Γιώργος Κωνσταντίνου: «Στο θέατρο είμαι 64 χρόνια, μου φαίνονται ένα τσιγάρο δρόμος»
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου σε εκπλήσσει με την ηρεμία και την σοφία του. Γεννήθηκε στην Αθήνα, ανάμεσα στα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια. Ακολούθησε τα χνάρια των γονιών του: Εγινε ηθοποιός, χωρίς να ξέρει το γιατί. Θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση. Και συνεχίζει. Το καλοκαίρι θα παίξει για πρώτη φορά τραγωδία, στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη. Εχει δύο παιδιά, έναν γιο μουσικό και μια κόρη ηθοποιό. Του αρέσει να γράφει, γιατί έτσι νιώθει ελεύθερος.
«Οι δικοί μου ήταν όλοι ηθοποιοί, ο πατέρας κι η μητέρα μου, οι θείοι και οι θείες μου, οι πάντες. Μικρός ακόμα τους είχα ακολουθήσει στα μπουλούκια, μετά την Κατοχή. Με έβαζαν πάνω στην σκηνή να παίξω, ήμουν και ψηλό παιδί, έδειχνα μεγαλύτερος και μπορούσα να πω και δύο κουβέντες παραπάνω. Μετά έμπλεξα με έναν ερασιτεχνικό θίασο και έπαιξα έναν ολόκληρο μονόλογο του Κουρτελίν.
Ωστόσο δεν μπορώ να θυμηθώ ότι έβλεπα από κάτω το κοινό και ότι μ΄ενδιέφερε αυτή η ιστορία. Προσπάθησα πολλές φορές να σκεφτώ αν με τράβηξε κάτι, αλλά πάντα ένιωθα σαν να ήταν κάποιος άλλος.
Ημασταν και παιδιά ανερμάτιστα, μετά την Κατοχή, ούτε σπουδές ούτε τίποτα, τα σχολεία χάλια. Είχα δουλέψει σε εργοστάσια, σε βαλιτσάδικα, με πλαστικά κουμπιά, σε κοσμηματοπωλεία, πήγα και νωρίς στρατιώτης, εθελοντής, σμηνίτης, για να φορέσω την ωραία στολή με το γραβατάκι. Δεν είχαμε όμως καμιά κουλτούρα. Τότε οι οικογένειες δεν προσπαθούσαν να μορφώσουν τα παιδιά τους αλλά να τα ταΐσουν. Ημασταν διαλυμένοι. Κάναμε ό,τι μας κατέβαινε. Ονειροπολούσαμε.
Θυμάμαι μια μέρα, ήμουν στην πόρτα με την μάνα μου, βγαίναμε έξω, το σπίτι διώροφο. Σταματάει εκεί στην πόρτα και μου λέει “θέλεις να γίνεις ηθοποιός”, και της απαντάω “ναι”. Χωρίς να ξέρω τι μου γίνεται, είπα το ναι. Ημουν περίπου 18-19. “Τότε να βρω μια σχολή”, μου είπε και με πήγε στην σχολή Κουνελάκη. Πήγα μια φορά και δεν ξαναπήγα. Επειδή μ΄άρεσαν κι οι μουσικές και τα τραγούδια, η μητέρα μου έκανε πολύ οπερέτα, πήγα στην σχολή του Μουζενίδη που έκανε μουσικό θέατρο. Πρέπει να ήταν και η Κατερίνα Γώγου στην σχολή και κάποιοι που έγιναν μετέπειτα αστέρια στην όπερα. Εκεί ήταν κι ένας δάσκαλος που μου είπε ότι θα έχω ένα μεγάλο πρόβλημα, δεν θα ξέρω που να βάλω τα χέρια μου. Ταλέντο, όχι, δεν μου είπε αν έχω.
Πάνω στον χρόνο, η σχολή, που ήταν χορηγούμενη, χάνει την χορηγία και κλείνει. Και τότε πάω στο Εθνικό».
«Είχα δει τον Λόρενς Ολιβιέ στον “Αμλετ”, στην ταινία, και τον είχαν “ερωτευτεί”, τον είχα δει δέκα-δώδεκα φορές. Είχε έναν μονόλογο που έπιασα και τον έμαθα απ΄έξω. Το ένστικτό μου μου έλεγε πως ό,τι κάνεις στο θέατρο πρέπει να το κάνεις φυσικά. Είχα δει και τον “Αμλετ” στο θέατρο –μ΄έναν ηθοποιό που είχε τόσο στόμφο και τόση υπερβολή. Και τότε θυμάμαι γυρίζει και μου λέει η μητέρα μου “αν ποτέ παίξεις έτσι θα γίνεις ηθοποιός”, κι εγώ της είπα ότι “αν παίξω έτσι δεν θα γίνω ποτέ ηθοποιός”.
