Μαρίνα Σάττι: «Ναι, έχω μακριά νύχια, έχω και πράγματα να πω»
Η Μαρίνα Σάττι έχει κερδίσει ίσως την πιο απαιτητική πίστα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Έχει βρει τη φωνή της, ένα στιλ μόνο δικό της, που δεν μοιάζει με κανένα.
Από τα πανηγύρια στα χωριά της Κρήτης, στις αίθουσες του Εθνικού Ωδείου και από εκεί στο prestigious Berklee της Βοστώνης, από τα αραβικά τραγούδια και την κρητική λύρα στις όπερες του Μότσαρτ και την jazz, με ένα σύντομο αλλά επιτυχημένο πέρασμα από τις μεγάλες θεατρικές σκηνές της Αθήνας, η ταλαντούχα μουσικός επέστρεψε στις ρίζες της και έφτιαξε μια μουσική που χωράει μέσα της όλες τις αναφορές της.
Λίγες μέρες μετά την εκρηκτική συναυλία της στον Κήπο του Μεγάρου και πριν ανέβει στη σκηνή της Μονής Λαζαριστών για να παρουσιάσει το πρώτο άλμπουμ της “YENNA”, η μουσικός και τραγουδίστρια αφηγείται τη ζωή της στο Bovary και μιλά για την παράδοση, τα παιδικά της καλοκαίρια στο Σουδάν, την αγάπη της για τη μουσική και την αξία του να πατάς "στοπ" και να ακούς πραγματικά τον εαυτό σου.
«Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στην Αθήνα. Κάτι που έμαθα σχετικά πρόσφατα, είναι ότι ο πατέρας μου, όταν έφυγε από το Σουδάν για να σπουδάσει, πέρασε πρώτα από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία. Δεν του άρεσε, έφυγε και κατέληξε στην Αθήνα. Δούλεψε ένα χρόνο για μάθει τη γλώσσα και μετά άρχισε να σπουδάζει στην Ιατρική. H οικογένεια της μαμάς μου έχει καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Οι παππούδες μου γεννήθηκαν στην Κρήτη και γνωρίστηκαν σε μια προσφυγική γειτονιά στο Ηράκλειο. Η γιαγιά μου η Μαρίνα, από την οποία πήρα το όνομά μου, έχει μια φοβερή ιστορία. Οι γονείς της γιαγιάς μου ήταν μορφωμένοι και εκείνη επρόκειτο να σπουδάσει. Όμως, πέθανε ο πατέρας της όταν ήταν 9 χρονών και έτσι άφησε το σχολείο και ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα κλωστοϋφαντουργείο. Πριν καν ενηλικιωθεί, έπιασε τον εργοστασιάρχη και του είπε “εγώ δεν θέλω να είμαι υπάλληλος, δώσε μου λίγο εμπόρευμα να το πουλήσω και θα σου φέρω τα χρήματα πίσω”. Έτσι, άρχισε να πουλάει ρούχα παράλληλα με το κλωστοϋφαντουργείο, και όταν μάζευε τα χρήματα, τους τα πήγαινε από μόνη της. Ο εργοστασιάρχης είπε μια μέρα στον επιστάτη “όταν έρχεται η Μαρίνα, θα της δίνεις ό,τι ζητάει και εκείνη όταν έχει τα χρήματα θα τα φέρνει από μόνη της, την εμπιστευόμαστε”. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός μαγαζιού με ρούχα και υφάσματα, που το είχαν οι παππούδες μου και το έζησα και εγώ όλα τα χρόνια που πέρασα στην Κρήτη».
«Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα. Πήγα σε αγγλόφωνο σχολείο, όπου μπορούσες να επιλέξεις και μια δεύτερη γλώσσα -εγώ έκανα αραβικά. Οι συμμαθητές μου εκεί ήταν κυρίως παιδιά διπλωματών που άλλαζαν χώρα συχνά. Έτσι, έκανα όλη την πρώτη δημοτικού στα αγγλικά το πρωί και το απόγευμα στα ελληνικά, με τη μητέρα μου στο σπίτι. Στη δευτέρα δημοτικού, κατεβήκαμε στην Κρήτη και συνέχισα σε ελληνικό δημοτικό. Έχω επίσης φοβερές αναμνήσεις από τις οικογενειακές διακοπές στο Σουδάν, όπου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι και παίζαμε».
