Ορφέας Αυγουστίδης: «Το νέος και ωραίος είναι για λίγο. Μετά έρχονται άλλα»
Ευγενής, ευαίσθητος, παραδοσιακός: Ο Ορφέας Αυγουστίδης ήθελε να γίνει σκηνοθέτης του σινεμά. Έγινε όμως ηθοποιός και σε κάθε νέα του δουλειά ξεδιπλώνει πτυχές του ταλέντου του. Είναι 35 χρόνων και οπαδός της ΑΕΚ. Ζει στον Κεραμεικό.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μέναμε στο κέντρο, στα Εξάρχεια, στον Λόφο του Στρέφη, για πολλά χρόνια. Σχολείο πήγα στο 5ο. Ήμουν λίγο αντιδραστικός -από τους αλήτες που είναι και καλά παιδιά, με καλές σχέσεις με τους καθηγητές. Η κυρία Μαριάνθη Οικονόμου, η καθηγήτριά μου των μαθηματικών, έρχεται ακόμα στις παραστάσεις και δίνουμε μια ζεστή αγκαλιά. Ήμουν μέτριος μαθητής. Έδωσα τυπικά πανελλήνιες.
Οι μνήμες μου είναι συγκεχυμένες ανάμεσα στην ζωή μας και την δουλειά των γονιών μου (σ.σ. οι ηθοποιοί Ντίνος Αυγουστίδης και Μαρία Τζομπανάκη). Τα θυμάμαι όλα μαζί, μπλεγμένα. Θυμάμαι να πηγαίνω σε γυρίσματα μικρός, στο “Ρίχτερ Μιούζικ”, πριν το “Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή”, όπου πήγαινα φουλ, θυμάμαι τον πατέρα του να μιλάει στο τηλέφωνο με ανθρώπους της δουλειάς ή να βλέπω το “Κάμπινγκ” στην τηλεόραση που έπαιζε ο μπαμπάς. Άλλωστε οι γονείς μου γνωρίστηκαν στο “Γυμνό κορίτσι”…»
«Ήμασταν δεμένη οικογένεια. Κάποια στιγμή, εγώ πήγαινα στο Γυμνάσιο, οι γονείς μου χώρισαν. Δεν το βίωσα τραυματικά. Σίγουρα όμως μέσα στο χρόνια διαχειρίζεσαι τον τρόπο που έγιναν κάποια πράγματα και, αν θέλεις, γνωρίζεις ξανά τους γονείς σου. Εγώ το ήθελα και το έκανα. Έχω πολύ καλές σχέσεις με τον καθένα τους και χαίρομαι γι΄αυτό. Προφανώς και περάσαμε κόντρες και αντιθέσεις –ποια οικογένεια δεν περνά αντίστοιχα πράγματα;
Εχω μία αδελφή, τεσσάρων ετών, από την πλευρά του πατέρα μου. Τη λένε Αλκυώνη Αυγουστίδη –εγώ της έδωσα αυτό το όνομα. Όχι, όταν εγώ ήμουν μικρός δεν θεωρούσα το δικό μου όνομα ωραίο».
Κινούμαι σε ένα χλιαρό level δημοσιότητας -τόσο όσο
«Δεν ξέρω αν ήταν αυτονόητο για την οικογένειά μου ή αργότερα για το επαγγελματικό περιβάλλον, αλλά όσο μεγαλώνω βλέπω ότι είναι δύσκολο να ξεφύγεις: Γιατί αν σου αρέσει αυτή η δουλειά βλέποντάς την από μέσα, τότε σου αρέσει πολύ. Γιατί το από μέσα δείχνει όλες τις αποχρώσεις. Μικρός πάντως δεν είχα αυτή την αίσθηση. Ήθελα να γίνω σκηνοθέτης στο σινεμά και μόνον. Κι αυτό είχε να κάνει πιο πολύ ότι μεγάλωσα περνώντας όλα τα καλοκαίρια μέσα στο θερινό σινεμά που είχε ο πατέρας μου –το σινέ Αμόρε στην αρχή (σ.σ. πάνω από το ομώνυμο μετέπειτα θέατρο) και αργότερα το σινέ Ψυρρή, δύο σινεφίλ κινηματογράφοι».
«Οι γονείς μου ήταν πάντα δίπλα μου στις επιλογές μου. Όταν ήμουν στο Λύκειο, μου είχαν κάνει δώρο μια πολύ καλή κάμερα και έκανα τότε την πρώτη, μικρού μήκους, ταινία μου. Πήγα στο Φεστιβάλ Δράμας και ξεκίνησα σε μια ιδιωτική σχολή. Παίζοντας στα ταινιάκια των συμφοιτητών μου ένοιωθα χάλια. Αναρωτιόμουν πως αυτό που εύκολα δίνεις οδηγία στους άλλους, δεν μπορείς να το κάνεις ο ίδιος. Έτσι σκέφτηκα να πάω στην Δραματική του Εθνικού, ώστε να καταλάβω τι είναι αυτό που με δυσκολεύει και να συμπληρώσω τις σπουδές μου.