Πάω λοιπόν να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό. Είχε έρθει να με διδάξει ένας υποβολέας – γνωστός της μάνας μου, που ήταν κι αυτός μέσα στον στόμφο. Στις εξετάσεις έπαιξα όπως θα έπαιζα πιθανόν και σήμερα κι έφυγα μετά πολλών επαίνων. Δεν θυμάμαι την επιτροπή. Μου είπαν ότι δεν κάνω για το θεάτρο –ο τρόπος μου ήταν "Κουν-ικός", το Εθνικό ήταν το ακριβώς αντίθετο.
Αν απογοητεύτηκα; Είχαμε περάσει τόσα πολλά από την Κατοχή που δεν μπορούσαμε να απογοητευτούμε τόσο εύκολα. Ηταν ένα παραπάνω. Ημασταν νέα παιδιά. Δεν είχαμε τα εσώψυχα που έχουν σήμερα τα παιδιά δυστυχώς, που αντιλαμβάνονται πάρα πολλά και επηρεάζονται ψυχολογικά. Κι αυτό είναι η κατάρα που έχει πέσει στη ζωή μας. Τότε πετούσαμε στον αέρα...
Η μητέρα μου γνώριζε τον Κουν από την Αίγυπτο, γιατί εκεί έπαιζαν με τον πατέρα μου κι ήταν τόσο γνωστοί, σαν τη Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ... Είχαν χωρίσει αλλά έπαιζαν μαζί, και πριν κάνουν εμένα και μετά. Κι έτσι είχε γνωρίσει τον Κουν όπως είχε γνωρίσει και τον Καβάφη...
Η γιαγιά μου που ήταν θεατρομαμά, μιλούσε συνέχεια για την κόρη της, την μάνα μου, που ήταν ηθοποιός και πρωταγωνίστρια. Σε μια παράσταση που ήταν όρθια πίσω, μαζί με άλλους, είδε ανάμεσά τους τον Καβάφη. Τον ήξερε η γιαγιά μου, τον είχε γνωρίσει. Και πήγε και του είπε “δεν είναι πολύ καλή η κόρη μου ποιητά μου;”...».
«Ο Κουν, λοιπόν, τη θυμήθηκε τη μάνα μου. Εδωσα εξετάσεις με ένα ποίημα του Σολωμού, το είπα πολύ απλά. Με είδε ο Κουν. Το μόνο που κλώτσησε σε μένα ήταν το ύψος μου. Δεν είχε ψηλούς ως τότε, Λαζάνης, Μπάκας, Χατζημάρκος, Κουγιουμτζής... Κι έτσι με πήρε στη Σχολή κι έτσι ξεκίνησε η ζωή μου. Εκεί μέσα μορφώθηκα εγκυκλοπαιδικά. Ολη μου η μόρφωση ξεκίνησε εκεί μέσα. Εμαθα να διαβάζω, έμαθα τους συγγραφείς –ήμουν συμμαθητής με τον Κώστα Καζάκο, την Μάρθα Βούρτση, τον Τριβιζά που έγινε σκηνοθέτης, με την Κίττυ Αρσένη. Εκεί πορεύτηκα, εκεί κατάλαβα τι είναι το θέατρο, εκεί έβαλα τις ρίζες –ως τότε δεν ήξερα τι μου γινόταν, εκεί μπήκε στο αίμα μου. Πριν 64 χρόνια. Μου φαίνονται 5 λεπτά, ένα τσιγάρο δρόμος για μένα. Αν κάνω ένα πέρασμα, είναι πέντε λεπτά... Αυτή είναι η πραγματικότητα κι αυτό είναι που δεν έχει καταλάβει ο κόσμος. Πόσο μάταιη είναι η κατάσταση, πόσο μάταιο είναι να σκοτίζεσαι, να στεναχωριέσαι, να υποφέρεις. Πέρασα τόσα πράγματα στην ζωή μου και πίστευα ότι η ζωή μου τέλειωσε, ότι καταστράφηκα... Κι μετά από δύο-τρεις μήνες αναρωτιόμουν αν είμαι εγώ ο ίδιος άνθρωπος. Κι όμως, κάποιοι σκέφτονται να τα παρατήσουν μόλις δεν τους πάνε καλά 2-3 πράγματα.