«Δεν ξέρω ακριβώς τι σκεφτόταν η γειτονιά και τα σόγια, αλλά στην αρχή τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Δηλαδή, η μαμά μου πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει και επέστρεψε με έναν άνθρωπο που ήταν μαύρος στο δέρμα και είπε “αυτός είναι ο μέλλοντας σύζυγός μου”. Το έχω ξαναπεί, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που η γιαγιά μου έβλεπε μαύρο άνθρωπο από κοντά. Το σκέφτομαι σήμερα και λέω “πόσο respect στη μαμά μου, τι θεότητα!”. Σχόλια υπήρχαν ναι, μου έχει πει ιστορίες η μητέρα μου ότι, στην αρχή, περπατούσε ο πατέρας μου στο δρόμο και έβγαιναν κάποιοι στα μπαλκόνια και έλεγαν πράγματα. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο κόσμος γενικώς «λέει». Απλώς επειδή ο μπαμπάς μου ήταν πολύ καλός γιατρός, έκανε θεραπεία πόνου και βοηθούσε κόσμο από όλη την Κρήτη, όχι απλά ήταν περιθωριοποιημένος, αλλά θυμάμαι κόσμο να τον ευχαριστεί και να τον ευγνωμονεί. Θυμάμαι ότι δεν έπαιρνε και χρήματα σε κάποιες περιπτώσεις, οπότε μας καλούσαν συνέχεια σε διάφορα χωριά να μας κάνουν το τραπέζι».
«Πολύς κόσμος έχει ακούσει σχόλια για την εμφάνιση ή τη συμπεριφορά του, αλλά αυτό που σε πειράζει είναι αυτό για το οποίο εσύ ο ίδιος αισθάνεσαι μια ανασφάλεια. Τώρα που με ρωτάς, θυμάμαι ότι τα χρόνια του σχολείου, εκτός από το χρώμα του δέρματός μου, μου έλεγαν και για τα σιδεράκια μου. Στο λύκειο που διάβαζα, πήρα 20 κιλά -έχω ακούσει σχόλια και για αυτό. Και όχι απαραίτητα πάντα κακοπροαίρετα. Και στη δουλειά το έχω ακούσει «να χάσεις μερικά κιλά». Αυτό όμως που θυμάμαι περισσότερο, που μου έμενε εμένα, είναι τα σχόλια για αυτό που με διαφοροποιούσε ουσιαστικά, αυτό που δεν μπορούσα να αλλάξω: την καταγωγή μου, το επίθετό μου. Όλοι στην Κρήτη είναι «-άκης» και εγώ ήμουν Σάττι, και το έγραφα με γιώτα. Αυτό ήταν το κομμάτι στο οποίο διέφερα πραγματικά από τους άλλους».
«Με τη μουσική ξεκίνησα από νωρίς. Ο μπαμπάς μου είχε κάποια όργανα στο σπίτι -ένα πληκτράκι και κρουστά. Πρέπει να είχε κάποια κλίση σε αυτό, θυμάμαι κάποιες φορές έπιανε ένα τουμπερλέκι που είχαμε στο σπίτι και έπαιζε. Εγώ έπαιζα στο πιανάκι, έβγαζα διάφορα τραγούδια και τα έλεγα στη μαμά μου, η οποία με πήγε στη δασκάλα πιάνου. Στο σχολείο δεν ήμουν σε κάποιο συγκρότημα. Υπήρχαν δύο μπάντες -η μία έπαιζε ελληνική ροκ και η άλλη ξένη. Εγώ ήλπιζα να μπω σε κάποια αλλά σήμερα καταλαβαίνω ότι δεν υπήρχε περίπτωση -ήταν μόνο αγόρια που έπαιζαν ροκ. Τότε δεν τραγουδούσα ακόμα, αντίθετα με έβαζαν να παίζω πιάνο και να συνοδεύω τις άλλες τραγουδίστριες. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή πήρα μέρος σε έναν μαθητικό μουσικό διαγωνισμό και είχα αποφασίσει εκτός από το να παίξω πιάνο, να τραγουδήσω. Τότε, μια καθηγήτριά μου, μου είπε ότι θα ήταν καλύτερα να πάω μόνο ως πιανίστα. Σκέφτηκα τότε ότι ίσως τελικά δεν έχω τόσο καλή φωνή. Παράλληλα, έλεγα συνέχεια ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, το είχα καραμέλα. Τότε η μαμά μου μου πρότεινε να δώσω για την αρχιτεκτονική, και εγώ σκέφτηκα ότι θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να πάω στην Αθήνα να σπουδάσω ηθοποιός».
«Μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου ήμουν άριστη μαθήτρια. Μετά χώρισαν οι γονείς μου και τα παράτησα λίγο και ήμουν πολύ μάγκισσα.Έβγαινα, ακόμα και καθημερινές, πήγαινα στο φροντιστήριο και γυρνούσα τρεις ώρες μετά. Παράλληλα, όπως και πάντα στη ζωή μου, είχα και μια πειθαρχία. Δεν έχω καπνίσει ποτέ στη ζωή μου, ούτε τότε ούτε ποτέ. Αυτό που λες ότι βγαίνει στη μουσική μου, έρχεται από την ίδια μου τη ζωή. Έχω κάνει κλασικό τραγούδι, θα πάω να ακούσω μια όπερα και θα συγκινηθώ και μετά στο αμάξι θα βάλω χιπ χοπ στη διαπασών. Ίσως έχει να κάνει με το ότι μεγάλωσα σε ένα σπίτι ανοιχτό, ότι από την πρώτη δημοτικού μάθαινα την ύλη σε τρεις γλώσσες, ότι η μητέρα μου παντρεύτηκε τον πατέρα μου».
«Στη δευτέρα και στην τρίτη λυκείου κάθισα και διάβασα. Ήταν η πρώτη φορά που αφοσιώθηκα σε κάτι, δόθηκα ολοκληρωτικά. Σκεφτόμουν ότι ότι θα πάω στην αρχιτεκτονική, στο Πολυτεχνείο και ταυτόχρονα θα πάω σε μια δραματική σχολή. Το πήρα απόφαση. Γύρω στις 10 -11 το βράδυ, όταν είχαν τελειώσει όλα, σχολεία, φροντιστήρια, είχε κλείσει η τηλεόραση, και όλοι κοιμούνταν, καθόμουν στο γραφείο μου και το επόμενο τρίωρο ήταν αποκλειστικά “για μένα”. Έλυνα τις ασκήσεις με τους δικούς μου ρυθμούς, έκανα επαναλήψεις. Ότι δεν καταλάβαινα, άνοιγα το λυσάρι των μαθηματικών και έλεγα στον εαυτό μου “έλα τώρα να δούμε πώς το λύνει”. Ήταν μια μοναχική διαδικασία και τα κατάφερα, πέρασα στην αρχιτεκτονική Αθήνας. Στα μαθήματα κατεύθυνσης έγραψα πάνω από τα 19, αλλά στα γενικής κάτι 11άρια».
«Η φοιτητική ζωή στην Αθήνα ξεκίνησε με μαθήματα στο Πολυτεχνείο και άραγμα στα Εξάρχεια. Στην αρχή πήγαινα στη σχολή. Από το πρώτο τρίμηνο μπλέχτηκα με διάφορα θεατρικά και στο δεύτερο έτος γράφτηκα στο Εθνικό Ωδείο. Όσο έμπαινα πιο βαθιά στη μουσική, τόσο έβγαινα από την αρχιτεκτονική. Στο τρίτο έτος, σταμάτησα να πηγαίνω. Δεν μπορώ να πω ότι είχα ιδιαίτερη φοιτητική ζωή -οι φίλες μου από το σχολείο πήγαιναν διακοπές, ταξίδια στην Ευρώπη, κι εγώ διάβαζα μουσική. Γράφτηκα στο ωδείο, ξεκίνησα να κάνω κλασικό τραγούδι με τον δάσκαλο που έχω μέχρι σήμερα, τον Πάνο Δήμα. Κάναμε ρεπερτόριο σοπράνο κολορατούρας. Έδωσα εξετάσεις για μια κλασική υποτροφία, πίστευα ότι θα πάω στη Βιέννη και θα κάνω όπερα. Όμως δεν είχα πραγματικά αφιερωθεί σε αυτό, δεν είχα το lifestyle που απαιτεί μια τέτοια πορεία. Δεν την πήρα. Παράλληλα, εκτός από το κλασικό, στο ωδείο έκανα και τζαζ. Κέρδισα τότε μια υποτροφία για το Berklee College of Music (σ.σ. Ένα από τα πιο σημαντικά μουσικά πανεπιστήμια για τζαζ στον κόσμο), αλλά την έβαλα στην άκρη, να κάθεται».