Σκεφτόμουν ότι “αν περάσω”, αξίζει τον κόπο, κι “αν δεν περάσω”, δεν τρέχει και τίποτα. Ζήτησα από τους γονείς μου να μην ασχοληθούν καθόλου. Διάβασα, προετοιμάστηκα. Μου άρεσε γιατί με δυσκόλευε. Πέρασα στην πρώτη φάση όχι όμως και στην δεύτερη».
«Εκείνη την περίοδο δούλευα ως κομπάρσος σε μια οπερέτα στην Λυρική. Με έτρωγε όμως το θέμα της σχολής. Έψαχνα να βρω τα πρώτα κλειδιά για να μπω στην διαδικασία του θεάτρου. Την επόμενη χρονιά έδωσα εξετάσεις στην σχολή της Νέλλης Καρρά -μπήκα. Παράλληλα δούλευα στο μπαρ του μαγαζιού που είχε τότε ο πατέρας μου, την “Κουζίνα” στου Ψυρρή. Μόλις είχα κλείσει τα 19. Εκεί σύχναζε ο Νίκος Περράκης. Ένα βράδυ με ρώτησε αν η μάνα μου μιλάει τα κρητικά κι αν θα μπορούσε να μου τα μάθει -έψαχνε ηθοποιό στην καινούργια του ταινία. Μου έδωσε το σενάριο και μου είπε να πάω για δοκιμαστικά. Τον ρόλο είχε αναλάβει αρχικά ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Επειδή όμως τα γυρίσματα μετατέθηκαν και εκείνος δεν μπορούσε, έκαναν πάλι οντισιόν. Η μάνα μου είχε γελάσει πολύ με το σενάριο.
Εκανα τα δοκιμαστικά. Με πήραν. Ούτε είχα αγχωθεί ούτε τίποτα. Δεν είχα καν αποφασίσει ότι θα γίνω ηθοποιός κι ας ήμουν πρωτοετής στην δραματική, ενώ συνέχιζα και στην σχολή σκηνοθεσίας. Αποφάσισα να το κάνω και να το χαρώ. Μου άρεσε η διαδικασία του σινεμά. Είχα τρέλα με τα making off των ταινιών και γι΄αυτό αγόραζα dvd που τα περιείχαν. Οπως αγόραζα και βιβλία για το σινεμά. Είχα πάθει εμμονή. Την ταινία την ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Θυμάμαι όμως ότι στα γυρίσματα κάποιοι συνάδελφοι μου έκαναν buylling γιατί δεν είχα τελειώσει την σχολή. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Κι ενώ σιγά-σιγά είχα πια αποφασίσει ότι θα γίνω ηθοποιός, το πήρα πολύ στα σοβαρά και έκανα κάτι άλλο, υποδυόμουν τον ηθοποιό. Ευτυχώς το κατάλαβα και έπαψα να το κάνω… »
Μπορεί να είμαι και λίγο ευαισθητούλης, δεν ξέρω
«Εχω μεγάλη αδυναμία στην Κατερίνα Ευαγγελάτου με την οποίο δουλέψαμε πέρυσι στην “Κωμωδια των Περεξηγήσεων” και νωρίτερα στον “Ρήσο” του Ευριπίδη. Μου έδωσε κάτι που δεν θα μου έδιναν άλλοι. Με άφησε ελεύθερο, με εμπιστεύθηκε. Κι αυτό με συγκινεί πολύ.
Νομίζω ότι γύρω στα 26-27 άρχισα να δουλεύω με τον δικό μου τρόπο. Να σέβομαι τις αναφορές μου, να σκέφτομαι τον λόγο που κάνω κάτι, να ψάχνω από πού τροφοδοτούμαι, ποιους ηθοποιούς θαυμάζω, ποιες ταινίες ονειρεύομαι, ποια έργα. Κι όλα αυτά τα αγκάλιασα μαζί με τον εαυτό μου και με πολλή δουλειά. Αυτές οι δεκαετίες, των 20 και των 30, απαιτούν να αντιμετωπίζεις τις αδυναμίες σου, να μην φοβάσαι να τις παραδεχτείς και να δουλεύεις».
