Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Ο καθένας μας κρύβει μέσα του μιαν αγέλη ανεξέλεγκτων προθέσεων»
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σπούδασε βιολογία και θέατρο. Ηθοποιός και σκηνοθέτης, πιστεύει στην ομάδα κι έτσι δουλεύει. Όπως και τώρα, ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ελευσίνας - Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2023, καθώς μια προσωπική σχέση με την πόλη τον οδήγησε να αποδεχτεί την πρό(σ)κληση. Ζει στην Αθήνα, είναι παντρεμένος με την Βέρικο κι ο γιος τους ο Λούκα είναι 18 χρόνων.
«Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα πράγματα δείχνουν να παίρνουν κάποιον δρόμο, ευτυχώς. Οπότε, προς το παρόν, θα ακολουθήσω το δικαίωμα μιας ψύχραιμης σιωπής, μέχρι να κατακάτσει κάπως η σκόνη. Δεν χρειάζεται να μιλάμε όλοι για όλα συνεχώς…
Ανοιξαν/τίθενται σοβαρά και επικίνδυνα ζητήματα, που πρέπει -πάλι σοβαρά - να μας απασχολήσουν. Εκτός από τα προφανή, οι “απαντήσεις” δεν μπορεί να είναι απλουστευτικές, αλλά ουσιαστικές, που να ικανοποιούν και να αγγίζουν τους περισσότερους - ακόμα και τους “απέναντι”. Άλλωστε η αλήθεια και η δικαιοσύνη δεν αποκαθίστανται εύκολα με τις κραυγές της αγέλης. Και, ας μην το ξεχνάμε, ο καθένας μας κρύβει μέσα του μιαν αγέλη ανεξέλεγκτων δυνάμεων και συχνά ακόμη πιο ανεξέλεγκτων προθέσεων. Η οποία μπορεί να μοιάζει συναρπαστική λόγω του θεαματικού των δυνάμεών της αλλά ταυτόχρονα παγιδευτική -και ίσως, εξ αυτού, επικίνδυνη».
Ανατρεπτικότητα δεν σημαίνει κωλοπαιδίαση
«Μαρμαρινός είναι το πατρικό όνομα της μητέρας μου, του παππού μου, που ήταν και Μιχαήλ. Ανθρωπος της θάλασσας, καπετάνιος και μηχανικός σε πλοία, μικρότερα, ίσως και σε σφουγγαράδικα. Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Αίγινα, με καταγωγή από την Οδησσό. Τον παππού μου αυτόν δεν τον γνώρισα, έφυγε νωρίς. Αλλά κρατάω κάτι: Ο πατέρας μου τον λάτρευε. Δεν αγαπούσε τον πατέρα του όσο αγαπούσε τον πεθερό του. Κι αυτό μου έκανε τρομερή εντύπωση από μικρός. Ήταν ένα στοιχείο της γενναιοδωρίας του, της συγκίνησης -τον είχα δει να κλαίει. Η καταγωγή του ήταν από το ιστορικό Μεσολόγγι και την Ήπειρο. Το επώνυμό του, Τόλης, όπως ο αδελφός μου ο γιατρός.
Κάποια στιγμή, πολύ παλιά, συνειδητοποίησα ότι έχω ένα πρόβλημα με αυτό το δισύλλαβο επώνυμο. Ταυτόχρονα είχα και μια αδυναμία στον παππού μου και το άλλαξα, επισήμως. Μάλιστα στην ταινία του Λάκη Παπαστάθη “Τον καιρό των Ελλήνων”, που έπαιξα όταν ήμουν στο πρώτο έτος της σχολής, στους τίτλους γράφει Μιχαήλ Τόλης…
Ο πατέρας μου αντέδρασε με μια συγκίνηση που λειτουργεί όπως η φύση στο ποτάμι: ρέει προς τα μπρος, κι έτσι αμβλύνει, απαλύνει μικροπόνους. Τον πείραξε λίγο αλλά επειδή μου είχε και αδυναμία έλεγε στους φίλους του “εγώ του είπα να το αλλάξει”. Άλλωστε ο αδελφός μου και η αδελφή μου το συνέχισαν. Ήταν στρατιωτικός της χωροφυλακής, υψηλόβαθμος. Γύρισαν όλη την Ελλάδα με τις μεταθέσεις. Η μητέρα μου εντελώς διαφορετική σαν άνθρωπος, καθόλου εκφραστική».