«Το 2009 μου πρότειναν από την ΕΡΤ να συμμετέχω ως τραγουδίστρια σε μια ευρωπαϊκή big band που δημιουργούταν κάθε χρόνο, με μουσικούς από διαφορετικές χώρες. Συναντηθήκαμε στη Δανία, όπου κάναμε πρόβες για καμιά εβδομάδα. Εκεί γνώρισα μουσικούς από άλλες χώρες που ήταν σε κολλέγια και πανεπιστήμια, και ένιωσα για πρώτη φορά ότι μιλούσαν μεταξύ τους μια κοινή γλώσσα, την οποία εγώ ακόμη δεν μιλούσα. Όταν μετά τις πρόβες κάναμε μια μικρή περιοδεία σε ευρωπαϊκές χώρες, είπα “εδώ κάτι γίνεται. Αυτό πρέπει να το ζήσω”. Έστειλα email στο Berklee. Γύρισα από την περιοδεία Ιούνιο και τέλη Αυγούστου έφυγα για Βοστώνη. Μπήκα σε mood “τα παρατάω όλα και φεύγω”».
«Στο Berklee, έζησα το ίδιο πράγμα. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο σε μια μουσική κοινότητα. Μια κοινότητα ανοιχτή σε ιδέες και σε μη μουσικές ιδέες, ο καθένας έφερνε κάτι δικό του. Ένα παρόμοιο συναίσθημα με το αγγλικό σχολείο που πήγαινα μικρή, με παιδιά από διαφορετικές χώρες, το ίδιο συναίσθημα που είχα στις διακοπές στο Σουδάν. Είχα καλούς φίλους από τη Βουλγαρία, την Παλαιστίνη, το Λίβανο, τη Μαλαισία και από χώρες της Λατινικής Αμερικής. Είχα ξεκινήσει και εγώ και μάθαινα λίγα ισπανικά και ταυτόχρονα τραγουδούσα Bill Evans και Wayne Shorter. Με ρωτούσαν τότε οι φίλοι μου, πώς είναι τα ελληνικά σαν γλώσσα, πώς είναι η μουσική στη χώρα μου. Και είπα στον εαυτό μου “είσαι από την Ελλάδα και το Σουδάν. Μην προσπαθείς να ζήσεις κάτι άλλο”. Είναι σαν να έπρεπε να φύγω γεωγραφικά πιο μακριά από τις ρίζες μου για να ξαναβρώ τον πυρήνα μου. Αποφοίτησα με πτυχίο στην ενορχήστρωση και τη μουσική παραγωγή».
«Όσο ήμουν στο Berklee, έπρεπε κάπως να δουλέψω. Είχαν προτείνει σε μια φίλη μου από την Κύπρο να τραγουδήσει σε ένα ελληνικό εστιατόριο και μου είπε ότι έψαχναν άλλη μια κοπέλα. Τελικά πήγαμε μαζί, και εγώ τραγουδούσα εκεί και για τον επόμενο χρόνο. Ήταν ένα ελληνικό εστιατόριο αρκετά έξω από τη Βοστώνη. Τα Σάββατά μου, λοιπόν, έτσι -πήγαινα εκεί και τραγουδούσα. Χορεύαμε συρτάκι και καλαματιανά, μας πετούσαν μονοδόλαρα. Το γλέντι τελείωνε όμως πάντα νωρίς, θυμάμαι γύρω στη μία. Σκούπιζαν το πάτωμα, έβαζαν τα χρήματα σε στίβες, τα μετρούσαμε και τα μοιράζαμε.Τρώγαμε και κανένα ντολμαδάκι, γιουβαρλάκι από την κουζίνα και γυρνούσαμε. Ήταν μια φούσκα που άνοιγε μόνο τα Σάββατα και ό,τι και να έλεγα στους φίλους από τη σχολή δεν θα το περιέγραφε ακριβώς. »
«Γιατί γύρισα από την Αμερική; Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καταλάβει ακριβώς. Ήταν μάλλον μια απόφαση της στιγμής. Το πλάνο για πολλούς από τους συμφοιτητές μου εκεί ήταν να πάνε στη Νέα Υόρκη και να κάνουν πρακτική. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο ειδυλλιακά όσο ακούγονται. Οι περισσότεροι φίλοι μου δούλευαν όλη μέρα σε άσχετες δουλειές για να μπορούν να πληρώνουν τα χίλια δολάρια του ενοικίου και μια στο τόσο να βρίσκουν χρόνο να ασχολούνται με τη μουσική. Σκεφτόμουν ότι θα γυρίσω και αν θελήσω να ξαναφύγω, θα φύγω. Πάντα το είχα αυτό σαν ανοιχτό ενδεχόμενο».
