Όρσον Ουέλς έγραψε την εισαγωγή!
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 άρχισε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο ως ειδική ανταποκρίτρια του περιοδικού «Europeo». Μάλιστα, μια συλλογή από τα άρθρα αυτής της περιόδου κυκλοφόρησαν σε βιβλίο το 1964 με τον τίτλο «The Useless Sex: Voyage Around the Woman». Δύο χρόνια νωρίτερα (1962) είχε υπογράψει και το πρώτο της μυθιστόρημα, «Η Πηνελόπη στον Πόλεμο», ενώ άρχισε να κάνει μια σειρά από συνεντεύξεις που θεωρούνται πια ιστορικές. Το 1968 εκδίδεται το «The Egotists: Sixteen Surprising Interviews», όπου περιλαμβάνονται μερικές από αυτές. Στη συνέχεια, όμως, αποφάσισε να ασχοληθεί περισσότερο με τα παγκόσμια γεγονότα.
Πηγαίνει, λοιπόν, ως πολεμική ανταποκρίτρια στο Βιετνάμ, καλύπτει τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και κατόπιν στη νοτιοανατολική Ασία το 1967 (πόλεμος Ινδίας-Πακιστάν) και την επόμενη χρονιά βρίσκεται στην Πόλη του Μεξικού, για να καταγράψει τη γέννηση του φοιτητικού κινήματος. Στη διαβόητη Σφαγή στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών (Tlatelolco) το 1968, η Φαλάτσι δέχεται τις σφαίρες από τα κυβερνητικά όπλα που στράφηκαν εναντίον των διαδηλωτών, εμπειρία που θα μοιραστεί κατόπιν στο βιβλίο «Nothing, and So Be It».
Ατρόμητη και μαχητική, δεν υπολογίζει τον κίνδυνο και κυνηγάει την είδηση με κάθε κόστος. Αρχίζει να κάνει μια σειρά από συνεντεύξεις με πολιτικούς αρχηγούς, που φημίζονται για την επιθετικότητά τους. Σε αυτές, η Φαλάτσι εξωθούσε τους συνομιλητές της στα όριά τους και πολλές φορές κατάφερνε να αποσπάσει μια δήλωση-λαβράκι. Μεταξύ άλλων, είχε βρεθεί αντιμέτωπη με τον αντιπρόεδρο του Νότιου Βιετνάμ, Nguyen Cao Ky, τον ηγέτη της PLO, Γιάσερ Αραφάτ, και τον σάχη του Ιράν, Mohammad Reza Pahlavi, μέχρι τον καγκελάριο της Γερμανίας Βίλι Μπραντ και τον Αμερικανό πολιτικό Χένρι Κίσινγκερ, τον οποίο είχε ρωτήσει ευθέως, όπως έκανε πάντα: «Δεν νομίζετε, δρ. Κίσινγκερ, ότι ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν άχρηστος;», για να λάβει την αποστομωτική απάντηση: «Σε αυτό, θα συμφωνήσω!» Η παραδοχή του Κίσινγκερ είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Αμερική και θεωρείται ότι χάρη στη Φαλάτσι ισχυροποιήθηκε το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Όσο για τον Κίσινγκερ, δήλωσε αργότερα για τη συνέντευξη: «Ήταν η πιο καταστροφική συζήτηση που είχα ποτέ με οποιοδήποτε μέλος του Τύπου».
Με τον Αλέκο Παναγούλη, τον έρωτα της ζωής της, γνωρίστηκαν, όταν εκείνη αποφάσισε να του πάρει συνέντευξη. Ήταν 1973. Είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο του Βιετνάμ και ήθελε να συναντήσει τον άνθρωπο που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Αν και ήδη τότε είχε πάρει συνεντεύξεις από μεγάλες προσωπικότητες, όπως τον Νόρμαν Μέιλερ, τη δούκισσα της Άλμπα, τον Φεντερίκο Φελίνι και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, χρειάστηκε να βάλει μέσο για να προσεγγίσει τον Παναγούλη.
«Δεν επεδίωξα να σκοτώσω. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο» της λέει στην ιστορική εκείνη συνέντευξη, που έμελλε να γίνει και η αρχή ενός μεγάλου έρωτα. Στη συνέχεια, εκείνος την ακολούθησε στην Ιταλία. Πληθωρικές προσωπικότητες και οι δύο, διαφωνούσαν συχνά για πολιτικά ζητήματα, όμως πάντα έτρεφαν απεριόριστη εκτίμηση ο ένας για τον άλλον.
