Σίλβια Μπιτς -Η εμβληματική Αμερικανίδα που άνοιξε το διασημότερο βιβλιοπωλείο του Παρισιού, Shakespeare and Company
«Εκείνη την περίοδο δεν είχαμε λεφτά για να αγοράζουμε βιβλία. Δανειζόμουν βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη Shakespeare and Company, τη βιβλιοθήκη -βιβλιοπωλείο της Sylvia Beach, στον αριθμό 12 της οδού Οντεόν. Ήταν μια όαση χαράς πάνω σε εκείνο τον παγωμένο, ανεμόδαρτο δρόμο, με μια μεγάλη σόμπα το χειμώνα, τραπέζια και ράφια με βιβλία, καινούρια βιβλία πλάι στο παράθυρο, και στους τοίχους φωτογραφίες διάσημων συγγραφέων, πεθαμένων και ζωντανών».
Με αυτές τις γραμμές, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ περιγράφει στην περίφημη Κινητή Γιορτή του, το βιβλιοπωλείο που σημάδεψε όσο κανένα άλλο τη λογοτεχνική ζωή του Παρισιού.
«Η Σίλβια είχε ένα ζωηρό, καλοσμιλεμένο πρόσωπο, μάτια καστανά, αεικίνητα σαν των μικρών ζώων και χαρωπά σαν των μικρών κοριτσιών, και κυματιστά καστανά μαλλιά χτενισμένα πίσω, ώστε να μην κρύβουν το φίνο μέτωπό της και κομμένα σε μια ίσια γραμμή ακριβώς πάνω απ΄ τα αυτιά, παράλληλη με τον γιακά του βελούδινου καφέ σακακιού που φορούσε», συνεχίζει.
Η Σίλβια δεν ήταν άλλη από την Σίλβια Μπιτς, τη δυναμική ιδιοκτήτρια του Shakespeare and Company και «μαία του λογοτεχνικού μοντερνισμού», όπως την αποκαλούσαν.
Ακόμη και αν, εκ πρώτης ανάγνωσης, η εικόνα μιας νεαρής Αμερικανίδας με δικό της βιβλιοπωλείο στο Παρίσι των 20s μοιάζει κάπως πρωτότυπη, στην πραγματικότητα η Μπιτς δεν ήταν η μόνη. «Διόλου κακή, η ζωή μιας βιβλιοπώλισσας στο Παρίσι!» έγραφε ένας οδηγός της πόλης με τίτλο Paris is a Woman’s Town που κυκλοφόρησε το 1929.
Πράγματι, η λογοτεχνική ζωή του Παρισιού εκείνης της εποχής εκτυλισσόταν ανάμεσα σε διαφορετικούς και συχνά αλληλένδετους κύκλους συγγραφέων, μεταφραστών, βιβλιοπωλών και εκδοτών, κριτικών, αναγνωστών και επιμελητών, ανάμεσα στους οποίους και αρκετές γυναίκες. Όμως οι περισσότερες είχαν διαμεσολαβητικό ρόλο και ήταν ελάχιστες εκείνες οι οποίες τελικά έφτασαν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην λογοτεχνική παραγωγή της εποχής, όπως έκαναν η Σίλιβια Μπιτς και η Γερτρούδη Στάιν.
Η Σίλβια Μπιτς μεγάλωσε στη Βαλτιμόρη ως κόρη Πρεσβυτεριανού πάστορα. Η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι για τρία χρόνια και έπειτα εγκαταστάθηκε στο Νιού Τζέρσεϊ. Η Σίλβια θα επιστρέψει στην Ευρώπη αρκετές φορές, θα ζήσει για λίγο στην Ισπανία και θα δουλέψει στον Ερυθρό Σταυρό. Τα τελευταία χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μετακομίζει μόνιμα στο Παρίσι, σπουδάζοντας λογοτεχνία και διδάσκοντας περιστασιακά.
Ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά της «στέκια» θα την επηρεάσει καθοριστικά -το βιβλιοπωλείο La Maison des Amis des Livres στο νούμερο 7 της οδού Οντεόν, στην καλλιτεχνική rive gauche. Η ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου, Αντριέν Μονιέ, μία επίσης νεαρή γυναίκα, και μία από τις πρώτες ιδιοκτήτριες βιβλιοπωλείου στο Παρίσι, υποδέχεται τη Σίλβια και τη γνωρίζει στους κύκλους των Γάλλων συγγραφέων και διανοούμενων. Οι δυο τους θα γίνουν ζευγάρι και θα παραμείνουν μαζί μέχρι την αυτοκτονία της Μονιέ το 1955.
Με παρότρυνση της Μονιέ, και με τα 3.000 δολάρια που της έστειλε η μητέρα της, η Σίλβια Μπιτς ανοίγει το 1919 το Shakespeare and Company στο νούμερο 8 της οδού Dupuytren. Δύο χρόνια αργότερα, λόγω της επιτυχίας του, θα μεταφερθεί στο νούμερο 12 της οδού Οντεόν όπου θα γνωρίσει την χρυσή περίοδο ακμής του.
Η φόρα που είχαν εξασφαλίσει στην Μπιτς οι καλές σχέσεις της με τους γαλλικούς λογοτεχνικούς κύκλους, έδωσε στο Shakespeare and Co, που άνοιξε αρχικά σαν αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο και δανειστική βιβλιοθήκη, την ώθηση που χρειαζόταν. Ο Αντρέ Ζιντ το επισκέφθηκε την πρώτη ημέρα και γράφτηκε στη δανειστική βιβλιοθήκη. Τα βιβλία Βρετανών, Σκωτσέζων και Αμερικανών συγγραφέων στο πρωτότυπο προσέλκυαν τους Γάλλους συγγραφείς που ήθελαν να εξερευνήσουν νέες φωνές, ενώ οι αγγλόφωνοι συγγραφείς το έβλεπαν σαν προνομιακό πεδίο προώθησης της δουλειάς τους.
Σταδιακά, το βιβλιοπωλείο θα γίνει στέκι όλων των Αμερικανών συγγραφέων που κατέφθαναν διαδοχικά στο Παρίσι, απογοητευμένοι από την Ποτοαπαγόρευση και τον αμερικάνικο συντηρητισμό και γοητευμένοι από την υπόσχεση μιας ξέφρενης ζωής γεμάτης έμπνευση, αλκοόλ και καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Τζέιμς Τζόυς (που λειτουργούσε σαν ατραξιόν για τους νέους συγγραφείς της εποχής), ο Έζρα Πάουντ, ο Σέργουντ Άντερσον και ο Σκοτ και η Ζέλντα Φιτζέραλντ θα βρουν στο Shakespeare and Co. και στο διαμέρισμα της Γερτρούδης Στάιν το δικό τους καλλιτεχνικό σπίτι, που τους εξασφάλιζε συζητήσεις, ανταλλαγές ιδεών, νέα αναγνώσματα αλλά και εποικοδομητική κριτική.
«Όλοι αυτοί οι συγγραφείς, ο Χέμινγουεϊ και ο Τζόυς σχεδόν ζούσαν μέσα στο βιβλιοπωλείο, σχεδόν δεν μπορούσα να δουλέψω», θυμάται. Ο Λουί Αραγκόν την επισκεπτόταν στο βιβλιοπωλείο και της διάβαζε τα ποιήματά του, όπως και ο Πωλ Βαλερύ αλλά και ο Σάμιουελ Μπέκετ, άρτι αφιχθείς στο Παρίσι έγινε μέλος της «παρέας»,
Δείτε εδώ μια συνέντευξη της Σίλβια Μπιτς στα 75 της, στην οποία μιλά με τρομερή διαύγεια και μπρίο.
«Κανένας από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει δεν μου φέρθηκε ποτέ τόσο άψογα όσο εκείνη. Ντρεπόμουν πολύ την πρώτη φορά που μπήκα στο βιβλιοπωλείο και δεν είχα μαζί μου αρκετά χρήματα για να γραφτώ στη δανειστική βιβλιοθήκη. Εκείνη μου είπε ότι μπορούσα να πληρώσω την προκαταβολή όποτε είχα λεφτά και μου έφτιαξε μια κάρτα και μου επέτρεψε να πάρω όσα βιβλία ήθελα. Δεν είχε κανένα λόγο να με εμπιστευτεί. Όμως εκείνη ήταν απολαυστική, γοητευτική και εγκάρδια και πίσω της στον τοίχο, από το πάτωμα ίσαμε το ταβάνι και συνεχίζοντας ως την πίσω αίθουσα που έβγαζε στην εσωτερική αυλή του κτηρίου, υπήρχαν ατελείωτα ράφια από τον θησαυρό της βιβλιοθήκης της», γράφει ο Χέμινγουει.