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, σε μια τυπική οικογένεια, με δεσμούς, με τα αδέλφια μου, απλή, αστική, αλλά και με μικροαστικές πτυχές. Δεν αισθάνθηκα τις δυσκολίες που μπορεί να είχαμε.
Κάποια στιγμή η οικογένεια ήθελε να αποκτήσει ένα ραδιόφωνο. Κι ένα βράδυ βάλαμε όλοι, ακόμα κι εγώ που ήμουν ο μικρότερος, ό,τι είχαμε. Ακόμα θυμάμαι τα βουναλάκια με κέρματα. Έτσι άρχισε να μπαίνει η μουσική στο σπίτι μας. Η τέχνη, όχι, δεν υπήρχε. Ο πατέρας μου όμως, έγραφε καλά και ήταν τρομερός αφηγητής. Δεν ζουν πια, την μητέρα μου την έχασα πέρυσι».
Με την ευγένεια πας πιο γρήγορα, λέει ο Ελύτης
«Με έναν τρόπο η αφήγηση είναι ένα μηχάνημα που σε πετάει εκεί που ακόμα η ιστορία συμβαίνει. Θυμάμαι ανύποπτες στιγμές που με ταξίδευε σε απίθανα μέρη. Επικοινωνούσε με τον ακροατή του, χωρίς να το ξέρει. Κι αυτό, θα έλεγα ότι είναι ο ορισμός του θεάτρου -ίσως πήρα κάτι από εκεί. ”Ο κόσμος είναι γεμάτος αφηγητές γιατί είναι γεμάτος ιστορίες” έλεγε ο Κωστής Παπαγιώργης.
Θέατρο δεν έβλεπα. Πρώτη φορά με πήγε ο άντρας της αδελφής μου. Πριν όμως πάω, είχα ήδη στο σχολείο σκηνοθετήσει μια παράσταση, με έναν φίλο μου, για να πάμε εκδρομή, το “Σέργιος και Βάκχος” του Καραγάτση.
Είχα πάθει μια πετριά με τον Καραγάτση. Διάβαζα, αλλά κατά λάθος. Στο εξοχικό του άντρα της αδελφής μου στην Βούλα, ένα καλοκαίρι, και καθώς εκείνοι έπεφταν το μεσημέρι μετά την θάλασσα για ύπνο, εγώ που ένοιωθα έγκλειστος, έψαχνα για κανένα Μίκυ Μάους. Αντ΄αυτού βρήκα ένα βιβλίο με χρωματιστό εξώφυλλο, τον “Συνταγματάρχη Λιάπκιν”, αλλά χωρίς εικόνες μέσα. Διάβασα την πρώτη σελίδα και δεν κουνήθηκα μέχρι να τελειώσει. Σαν coup de foudre. Μετά ακολούθησαν κι άλλα δικά του. Μυήθηκα στην λογοτεχνία. Ο Καραγάτσης ήταν ο μεγάλος μοχλός –κάποια στιγμή ο αδελφός μου μου έκανε δώρο τα άπαντα του Παπαδιαμάντη. Σπίτι μου θεωρούσαν σωστό να διαβάζουμε.
«Ήμουν καλός μαθητής. Είχα τρέλα με την Βιολογία, την Χημεία –όπως και οι φίλοι μου, ο Γιώργος, ο Δημήτρης και ο Αλέξανδρος, που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ο ένας ήταν από τις διακοπές στην Αίγινα, ο άλλος από το Γυμνάσιο –πηγαίναμε μαζί στο Ευγενίδειο Ιδρυμα και αγοράζαμε βιβλία πειραμάτων. Είχαμε κάνει το πλυσταριό στο σπίτι του και στο δικό μου εργαστήρι Χημείας και Βιολογίας. Επιστήμη, λογοτεχνία και ποίηση: Αυτά ήταν για μένα.
Ξεκίνησα τις σπουδές μου στην Θεσσαλονίκη, στην Βιολογία, γιατί ήθελα να φύγω από την Αθήνα. Τελείωσα όμως στην Αθήνα, γιατί έπρεπε κάποια στιγμή, δυστυχώς, να επιστρέψω –έκανα μεταγραφή.