«Τα πρώτα χρόνια στο θέατρο δούλεψα με την Ελένη την Ράντου, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον. Στη “Νύχτα Ραδιοφώνου” μου έδωσε έναν μη προφανή ρόλο, όχι ζεν πρεμιέ. Κι εκείνη όπως και ο Περράκης δεν με πήγαν στα αυτονόητα. Αντιθέτως οι ρόλοι απαιτούσαν φαντασία, απελευθέρωση, κάτι από μένα. Είναι δύο στιγμές που επανήλθαν πολλά χρόνια μετά στην ζωή μου. Μεσολάβησε μια περίοδος που ήμουν πολύ κλειστός, σαν να υπήρχε κάτι ανάμεσα στο συναίσθημα και το μυαλό.
Αν δεν είχα βγει στο θέατρο με την προστασία της Ελένης, αλλά με θιάσους σαν αυτούς που συνάντησα αργότερα, μπορεί να είχα βάλει την ουρά κάτω από τα σκέλια και να είχα εξαφανιστεί. Μπορεί να είμαι και λίγο ευαισθητούλης, δεν ξέρω. Αυτή η δουλειά και η έκθεση που την συνοδεύει, αν δεν συνδέεσαι ολοκληρωτικά, είναι αφόρητη και μπορεί να σε κάνει πολύ δυστυχισμένο. Μπορεί να σε βυθίσει σε σκοτάδια που μετά θα σε βολεύει να μην φωτίσεις ποτέ, γιατί θα έχεις την ψευδαίσθηση ότι θα τροφοδοτείσαι από αυτά.
Η δημοσιότητα, στην αρχή, με ξάφνιασε. Νομίζω ότι δεν αποσυντονίστηκα. Ούτε αργότερα. Κινούμαι σε ένα χλιαρό level δημοσιότητας -τόσο όσο».
«Ναι έχω δύο ωραίους γονείς αλλά εγώ στο σχολείο ούτε ήμουν ούτε αισθανόμουν ωραίος. Ήμουν ψηλός αλλά ήθελα να είμαι κοντός και καμπούριαζα –σωστός έφηβος. Είχα ελιές στο πρόσωπο και θεωρούσα ότι ήμουν τέρας. Γι΄αυτό και έβγαζα μπροστά μια κόντρα.
Εντάξει όταν με βάζουν στους ωραίους με κολακεύει, αλλά ως εκεί. Άλλωστε το νέος και ωραίος είναι για λίγο. Μετά έρχονται άλλα. Ούτε τώρα διαλέγω ρόλους ζεν πρεμιέ. Θέλει επιμονή για να αντισταθείς.
Νευρίαζα όταν μου πρότειναν ρόλους του γκόμενου. Γιατί το “όχι” συνοδεύεται από πολλά –όχι σε δημοσιότητα, λεφτά, ευκαιρίες, κάποιοι θα το πάρουν στραβά. Έχω πει πολλές φορές όχι στην τηλεόραση, όχι γιατί την σνομπάρω αλλά γιατί δεν με ενδιέφερε αυτό που μου πρότειναν. Αλλά δεν συνέπεσα με την καλή της εποχή. Η γενιά μου, οι 35ρηδες, δεν γίναμε γνωστοί από την τηλεόραση. Ευτυχώς, πρόλαβα “Το Νησί”, μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Πριν είχα κάνει μια σειρά στη ΝΕΤ».
Έχω ένστικτο, ίσως να είμαι και πιο αθώος από αυτό που χρειάζεται
«Με την Κρήτη έχω πολλές σχέσεις. Όλοι μου οι συγγενείς, από την πλευρά της μητέρας μου είναι από εκεί. Γέννημα-θρέμμα κρητικιά εκείνη, με τρεις αδελφούς, οπότε κι εγώ έχω πολλά ξαδέλφια και πολύ αγαπημένα. Πάω συχνά. Από την πλευρά του μπαμπά μου έχω μόνον έναν πρώτο εξάδελφο –οι γονείς του ήταν πρόσφυγες.
Μου αρέσουν οι οικογενειακές συνάξεις. Ναι έχω κάτι το παραδοσιακό και όσο περνάει ο καιρός το αγκαλιάζω και το απολαμβάνω. Μου αρέσει η ζεστασιά, το τραπέζι με κόσμο, να τσουγκρίζουμε την ρακή, το κρασί, αγάπη, φαγητό, μεγάλες κουβέντες. Δεν το ζούσα στο σπίτι αυτό, ήμασταν μόνον τρεις, κι εγώ ο καλομαθημένα κακομαθημένος, ένα ήσυχο παιδί, όχι κακότροπος. Φίλους έχω από παλιά. Με τον κολλητό μου, τον “αδελφό” που λέμε, είμαστε μαζί από την πρώτη γυμνασίου. Είμαι άνθρωπος κυρίως των στενών σχέσεων, μου αρέσει να με ακούει κάποιος, πέρα από την σύντροφό μου. Δύσκολα θα ζητήσω βοήθεια, αλλά αυτό είναι δική μου αναπηρία. Κι όσο περνάνε τα χρόνια δηλώνω λίγο παραπάνω την φάση μου, όταν έχω ανάγκη από λίγη προσοχή. Με τους γονείς μου συζητάμε πολύ κι έχω σχεδόν καθημερινή επαφή και με τους δύο –κι εγώ τους αναζητώ, κι εκείνοι εμένα. Θέλω όλο και περισσότερο να καταλαβαίνουν πόσο τους έχω στο μυαλό μου.
