«Η Φάλαινα»: Άγνωστες ιστορίες από τα γυρίσματα της ταινίας -Θα κερδίσει το Όσκαρ ο Μπρένταν Φρέιζερ;
Η ταινία «Η Φάλαινα» από τον περασμένο Ιανουάριο, όπου έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα, έχει καταφέρει να αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές τόσο για την ερμηνεία όσο και για την εκπληκτική μεταμόρωση του πρωταγωνιστή, Μπρένταν Φρέιζερ.
«Η Φάλαινα» είναι ένα συγκινητικό, λυτρωτικό, ανθρωποκεντρικό δράμα, σε σκηνοθεσία Ντάρεν Αρονόφσκι («Μαύρος Κύκνος», «Μητέρα») με πρωταγωνιστή έναν αυτοκαταστροφικό παχύσαρκο άντρα που παλεύει να συμφιλιωθεί με την αποξενωμένη κόρη του και με τα λάθη του παρελθόντος.
Ο Ντάρεν Αρονόφσκι ήθελε να μεταφέρει τη Φάλαινα στο σινεμά από τότε που είδε το θεατρικό, με την υπογραφή του Σάμιουελ Ντι Χάντερ, σχεδόν μία δεκαετία πριν. Τον καθήλωσε η ευφυία του έργου και ο τολμηρός τρόπος που σκαλίζει την ανθρώπινη
συνθήκη χωρίς να προσφέρει εύκολες απαντήσεις. Ο Αρονόφσκι λέει, «Η Φάλαινα σε ωθεί να βρεις την ανθρωπιά σου σε χαρακτήρες που δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, που έχουν πλούσιο και περίπλοκο εσωτερικό κόσμο. Όλοι τους έχουν κάνει λάθη, αλλά μοιράζονται την επιθυμία να αγαπήσουν ακόμα και όταν οι άλλοι μοιάζουν απωθητικοί. Είναι μια ιστορία που θέτει το ουσιαστικό ερώτημα: μπορούμε να σώσουμε ο ένας τον άλλον; Αυτό είναι σημαντικό σήμερα, ειδικά όταν οι άνθρωποι φαίνεται να στρέφονται μακριά από τον διπλανό τους. Η ιστορία μας βάζει στη θέση ενός άντρα που ποτέ δεν θα μας απασχολούσε και μας θυμίζει ότι η υπόσχεση της αγάπης και της εξιλέωσης είναι κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης».
Η υπόθεση της ταινίας
Ένας ερημίτης καθηγητής αγγλικών που πάσχει από σοβαρή παχυσαρκία, προσπαθεί να συνδεθεί ξανά με την αποξενωμένη κόρη του, σε μία τελευταία απόπειρα να εξιλεωθεί.
Η θριαμβευτική επιστροφή του Μπρένταν Φρέιζερ
Ο ρόλος του Τσάρλι είναι μία μοναδικά έντονη εμπειρία για κάθε ηθοποιό. Ίσως ακόμα περισσότερο για τον Μπρένταν Φρέιζερ, που λέει ότι έδωσε τα πάντα για να ερμηνεύσει έναν άντρα στο χείλος της καταστροφής και της αποκάλυψης.
Η Φάλαινα είναι μία εντελώς διαφορετική ταινία που απαίτησε όχι μόνο τη σωματική του μεταμόρφωση αλλά και την επιστροφή με έναν μεγάλο δραματικό ρόλο. Δεν αρκούσε μόνο να αποκτήσει το σώμα του Τσάρλι, αλλά έπρεπε να μπει στην ψυχολογία του. Ήταν κρίσιμο ο χαρακτήρας να σπάσει τα στερεότυπα που συνοδεύουν την εμφάνιση του, να προκαλέσει το κοινό να ακολουθήσει τον Τσάρλι σε ένα ταξίδι και σε μία υπέρβαση. Να νιώσει ο θεατής το βάρος της εμπειρίας του ήρωα.
Ο Φρέιζερ ένιωσε δέος, «Παραδέχομαι ότι φοβήθηκα να το κάνω. Ίσως αυτό τονίζει τη σημασία του να σκάψω βαθύτερα, περισσότερο από αυτό που μπορούσα. Ίσως να ήταν μία κόντρα επιλογή, αλλά ποτέ δεν μου είχαν προτείνει κάτι τέτοιο: να συνδυάσω ό,τι έχω μάθει από την επαγγελματική μου ζωή, να ταιριάξω όλα τα στοιχεία στο χτίσιμο του χαρακτήρα σε ένα ενιαίο σύνολο, αλλά και να εκθέσω τα πάντα από μέσα μου με έναν τέτοιο τρόπο» λέει ο ηθοποιός. «Είμαι ευγνώμων για την ευκαιρία. Ό,τι έχω το κατέθεσα στην οθόνη. Δεν συγκράτησα τίποτα. Είναι όλα εκεί». Ο ηθοποιός δεν απέφυγε τη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα, ούτε έπαιξε με υπερβολικό συναίσθημα έναν άντρα του οποίου η ζωή ως πατέρας, ως δάσκαλος, ως σύζυγος και ως σύντροφος έχει διαλυθεί. «Ο Τσάρλι δεν είναι κανένας άγγελος, αλλά είναι πολύ ανθρώπινος. Ο Τσάρλι αγαπά τη ζωή με την ομορφιά της, αλλά την ίδια στιγμή της κρύβεται».