«Δεν θα ξαναπεράσετε και πολύ σύντομα, αν είναι να τα διαβάσετε όλα αυτά", είπε η Σίλβια.
-Θα περάσω για να σας πληρώσω, είπα. Έχω κάποια χρήματα.
-Δεν το εννοούσα έτσι, είπε. Μπορείτε να πληρώσετε όποτε σας βολεύει. Μην διαβάζετε και πάρα πολύ γρήγορα, είπε».
Το γεγονός που εκτόξευσε τη φήμη του Shakespeare and Co και εκτός συνόρων, πάντως, ήταν η έκδοση του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς το 1922.
Η Σύλβια Μπιτς γνώρισε τον Τζόυς στο πάρτυ του Γάλλου ποιητή Αντρέ Σπιρ, στο οποίο δεν ήταν καν καλεσμένη. Εκείνη την περίοδο ο Τζόυς είχε μόλις μετακομίσει στο Παρίσι με την οικογένειά του, ακολουθώντας τις προτροπές του καλού του φίλου Έζρα Πάουντ. «Με τι ασχολείστε;», τη ρώτησε. «Έχω ένα βιβλιοπωλείο», απάντησε εκείνη. «Δώστε μου τη διεύθυνση».
Πράγματι, ο Τζόυς επισκέφθηκε το βιβλιοπωλείο μετά από λίγες ημέρες. Το μακροσκελές μυθιστόρημα είχε ως τότε καταφέρει να δημοσιευτεί σε σειρές στο αμερικάνικο φιλολογικό περιοδικό The Little Review (που επίσης εξέδιδε μια γυναίκα ονόματι Μάργκαρετ Άντερσον). Ωστόσο, θεωρήθηκε προκλητικό και τόσο η Άντερσον όσο και μία ακόμη συντάκτρια παραπέμφθηκε σε δίκη για δημοσιεύματα με άσεμνο περιεχόμενο. Έτσι, ο Οδυσσέας είχε επί της ουσίας απαγορευτεί στην Αμερική πριν καν κυκλοφορήσει.
Μια μέρα, ο Τζόυς επισκέφθηκε το βιβλιοπωλείο κρατώντας το τελευταίο τεύχος του Little Review. «Βλέπεις, αυτό απαγορεύτηκε τώρα και το βιβλίο μου δεν θα εκδοθεί ποτέ«, είπε και κάθισε στηρίζοντας το κεφάλι του στα χέρια του. «Θέλεις να το εκδώσω εγώ;», τον ρώτησε τότε η Μπιτς. «Θα το ήθελα», της απάντησε.
Βέβαια, παρά το πυροτέχνημα της έκδοσης του Οδυσσέα, οι σχέσεις της Σίλβια Μπιτς με τον Τζόις δεν απορρόφησαν τους κραδασμούς που προέκυψαν από το δίπολο «χρήματα -εκδοτική διαχείριση». Σε μια επιστολή που του έγραψε, αλλά δεν του έστειλε ποτέ, η οποία επισυνάπτεται σε παράρτημα του σχετικού βιβλίου, φαίνεται να αφήνει κατά μέρος το ευγενικό, χαρωπό ύφος της. «Η αγάπη και ο θαυμασμός μου για εσάς είναι απεριόριστα, αλλά άλλη τόση είναι και η δουλειά που φορτώνετε στους ώμους μου», ενώ σε άλλο σημείο φέρεται να γράφει «είμαι φτωχή και κουρασμένη». Λίγο αργότερα, ο Τζόυς (χωρίς καν να έχει λάβει την επιστολή) στράφηκε στη Χάριετ Γουίβερ, μια Βρετανίδα ακτιβίστρια και αρθρογράφο, που ανέλαβε να τον στηρίξει οικονομικά.
