Νόνικα Γαληνέα: «Το θέατρο είναι ένας υπέροχος πόλεμος, αλλά είναι πόλεμος»
Μια κοσμοπολίτισσα του θεάτρου και της ζωής είναι η Νόνικα Γαληνέα. Ηθοποιός, παραγωγός, θιασάρχης, μεταφράστρια. Μάνα, γιαγιά, προγιαγιά, με τρεις κόρες, τρία εγγόνια και μία δισέγγονη. Μια γυναίκα που ξέρει να γεύεται την ζωή, με χιούμορ και ποιότητα, έρωτες, φίλους, ταξίδια, διαβάσματα.
«Εχω περάσει όλη την ζωή μου στο θέατρο, υπό άλλες συνθήκες και τώρα αντιμετωπίζω με λύπη έναν καινούργιο κόσμο. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος, από χαρακτήρα, που θα κρίνει έναν βασανισμένο που μπορεί να είναι άρρωστος. Αυτό όμως δεν συμβαδίζει καθόλου με την αγιότητα -δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη, που φέρει το θέατρο από μόνο του, εδώ και αιώνες.
Τα έχω ξεκαθαρίσει στην ζωή μου κι έχω αποβάλει εντελώς από την σκέψη μου κάποια πράγματα γιατί θέλω να ανήκω σ΄ αυτόν τον κόσμο που μου έκανε την τιμή να με έχει χαϊδεμένη για πενήντα χρόνια.
Βεβαίως και υπήρξαν σε όλες τις δουλειές αντίστοιχα προβλήματα, άλλοτε κακής συμπεριφοράς, άλλοτε μιας κουβέντας παραπάνω που δεν έπρεπε να έχει λεχθεί. Δεν μπήκαμε σε έναν άγιο χώρο που κάνουμε απλώς την προσευχή μας και προχωράμε. Το θέατρο είναι ένας υπέροχος πόλεμος, αλλά είναι πόλεμος. Αν δεν τον αντέξεις δεν θα σταθείς».
«Αν τον άντεξα; Ναι, εγώ έτσι αισθάνομαι. Οταν αποφάσισα να φύγω, είπα ότι έκλεισε ο κύκλος γιατί πλέον η παρουσία μου στην σκηνή δεν μου έδινε αυτό που μου έδινε παλαιότερα. Εχει ένα τσάκισμα της υγείας αυτό που σου συμβαίνει στο θέατρο. Αλλά παρ΄ όλα αυτά δεν σταμάτησα ποτέ να ανήκω σ΄ αυτόν τον κόσμο και να είμαι σαν τρελή από ευτυχία όταν βλέπω μια καλή παράσταση. Λατρεύω τους καλούς ηθοποιούς. Είναι το ίνδαλμά μου ένας καλός ηθοποιός –προσκυνώ. Κι αυτό με κρατάει ζωντανή και νέα στην ψυχή. Δεν έχω σταματήσει να ανήκω εκεί που διάλεξα να ανήκω. Δεν άλλαξα. Είμαι η Νόνικα.
Μπήκα στο Θέατρο Τέχνης. Με έβαλε ο μάγος ο Κουν στον μαγικό του κόσμο κι αυτό ήταν το όπλο μου. Πήρα τέτοια δύναμη, τέτοια σιγουριά πάνω στην σκηνή, τέτοιο σεβασμό γι΄αυτό που έκανα, τέτοια αγάπη, που ήμουν ολοκληρωμένη. Δεν μου χρειαζόταν τίποτε άλλο. Τις μικροκακίες και τις μικροζήλειες τις θεωρούσα πάρα πολύ φυσικές –όπως κάθε φορά που κάναμε μια μεγάλη επιτυχία με τον Αλέκο, και κάναμε πολλές. Αντιμετώπισα ζήλεια, ίσως και φθόνο. Προερχόταν, και δικαιολογημένα, από ανθρώπους που δεν είχαν την δυνατότητα να έχουν αυτά που είχα εγώ.