Ημουν άγριο νιάτο. Ο πατέρας μου πέρασε δύσκολα μαζί μου. Θυμάμαι σε ένα εργαστήριο Βιολογίας όπου για να εξετάσουμε το λεπτό έντερο έπρεπε ο καθένας να σκοτώσει ένα ινδικό χοιρίδιο για να του κάνει ανατομία. Κι εγώ είπα στην βοηθό ότι δεν το κάνω γιατί είναι ακρότητα και δολοφονία. Το πήρα κι έφυγα. Το ίδιο έκανε και μια συμφοιτήτριά μου. Είχε γίνει το έλα να δεις στο Πανεπιστήμιο…»
«Κωλόπαιδο, όχι, δεν μου άρεσε ποτέ να είμαι. Ο Κροπότκιν είναι αναρχικός, αλλά πρίγκιπας. Ανατρεπτικότητα δεν σημαίνει κωλοπαιδίαση –και το χειρότερο είναι να ιδεολογικοποιείται. Αυτό με τρελαίνει. Από την άλλη υπάρχει ένα χάσιμο ορίων στο ανατρεπτικό, είναι πάντα προς αναζήτηση. Με την ευγένεια πας πιο γρήγορα, λέει ο Ελύτης, και δεν το λέω ωφελιμιστικά. Η ευγένεια ανοίγει τον εαυτό σου και σου επιστρέφει πιο πολλά δώρα. Νομίζω η διαλεκτική και η αντιπαράθεση σε ανοίγουν, η αγένεια κλείνει το ίδιο το υποκείμενο. Δεν είναι λίγο να πεις συγνώμη, άλλη μια δύσκολη λέξη.
Υπάρχουν δύο λέξεις με μεγάλη σημασία και στην υποκριτική -ευχαριστώ και συγνώμη. Και η υποκριτική είναι από τα πεδία των δύσκολων διαδρομών. Μπορεί κανείς να παραφερθεί αλλά η ευγένεια είναι εκεί, χαλί».
Πηγαίνοντας στο Πανεπιστήμιο στην Θεσσαλονίκη ένιωσα ότι είμαι στον Παράδεισο. Στα κενά ανάμεσα στα μαθήματα είχα την δυνατότητα να παρακολουθώ φιλοσοφία και ψυχολογία. Ήταν μέσα στις αναζητήσεις μου.
Οταν χρειάστηκε να πάρω μεταγραφή στην Αθήνα, με έπιασε πανικός βλέποντας το κτιριακό και για να ισορροπήσω μέσα μου την απώλεια της Θεσσαλονίκης άρχισα να ασχολούμαι με την τέχνη. Ηθελα μια φυγή. Από εκεί ξεκίνησε λοιπόν… Εδωσα εξετάσεις στην Δραματική του Θεάτρου Τέχνης, αλλά στο δεύτερο έτος άλλαξα και πήγα στην σχολή του Κατσέλη. Εκεί τελείωσα, έχοντας κάποιους συνταρακτικούς καθηγητές. Με την Αλέκα Κατσέλη είχα μια συγκρουσιακή και υπέροχη σχέση. Ο Πέλος Κατσέλης, μεγάλη μορφή.
Τελειώνοντας την σχολή πήγα διακοπές στην Σίκινο, στο πουθενά. Υπήρχε μόνον ένα τηλέφωνο, στο ταχυδρομείο. Κάποια στιγμή πήρα την μάνα μου και μου είπε ότι με ψάχνει η Κατσέλη. Τότε σκεφτόμουν να φύγω στον Καναδά για μεταπτυχιακά στο ψυχόδραμα… Πήρα την Κατσέλη και μου είπε ότι με ψάχνει η Ξένια Καλογεροπούλου. Της τηλεφωνώ και με ενημερώνει για το έργο και τον ρόλο. Θα επέστρεφα Παρασκευή από την Σίκινο. Το Σάββατο, μου είπε η Ξένια, να πάω στο θέατρο Παρκ να βρω τον Σταμάτη Φασουλή για να πάρω το κείμενο. Ηταν για τον “Οδυσσεβάχ”, το 1981… Μου είπε να πάω την Δευτέρα για οντιστιόν στο θέατρο Αθηνά. Ήταν εκεί η Ξένια, ο Σταμάτης και η Πέπη Οικονομοπούλου που θα έκανε την γοργόνα. Βιαζόμουν κιόλας γιατί το μεσημέρι έφευγε το πλοίο. “Να μας πάρεις τηλέφωνο την Πέμπτη” μου είπε η Καλογεροπούλου “θα έχουμε αποφασίσει”. Δεν τους πήρα…. Κάποια στιγμή που πήρα πάλι την μάνα μου από το νησί, μου είπε ότι με ψάχνει η Ξένια. “Γιατί δεν μας πήρες;”, μου είπε. “Σκέφτηκα κάτι πολύ απλό”, απάντησα, “πως εάν με θέλετε θα με βρείτε όπου και να πάω, αν δεν με θέλετε γιατί να σας φέρω σε δύσκολη θέση…”. Ετσι ξεκίνησα, με τον “Οδυσσεβαχ”. Ετσι γνώρισα το θέατρο, την Ξένια, τον Σταμάτη…
Για μένα η Αμαλία είναι ένα πρόσωπο υπέρτατης αγάπης και σεβασμού
«Δεν ήμουν όμορφος. Ισως να μην ήταν κοινή η εμφάνισή μου, όχι ιδιαίτερα ελληνική. Είχα μια κορδέλα στο κεφάλι, στα μαλλιά. Θυμάμαι τον Γιώργο Πάτσα, που με βοήθησε και σαν σκηνοθέτης στα πρώτα μου βήματα και δεν το ξεχνώ, ότι μου έβαλε κορδέλα στον Οδυσσεβάχ. Εχει σημασία να αναφέρουμε τις ευγνωμοσύνες μας κι εγώ έχω πολλούς που ευγνωμονώ και γι΄ αυτό αισθάνομαι πλούσιος.