«Ναι, με ενδιαφέρει να κάνω οικογένεια και παιδιά. Και θα έλεγα πως είμαι στον δρόμο αυτόν. Δεν είμαι άνθρωπος που κάνει δηλώσεις για τα προσωπικά του, αλλά ναι, όσο περνάει ο καιρός τα σκέφτομαι όλα αυτά και μόνο με την σκέψη κάτι μέσα μου ετοιμάζεται. Είμαι, μάλλον, παραδοσιακός. Μένουμε μαζί με την σύντροφό μου. Μαγειρεύω πολύ –δέκα φορές εγώ, τρεις εκείνη. Αυτές είναι αξίες που αλλιώς τις αξιολογείς μικρότερος κι αλλιώς μεγαλώνοντας. Νομίζω ότι τα τελευταία πέντε χρόνια, θα έλεγα, ότι έχει ανοίξει μέσα μου χώρος για άλλα πράγματα, πιο ζεστά, που έχουν να κάνουν με την συντροφικότητα, την ερωτική αλλά και των φίλων, την σχέση με τους γονείς και την οικογένεια. Μια αποδοχή πραγμάτων και ανθρώπων, κάτι που μαλακώνει και σου επιστρέφεται. Κι αυτό αναζητώ και στην δουλειά μου».
Μ΄αρέσει μια παράσταση να σου αλλάζει την διάθεση και όχι μόνον την σκέψη
«Ο καλλιτέχνης αυτό που είναι κάθε στιγμή, αυτό εκπέμπει. Αλλά όταν το σώμα βλέπει κάτι ύποπτο, κλείνει κι εγώ εμπιστεύομαι αυτά τα σήματα. Έχω ένστικτο, ίσως να είμαι και πιο αθώος από αυτό που χρειάζεται. Παλιότερα προστατευόμουν περισσότερο για να γλιτώσω. Τώρα πια όχι, γιατί λέω ότι δεν πειράζει. Εμπιστεύομαι και την ικανότητά μου στους ελιγμούς, περισσότερο από το να προφυλάγομαι.
Ονειρεύομαι την συμμετοχή σε ένα θέατρο που έχει μέσα παραμύθι και δεν φοβάται να το δείξει. Και με ενδιαφέρει να απευθύνεται στην ψευδαίσθηση που δημιουργούν και τα παραμύθια και το σινεμά, και όχι μόνον στο μυαλό. Μ΄αρέσει μια παράσταση να σου αλλάζει την διάθεση και όχι μόνον την σκέψη.
Απολαμβάνω να παίζω αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τις επιλογές σου. Πάντα θες να παίξεις και με καινούργιους ανθρώπους, να δώσεις, να πάρεις. Όπως στην μαγειρική. Ξέρεις να μαγειρεύεις πάρα πολύ καλά, ή έτσι νομίζεις, και ξαφνικά βρίσκεσαι δίπλα σε κάποιον που έχει σκεφτεί κάτι που δεν έχεις εσύ σκεφτεί ποτέ. Κι αυτό εσύ μπορείς να το χρησιμοποιήσεις με τον τρόπο σου. Αλλά δεν μπορείς να θεωρείς σ΄αυτές τις δουλειές ότι είσαι πολύ καλός, ότι τώρα έγινες κάποιος… Χρειάζεται συνέχεια ανακάτεμα, συμμετοχή, προσοχή, άνοιγμα κι άλλο άνοιγμα, κι αν ξανακλείσεις, να περιμένεις την επθυμία να ρισκάρεις για να πας μπροστά. Ετσι είναι. Αν ρισκάρω; Οχι. Γιατί όταν έρχεται, είναι πιο πολύ ανάγκη παρά ρίσκο. Αλλά το ρίσκο-ρίσκο, με δυσκολεύει».
Ο Ορφέας Αυγουστίδης παίζει στις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά με τους Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Αθηνά Μαξίμου, Αιμίλιο Χειλάκη, Δημήτρη Πιατά κ.ά. Στο θέατρο Βεάκη.