«Ο Αλέκος ήταν η ασπίδα μου, το πιστεύω μου, ο κατάλληλος άνθρωπος που θα μπορούσε να με παραλάβει μετά τον Κουν και να με ολοκληρώσει σαν προσωπικότητα. Μου έπεσε το λαχείο της ζωής μου. Ο Αλέκος ήταν το λαχείο της ζωής μου, και είναι ακόμα. Δεν υπήρχε άλλος τέτοιος άνθρωπος.
Αλλά, ναι, πρέπει να μπορείς να σταθείς στην ευκαιρία που σου δίνεται. Γιατί πάνω στην σκηνή είσαι πάντα μόνος με το κοινό. Τι θα μπορούσε να μου κάνει ο Αλέκος αν δεν μπορούσα να τα πω; Και εκεί βασίστηκε. Στο πρώτο έργο που παίξαμε μαζί, τα “Τέσσερα δωμάτια με κήπο”, στο θέατρο Διονύσια, τον είχαν φωνάξει και ο Χορν και η Λαμπέτη και του είχαν πει “Αλέκο μου, είσαι ερωτευμένος αλλά θα την καταστρέψεις την κοπέλα… Είναι αδύνατον να βγάλει τέσσερις διαφορετικούς ρόλους χωρίς να έχει την πείρα”. Κι ο Αλέκος είπε “αναλαμβάνω την ευθύνη”. Οταν παίξαμε το έργο, ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί κριτικοί, με αποθέωσαν».
«Δεν θυμάμαι αν είχα αγωνία, ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Θυμάμαι όμως ότι όταν μου είπαν πως είναι κάτω η Βάσω Μανωλίδου, πήγα να πάθω έφραγμα. Ωραία χρόνια…
Δεν επαναπαύθηκα ποτέ. Με θυμάμαι να μιλάω με τέσσερα τηλέφωνα. Δούλεψα σκληρά. Εκανα και δέκα επτά μεταφράσεις κι αυτές οι μεταφράσεις με απογείωναν γιατί με έφερναν τόσο κοντά στους συγγραφείς. Σκαλί-σκαλί, που λέει και το τραγούδι, ανέβαινα.
Είχα αποκτήσει γερή παιδεία. Είχα τελειώσει αγγλικό σχολείο, την Δραματική στο Λονδίνο, είχα έρθει σε επαφή με όλο τον Σαίξπηρ που το ήξερα απ΄έξω –στην σχολή μας έβαζαν να μαθαίνουμε όλους τους μονολόγους, μερικούς τους θυμάμαι ακόμα. Την αγάπησα πάρα πολύ την Αγγλία, μου έδωσε τροφή. Τροφή πήρα και από τα πέντε χρόνια που έζησα με τον Νίκο Μουτούση στο Παρίσι, και έκανα τα παιδιά μου. Γιατί τότε το Παρίσι ήταν πνευματική πηγή».
«Πόσο δύσκολο ήταν με τα παιδιά; Πρέπει να ήταν για εκείνες. Ηταν εξαιρετικές στο πως το αντιμετώπισαν. Δεν με έφεραν ποτέ σε δύσκολη θέση, είχαν πολύ μεγάλο σεβασμό για την προσπάθειά μου, όταν με έβλεπαν ώρες να μελετάω, να βάζω ξυπνητήρι κάθε πρωί για να μάθω τους ρόλους μου. Τις είχα συμμάχους και η απόδειξη είναι ότι θέλησαν να συνεχίσουν την ίδια δουλειά οι δύο από τις τρεις κόρες μου (σ.σ. η Αριέττα Μουτούση και η Αμαλία Μουτούση).