«Γύρισα λοιπόν και άρχισα να δουλεύω στα θέατρα, σε παραστάσεις, σε μιούζικαλ. Κι όμως, μέσα μου περνούσα μια κρίση. Μετά από 3-4 χρόνια είπα στον εαυτό μου “ποιο είναι το πρόβλημά σου; τι είναι αυτό που σε κρατάει και δεν το χαίρεσαι; τι σου λείπει;”. Αντικειμενικά έκανα αυτό που έλεγα πάντα ότι ήθελα να κάνω -έκανα θέατρο, είχα προτάσεις. Στο μεταξύ όμως, είχα γίνει κάτι άλλο. Έτσι, έκανα ένα βήμα πίσω, είπα ότι δεν έχω υποχρέωση απέναντι σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό μου, στο να είμαι χαρούμενη. Ως τότε, έκλεινα τη μία δουλειά μετά την άλλη γιατί έτσι είναι αυτά, δεν μπορείς να πεις όχι, γιατί έχουμε κρίση και την επόμενη σεζόν μπορεί να μην έχεις δουλειά, τώρα σε μαθαίνει ο κόσμος και τώρα είναι η ευκαιρία να κάνεις πράγματα. Είπα μέσα μου ένα “στοπ”. Μόνο και μόνο το ότι έδωσα στον εαυτό μου τη δυνατότητα να σκεφτεί ξανά τι του αρέσει, με απελευθέρωσε από ένα τεράστιο βάρος. Ήμουν μουσικός, ηθοποιός δεν έγινα ποτέ. Ήθελα να γυρίζω σπίτι και να λύνω θέματα αρμονίας, όπως στο σχολείο, στις διακοπές, έλυνα ολοκληρώματα».
«Η ιδέα για τις Κούπες μου ήρθε έναν χειμώνα που δεν είχα κλείσει δουλειές και καθόμουν στο σπίτι μου. Ως τότε, στο όνομα Μαρίνα Σάττι, υπήρχαν στο Youtube σκόρπια βίντεο από διαφορετικές παραστάσεις, παλιές συναυλίες, τζαζ, κλασικό τραγούδι, ένα μιξ εκατό διαφορετικών πραγμάτων. Φώναξα τους φίλους μου στο σπίτι μου, μοιράσαμε τις φωνές, πήγαμε μια μέρα στο Dudu Loft και κάναμε το γύρισμα. Ανέβασα το βίντεο στο Youtube και μετά έφυγα στην Αγγλία να βρω τον αδερφό μου. Δεν είχα και μέτρο σύγκρισης σχετικά με τα νούμερα και ξαφνικά άρχισαν να με παίρνουν τηλέφωνο για το τραγούδι, να μου ζητούν να το παίξουν στο ραδιόφωνο. Άρχισα να νιώθω τότε ότι έχω συστηθεί σε έναν βαθμό, αλλά ότι οι Κούπες δεν με αντιπροσώπευαν ολοκληρωτικά, υπήρχε και κάτι ακόμα που ήθελα να δείξω. Έτσι έκανα τη Μάντισσα, γυρίσαμε αυτό το βίντεο στο κέντρο της Αθήνας. Ωστόσο, ούτε μετά τις Κούπες και τη Μάντισσα είχα αποφασίσει ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια. Ρωτούσα ξανά τον εαυτό μου “θέλεις να γίνεις τραγουδίστρια; θα σε ευχαριστούσε αυτό;”. Και τότε αποφάσισα ότι αν ξαναέβγαζα μουσική, θα ήθελα να είναι κάτι ολοκληρωμένο, κάτι που να με εκφράζει απόλυτα».
