Βερόνικα Γκέριν: Η μαχητική δημοσιογράφος που τόλμησε να τα βάλει με τη μαφία
Ήταν 26 Ιουνίου του 1996 όταν η αγωνίστρια Ιρλανδή δημοσιογράφος Βερόνικα Γκέριν δολοφονήθηκε μέσα στο αυτοκίνητό της στους δρόμους του Δουβλίνου από το καρτέλ των ναρκωτικών. Έτσι το όνομά της έγινε συνώνυμο της μαχόμενης δημοσιογραφίας, καθώς η Γκέριν πάλεψε επί χρόνια ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα και αγωνίστηκε να αποδείξει τη σχέση τους με την εξουσία. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Ιρλανδοί την θεωρούν εθνική τους ηρωίδα και γυναίκα-σύμβολο.
Τη δεκαετία του ΄90 η ατρόμητη Βερόνικα μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Dublin Sunday Independent», αψηφώντας τους κινδύνους αλλά και τις απειλές που δεχόταν, έκανε μια ενδελεχή έρευνα ώστε να αποκαλύψει πώς δρούσαν οι βαρόνοι του εγκλήματος και πώς διαπλέκονταν με το νόμιμο κράτος.
Η μαχητική της προσωπικότητα όμως φάνηκε από τα παιδικά της χρόνια. Γνωστή με το παρατσούκλι «Ρόνι» γεννήθηκε στο Δουβλίνο και μεγάλωσε σε μια πενταμελή οικογένεια. Φοίτησε σε καθολικά σχολεία και διακρίθηκε για τις αθλητικές της επιδόσεις σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ, δύο αθλήματα που αγαπούσε και υποστήριζε πάντα.
Στη συνέχεια σπούδασε οικονομικά στο φημισμένο Trinity College, και εργάστηκε στο λογιστικό γραφείο του πατέρα της μέχρι το 1983. Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας της πεθαίνει και η ίδια αποφασίζει να εγκαταλείψει τη λογιστική και να ιδρύσει τη δική της εταιρία δημοσίων σχέσεων.
Εφτά χρόνια αργότερα, αναλαμβάνει την πρώτη της θέση ως συντάκτρια, αν και ποτέ δεν σπούδασε δημοσιογραφία, καθώς το πάθος της για την αλήθεια δεν την άφηνε σε ησυχία. Στην αρχή εργάστηκε στο οικονομικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Dublin’s Sunday Business Post» και κατόπιν αναλαμβάνει θέση δημοσιογράφου στη «Sunday Tribune» του Δουβλίνου.
Το 1994 ξεκινάει τη συνεργασία της ως ρεπόρτερ με την «Dublin Sunday Independent», μια εβδομαδιαία εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στη χώρα. Περίεργα εγκλήματα που συμβαίνουν κεντρίζουν το ενδιαφέρον και αρχίζει τις έρευνές της. Τα πύρινα άρθρα της για το οργανωμένο έγκλημα την κάνουν γνωστή διεθνώς, ενώ η ίδια δεν δίστασε να τα βάλει ακόμα και με την αστυνομία κατηγορώντας τις Αρχές για ανεπάρκεια.
Τολμηρή και επίμονη ζούσε κυριολεκτικά στους δρόμους, έκανε το αυτοκίνητό της γραφείο, προσπαθώντας να αποκαλύψει ένα διεφθαρμένο σύστημα που έφτανε μέχρι τα υψηλά κλιμάκια της κυβέρνησης. Η Γκέριν έγινε ο φόβος των υπόπτων, που έτρεμαν στις ερωτήσεις της. Η ίδια συνήθιζε να στρατοπεδεύει κυριολεκτικά έξω από τα σπίτια όσων ήθελε να πάρει συνέντευξη, προκειμένου να του αποσπάσει κάποια δήλωση. Μάλιστα, έπειθε αρκετούς μικρούς εγκληματίες να της δίνουν πληροφορίες, και συχνά βάφτιζε τις πηγές της με περίεργα παρατσούκλια, όπως ο «Πιγκουίνος», ο «Καλόγερος» ή ο «Προπονητής».