Οταν εγώ είχα αποφασίσει να στραφώ προς το θέατρο, οι δικοί μου μου είπαν τα πιο αψυχολόγητα πράγματα. Μόνον ο παππούς μου, ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος που διάβαζε τους αρχαίους συγγραφείς, σηκώθηκε από τον καναπέ και ήρθε, πήρε το χέρι μου και μου είπε “συγχαρητήρια”. Η μαμά και ο μπαμπάς, ενώ ήταν χωρισμένοι, μου είπαν, ο καθένας από την μεριά του, ακριβώς το ίδιο πράγμα: “Αν είναι να γίνεις Ινγκριντ Μπέργκμαν, εντάξει”. Τους απάντησα πάρα πολύ δειλά, ότι Ινγκριντ Μπέργκμαν μπορεί να μην γίνω, αλλά Νόνικα Γαληνέα θα γίνω…».
«Για το μόνο πράγμα που είχα απόλυτη εμπιστοσύνη ήταν ότι ήξερα πως ήμουν ικανή, ικανότατη να κάνω οτιδήποτε μου ζητηθεί πάνω στην σκηνή και να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Αν ένοιωθα ασφάλεια με τον εαυτό μου; Δεν το συνειδητοποίησα ποτέ. Αργότερα κατάλαβα ότι για το ελληνικό κοινό ιδιαίτερα, και για ένα κοινό στο οποίο η αισθητική είχε ιδιαίτερη σημασία, έπρεπε να φροντίζω πάρα πολύ και το ντύσιμό μου και ό,τι είχε σχέση με την προσωπικότητά μου.
Ναι, η μητέρα μου είχε πάρα πολύ δυνατή προσωπικότητα (σ.σ. η Ντορέτα Καραϊωσιφόγλου). Δεν άκουγα εύκολα καλό λόγο από την μαμά. Η πρώτη φορά που άκουσα καλό λόγο ήταν όταν μπήκα στον Κουν και πήγα και της είπα τα κομμάτια που έδωσα. Μου είπε “ήσουν καλύτερη πριν σε πάρει ο Κουν”. Και μετά όταν έπαιξα την “Φαίδρα” του Ρίτσου στο Μέγαρο. Ενθουσιάστηκε. Νόμιζε ότι είμαι η Σάρα Μπερνάρ. Είχαν περάσει βέβαια πάρα πολλά χρόνια πια. Η μητέρα μου είχε τα πάνω της και τα κάτω της, άλλοτε με έβλεπε θεά και άλλοτε μου έλεγε “πως είσαι έτσι βρε παιδάκι μου, δεν φροντίζεις καθόλου τον εαυτό σου”. Κι όμως, εγώ φρόντιζα πάρα πολύ τον εαυτό μου. Αλλά είχαμε διαφορετικό γούστο με την μητέρα μου. Δεν της άρεσαν οι γούνες, εγώ τρελαινόμουν για γούνες. Δεν της άρεσαν τα κοσμήματα, εγώ τρελαινόμουν. Ηταν και οι εποχές.
Χρειάζεται χρόνος για να περιποιηθείς τον εαυτό σου. Θυμάμαι στο θέατρο που έκανα μέχρι και δέκα αλλαγές για ένα έργο, ήθελε πολλή δουλειά. Οσο για την προσωπική μου ζωή, αυτό ερχόταν από μόνο του. Δεν έβγαινα ποτέ από το σπίτι απεριποίητη, ήταν μέρος του χαρακτήρα μου».
«Εστάθη αδύνατον να επηρεάσω τις κόρες μου. Μου είπαν ότι δεν θέλουν να ξαναπαίξουν μαζί μου. Τους είχα πει ότι θα τους ανεβάσω από ένα έργο, όπου θα είναι εκείνες οι πρωταγωνίστριες κι εγώ θα παίζω δεύτερο ρόλο, αλλά μετά από αυτό δεν θα κάνω τίποτε άλλο, ούτε τηλέφωνο. Και μου είπαν “μα δεν θέλουμε, ούτε να παίξουμε μαζί σου θέλουμε”. Οχι γιατί δεν πέρασαν καλά, αλλά γιατί ήθελαν να χαράξουν τον δικό τους δρόμο.