Έζησαν μαζί τρία χρόνια μέχρι τον θάνατό του Παναγούλη, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα την Πρωτομαγιά του 1976. Η Φαλάτσι έγραψε για εκείνον το βιβλίο «Ένας άνδρας». Κάθε χρόνο, την ημέρα του θανάτου του του έστελνε 37τριαντάφυλλα -τόσο ήταν όταν πέθανε- αλλά τον τάφο του δεν τον επισκέφτηκε ποτέ.
Οκτώ μήνες αργότερα θα χάσει και τη μητέρα της, η οποία επίσης έτρεφε μεγάλη αδυναμία στον «Αλέκο της». Πολλοί λένε μάλιστα ότι, ο πρόωρος χαμός του τη διέλυσε ψυχολογικά και την αρρώστησε. Η Φαλάτσι είχε πλέον χάσει τους δύο ανθρώπους της ζωής της. Έκτοτε, δεν προσπάθησε ποτέ να ξαναφτιάξει τη ζωή της.
Το 1975 γράφει ίσως το πιο συγκινητικό της κείμενο, το «Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ». Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι αυτός ο μονόλογος μιας νεαρής εργαζόμενης γυναίκας που αναρωτιέται αν είναι άξια να γίνει μητέρα, αποτελεί μια προσωπική της κατάθεση. Αυτό το βιβλίο άλλωστε θεωρείται το πλέον αυτοβιογραφικό της και πολλοί ισχυρίζονται δικαίως ότι φωτογραφίζει τη σχέση της με τον Παναγούλη.
Το 1979 εξασφάλισε μια συνέντευξη με τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, που θα έμενε στην Ιστορία. Σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, η Φαλάτσι ως γυναίκα θα έπρεπε να φοράει τσαντόρ. Έτσι, πράγματι εμφανίστηκε μπροστά στον Χομεϊνί και αμέσως, όπως συνήθιζε, τον ρώτησε για τον νόμο. Εκείνος της απάντησε ψυχρά πως δεν έχει τίποτα να πει πάνω σε αυτό. Η Φαλάτσι τότε, πέταξε το τσαντόρ κι εκείνος έξαλλος αποχώρησε από τη συνέντευξη. Την επόμενη μέρα όμως, ξανασυναντήθηκαν με τον όρο να μην τον ρωτήσει τίποτα για το θέμα του τσαντόρ. Φυσικά, η Φαλάτσι από το πρώτο λεπτό δεν τήρησε τη συμφωνία, κάνοντάς τον ηγέτη του Ιράν να ξεσπάσει σε γέλια. Οι συμμετέχοντες έκπληκτοι παρακολουθούσαν τη σκηνή, ενώ ο γιος του θυμάται πως ήταν η πρώτη και η μοναδική φορά που είχε δει τον πατέρα του να γελάει.
Τη δεκαετία του '80 οι περισσότεροι πολιτικοί την έτρεμαν και δεν δέχονταν να τη συναντήσουν. Τότε εκείνη αποφασίζει να αποτραβηχτεί από την πολιτική δράση και να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία.
Μετακομίζει στην Αμερική, συγκεκριμένα στο Μανχάταν, που θεωρούσε τη δεύτερη πατρίδα της, και γράφει συνεχώς. Μετά από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους, αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή της, εκδίδοντας το «Οργή και υπερηφάνεια », πράγμα που αποδείχτηκε ολέθριο.
Κριτικοί, αναγνώστες και διάσημοι συγγραφείς όπως ο Ουμπέρτο Έκο την επικρίνουν για ισλαμοφοβία και την κατηγορούν ότι σπέρνει το μίσος με τις ρατσιστικές της δηλώσεις κατά των Μουσουλμάνων. Εκείνη αναγκάζεται να γράψει ως απάντηση μια επιστολή, η οποία κάνει ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Δυστυχώς, αυτό το μισαλλόδοξο κείμενο έμελλε να κηλιδώσει την πορεία της και να αμαυρώσει τη φήμη της.
Ταυτόχρονα, δίνει μάχη με τον καρκίνο του μαστού. Συνεχίζει, όμως, να καπνίζει και να στέκεται σκωπτικά απέναντι στην αρρώστια, όταν ταλαιπωρημένη πια, αποσύρεται στη Φλωρεντία για να βρίσκεται κοντά στους δικούς της.
Πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου του 2006. Στον τάφο της υπάρχει η επιγραφή: «Οριάνα Φαλάτσι. Συγγραφέας».