Μέσα μου υπήρχε πάντα αυτό το “μπορείς, μπορείς”
Δεν ξέρω αν με βοήθησε όλη αυτή η ανέχεια της ζωής μου, όλη αυτή η φιλοσοφία, που δεν έγινε εγκεφαλικά ή κατόπιν μελέτης, αλλά με αυτόματο πιλότο. Μέσα μου υπήρχε πάντα αυτό το “μπορείς, μπορείς”, αλλά δεν ήταν συνειδητό, ήταν ασυνείδητο. Συχνά με ρωτάνε, πως εσύ σ΄αυτή την ηλικία, μπορείς και πετάς πάνω στην σκηνή, μπορείς και σκέφτεσαι, μπορείς και μαθαίνεις έναν ρόλο. Γιατί μέσα μου, όχι συνειδητά, κάτι λέει “μπορείς”. Αυτή είναι η διαφορά. Αν δει κάποιος μια μεγάλη σκάλα, θα πει “πω πω, πως θα την ανέβω”. Εγώ δεν το έχω πει ποτέ μου.
Μεγάλωσα πολύ δύσκολα, τρομερά δύσκολα, απίστευτα. Πέρασα πάρα πολύ άσχημη ζωή μικρός. Ζούσα σε ένα περιβάλλον τοξικό, η γιαγιά μου τα είχε ψιλοχάσει και δημιουργούε καταστάσεις που εμένα μου φαινόντουσαν τρομοκρατικές –ούρλιαζε “θα σας σκοτώσω όλους”. Ηταν ό,τι χειρότερο για ένα παιδί. Τώρα τι κατάλοιπα μου έχουν μείνει, αποφεύγω να το σκέφτομαι -αλλά ό,τι έχουν μείνει, θα έχουν μείνει. Ηταν 72 οίκοι ανοχής γύρω από το σπίτι μου, με καμιά εικοσαριά γυναίκες ο καθένας... Πιτσιρικάδες πηγαίναμε, μας κυνηγούσαν, μας πετούσαν έξω. Αλλά δεν με επηρέασε αυτό το περιβάλλον. Αυτό που μου έμεινε περισσότερο από εκείνο τον καιρό, είναι ένα είδος μοναξιάς. Αισθανόμουν πολύ παραπονούμενος, προς το σύμπαν. Ενιωθα μόνος μου, θρηνούσα μόνος μου, λίγο μαζοχιστικό όλο αυτό, αλλά κάπως μου άρεσε. Οταν έβγαινα στον δρόμο τον χειμώνα και δεν ήταν κανένα άλλο παιδί έξω -η μητέρα μου έλειπε στα μπουλούκια, και κάπου έπεφτε ένας ήλιος με δόντια, εγώ τον ακολουθούσα να με ζεστάνει. Μίλαγα στον γάτο, δάκρυζα –τώρα τα σκέφτομαι και γελάω.
Ναι, το θέμα της θεατρικότητας υπήρχε πολύ, γιατί μίλαγα πολύ με τον εαυτό μου ή με κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Εχοντας μια αχαλίνωτη φαντασία, με επηρέαζαν και οι ταινίες που έβλεπα, είχα καταφέρει, όλα αυτά τα παιδιά γύρω μου, χαμένα στο διάστημα, να τα μαζεύω και να τους λέω ιστορίες. Το παρατσούκλι μου ήταν "ο φαντασίας"... Είχα ανακαλύψει, το ΄47-΄48 τον δικό μου ΕΤ. Θυμάμαι ξάπλωνα στο άθλιο κρεβάτι μου να κοιμηθώ, με το στρώμα να βουλιάζει προς τα μέσα, κι έκανα διάφορα όνειρα. Είχα αποκτήσει σχέση με την βροχή, την αγαπούσα πολύ. Την άκουγα να πέφτει. Ολες αυτές οι ονειροπολήσεις, οι φαντασίες και οι ευαισθησίες που είχα μέσα μου, ήταν σαν προστασία που με τράβηξε προς το καλό. Γιατί τα παιδιά στη γειτονιά μου, χωρίς να έχει καλλιεργηθεί μέσα τους καμιά ευαισθησία, μαζεύονταν τα βράδια και πήγαιναν κι έκαναν κλοπές σε περίπτερα. Εγώ έφευγα και τους άφηνα. Ισως όλα αυτά να βοήθησαν μετά...».