Εγώ τις πίστευα, γιατί είχα δει το ταλέντο τους αλλά ήμουν πάρα πολύ αυστηρή πάντα, καταπέλτης. Αλλά νομίζω ότι στον τρόπο που τις μεγάλωσα οφείλεται και κάτι από αυτό που έγιναν. Ποτέ δεν ανταγωνίστηκε η μία την άλλη, υπήρξε μια συνεχής βαθιά αγάπη. Είναι συγκινητικός ο δεσμός τους –και ανάμεσα στις τρεις, και μαζί μου. Τώρα που δεν βγαίνω έρχονται όλες στο σπίτι, είναι τόσο ωραίο. Τους μιλάω πολύ αλλά ποτέ δεν έχω νοιώσει ότι τις κουράζω ή τις καταπιέζω. Τις άφησα πολύ ελεύθερες, πίστευα πάρα πολύ σ΄αυτό. Γιατί εμένα όποτε μου είπαν να μην κάνω κάτι, το έκανα αμέσως. Ηθελα να είναι ελεύθερες. Γιατί κι εγώ είμαι πολύ ελεύθερος άνθρωπος. Η ελευθερία παίζει σημαντικό ρόλο στην ζωή μου, ίσως και γι΄αυτό άλλαξα αρκετές φορές συντρόφους.
Πάντα ακολουθούσα αυτό που με έσπρωχνε από μέσα μου. Και ναι, αυτό έχει τίμημα. Αλλά αλίμονο σ΄αυτόν που δεν το τολμάει. Γιατί αν αρχίσεις να συμβιβάζεσαι με τον εαυτό σου, είσαι σκλάβα του εαυτού σου και μικραίνεις, μικραίνεις σαν άνθρωπος. Πρέπει να έχεις κουράγιο».
«Και στις σχέσεις μου όταν αισθανόμουν ότι πλέον συμβιβάζομαι, έφευγα… Υποχωρήσεις δεν γίνεται να μην κάνεις, αν θέλεις να κρατήσεις τον δεσμό σου. Αλλο όμως υποχώρηση και άλλο συμβιβασμός. Υπάρχει ένα όριο. Κι όταν φτάσεις στο όριό σου, πρέπει ο άλλος να έχει την κατανόηση και να το σεβαστεί -κι εσύ το δικό του, προφανώς. Αλλά μιλάω για περιπτώσεις που εγώ έφευγα.
Πάντα εγώ έφευγα. Μία φορά την πάτησα, όταν ήμουν δέκα οκτώ χρόνων, στο Λονδίνο. Ηταν η πρώτη μου ερωτική περιπέτεια, πολύ δυνατή. Είχαμε αρραβωνιαστεί. Είχα αγοράσει το ύφασμα του νυφικού και αυτός παντρεύτηκε μια ξαδέλφη του… Με καθόρισε όμως κι είπα στον εαυτό μου ότι “αυτό δεν θα το ξαναπάθεις ποτέ. Θα είσαι απίκο και θα φεύγεις πρώτη”. Και το τήρησα στην ζωή μου αυτό, εντελώς».
«Η Νόνικα γιαγιά; Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό δεν μπορώ να τα δω τα παιδιά, κι αυτό μου κοστίζει πολύ. Εχω τρία εγγόνια και μία δισέγγονη. Ωραία και χρυσά παιδιά. Επικοινωνούμε βέβαια. Η δισέγγονή μου γεννήθηκε την ίδια μέρα που γεννήθηκα κι εγώ. Είναι κόρη της εγγονής μου της Νόνικας.
Για μένα, για τον δικό μου χαρακτήρα, η φιλία συνδέεται με το επίπεδο του μυαλού του ανθρώπου με τον οποίο θα συνδεθώ. Δεν μπορούσα δηλαδή να έχω φίλο κουτό. Είχα ανάγκη από σωστές και δύσκολες αποφάσεις».