Ήξερα αυτούς που με γοήτευαν όπως ήξερα ότι δεν ήμουν αδιάφορος αλλά δεν ξέρω τι βαθμό αυτοεκτίμησης είχα σ΄αυτό το επίπεδο, όχι ιδιαίτερο πάντως. Ούτε ξέρω αν αυτή η αυτοεκτίμηση κερδίζεται. Μεγάλος εραστής; Οχι, ούτε κατά διάνοια, ποτέ δεν το θεώρησα, ούτε ήταν η κατεύθυνσή μου. Το να είσαι λίγο γοητευτικός μέσα από αυτό που είσαι ή που κάνεις, ναι, είναι κάτι άλλο. Με θυμάμαι να κάνω κάτι τρέλες, να είμαι σε ένα πάρτι και να διαβάζω το βιβλίο μου στην γωνία, σαν για να διαφοροποιηθώ. Να γίνω μύγα μέσα στο γάλα κι αυτό να αποτελεί πυλώνα έλξης, δεν αποκλείεται να το έχω χρησιμοποιήσει ασυνείδητα κάποια στιγμή…».
Θέατρο είδα για πρώτη φορά στην Πέμπτη γυμνασίου, τον Μίμη Φωτόπουλο στον “Καλό Στρατώτη Σβέικ”. Μου άρεσε πολύ, άσκησα και κριτική. Σαν να είχα μια εμπλοκή, χωρίς να το ξέρω, ενώ υπήρχε κι άλλος ένας πυλώνας που είχε να κάνει με την θεατρικότητα. Ηταν μια εκπομπή στο ραδιόφωνο που λεγόταν “Η Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη”, κάθε βράδυ, στο Δεύτερο. Κι εγώ, κάθε βράδυ, ό,τι κι αν έκανα, το διέκοπτα για να την ακούσω. Πήγαινα στο δωμάτιο μου, έσβηνα τα φώτα, χωνόμουν κάτω από το σκέπασμα και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι την άκουγα στο τρανζίστορ. Δεν ήθελα να βγω από την μαγεία του συμβάντος και πολλές φορές κοιμόμουν για να μην χαθεί η ατμόσφαιρα».
«Από τότε που τελείωνα την σχολή ήξερα ότι ήθελα να κάνω ομάδα. Δεν είχα γνωρίσει ακόμα τη Αμαλία (σ.σ. Μουτούση), ήμασταν τα ίδια χρόνια στις σχολές, αλλά εκείνη στο Θέατρο Τέχνης. Μια φορά, καλοκαίρι, ξεκίνησα με δύο φίλες από την Αίγινα και με ένα βαρκάκι να πάμε στην Επίδαυρο να δούμε τις “Τρωάδες” του Κουν. Η Αμαλία, δεν την ήξερα, έπαιζε στον Χορό. Σχεδόν ναυαγήσαμε –φτάσαμε με σπασμένο τιμόνι και την ουρά στα σκέλια. Οι δύο φίλες έφυγαν κατευθείαν για την Αθήνα. Έμεινα μόνος και με λεωφορείο πήγα Επίδαυρο να δω τη παράσταση. Επέστρεψα στην Αίγινα με άλλο σκάφος που έσερνε το βαρκάκι μου –ντροπή -ήμουν σαν δαρμένη γάτα.