Η δράση της ενόχλησε πολλούς και τον Οκτώβριο του 1994 δυο σφαίρες πέρασαν το παράθυρο του σπιτιού, την ώρα που εκείνη ήταν μέσα και έπαιζε με τον μικρό της γιο. Ένα μήνα πριν είχε δημοσιεύσει ένα αποκλειστικό ρεπορτάζ σχετικά με τη ζωή του βαρόνου των ναρκωτικών, που η ίδια αποκαλούσε «Στρατηγό» και οποίος είχε βρεθεί νεκρός στο αυτοκίνητό του, όπως δηλαδή θα συνέβαινε και στην ίδια δύο χρόνια αργότερα.
Τον Ιανουάριο του 1995 επιστρέφοντας στο σπίτι βρίσκεται και πάλι τετ α τετ με έναν πληρωμένο εκτελεστή, που την πυροβόλησε στο μηρό, αν και αρχικά της είχε στρέψει το πιστόλι στον κρόταφο. Η Γκέριν μπορούσε να τον αναγνωρίσει, όμως τελικά ο μυστηριώδης άνδρας που της χάρισε τη ζωή δεν συνελήφθη ποτέ. Το πιθανότερο όμως ήταν ότι είχε εμπλοκή με την υπόθεση μιας ληστεία 4,4 εκατ. δολαρίων κοντά στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, τη μεγαλύτερη σε λεία υφαρπαγή μετρητών στην εγκληματική ιστορία της Ιρλανδίας που επίσης είχε ξεσκεπάσει η Γκέριν.
Εκείνη νοσηλεύεται στο νοσοκομείο αλλά μόλις παίρνει το εξιτήριό της, υποχρεώνει τον σύζυγό της να την πάει σε όλους τους εγκληματίες που γνώριζε προκειμένου να περάσει το μήνυμα ότι παραμένει στις επάλξεις.
Τον Σεπτέμβριο του 1995, επισκέπτεται έναν πρώην κρατούμενο και «βαρόνο» των ναρκωτικών, τον Τζον Γκίλιγκαν, στη φάρμα του για να τον «ανακρίνει». Αυτό που τον πίεζε να μάθει ήταν πώς μπορούσε να διατηρεί τον πλούσιο τρόπο ζωής του χωρίς εμφανή εισοδήματα. Εκείνος της έσκισε το πουκάμισο, προκειμένου να την ελέγξει για κοριούς και τη χτύπησε βάναυσα. Σε τηλεφώνημά του μάλιστα τις προσεχείς ημέρες, ενώ εκείνη βρισκόταν στο νοσοκομείο, την απειλεί ανοιχτά ότι θα σκοτώσει, αν δημοσίευε οτιδήποτε γι’ αυτόν. Η Γκέριν όμως έδειχνε ατρόμητη, καθώς όπως συνήθιζε να λέει «δεν είναι και πολύ εύκολο να σκοτώσουν κάποιον που ξέρουν καλά».
Τον Δεκέμβριο του 1995 κερδίζει το περίφημο βραβείο International Press Freedom Award από το Committee to Protect Journalists για το συνολικό της έργο.
Όμως τελικά οι απειλές αποδείχθηκαν βάσιμες καθώς το απόγευμα της 26ης Ιουνίου του 1996 ένας άνδρας πέρασε ξυστά από το αυτοκίνητό της και την πυροβόλησε εν ψυχρώ. Κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι η Γκέριν έπεσε εν ώρα καθήκοντος και ο θάνατός της δημιούργησε αίσθηση στην Ιρλανδία. Στην κηδεία της συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου, οι υπεύθυνοι της «Sunday Independent» ανακοίνωσαν λίγο αργότερα ότι οι δημοσιογράφοι που δούλευαν πάνω σε επικίνδυνες υποθέσεις θα είχαν καλύτερη φύλαξη, ενώ στο ιρλανδικό κοινοβούλιο άρχισαν συζητήσεις για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος και των νόμων που έπρεπε να ψηφιστούν για τη διευκόλυνση της αστυνομίας στη σύλληψη των βαρόνων του υποκόσμου.
Η ζωή της έγινε και ταινία το 2003 από τον πρόσφατα εκλιπόντα Τζόελ Σουμάχερ με την Κέιτ Μπλάνσετ στον ομώνυμο ρόλο.