«Οι άνθρωποι με τους οποίους πραγματικά συνδέθηκα και με βοήθησαν στην ζωή μου ήταν ο Μίνως ο Βολανάκης, ο Χρήστος ο Λαμπράκης, ο Στρατής Ανδρεάδης, σύντροφος της μητέρας μου για 45 χρόνια και η Ελένη Χατζηαργύρη, την οποία και πάντρεψα και της γνώρισα και τον άντρα της.
Αλλά τελικά είναι η μόνη, ευτυχώς, που μου έχωσε ένα κοφτερό μαχαίρι στην πλάτη. Και με είχε προειδοποιήσει ο Μινωτής. Τρώγαμε ένα βράδυ στο σπίτι του Αβέρωφ και μου λέει ο Μινωτής, “εσύ κάνεις παρέα με την Ελένη, και δεν σου έχει δώσει ακόμα μαχαιριά στην πλάτη; Περίμενέ την”. Αυτό ήταν για μένα –και γι΄αυτό το αναφέρω, κάτι που με τσάκισε. Αργότερα, πήγα στον Χορν, που δούλευε μαζί της στον “Αρχιμάστορα Σόλνες” και τον παρακάλεσα αν μπορούσε να μεσολαβήσει για να είμαι και πάλι με την Ελένη. Είχαν περάσει επτά χρόνια που δεν είχαμε μιλήσει. Δεν μπορούσα χωρίς την Ελένη –μου είχε αντικαταστήσει τον Κουν. Ο Χορν μου είπε ότι απλά “θα σας καλέσω παραμονή Πρωτοχρονιάς στο σπίτι. Εχω καλέσει και τον Καραμανλή, και θα τελειώσει το θέμα”. Και μετά γυρίζει και με κοιτάει μέσα στα μάτια και μου λέει: “Μα γιατί θέλεις να ξανα-είσαστε μαζί; Η ίδια δεν μπορεί να φέρει βόλτα τον εαυτό της, εσένα τι να σου προσφέρει;” Τι πανέξυπνος άνθρωπος που ήταν ο Χορν. Παρ΄όλα αυτά η ψυχή δεν τα άκουγε αυτά. Εκείνο το βράδυ στου Χορν με περίμενε με μια τσάντα που της είχα χαρίσει. Ξανασυνδεθήκαμε με την Ελένη και ξαναρχίσαμε την συνήθεια της καθημερινότητας: Να περνάω να την παίρνω από το σπίτι και να πηγαίνουμε στο Κολωνάκι για καφέ, να χαζεύουμε, να μιλάμε. Και μου το ξανάκανε…».
«Με την Αλίκη; Με την Αλίκη αγαπηθήκαμε, δεν μπορείς να συνδεθείς με την Αλίκη. Κρατούσε πάντα κάποια πράγματα αποκλειστικά για τον εαυτό της. Ηθελε να σου παρουσιάζει την Αλίκη που εκείνη ενέκρινε, όχι την πραγματική Αλίκη, που επίσης ενέκρινε, απολύτως, αλλά δεν ήθελε να την μοιραστεί. Ηταν καλός άνθρωπος η Αλίκη. Χαρισματικό άτομο, καταπληκτική στην κωμωδία –και δεν μιλάω για τις ταινίες, αλλά στο θέατρο, που έχω γελάσει πολύ μαζί της. Ηθελε να προχωράει, ήθελε να πηγαίνει προς Ευρώπη και στα ντυσίματά της και στα πάρτι που έκανε. Μου στάθηκε σαν φίλη μια-δύο φορές που βρέθηκα σε πάρα πολύ δύσκολη θέση, με υπερασπίστηκε. Και πάντα θα της βγάζω το καπέλο για το κουράγιο της, την δύναμή της και, δυστυχώς, και για την δυστυχία της.