Γνώρισα την Αμαλία μέσω της Αντζελας Μπρούσκου, με την οποία ήδη δούλευα. Είχαμε φτιάξει ομάδα με την Μαρία Σταύρακα (από το Τέχνης) και την Ρενάτα Παπακώστα (από το Εθνικό) και άλλους. Από τότε λεγόταν “Διπλούς Ερως”. Ενάμιση χρόνο μετά ήρθε η Αμαλία.
Ναι, κατά βάση όλα τα χρόνια δούλευα και δουλεύω με ομάδα. Κάποιες φορές συνεργάστηκα ως ηθοποιός σε έργα και παραστάσεις ή κατ΄εξαίρεση έπαιξα σε δικές μου. Με την Αμαλία ήμασταν μαζί ήδη οκτώ χρόνια όταν παντρευτήκαμε, στο Λονδίνο. Αφού χωρίσαμε συνεχίσαμε να δουλεύουμε μαζί. Για μένα η Αμαλία είναι ένα πρόσωπο υπέρτατης αγάπης και σεβασμού. Κι έτσι μπορέσαμε να διαχειριστούμε μια τόσο βαθιά προσωπική κρίση ενώ δουλεύαμε –ουδείς το κατάλαβε».
«Η μητέρα της γυναίκας μου, η πεθερά μου, είναι μια μεγάλη μου αγάπη. Και ο άνδρας της, φυσικά. Αλλά αυτή η γυναίκα πραγματικά δεν υπάρχει… Θυμάμαι στην Τυφλίδα, όταν είχε γεννηθεί ο γιος μου, γιατί εκεί γεννήθηκε, την χάζευα πως ήταν με το μωρό. “Τα μωρά πρέπει να αισθάνονται ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας που τα αγαπάει χωρίς όρους”, μου είπε. Η επιτομή μιας βαθύτατης βιωμένης σοφίας και ο ορισμός της γυναίκας –γιαγιά, μητέρα, κοριτσάκι, κοπέλα. Αισθάνομαι απόλυτα κοντά και στην Γεωργία και στην Τυφλίδα. Είναι οικογένειά μου αυτή η χώρα.
Ούτε η γυναίκα μου, η Βέρικο, έχει σχέση με το θέατρο. Ήθελε τρομερή γενναιότητα από εκείνη να έρθει να ζήσουμε στην Ελλάδα. Ήξερε εξαιρετικά ελληνικά όταν γνωριστήκαμε στην Τυφλίδα, σπούδαζε νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο όπου έχει ένα τρομερό τμήμα Αρχαίων, Βυζαντινών και Νεοελληνικών. Γνωρίζει την ελληνική λογοτεχνία και μυθολογία καλύτερα από εμάς. Εγώ έκανα παραστάσεις».
«Ο γιος μου μεγάλωσε στην Ελλάδα –μιλάει και γράφει και στις δύο γλώσσες. Και αισθάνεται, αυτό που θα έπρεπε να αισθανόμαστε μερικές φορές όλοι, ένας πολίτης της σύνθεσης. Οσο πιο πολύ και από τα δύο, τόσο καλύτερα, θα τολμούσα να πω εγώ.
Δεν με έχει πει ποτέ μπαμπά, δεν την έχω ακούσει ποτέ αυτή την λέξη, ούτε μαμά έχει πει ποτέ. Αν είναι καλό αυτό; Δεν ξέρω… Εγώ και λόγω θεάτρου έχω προσπαθήσει να παίξω κάποιες φορές τον ρόλο του μπαμπά. Με την Βέρικο και την γιαγιά του, όταν πηγαίνουμε στην Γεωργία, νομίζω πως έχει ακριβώς τον βαθμό οικογενειακής ατμόσφαιρας που χρειάζεται. Εγώ έχω λείψει πολύ –τελευταίως με βλέπει περισσότερο, λόγω πανδημίας. Μιλάμε, κάνουμε συζητήσεις πολιτικές, φιλοσοφικές, έχουμε τις κόντρες μας, είμαι κοντά του. Είναι ιδιαίτερος, με ευαισθησίες –οι σπουδές του έχουν σχέση με το Περιβάλλον. Και αγαπάει την μουσική, γράφει, συνθέτει. Εχει παίξει στο θέατρο, δύο φορές, σε δικές μου παραστάσεις, αλλά όχι δεν βλέπει πολύ. Τον λένε Ιoanne-Luca, αλλά έχει επικρατήσει ίσως περισσότερο το Λούκα».