Το Shakespeare and Company παρέμεινε στο επίκεντρο της λογοτεχνικής δράσης του Παρισιού μέχρι το 1941, όταν η πόλη βρισκόταν ήδη υπό γερμανική κατοχή. Μια μέρα, ένας Γερμανός στρατιώτης μπήκε στο βιβλιοπωλείο και ζήτησε την Αγρύπνια των Φίννεγκαν του Τζόυς, που η Μπιτς είχε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου. «Αυτό είναι το τελευταίο αντίτυπο που υπάρχει στο Παρίσι, δεν μπορείτε να το πάρετε», του απάντησε, «έτσι κι αλλιώς εσείς δεν ξέρετε καν τον Τζόυς». Εκείνος απάντησε ότι στη Γερμανία θαύμαζαν πολύ τον Τζόυς, και έφυγε θυμωμένος.
Μετά από λίγες μέρες, ο στρατιώτης επέστρεψε, αλλά το βιβλίο είχε εξαφανιστεί από τη βιτρίνα. «Το κράτησα για μένα», του είπε. «Θα περάσουμε το απόγευμα να κατασχέσουμε όλα τα βιβλία σου. Θα μου το πουλήσεις έστω τώρα;» τη ρώτησε. «Όχι βέβαια, ελάτε», του είπε. Τότε, η απίστευτη Μπιτς «σήκωσε» όλο το βιβλιοπωλείο μέσα σε δύο ώρες και με τη βοήθεια των φίλων της μετέφερε όλα τα βιβλία σε ένα άδειο διαμέρισμα στους επάνω ορόφους. Μάλιστα, ξήλωσε ακόμη και τα ράφια του βιβλιοπωλείου, ώστε οι στρατιώτες να μην βρουν τίποτα.
Μετακόμισε στο μικρό δωματιάκι πάνω από το βιβλιοπωλείο και λίγο αργότερα, οι Γερμανοί την έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζί με άλλες Αμερικανίδες γυναίκες. Μετά από ένα εξάμηνο, επέστρεψε στο Παρίσι. Το Shakespeare and Co, ωστόσο, δεν άνοιξε ποτέ ξανά.
To 1951, ένα όμορφο βιβλιοπωλείο άνοιξε στο νούμερο 37 τηςRue de la Bûcherie, υπό τη διεύθυνση του επίσης Αμερικανού Τζορτζ Γουίτμαν. Πήρε το όνομα Shakespeare and Co. προς τιμήν του αυθεντικού, ενώ ο Γουίτμαν ονόμασε την κόρη του Σίλβια. Για μια ακόμη φορά, ο τίτλος Shakespeare and Co. προσέλκυσε μια νέα γενιά συγγραφέων και διανοούμενων, όπως οι εκπρόσωποι της μπιτ γενιάς Άλεν Γκίνσμπεργκ και Ουίλιαμ Μπάροουζ, αλλά και ο Χούλιο Κορτάσαρ, ο Τζέιμς Μπόλντουιν, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και η Αναϊς Νιν.
Σήμερα, εκατομμύρια τουρίστες (βιβλιόφιλοι και μη) από όλο τον κόσμο κάνουν μια απαραίτητη «στάση» στο Shakespeare and Co. -σε απόλυτα προνομιακή από τουριστικής άποψης τοποθεσία, κοντά στην Παναγία των Παρισίων.
Τραβούν φωτογραφίες, ανεβαίνουν στο μικρό δωματιάκι με τον καναπέ, κάθονται για λίγο στο καλαίσθητο, μοντέρνο καφέ που έχει πλέον ανοίξει δίπλα στο βιβλιοπωλείο και φεύγουν με την πάνινη tote bag με το χαρακτηριστικό γαλάζιο σχέδιο. Είναι αμφίβολο το πόσοι γνωρίζουν ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη τοποθεσία του και πόσοι γνωρίζουν την ύπαρξη της Σίλβια Μπιτς.
Πάντως, η μυστηριώδης μαγνητική δύναμη που το βιβλιοπωλείο συνεχίζει να ασκεί στους ανθρώπους ανά τον κόσμο, μοιάζει να δικαιώνει τη θρυλική ιδρύτριά του.