«Στην επιτυχία και στο χειροκρότημα έχω ένα δίχτυ προστασίας. Το χαίρομαι μέσα στα μέτρα, δεν ξεπερνάω το μέτρο, δεν τρελαίνομαι, δεν παθαίνω, δεν διαλαλώ την επιτυχία μου. Μέσα εκεί υπάρχει ένα μέτρο. Κι αυτό είναι ένα παράδειγμα που αν μπορούσα θα το εμφύτευα στους ηθοποιούς. Θα ήταν πολύ καλός ο κλάδος μας –γιατί πολλοί καβάλησαν τα καλάμια, τρελάθηκαν, έγιναν σνομπ και κάποια στιγμή όλο αυτό τους γύρισε μπούμερανγκ. Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι. Εμένα όταν μου΄λεγαν μεγάλα λόγια, κοκκίνιζα, έτσι ήμουν.
Στην επιτυχία και στο χειροκρότημα έχω ένα δίχτυ προστασίας
Την σχολή την τέλειωσα το ΄58. Από τον Κουν έφυγα μετά από έναν χρόνο. Επαιξα σε διάφορους θιάσους, έμεινα και άνεργος. Είχα τις ατυχίες μου ως νέος ηθοποιός. Πήγα σ΄έναν θίασο –της Ελσας Βεργή και παίξαμε ένα έργο το οποίο σε είκοσι μέρες κατέβηκε–Τζώρτζης, Κούρκουλος, Μορίδης. Ο επόμενος σκηνοθέτης που ήρθε –η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής μου, μ΄έδιωξε απ΄τον θίασο. Σκέφτηκα τότε να φύγω να πάω στην Αμερική –να κάνω τί; Με βρήκε ο Βαχλιώτης, πήγα στην σχολή του, έμπλεξα με τον Αλέξη Δαμιανό, ανέβασε ένα έργο, έπαιξα. Αρχισε μετά μια περιπέτεια με θιάσους, βρέθηκα στον θίασο της Κατερίνας. Μετά, το ΄62, με φώναξε η Βουγιουκλάκη. Παίξαμε την “Ωραία μου Κυρία”, τον “Πειρασμό” του Ξενόπουλου κι όταν γυρίσαμε στην Αθήνα μας πήρε μαζί στο Ρεξ. Ανεβάσαμε την “Κλεοπάτρα” –μια μεγάλη παραγωγή με μουσική Χατζιδάκι που δεν άντεξε ούτε μήνα. Κι ήρθε ο Σακελλάριος και ανέβασε τα “Χτυποκάρδια στα θρανία”. Εκανα το προφιτερόλ εγώ κι αυτό ήταν το εφαλτήριο...
Δεν είχα καταλάβει τίποτα απολύτως. Ούτε στις πρόβες κατάλαβα τίποτα. Αλλά είχα μέσα μου το ταμπεραμέντο του ηθοποιού, ήμουν καλός και στον αυτοσχεδιασμό, όπως μου΄χε πει και ο Κουν. Κι έτσι όλα αυτά λειτούργησαν εκείνη την στιγμή κι έγινε από κάτω το έλα να δεις. Εμεινα...
Εκείνη η βραδιά θυμάμαι ότι ήταν σαν όνειρο... Εγώ στον θίασο ήμουν ο έβδομος -προηγούνταν η Αλίκη και ο Πάντζας (έπαιζε τον ρόλο του Παπαμιχαήλ), οι καθηγητές, ένας θίασος σαράντα ατόμων. Και μόλις βγήκα στην σκηνή να χαιρετίσω ένιωσα τα αφτιά μου να βουίζουν, να ουρλιάζουν. Οπότε η Βουγιουκλάκη, απ΄όλο τον θίασο παίρνει εμένα απ΄το χέρι και με περνάει μπροστά στο προσκήνιο. Μετά έγινα θιασάρχης...