«Έτσι προέκυψε η “YENNA”, πολύ προσεκτικά και σταδιακά. Μπήκα μέσα στη δημιουργική διαδικασία, το δοκίμασα, είδα ότι μου αρέσει, αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω για τον επόμενο καιρό. Ήξερα ότι ήθελα το άλμπουμ να εξερευνεί κάποιες συναισθηματικές περιοχές. Ήθελα να έχει κάτι πιο επικίνδυνο και σκοτεινό, κάτι πιο λυρικό, κάτι πιο ευαίσθητο. Στην αρχή το είχα ονομάσει “12” γιατί ηθελα να έχει 12 κομμάτια, σαν φάσεις. Μιλώντας όμως με τον δάσκαλό μου στο τηλέφωνο, και εξηγώντας του ότι δυσκολευόμουν να γράψω κάτι που να μου αρέσει, μου είπε αυτή την ατάκα που πλέον τη λέω διαρκώς, ότι κάθε δημιουργική διαδικασία είναι σαν ένα είδος γέννας και η γέννα εμπεριέχει πόνο. Όταν το άκουσα, ήξερα ότι είχα τον τίτλο μου, ήξερα τι ήθελα να πω, και γράφοντας τα κομμάτια αποφάσιζα κάθε φορά τι ταιριάζει στην αφήγησή μου και τι όχι.».
«Η σχέση μου με την παραδοσιακή μουσική και τα φωνητικά σύνολα βάθυνε όσο ήμουν στην Αμερική. Μεγάλωσα ακούγοντας αραβικά τραγούδια, αλλά στο Berklee άρχισα να ανακαλύπτω την βαλκανική μουσική παράδοση και μέχρι σήμερα αυτή η σχέση μου βαθαίνει. Η παραδοσιακή μουσική με συγκινεί και με γοητεύει πολύ. Τόσο ως προς τα μουσικά στοιχεία της, όπως η πολυφωνία, οι ρυθμοί και κάποια όργανα όπως τα νταούλια, οι ζουρνάδες και τα κλαρίνα αλλά κυρίως, οι προθέσεις της, αυτό που ξεκινά από τους ανθρώπους. Πρόσφατα έφτιαξα έναν δικό μου ορισμό, ότι παράδοση είναι αυτό που γεννιέται όταν οι άνθρωποι βρίσκονται μαζί, ζουν και συνυπάρχουν. Επόμενως, το “από μέσα” πρώτα και μετά το πώς αυτό αρθρώνεται μουσικά».
«Το άλμπουμ ξεκινά με το “Γιατί πουλί μου δεν κελαηδείς” που είναι σαν ερώτηση στον εαυτό μου. Το “Πάλι” το έγραψα στο μεγαλύτερο ποσοστό του σε ένα βράδυ, μουσική και ενορχήστρωση μουρμουρίζοντας μαζί κάποιους στίχους που τελικά η στιχουργός Ciel αξιοποίησε για να δημιουργήσει ένα νόημα. Πολλά από τα ντέμο μου από τις πρώτες ηχογραφήσεις είναι πολύ κοντά στο τελικό αποτέλεσμα. Τους στίχους του Κρητικού, τους έγραψαν η Λένα Κιτσοπούλου και η Ελένη Φωτάκη. Θεότητες! Ήθελα να έχει μια αναφορά στην Κρήτη και τη μουσική της, οι στίχοι να έχουν κάτι από την ιστορία της Αρετούσας του Ερωτόκριτου. ένα μέρος που να καταλήγει σε σούστα και έλεγα “Θεέ μου, ποιος θα γράψει λόγια σε αυτό;” Και έγραψε η Λένα Κιτσοπούλου “Μας βλέπουν και ζηλεύουν που σε αγαπώ”. Πεθαίνω για αυτόν τον στίχο! Και μετά, “Γιατί κανείς δεν λυπάται τη χαρά μας;” και “Μ’ έσκαψαν τα κλάματα μέχρι την καρδιά”. Πού τις σκέφτηκαν αυτές τις εικόνες;!”. Το "Σπίρτο και βενζίνη" στην αρχή λεγόταν "Yenna". Μια φίλη μου άκουσε το ντέμο και μου λέει "ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ". Λέω, "τι είπες τώρα!". Πήραμε τηλέφωνο την Τασούλα Θωμαϊδου που έχει γράψει τον original στίχο και μας έδωσε άδεια να τον χρησιμοποιήσουμε στο κομμάτι. Τους στίχους όλου του τραγουδιού τους έγραψε Φωτεινή Λαμπρίδη. Της είπα ότι ήθελα να μιλούν για αυτή τη φλόγα που σου αρέσει αλλά μπορεί και να σε κάψει».