Ναι, πράγματι το κωμικό ήταν έντονο και σε μένα αλλά δεν μπόρεσα να το αξιοποιήσω. Γιατί δεν υπήρχαν ανάλογοι ρόλοι γι΄αυτόν τον υπέροχο ηθοποιό που λεγόταν Αλέκος Αλεξανδράκης. Τι κωμικός που ήταν. Εφευγα από την σκηνή από τα γέλια. Ηταν τόσο χαριτωμένος και στην ζωή του».
«Πηγαίναμε παρέα τα βράδια, η Αλίκη με τον Δημήτρη ή τον εκάστοτε σύντροφό της, η Τζένη με τον Κώστα, ο Καρράς που ερχόταν αρκετές φορές, ο Βουτσινάς… Μαζευόμασταν μετά τις παραστάσεις και τρώγαμε, ή στο Abreuvoir ή στην Καισαριανή, στην “Τράτα”. Μετά τα αστεία που έλεγαν οι άλλοι, έλεγε κι ένα αστείο ο Αλέκος, και τότε πέφταμε κάτω από το τραπέζι. Είχε φοβερό χιούμορ και τρομερό μυαλό. Αλλά και ο Αλέκος κράταγε πάρα πολλά πράγματα για τον εαυτό του. Δεν τον ενδιέφερε να αποδείξει το μέγεθος του μυαλού του ή τις γνώσεις του. Είχε μια αυτοπεποίθηση. Ηξερε ότι είχε την αγάπη του κόσμου, δεν έπαιζε κανέναν ρόλο μαζί τους. Και έμπαινε στην θέση του άλλου.
Η Τζένη είχε μια δυνατή προσωπικότητα, εξαιρετική ηθοποιός, την είχα δει σε παραστάσεις και είχα μείνει. Αλλά ήταν ανάλογα με το πως ξύπναγε. Περάσαμε περιόδους που ήμασταν κολλητές και άλλες που δεν λέγαμε ούτε καλημέρα. Πιο δύσκολος άνθρωπος. Δεν νομίζω να ξεπέρασε ποτέ την Αλίκη. Ενώ η Αλίκη έκανε μεγάλη προσπάθεια. Την θυμάμαι να μου λέει να τηλεφωνήσω στην Τζένη για να βγούμε για φαγητό. Δεν την έπαιρνε η ίδια. “Την φοβάμαι”, μου έλεγε, χαριτωμένα…».
«Πάντοτε είχα φιλική σχέση με τον χρόνο γιατί ήξερα πως είναι κάτι με το οποίο δεν μπορώ να τα βάλω. Δεν τα βάζεις με τον χρόνο, δεν γίνεται δεν ξεγελάς κανέναν και πρώτα απ΄ όλα δεν ξεγελάς τον εαυτό σου. Γιατί ο χρόνος σου δείχνει τις δυνατότητες που σου μένουν πια. Θέλω να κάνω τόσα πράγματα και κάνω το ένα δέκατο. Η διάθεση είναι σημαντικό πράγμα αλλά και οδυνηρό όταν πρέπει να γυρίσεις στο κρεβάτι σου. Οχι ότι δεν μου αρέσει το κρεβάτι μου, κάθε άλλο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Γιώργος Κιμούλης είναι ένα ιδιαίτερο άτομο και ανάλογα με το ταλέντο του πάει και ο χαρακτήρας του. Εγώ έχω συνεργαστεί μαζί του στον “Οιδίποδα Τύρανο” του Σοφοκλή. Μια συνεργασία που κράτησε αρκετούς μήνες γιατί πήγαμε και τουρνέ κι έχω τις καλύτερες αναμνήσεις.
Ως προς τα άλλα περιστατικά, με σόκαρε η χυδαιότητα, γιατί είναι βία, χυδαία βία. Σκέφτομαι τι γνώμη έχουν για την γυναίκα, και το βρίσκω φοβερό. Δεν έχουν καταλάβει ακόμα την αξία της γυναίκας, κακόμοιροι…».