Δεν έχω τίποτα να προσάψω στην Αλίκη. Δεν είδα να κάνει ποτέ κάτι άσχημο. Γύρισε τότε την “Λίζα και την Αλλη” και με πήρε –σκηνοθέτης ο Δημόπουλος. Επαιξα εκείνον τον γαμπρό, τον βλάκα. Δεν είχα δει ποτέ τον εαυτό μου στην οθόνη ως τότε και όταν τον είδα, ήθελα να φύγω. Μου φάνηκε ένας τερατώδης άνθρωπος, με μια μύτη, ήμουν και κουρεμένος. Ηταν η Τζόλυ Γαρμπή δίπλα μου και μου έλεγε ότι ήμουν καταπληκτικός. Μετά γυρίστηκε και τα “Χτυποκάρδια” στο σινεμά κι ύστερα ήρθε το “Η γυνή να φοβήται τον άνδρα”...
Οχι, στο σινεμά δεν έβγαζες λεφτά, τα πολλά λεφτά ήταν η τηλεόραση, όταν ήρθε. Στο θέατρο μόνον όταν μπήκαμε στο εμπορικό, και κυρίως στην επιθεώρηση, ήταν καλά τα λεφτά.
Δεν έχω τίποτα να προσάψω στην Αλίκη. Δεν είδα να κάνει ποτέ κάτι άσχημο
Η τηλεόραση ήταν προσοδοφόρα τότε. Εκανα τις “Ανθρώπινες ιστορίες” και μετά το “Ασε τον κόσμο να γελάσει”. Ημουν σκαπανέας στην τηλεόραση –μαζί με μερικούς άλλους, ξεκινήσαμε τα λεγόμενα σήριαλ. Υπήρχε ένας διαφημιστής σπουδαίος της εποχής, ο Πισσάνο, ο οποίος και σκέφτηκε να κάνει κάτι ανάμεσα στις διαφημίσεις. Ετυχε να γνωριστούμε. Του πρότεινα να κάνουμε ένα σκετσάκι, διάρκειας 7 λεπτών -κάθε φορά κι έναν άλλο τύπο. Ετσι ξεκίνησε. Αυτό το ιστορικό ντοκουμέντο το έχουν αποφύγει και δεν το έχουν αναφέρει. Στην αρχή έγραφε κάποιος άλλος, μετά το πήρε ο Σακελλάριος κι ύστερα εγώ. Ηταν ο δόκτωρ Τικ και μετά ο δόκτωρ Σοκ.
Το ΄72-΄73 έκανα τις “Ανθρώπινες ιστορίες”, αυτοτελή δραματικά επεισόδια. Οταν έπεσε χούντα με ξαναφώναξαν στην κρατική τηλεόραση και μου είπαν “Ασε τον κόσμο να γελάσει” κι εγώ το έκανα τίτλο στις κωμικές ιστορίες μου. Μετά μπήκα στα βαθιά με τα κανάλια».
«Ξεχώριζα πάντα την προσωπική μου ζωή από την επαγγελματική. Δούλευα πάρα πολύ –έγραφα και σκηνοθετούσα δύο σήριαλ, εκ των οποίων έπαιζα στο ένα. Και θέατρο το βράδυ. Ημουν πολύ αφοσιωμένος.
Εγραψα την αυτοβιογραφία μου γιατί δεν ήθελα να γραφτεί από κανέναν άλλον, ήθελα να την γράψω με τον δικό μου τρόπο. Πέρασα όλη την ζωή μου μέσα απ΄τις εποχές –κι όχι μέσα από μικρές λεπτομέρειες, μέσα από πράγματα που βίωσα και τα διάνθισα με γεγονότα από τον εξωτερικό κόσμο. Ναι, θέλησα να περάσω ένα-δύο μηνύματα κι ίσως να μην χρειαζόταν τελικά γιατί εστιάστηκε σ΄αυτά το ενδιαφέρον. Ηταν μηνύματα προς αποφυγήν –και ναι το ένα είχε να κάνει με τον τζόγο. Δυστυχώς ένα πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι ότι τα ΜΜΜ εστίασαν σ΄αυτό και πέταξαν το βιβλίο στην άκρη. Οχι, δεν μετάνιωσα, αλλά άλλη μια φορά απογοητεύτηκα.
Γράφω τώρα ένα καινούργιο βιβλίο –έχω γράψει πολλά, γιατί η φυγή μου και η ελευθερία μου είναι στο να γράφω. Αδιαφορώ αν θα εκδοθεί. Εκεί δεν με δεσμεύει κανένας. Εχω γράψει θεατρικά χωρίς να έχω κανένα σκοπό να τα δώσω πουθενά... Πολλές φορά τα διαβάζω, τα εξετάζω, μ΄αρέσει. Αν ήμουν ανήμπορος να έχω την δραστηριότητα που έχω τώρα, το γράψιμο είναι το αποκούμπι μου.