«Στην αρχή δίσταζα να βάλω το τσιφτετέλι στο “Άδειοι Δρόμοι”. Όμως κάθε φορά που το ακούγαμε στο στούντιο ούρλιαζα από χαρά, οπότε το αποφάσισα. Αφού εγώ αυτό είμαι. Έχω κάνει πιάνο και κλασική μουσική, αλλά μεγάλωσα με παραδοσιακή μουσική από την Κρήτη και το Σουδάν. Το καλοκαίρι στο χωριό ακούμε πρώτα τα ποπ hits στα μπαρ και μετά στο πανηγύρι κλαρίνα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ξέρεις, υπάρχει ένας ελιτισμός και δεν μιλάω μόνο για τους μουσικούς κύκλους. Είναι ένα κοινωνικό θέμα, το τι είναι σοβαρό και τι όχι, τι είναι καθώς πρέπει και τι δεν είναι. Έτσι κι αλλιώς, το τι είμαστε και το τι δεν είμαστε, δεν είναι ερώτημα που προέκυψε τώρα. Αλλά εγώ μόνο για μένα μπορώ να μιλήσω. Εγώ θέλω να έχω μακριά νύχια και έχω και πράγματα να πω.
«Μου αρέσει που λες ότι κάποια τραγούδια σου βγάζουν κάτι ερωτικό, έναν καημό. Γιατί όχι; Μιλάς σε ένα άτομο που καθόταν τον Αύγουστο στις διακοπές και έλυνε ολοκληρώματα κάτω από το δέντρο. Με ρωτάς τι σχέση έχει αυτό με την καψούρα; Μα σε ό,τι δίνεσαι σε τέτοιο βαθμό, αυτό είναι! Τρία χρόνια από το πρωί ως το βράδυ ασχολούμαι με αυτό το άλμπουμ, ξυπνάω και κοιμάμαι με αυτό στο μυαλό μου, το φροντίζω και το σκέφτομαι και είμαι εκεί και μόνο εκεί. Αυτό είναι έρωτας».
«Οι CHÓRES (σ.σ. η γυναικεία χορωδία της) είναι θεές. Οι καλύτερες.150 γυναίκες, ό,τι καλύτερο. Συναντιούνται κάθε εβδομάδα και συνεργάζονται με σπουδαίες μαέστρους, κάνουν κινησιολογία, παραδοσιακό τραγούδι. Αυτές εμφανίζονται στο βίντεο κλιπ του τραγουδιού Μοιρολόι. Εγώ έχω πλέον την καλλιτεχνική διεύθυνση και όραμά μας είναι μια σφαιρική καλλιτεχνική εκπαίδευση, στη συνέχεια να ανέβουν στη σκηνή, να δουν και να δοκιμάσουν διαφορετικά πράγματα, να πειραματιστούν, να τολμήσουν, να γνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα από το σύνολο». Αυτό όμως που με συγκινεί στις CHÓRES είναι αυτό που με συγκινεί και στην παράδοση, η έννοια μιας κοινότητας, που δημιουργείται από ανθρώπους που ο καθένας φέρνει κάτι δικό του, και όλοι μαζί δημιουργούν κάτι μαγικό.
«Αν ανυπομονώ; Η περιοδεία του δίσκου έχει ήδη ξεκινήσει στο εξωτερικό από τον Μάιο, όποτε συμβαίνει ήδη και το χαίρομαι απίστευτα. Τόσο καιρό τα τραγούδια τα άκουγα εγώ, οι συνεργάτες και οι φίλοι μου. Τώρα είναι εκεί έξω. Ο “Πόνος Κρυφός”, δεν είναι κρυφός πια!».
Η Μαρίνα Σάττι θα εμφανιστεί στην Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη στις 11 Ιουλιου.