Η μεταμόρφωση σε «Τσάρλι»
Η ερμηνεία του Φρέιζερ είναι μία σπάνια μείξη ενός ηθοποιού με ακραία χρήση προσθετικών και μακιγιάζ. Ο Αρονόφσκι είχε οραματιστεί ότι το βάρος του Τσάρλι φτάνει στα άκρα, είναι απειλητικό για τη ζωή του, αλλά επιτρέπει στο πρόσωπο του Φρέιζερ να εκφράσει τη συναισθηματική γκάμα του χαρακτήρα.
Για να επιτευχθεί αυτό το δύσκολο ζητούμενο, ο δημιουργός στράφηκε στον έμπιστο συνεργάτη του, τον υποψήφιο για Όσκαρ Αντριέν Μορό. Ο Μορό χρειάστηκε να εγκαινιάσει τη χρήση αποκλειστικά ψηφιακού προσθετικού μακιγιάζ, ανάμεσα στα άλλα. Τα λεγόμενα fat suits είναι διαβόητα στο σινεμά και οι δύο συνεργάτες έπρεπε να βρουν έναν καλύτερο τρόπο για παρουσιάσουν το μέγεθος του Τσάρλι οργανικά και με σεβασμό, σαν τη διεύρυνση του πορτρέτου του.
Κατά τη διάρκεια των 40 ημερών που διήρκεσε το γύρισμα, ο Φρέιζερ απέκτησε μία σχέση αγάπης και μίσους με την κουραστική διαδικασία του μακιγιάζ, που χρειαζόταν τουλάχιστον τέσσερις ώρες τη φορά και το ειδικό κουστούμι, που χρειαζόταν πέντε άτομα για να τον βοηθήσουν να το φορέσει και να το βγάλει στο τέλος της ημέρας. Το ειδικό κουστούμι είχε ενσωματωμένο σύστημα ψύξης, παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιείται για τους αγωνιστικούς οδηγούς. Ο Φρέιζερ τελικά το συνήθισε τόσο, που, όταν το αφαιρούσε, ένιωθε αστάθεια και ζαλάδα. «Δεν φαίνεται στην οθόνη πόσες εντατικές πρόβες χρειάστηκαν για να μάθω να κινούμαι μέσα του» λέει ο Φρέιζερ. «Γύμνασα μία ολόκληρη ομάδα από μυς που δεν ήξερα ότι έχω. Ήταν μακράν το πιο δύσκολο σωματικό ταξίδι που έχω κάνει ως ηθοποιός. Ακόμα κι αν το συγκρίνω με το τρέξιμο στην έρημο όταν ήμουν νέος» λέει ο Φρέιζερ.
Το συγκεκριμένο ειδικό κουστούμι είχε συμβολικό φορτίο. «Δεν ήταν μόνο το απτό βάρος, αλλά και το συναισθηματικό φορτίο που ήταν σημαντικό. Όταν τα πάντα απαιτούν υπεράνθρωπη προσπάθεια, οι επιλογές σου έχουν μεγαλύτερη σημασία» προσθέτει ο πρωταγωνιστής.
Ο Αντριέν Μορό εξέτασε λεπτομερώς όλα τα αντίστοιχα ειδικά κουστούμια που μπόρεσε να βρει από άλλες ταινίες, αλλά απογοητεύτηκε γιατί ήταν για κωμικές ταινίες ή ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Οπότε άλλαξε κατεύθυνση και κατάλαβε ότι έψαχνε κάτι που δεν υπήρχε. Έτσι, χρειάστηκε να μελετήσει πραγματικά σώματα για να κατανοήσει τι πρέπει να κάνει. «Ο Ντάρεν ήθελε να έχει πρόσβαση στις εκφράσεις του Μπρένταν, οπότε έπρεπε να βρούμε τρόπους να βάλουμε προσθετικά επιτρέποντας όμως την πλήρη κίνηση των μυών του» εξηγεί ο Μορό.
Αυτό οδήγησε στην απόφαση να κάνουν όλα τα προσθετικά προσώπου ψηφιακά, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει σε ταινία. Σε αντίθεση με την κλασική προσέγγιση που θα ξεκινούσε με το καλούπι από γύψο του κεφαλιού του Φρέιζερ, στο οποίο μετά θα έπλαθαν τα προσθετικά σιλικόνης, ο Μορό έκανε την όλη διαδικασία σε έναν υπολογιστή.
Χρησιμοποίησε αποκλειστικά τη μέθοδο 3D modeling, χωρίς κανένα αληθινό καλούπι. «Είχα δοκιμάσει την ιδέα λίγο καιρό και είπα στον Ντάρεν ότι θα είναι ρίσκο» εξηγεί ο Μορό. «Αλλά είχε νόημα να το δοκιμάσουμε. Η διαδικασία ήταν πιο γρήγορη και επέτρεψε στον Ντάρεν να κάνει τις αλλαγές που ήθελε στο ψηφιακό γλυπτό σε λεπτομέρεια που έφτανε στους πόρους και στις ρυτίδες».