Κάνω για πρώτη φορά τραγωδία, για πρώτη. Εχω κάνει πολύ Αριστοφάνη. Κι είναι η δεύτερη φορά που παίζω με την κόρη μου (σ.σ. Μαρία Κωνσταντίνου, στον Χορό της «Ηλέκτρας»). Ειχαμε παίξει μαζί στην “Δασκάλα με τα χρυσά μάτια”. Η κόρη μου είναι ένα παιδί που δεν εξαρτάται από μένα, δεν θέλω να εξαρτάται, ούτε κι εκείνη βέβαια. Κι επειδή έχω περάσει παιδικά χρόνια περίεργα, πρέπει οπωσδήποτε τα παιδιά να αποκτήσουν τη δική τους προσωπικότητα, χωρίς να ζουν κάτω από την σκιά του πατέρα ή της μάνας, για να αντέξουν την σημερινή κοινωνία, έτσι όπως είναι. Αυτά έχουμε συμφωνήσει μεταξύ μας. Αν δω κάτι εντελώς στραβό κι ανάποδο θα πω δύο λόγια, δύο λόγια όμως, όχι παραπάνω. Ο γιος μου είναι μουσικός, πολύ καλός μουσικός –σπούδασε στην σχολή Λιστ στην Ουγγαρία. Δυστυχώς δεν έχουμε υποδομή στην χώρα μας για τίποτα απολύτως –δεν έχουμε Ακαδημία Θεάτρου.
Η κόρη μου είναι ένα παιδί που δεν εξαρτάται από μένα
Αισθάνομαι ότι μείναμε εκεί που ξεκινήσαμε, δεν άλλαξε τίποτα απολύτως. Η χώρα αυτή δεν άλλαξε τίποτα –ιστορικά. Και δεν διδάσκεται τίποτα ουσιαστικό. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έπρεπε να διδάσκεται...
Οι πολιτικοί, ναι, με έχουν απογοητεύσει πολλές φορές. Με όλη μου την καρδιά θα ακολουθούσα έναν πολιτικό που την πρώτη μέρα θα καθόταν να δει και να πει τι ανάγκη έχει ο λαός. Αυτόν θα τον ακολουθούσα με νύχια και με δόντια. Είμαι απολιτικό πρόσωπο και δεν έχω εκφραστεί ποτέ κομματικά.
Κωμικός; Εγώ έχω κάνει πολλές ατασθαλίες στην ζωή μου στο θέατρο και τις έχω ομολογήσει κιόλας. Πηδούσα από ένα κλασικό έργο και έπαιζα σε ένα βαριετέ ή μια επιθεώρηση, ευτελίζοντας πολλές φορές αυτό που κάνω. Δεν χαρακτηρίστηκα και δεν απογοητεύτηκε ο κόσμος. Δεν με παράτησε ο κόσμος στον “Αμπιγιέρ”, ας πούμε, επειδή έπαιξα τα “Παπατσουνάμια” ή κάτι τέτοιο... Δεν χαρακτηρίστηκα έτσι. Κι αυτό γιατί και στο ένα είδος και στο άλλο, και στο πιο πενιχρό και υποβαθμισμένο, έπαιζα αλήθεια. Ανεξάρτητα από όλους τους άλλους έπρεπε να υπηρετήσω αυτό το πράγμα και να το υποστηρίξω όσο ευτελές κι αν ήταν. Κι αυτό έδωσε συγχώρεση στον κόσμο.
Την αγάπη του κόσμου την νιώθω. Μπορεί να μην κέρδισα λεφτά αλλά είχα την αγάπη του.
Τον χρόνο δεν τον καταλαβαίνω και γι΄αυτό δεν ασχολούμαι μαζί του. Ευτυχώς επειδή αισθάνομαι υγιής δεν μ΄απασχολεί».
«Ηλέκτρα» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Γιώργου Λύρα. Μετάφραση Στρατής Πασχάλης. Παίζουν: Μαρία Κίτσου, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Γιώργος Δεπάστας, Ιωαννα Μαυρέας, Νίκος Λεκάκης, Ιάσων Παπαματθαίου και ο Γιώργος Κωνσταντίνου. Πρεμιέρα στις 25 Ιουνίου στο Κατράκειο. Θα ακολουθήσει περιοδεία.